Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ Η ΕΛΕΝΗ


Σ' ένα παλιό σπίτι τακτοποιήθηκαν.
"Κυρά, καλύτερο δεν βρήκαμε, όλα τα σπίτια εδώ είναι παλιά και τα καλύτερα είναι επιταγμένα από το βουλγαρικό στρατό", της είπε ο κυρντώνης, ένας από τους φίλους του Γιώργου.
"Δεν πειράζει", του απαντάει η Ελένη. "Τον Γιώργο ψάξτε, τον Γιώργο".
, όσο γι' αυτό μη στεναχωριέσαι κυρά. Γρήγορα ο Γιώργος θα τους ξεφύγει και θα είναι κοντά μας. Αν έχει λεφτά επάνω του και τους τα δώσει για μπαχτσίσι, ε, τότε είναι που θα τον αφήσουν να φύγει πολύ πιο γρήγορα ".
Τα παιδιά, που αγαπούσαν πιο πολύ τον πατέρα τους, χάρηκαν μ' αυτά που άκουγαν. Ναι, αγαπού­σαν τον πατέρα τους, γιατί εκείνος ήταν πολύ καλός μαζί τους, ενώ η μάνα ήταν αυστηρή και τελειομανής. Και τα τρία τους παιδιά ήταν ευγενικά, με γνώ­σεις και σεβασμό σε όλα και όλους.
Την άλλη μέρα ήρθαν οι γυναίκες των φίλων του Γιώργου, βοήθησαν την Ελένη να στήσει το νοικο­κυριό της και της εξήγησαν πως πρέπει τα παιδιά να προσέχουν γιατί αυτές τις μέρες οι Βούλγαροι στρα­τιώτες "λύσσαξαν", μια πάνω και μια κάτω πάνε. Γι' αυτό έξω να μην πολυβγαίνουν τ' αγόρια κι η Όλγα καθόλου. "Κλείνε, καλή μας, καλά πόρτες και παρα­θύρια μέχρι να ησυχάσει η κατάσταση ".
Πάλι η Ελένη τρομάζει, φοβάται και κατά γράμ­μα τηρεί τις συμβουλές τους, τόσο που κουράζει πο­λύ τα παιδιά με την υπερπροστασία της. Παράλληλα περιμένει και τον άνδρα της. "Εξυπνος είναι", σκέ­φτεται. "Αφού κι άλλοι κατάφεραν να ξεφύγουν, θα τα καταφέρει κι ο Γιώργος". Νύχτα και μέρα προ­σεύχεται.
Υψώματα της Σαντάς

Ο Βουλγαρικός στρατός υποχωρεί

Η αρπαγή της Όλγας
Τρεις μήνες ζούνε με την προσμονή του πατέρα κι ένα βράδυ, μετά την ήττα των Βουλγάρων στο Λα­χανά από τον ελληνικό στρατό και τη βιαστική φυγή του βουλγαρικού στρατού στη Βουλγαρία, η Ελένη με τα παιδιά της θα ξαναζήσουν κι άλλη κόλαση!
 Απ' έξω, με κλωτσιές σπάζουν την πόρτα του σπι­τιού και χυμούν τέσσερις ή πέντε στρατιώτες στο σπίτι. Ο ένας πάει κατευθείαν στο δωμάτιο που κοι­μάται η Όλγα.
Η Ελένη φωνάζει, κλαίει και οδύρε­ται. Κλείνουν τα στόματα ολονών με μαντήλια.
 Η μάνα γίνεται λέαινα και ορμά κατά πάνω τους. Τη δένουν με σχοινί. Ένας στρατιώτης αρπάζει στην α­γκαλιά του την Όλγα, την παίρνει βίαια και φεύγει. Τίγρης γίνεται η μάνα να τον κατασπαράξει κι εκεί­νος με τα λίγα ελληνικά του της λέει:
κόρη σου θα ζήσει καλά μαζί μου. Στη Σόφια θα πάμε, εκεί θα ζήσουμε. Χριστιανός είμαι κι εγώ, Εξαρχικός".
Φύγανε. Ο Λεωνίδας με κόπο έβγαλε το μαντήλι από το δικό του στόμα και από το στόμα της μητέ­ρας του και έκοψε το σχοινί με το οποίο ήταν δεμέ­νη. Η μάνα ωρύεται, βγαίνει έξω και φωνάζει
"Βοήθεια, βοήθεια! Βοηθήστε μας, σας παρακαλώ, να σώσουμε την κόρη μου, στη Σόφια την πάνε. Κό­σμε, βοήθεια".
Κανείς δεν πλησιάζει. Ο φόβος τούς εμποδίζει να βγουν από τα σπίτια τους, να βοηθήσουν. Όλοι φο­βούνται και τρέμουν τη φυγή των Βουλγάρων! Οι Βούλγαροι καίνε, καταστρέφουν και αποχωρούν κυ­νηγημένοι από τον ελληνικό στρατό.
"Βοηθήστε με, σπαράζει η Ελένη, να πάμε να τους βρούμε. Κόσμε, λυπηθείτε με την άμοιρη ".
"Τι λες, κυρά μου, τι είναι αυτά που λες! Τρελάθη­κες; Φαίνεσαι να 'σαι γνωστική γυναίκα", της είπε έ­νας ηλικιωμένος άντρας που τόλμησε κι ήρθε κοντά της. "Αυτοί, κυρά μου, είναι στρατός ολόκληρος, θε­ριό ανήμερο, λαβωμένο μετά την ήττα στη μάχη τον Λαχανά. Εμείς τι μπορούμε να κάνουμε; Σύρε κοντά στ' άλλα σου παιδιά και μη λαλείς. Χάσαμε κι άλλες κοπέλες, μα τσιμουδιά δεν βγάλαμε. Κλείσε πόρτες και παραθύρια κι έμπα μέσα να μην πάθεις κι άλλα χειρότερα".
Κλαίει και οδύρεται η Ελένη και μονολο­γεί. "Υπάρχει χειρότερο από το να σου κλέψουν το παιδί σου, την κόρη σου, δεκαεφτά χρονών; Μέσα α­πό το σπίτι σου, μέσα από την αγκαλιά σου, μέσα από την πατρίδα σου;".
"Άσε, κυρά, άσε τι είδε αυτή η πατρίδα! Ο καιρός, ο καιρός όλα θα τα γιάνει. Μόν' να παρακαλείς να έ­πεσε σε καλόν άνθρωπο. Έχει κι απ' αυτούς καλούς".

Η Ελένη τρέχει στους φίλους του άντρα της.
"Κυρά", της λέει ο κυρντώνης. "Μεγάλο κακό σε βρήκε, κι όλοι σε συμπονούμε. Μα πού να πάμε ό­μως; Αυτοί το μελέτησαν καλά. Έλαβαν τα μέτρα τους, φύγανε κυρά, φύγανε. Πού να πάμε; θα χαθούμε όλοι. Υπομονή, κυρά, υπομονή. Ο Θεός να σε κρατά".
"Αχ, αχ, κυρά", της είπε μια γυναίκα που άκουγε παραδίπλα. "Τι θέλατε κι ήρθατε εδώ, τόσο όμορφη οικογένεια! Δεν ξέρατε τον γολγοθά που ζει η Μακε­δονία μας; Και σεις, με όλα σας τα καλά, τι ήρθατε να κάνετε μέσα στις φωτιές και τα αποκαΐδια; Υπομονή, κυρά, υπομονή".
Η Ελένη μάζεψε την αποδεκατισμένη οικογένειά της. Έχασε τον άντρα της και τώρα τη μοναχοκόρη της. Νύχτα και μέρα μοιρολογούσε. Οι γείτονες ά­κουγαν και πήγαιναν κοντά της.
"Κυρά, τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε, τίποτα. Σε συμπονάμε, της λέγανε, σε συμπονάμε. Κάνε κου­ράγιο".
Ιασώνειο Ακρωτήριο

Γράμμα στο Φυλακισμένο Γιώργο
Με τον καιρό η Ελένη, μη μπορώντας να κάνει τίποτα, κι ας πόνεσε και πονά τόσο πολύ, ρίχνεται στη δουλειά. Πρέπει να ζήσει τα δυο αγόρια που της απόμειναν, να μαζέψει λεφτά και για τον άντρα της.
Η μακεδόνικη ενδυμασία έχει πολύ κέντημα. Η Ελένη κεντάει πολύ όμορφα. Εκτιμήθηκε η δουλειά της, γρήγορα διαδόθηκε πως η κυρά από την Πόλη ράβει και κεντά θαυμάσια.
Οργανώνει λίγο αργότε­ρα μοδιστράδικο με πολλές μαθήτριες. Όσο για τους γιους της, ε, αυτοί βιώνουν όλο τον πόνο της, τους φόβους της και τον υπερβολικό της ζήλο να τους προστατεύει.
 Αγανακτούν, θυμώνουν, μα η μάνα εί­ναι ανένδοτη. Δεν τους κάνει έστω και για λίγο το χατήρι. Φοβάται και νοιώθει τόσο αδύναμη. "Ας ή­ταν ο Γιώργος μαζί μας", σκέφτεται.
"Κυρά", της είπε μια μέρα ο κυρ-Αντώνης. "Αποφασίσαμε οι φίλοι του Γιώργου να πάμε στην Πόλη για δουλειές, μα θα νοιαστούμε και για τον ά­ντρα σου".
Ένας κοινός τους φίλος τούς είχε πει ότι ο Γιώρ­γος ήταν στη φυλακή.
Η Ελένη κάθεται και γράφει γράμμα στον άντρα της. Για την αρπαγή της Όλγας, πως οι γιοί τους εί­ναι καλά, και για την αμέριστη συμπαράσταση των φίλων του. Πριν κλείσει το γράμμα, τον παρακαλεί.
"Άντρα μου, σπάσε τις αλυσίδες σου, λύγισε τα σίδερα της φυλακής σου, γίνε αϊτός και πέταξε στη Σόφια, για να βρεις το παιδί μας, την Όλγα μας. Γιώργο, καλέ μου Γιώργο, μόνο εσύ μπορείς να το κάνεις. Μόνο ε­σένα έχουμε, εσύ είσαι ο άνθρωπος μας. Κάνε το, σε θερμοπαρακαλώ.
Γιώργο, σου στέλνω τα πεντόλιρα που μου είχες χαρισμένα στο γάμο μας και τις λίρες των παιδιών, που τους έδινες κάθε πρώτη του χρόνου τότε που ευτυχισμένοι ζούσαμε επάνω στη Σάντα. Ο Λεωνίδας και ο Μιχάλης συμφωνούν να σου τα στεί­λουμε. Είναι πολύ καλά παιδιά οι γιοι μας, Γιώργο".
Μα τον "αϊτό" της Ελένης οι φίλοι του τον βρή­κανε βαριά λαβωμένο να κείτεται σε σκοτεινό και βρώμικο μπουντρούμι φυλακής στην Πόλη, σε κακή κατάσταση. Με δυσκολία μιλούσε στους φίλους του για να τους διηγηθεί πως των Τούρκων τους ήρθε πολύ βαρύ που αλλαξοπίστησε.
"Μπουνταλά, α μπουνταλά", μου είπαν. "Τόσα και τόσα χρόνια τους γκιαούρηδες τους έχουμε εδώ στον τόπο μας. Πόσοι, ορέ, γίνανε μουσουλμάνοι με τη θέ­ληση τους; Και συ, αχμάκη, ε, αχμάκη, πήγες μόνος σου και μπήκες στη μπούκα του λύκου. Πες μας, ορέ, ποιος σε αλλαξοπίστησε, να πάμε να του βγάλουμε τα γένια μια και έξω ".
"Κι εγώ δεν έβγαλα άχνα. Τα υπόμεινα όλα σαν καλός χριστιανός".
Η δύστυχη Ελένη κλαίει και οδύρεται όταν τ' ακούει. Πονά, υποφέρει, προσεύχεται, παρακαλεί, μα παράλληλα δουλεύει νύχτα και μέρα, πιστεύοντας πως με τα λεφτά θα βγάλει τον άντρα της από τη φυλακή.

Γράμμα από την Όλγα
Ύστερα από λίγους μήνες παίρνει ένα γράμμα που καίει τα χέρια της. "Θεέ μου, σκέφτεται, ο γρα­φικός χαρακτήρας της Όλγας, άρα ζει".
"Είμαι καλά", γράφει η Όλγα μεταξύ των άλλων... "Πρέπει όμως να συναντηθούμε, μητέρα, κρυφά, στα σύνορα. Είναι ανάγκη. Έμαθα ότι είναι δύσκολο, πο­λύ δύσκολο να έρθεις κι όλη τη δυσκολία εσύ θα τη ζήσεις, μανούλα μου. Εσύ θα φοβηθείς, εσύ θα δοκι­μαστείς, εσύ θα κινδυνέψεις.
Αλλά αν δεν βρεθούμε τώρα, ένα κακό προαίσθημα μου λέει πως θα χαθού­με για πάντα. Για το καλό μου, μανούλα, ό,τι σου γράφω δεν θα το μάθει κανείς, ούτε τ' αδέλφια μου. Αν θέλεις να με δεις, μανούλα, να με σφίξεις και να σε σφίξω στην αγκαλιά μου, έλα στις δεκαοκτώ του Αυ­γούστου".
Στο γράμμα τής εξηγεί από πού και πώς θα πάει η Ελένη στη γέφυρα, στα σύνορα της Βουλγαρίας.
"Θα περάσεις, μανούλα, το φυλάκιο και θα βαδί­σεις προς τα σύνορα. Μην το αμελείς, σε παρακαλώ. Θα σε περιμένω με τον άντρα μου".
Κι άλλα έγραφε η Όλγα. Ποιό στενό θα πάρει και να κρατά μποχτσά, γιατί τους πραματευτάδες δεν τους πολυπειράζουν.
Ανάμιχτα συναισθήματα ταλανίζουν τη μάνα.
Αλλοτε η καρδιά της πεταρίζει, θέλοντας να βγει έ­ξω και να φωνάξει "η Όλγα μας ζει, βρέθηκε, είναι καλά" κι άλλοτε αυτή η τραυματισμένη ψυχικά γυ­ναίκα με την ασθενική κράση, τρομάζει μ' αυτά που διαβάζει. «Θεέ μου, που να πάω; Ποιους δρόμους θα πάρω για να φτάσω στα σύνορα μόνη μου, γίνεται; Κι αν χαθώ;", αναλογίζεται. "Παναγία μου! Τι θα γί­νουν οι γιοι μας; Ο καλός μου, ο Γιώργος, θα μείνει ξεχασμένος στη φυλακή;".
Στο γράμμα, τη δεσμεύει η κόρη της: "κανείς δεν πρέπει να το ξέρει. Ό, τι γίνει θα γίνει κρυφά, γιατί και ο άντρας μου κινδυνεύει, το κάνει για το χατήρι μου".
Τις νύχτες εφιάλτες την ταλαιπωρούν. "Πρέπει κάτι να κάνω", σκέφτεται η μάνα και η πρώτη της κίνηση είναι η εξομολόγηση. Πάει στον ιερέα, του λέει το μυστικό.
"Μα, τέκνον μου, αυτό που σκέφτεσαι να κάνεις είναι πολύ επικίνδυνο. Και μόνη σου πού θα πας;".
"Πάτερ μου, αυτό που φοβάμαι είναι μη με διασύ­ρουν. Αν μετά τις δεκαοχτώ του Αυγούστου δεν γυρί­σω, σε παρακαλώ, εξήγησε στα παιδιά μου για το γράμμα, για τους φόβους μου και πως ύστερα από πολλούς δισταγμούς αποφάσισα να πάω να βρω την αδελφή τους. Την ευλογία σου, Πάτερ, κι ο Θεός βοη­θός".
Η δεύτερη κίνηση της Ελένης είναι το γράμμα στον άνδρα της.
"Γιώργο μου, καλέ μου άντρα", του γράφει, "Εμαθα πως είσαι άρρωστος. Πονάει η ψυχή μου κι η καρδιά μου πάει να σπάσει. Λεν ξέρω τι να κάνω. Σκεφτόμουν να έπαιρνα τα παιδιά και να ερχόμασταν πίσω στην Πόλη. Μα πήρα γράμμα από την Όλγα μας, ζει! Περνάει καλά με τον άντρα της, κι είναι ευχαρι­στημένη μαζί του, όπως μας γράφει.
Ελπίζω να μας βοηθήσει ο θεός και να συναντη­θούμε όλοι μας εδώ στο Δεμίρ Ισάρ, όπως το ήθελες κι εσύ. Ύστερα από το δυνατό πόνο του χωρισμού του δικού σου, άντρα μου, και του παιδιού μας, η σκέψη μου κι ο λογισμός μου αυτές τις μέρες πάει και στα δικά σου γονικά. 
Τώρα που κι εμείς ήπιαμε το πικρό ποτήρι του χωρισμού από το παιδί μας, σκέφτομαι πόσο πολύ πόνεσαν κι οι δικοί σου γονείς, όταν έφυ­γες από κοντά τους. Γι' αυτό, καλέ μου, ειδοποίησέ τους πού βρίσκεσαι. Είμαι σίγουρη ότι θα κινήσουν γη και ουρανό για να σε βρουν και να σε βοηθήσουν. Θυμάσαι, Γιώργο μου, οι γιαγιάδες στη Σάντα έλεγαν, "ο γονιός για να βρει το παιδί του σχίζει βουνά και δάση κατεβάζει". Η αγκαλιά της μάνας τους πόνους απαλύνει και το χάδι του πατέρα δίνει δύναμη και θάρρος.
Θυμάσαι, καλέ μου, όταν ήμασταν στη Σάντα ήθε­λες να πάρεις τα παιδιά και να πάτε να τους δείτε στην Τραπεζούντα. Δίστασες όμως, Γιώργο μου, μη τους στεναχωρήσεις και το ανέβαλες για άλλη φορά. Τώρα, σε παρακαλώ, μη το αμελήσεις. Γράψε τους
και για τα παιδιά μας.
Πες τους για μένα, αν θέλεις, πόσο πολύ ήθελα να σκύψω να τους φιλήσω το χέρι, γιατί είναι οι δικοί σου γονείς. Κάνε το, σε παρακα­λώ, τώρα. Σου στέλνω χαρτί, μολύβι, φάκελο. Στέλνω και χρήματα, μήπως σε βοηθήσουν να βγεις από τη φυλακή. Γιώργο, καλέ πατέρα των παιδιών μας και σύντροφε μου ακριβέ, έχεις την πολλή αγάπη των παιδιών σου και τη δική μου ".
Τα έβαλε όλα μέσα σ' έναν φάκελο και τα έδωσε στον κυρ-Αντώνη. "Πάει κι αυτό, τακτοποιήθηκε και το θέμα του Γιώργου", είπε μέσα της και ανακουφί­στηκε λίγο.





Ολγα Νυμφοπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah