"Η καμπάνα του Πόντου" Ανάλυση του ποιητικού έργου απο τον Ευριπίδη Χειμωνίδη

Σάββατο 5 Ιουλίου 2014

Την 21 Ιανουαρίου 1953 γιορτάστηκαν μ' επισημότητα τα τετράχρονα της «Ποντιακής Εστίας».
Σύμφωνα με το πρόγραμμα του εορτασμού, μίλησαν στην αίθουσα της Ευξείνου Λέσχης οι κ.κ. Θ. Φωτεινόπουλος, Γενικός Επιθεωρητής Στ. Εκπαιδεύσεως Βορ. Ελλάδος και ο κ. Ευρ. Χειμωνίδης» εκπαιδευτικός, για την Ποντιακή Λαογραφία και την συμβολή της «Ποντιακής Εστίας» σ’ αυτή.
Ο κ. Χειμωνίδης, σε σύντομη ανάλυση του ποιητικού έργου του κ. Φίλωνα  Κτενίδη, μίλησε ειδικότερα για το ποίημα του «Η Καμπάνα του Πόντου».
 Παραθέτομαι και το σχετικό απόσπασμα από την ομιλία εκείνη του κ. Ευριπίδη  Χειμωνίδη.

...Η «Καμπάνα του Πόντου» είναι ένα ποίημα με όλα τα λογοτεχνικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ώριμη δημιουργία.
Αν γραφόταν στην κοινή ομιλουμένη γλώσσα των Ελλήνων και πετύχαινε η εναρμόνιση του περιεχομένου με το εκφραστικό μέσο στον ίδιο βαθμό που επιτρέπει το ποντιακό ιδίωμα στον ποιητή, πράγμα πολύ αμφίβολο νομίζω, το ποίημα τούτο θα έβρισκε πανελλήνια αναγνώριση. Αλλά και η σημερινή μορφή του δεν μειώνει καθόλου την λογοτεχνική αξία του, αυτήν καθ’ εαυτή.
Όπως είπα, είναι ένα λυρικό αφήγημα.
Θέμα του το ξεκίνημα από τη γη των πατέρων, για την ελεύθερη Πατρίδα.
Στην τεχνική μορφή του στίχου, ο ποιητής διάλεξε τον συνήθη δεκαπεντασύλλαβο του δημοτικού τραγουδιού. Έγραψε — όπως λέει ο ίδιος για ένα άλλο ποίημά του — «σύγχρονο τραγούδι σε παλιό σκοπό». Και κατόρθωσε να μετουσιώσει τα χαρίσματα του δημοτικού τραγουδιού στη δική του δημιουργία.
Η περίπτωση της προσωπικής ποίησης με την μορφή του δημοτικού τραγουδιού, δεν είναι μοναδική. Ο Κώστας Κρυστάλλης, ο γλυκύτατος υμνητής της ελληνικής φύσης, που μιλάει στην ψυχή του κάθε Έλληνα, θα μπορούσε άριστα να τοποθετήσει στη θέση του ονόματος του τον χαρακτηρισμό «δημοτικό».
Η ομοιότητητα της «Καμπάνας» — για να ξαναγυρίσουμε στο θέμα μας — με το δημοτικό τραγούδι, γίνεται φανερή από την αρχή ακόμα: Το συμβολικό πουλί είναι κι’ εδώ εκείνο, που διαλαλεί τον χαλασμό σ' Ανατολή και Δύση. Τραγικής μεγαλοπρέπειας όμως, μ’ όλη του την λιτότητα, είναι το σκηνικό: Ερειπωμένο το παλάτι, γεμάτο τσουκνίδες, με όρθιο μόνο ένα παραστάτη θύρας, χωρίς επανωθύρι (Στίχ. 19 - 28).
Καθισμένο λοιπόν εκεί, στην έρημη σκοπιά του, το πουλί παρακολουθεί τον ξεσηκωμό. Ένα - ένα, περνούν τα χωριά του Πόντου, ακολουθώντας το δρόμο της αποδημίας.
Πρώτη η Κρώμνη, το χωριό του ποιητή. Αδυναμία του ανθρώπινη άλλωστε και ευκολονόητη ; Ίσως. Αλλά και κάποιος άλλος λόγος. Το λέει ο ίδιος, και είναι αλήθεια.
Η Κρώμνη είναι η μάνα του σύγχρονου ποντιακού τραγουδιού- «Τή χαράς τό πουλίν, τή τραγωδί η μάνα» κατά την άφθαστη ποντιακή παρομοίωση. Σύμβολό της η λύρα. Η λύρα, που πρόκειται να σιγήσει.
Της αξίζει λοιπόν το προβάδισμα.
Εδώ ο ποιητής, έξω από τον καλοφτιαγμένο στίχο και τη σφιχτοδεμένη φράση που είναι, άλλωστε, γνωρίσματα όλου του ποιήματος, παρουσιάζει βαθύ και αγνό αίσθημα, με δύναμη φαντασίας ανυπέρβλητη.
Το ξύλο της λύρας γίνεται κασέλα μωρού, οι χορδές φορτοδέματα, για να φορτωθεί, ή άμοιρη, το λείψανο της ψυχής της. (Στ. 85 · 90)
Με πραγματικό λυρισμό, με το ίδιο βαθύ αίσθημα, ξεχύνονται τα λόγια του μοιρολογιού σαν θερμή ικεσία στον Θεό να κάνει το θαύμα του και να ματαιωθεί το κακό.
Η Ικεσία αναβλύζει από την ψυχή όλου του Ελληνισμού. Γι’ αυτό και σκύβουν τα βουνά, άλλα γονατίζουν, κι’ όλα αφουγκράζονται το μοιρολόι, και θλίβονται και κλαίνε: (Στ. 76-93)
Και γιατί τάχα όλ’ αυτά ; Γιατί η επιμονή για την παραμονή στον τόπο, ακόμα και με τη βαρύτερη θυσία ;
Ο ποιητής, σε δύο στίχους, με τους οποίους τελειώνει το μοιρολόι, εμφανίζει τον ύστατο πόθο του κάθε Ποντίου.
«...Αφ’ς με αδά να θάφκουμαι
 'ς σόν τόπον ντ' εγεννέθα...» (Στ. 94-111)

Αλλά το θαύμα δεν γίνεται  και η πομπή αρχίζει το δρόμο της. Όλο και μεγαλώνει. Κάθε τόσο κι’ άλλο χωριό προστίθεται, το καθένα με ότι ξεχωριστό του δώρισε η ευλογία του Θεού σε φυσικό χάρισμα και σε προκοπή ανθρώπινη. Συνακολουθούν τα μοναστήρια και ευλογούν και κλαίνε.
Σύντομα, παραστατικά, με εικόνες ζωηρές, το θέμα ξετυλίγεται γοργά και προχωρεί  αβίαστα και με καθαρότητα που θυμίζει κρυσταλλένιο νερό, καθώς ξεπετιέται από πλούσια νερομάνα ! Γεμάτη πάθος και φαντασία είναι η αφήγηση.
Η Τραπεζούντα, «η κυρά, Βασίλισσα κι’ αφέντρα, χιλιόχρονη νοικοκυρά, και πάντα νέα νύφη», όπως την ονομάζει ο ποιητής, είναι ο τελευταίος σταθμός. (Στ. 112)
Εκεί καταλήγουν τα θλιβερά καραβάνια «άσά ψηλά καί άσά θαλασσάκρια, άσά γειτονοτόπα καί άσά σιμοχώρια». Και από 'κεί θα απευθύνουν τον στερνό χαιρετισμό στην πατρική γη, πριν πάρουν το δρόμο τον αγύριστο.
Ο ποιητής παρουσιάζει όλο εκείνο το πλήθος, που ξημεροβραδιάζεται στην αμμουδιά της παραλίας, στο ύπαιθρο, εν  αναμονή πλοίων για την αναχώρηση, κατεχόμενο από συναίσθημα απογνώσεως
Όσοι έζησαν τις  μέρες εκείνες, διατηρούν άσβεστη στη μνήμη τους την εικόνα, και δε βρίσκουν καθόλου υπερβολική την ανατριχιαστική επίκληση των ζωντανών προς τους νεκρούς, που σαν τρανή βοή υψώνεται στον ουρανό :
"Εβγάτεν οι άποθαμέν’ οί ζωντανοί θ’ εμπαίν’νε !.. " (Στ. 250- 302)
Η Μοίρα όμως άλλα έχει γραμμένα. Θα γίνει το θέλημα του Θεού, του οποίου ανεξιχνίαστοι είναι αι βουλαί.
Ο ποιητής άφησε εδώ την καρδιά του να μιλήσει. Ανιχνεύει τη θεϊκή βούληση, και πιστεύει ότι κατορθώνει να την εξιχνιάσει. Ο δρόμος που ευλογήθηκε από το Θεό, θα είναι και «δρόμος γυρισμού» και «όνειρο ξενιτεμένου». (Στ. 318-828)
Δεν κάνει χρήση ποιητικής άδειας, που δεν έχει, άλλωστε σχέση με το περιεχόμενο ενός ποιήματος, αλλά με την εκφραστική του μορφή.
Απλώς θέλει να γλυκάνει τον πόνο με μια ακτίνα αισιοδοξίας, ν’ ανταποκριθεί στην ανάγκη κάποιας παρηγοριάς και μιας ελπίδας, που να κάνει τη ζωή άξια να την ζει κανείς. Πολύ ανθρώπινο και πολύ φυσικό!
Η σύνδεση με το Μεγαλοϊδεατικό όνειρο είναι φανερή, όπως όμοιος είναι   κι' ο τρόπος της προσφοράς της ελπίδας αυτής, με τις καμπάνες που σημαίνουν και με  τη θεϊκή φωνή από ψηλά, από τα Ουράνια.
Ανεδαφικός οραματισμός, θα μπορούσε να πει κανείς. Δεν νομίζω ! Για τη σημερινή γενεά, βέβαια. Μα, όταν το μέτρο της εκτίμησης μεταφέρεται από τη μια γενεά στις πολλές γενεές, από το χειροπιαστό σήμερα στο άδηλο μέλλον, από τη ζωή των ατόμων στη ζωή των λαών, τότε το μέτρο αλλάζει, και ένα σημερινό ανεδαφικό όνειρο μπορεί να μπει στην περιοχή της πιθανής πραγμάτωσης, με κάποιο τρόπο, που δεν είναι απαραίτητο να είναι πάντα πολεμικός. Φτάνει να υπάρχει το όνειρο. 
Αν λείψει, τότε παύει να υπάρχει κι’ αυτή ακόμα η προϋπόθεση της πιθανότητας. Και για τον Ελληνισμό, που δεν  μεγαλούργησε μονάχα μέσα στα σύνορα της ελληνικής πατρίδας, αλλά υπήρξε απόστολος του φωτός της σε χώρες μακρινές, είναι κρίμα να σβήσει κάθε όνειρο.
Γι’ αυτό, ο ποιητής της «Καμπάνας του Πόντου» δε θέλει να χαλάσει το γλυκύ όνειρο, κι όταν ακόμα έχει πειστεί με το πέρασμα των χρόνων, ότι είναι απραγματοποίητο για τη γενεά, που ζήτησε να θερμαίνει την ψυχή της μ' αυτό.
Η καμπάνα του Πόντου, η καμπάνα η μεγάλη περιμένει, βουβή, δίχως γλώσσα. Περιμένει το γυρισμό του ξενιτεμένου. Ως τότε, θα κυλά η ζωή,, όπως κυλά, με χαρές και με θλίψεις, με κλάμα και τραγούδι, με αναπολήσεις και με όνειρα ...

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah