Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ:Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ Η ΕΛΕΝΗ



Την επομένη μέρα ρώτησε μια γειτόνισσα: "Πού βρίσκεται το τελευταίο χωριό κοντά στα σύνορα;".
, κυρά, μακριά είναι, από κείθε", της απάντησε η γειτόνισσα, δείχνοντάς της βόρεια. "Μα δύσκολα πάει κανείς ως εκεί, είναι πολύ επικίνδυνο, μπορεί να συναντήσεις Βουλγάρους στρατιώτες στο φυλάκιο και στο δρόμο. Γιατί ρωτάς, κυρά;".
"Τίποτα, τίποτα", της απαντά η Ελένη που δεν κάμπτεται. "Θα πάω", λέει από μέσα της, "κι ο Θεός βοηθός".
Δεκαέξι του Αυγούστου. Η Ελένη ξαναδιαβάζει το γράμμα που τώρα καίει πιο πολύ τα χέρια της, παγώνει την ψυχή της και πολλαπλασιάζει τους φό­βους της. "Τι άραγε να με περιμένει", αναλογίζεται. "Να 'μουν και δυνατή! Πού να πάω μόνη μου σε τό­πους που δεν ξέρω; Κι αν πίεσαν την Όλγα να γρά­ψει το γράμμα; Σαν πολύ νευρικά να το έγραψε. Κι αυτό το γράμμα μην έχει σκοπό το διασυρμό μου;" σκέφτεται. Αλλάζει, όμως, αμέσως γνώμη. "Αν, ό­μως, το παιδί μου κινδυνεύει, αν έχει ανάγκη από συμπαράσταση; Πρέπει, πρέπει να πάω ό,τι κι αν γί­νει. Μια μάνα όταν φέρνει στον κόσμο ένα παιδί εί­ναι έτοιμη για όλα. Κι εγώ πρέπει να αντέξω", σκέ­φτεται.
Το ίδιο απόγευμα πήγε τους γιούς της στο σπίτι του κυρντώνη. Με τη γυναίκα του ήσαν καλές φι­λενάδες. Την παρακαλεί να μείνουν τα παιδιά μαζί τους δυο μέρες.
"Έχω μια δουλειά να τακτοποιήσω, θα σου πω ό­ταν γυρίσω ", της είπε κι έφυγε.
Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε, φίδια ένοιωθε να τη ζώνουν, φωνές άκουγε. "Μη, μη, πού θα πας;".
Πριν ξημερώσει δεκαεφτά του μήνα, σηκώθηκε, φόρεσε ένα παλιό φόρεμα, με μια μαντήλα έσφιξε τα πλούσια μαλλιά της και με μια δεύτερη τύλιξε το κεφάλι της κι όλο σχεδόν το πρόσωπο της. Μ' ένα στενό ύφασμα τύλιξε τη μέση της σαν ζωνάρι κι έ­κρυψε λίγα χρήματα και μερικά προσωπικά αντικεί­μενα της κόρης της. Τυλίχτηκε με μια παλιά κου­βέρτα σαν σάλι, φορτώθηκε τον μποχτσά, έκλεισε πίσω της την πόρτα, έβαλε το κλειδί στο ζωνάρι της και ξεκίνησε. Κατέβηκε τις σκάλες, άνοιξε την αυ­λόπορτα, ήταν έτοιμη ν' απλώσει το πόδι της για να κάνει το πρώτο βήμα προς τα έξω, μα ασυναίσθητα το πήρε πίσω. Φοβάται.
"Θεέ μου, τι κάνω; Είμαι ανίκανη για κάτι τέτοιο. Μη θέλουν να κάνουν κακό στους γιούς μου! Κι εί­ναι έξω ένα χάραμα μουντό! Θεέ μου! Μπα, θα γυ­ρίσω πίσω", σκέφτεται.
Κοντοστέκει. "Αν, όμως, υπάρχει έστω και μια μικρή πιθανότητα να δω το παιδί μου, την Όλγα μου;".
Μ' αυτή τη σκέψη απλώ νει το δεξί της πόδι, κάνει το πρώτο βήμα, ύστερα το άλλο, κι άλλο, κι έφτασε στο δημόσιο δρόμο. Χωματόδρομος ήταν ο δημό­σιος γεμάτος λακκούβες.
"Θεέ μου", παρακαλεί. "Κάνε όλα να πάνε καλά" κι όλο και προχωράει.
Κάνει μεγάλα βήματα, πάει από την άκρη του δρόμου, μόνη, ολομόναχη προχωράει μέσα στην ε­ρημιά.
Ξαφνικά άστραψε ο τόπος κι ένα αυτοκίνητο σαν τρελό έρχεται κατ' επάνω της, κι έκανε έναν θόρυ­βο σαν να γινόταν χαλασμός. Πέρασε ξυστά δίπλα της με ταχύτητα κι έφυγε. Η Ελένη τρομάζει, τα φο­βάται τα αυτοκίνητα- ήταν ελάχιστα και άγνωστα τότε στους περισσότερους.
Ποντιακή  Οικογένεια στην Τριανταφυλλιά Σερρών

Σε λίγο πάλι σκοτάδι. Δεν πρόλαβε να συνέλθει, να δοξάσει τον Θεό για το κακό που ευτυχώς πέρασε ... να, κι άλλο φως! Πάλι αυτοκίνητο περνά! Πολύ κοντά της κι αυτή τη φορά. Ασυναίσθητα προσπαθεί να κλείσει τ' αυτιά της. Τραντάζει ο δρόμος, νοιώθει να σκίζεται η γη. Κρύο αέρα νοιώθει κι ύστερα ζεστό και σκόνη, πολύ σκό­νη να την πνίγει. Τη συντέλεια νοιώθει του κόσμου. Κι οι άνθρωποι που ήσαν μέσα γελούσαν θριαμβευ­τικά.
"Θεέ μου", φώναξε απελπισμένη. "Τι κακό ήταν κι αυτό. Παναγία μου, φύλαγε!".
Τρέμει από το φόβο και την ταραχή της, φτύνει τρεις φορές στον κόρφο της. Κάθησε στην άκρια του δρόμου να συνέλθει.
"Τι σου είναι αυτό το σιδερικό", σκέφτεται, "που το ποτίζεις, λέει, πετρέλαιο και εκείνο τρέχει αφηνια­σμένο, σαν τρελλό ".
Χάραξε η ανατολή κι ήταν ένα χάραμα κατακόκ­κινο.
"Τι χάραμα κι αυτό!" μονολογεί. "Ακόμη κι ο ου­ρανός αίμα στάζει. Μπα, δεν μπορώ να συνεχίσω, θα γυρίσω πίσω. Είμαι γυναίκα αδύναμη, αυτές τις δυ­σκολίες πώς να τις ξεπεράσω;".
Τρέμει το φυλλοκάρδι της. Σε κλάσμα δευτερο­λέπτου, όμως, αλλάζει γνώμη. Το μητρικό φίλτρο δυναμώνει και κυριαρχεί μέσα της. Στη Σάντα η δα­σκάλα τούς είχε εξηγήσει πως ο Θεός, βλέποντας πόσο ανυπεράσπιστο είναι ένα μικρό παιδάκι και πόσο εξαρτάται από τη μητρική αγάπη, έβαλε στην ψυχή της μάνας μια μητρική δύναμη, ώστε να το προστατεύει και να μην το εγκαταλείπει ποτέ.
 Η μά­να αυτό το χάρισμα το κρατά μέσα στο φυλλοκάρδι της, μέχρι το θάνατο της. Γι' αυτό η Ελένη κάνει πέ­ρα το φόβο, τη λογική, τον κίνδυνο και πάλι ξεκινά.
Σκέφτεται, "μου φτάνει να μάθω κάτι για το παιδί μου κι όλοι οι κόποι μου ας πάνε χαλάλι. Είμαι μά­να, ας τυραννιστώ πάρα πάνω".
Έκανε μεγάλες δρασκελιές και κέρδισε χρόνο, γι' αυτό όταν πέρασε από το στρατιωτικό φυλάκιο ήταν ακόμη μισοσκότεινα· χώθηκε πίσω από θάμνους και ξέφυγε.
Με το φως της ημέρας είδε κάτω από το δημόσιο δρόμο, στα δεξιά της, ένα μονοπάτι που πήγαινε σύρριζα με το δημόσιο. Τα μονοπάτια η Ελένη δεν τα φοβάται. Στη Σάντα όλοι οι δρόμοι μονοπάτια ή­σαν.
 Βαδίζει τώρα ανακουφισμένη. Άρχισαν να έρ­χονται παρέες ανδρών να κόψουν ξύλα. Τη φωνά­ζουν "έλα, πραματευτού, να δούμε τι μας φέρνεις". "Με περιμένουν", απαντά η Ελένη. "Το απόγευμα θα περάσω πάλι".
Κοντά στο μεσημέρι συναντήθηκε με μια γιαγιά που βοσκούσε λίγα προβατάκια.
"Κυρά, έχεις λίγο νερό; "τη ρώτησε η Ελένη.
"Ναι, κόρη μου", της είπε και της πρόσφερε το μικρό σταμνάκι της.
Γνωρίστηκαν. Μποχτσατσού η μία, και δυστυχι­σμένη γιαγιά που έχασε όλη τη φαμίλια της και ζει τώρα μ' αυτά τα προβατάκια η άλλη.
"Πάω καλά για το χωριό που είναι κοντά στα σύ­νορα της Βουλγαρίας;" την ρωτάει η Ελένη.
"Ναι, κόρη μου", της απάντησε η γιαγιά. "Ως το ηλιοβασίλεμα θα φτάσεις. Καλό δρόμο, κόρη μου, κα­λό δρόμο και πρόσεχε. Μέσα από τους θάμνους να βαδίζεις".
αλό να έχεις, γιαγιά, ευχαριστώ ", της λέει η Ε­λένη κι απομακρύνεται.
Η ανθρώπινη επαφή με τη γιαγιά της έδωσε κου­ράγιο ύστερα από την κόλαση που έζησε λίγο πριν το ξημέρωμα στο δημόσιο δρόμο. Πάλι ακούει αυ­τοκίνητα στο δημόσιο, μα δεν την τρομάζουν τώρα πια.
 Εκεί που είναι τώρα δεν τα φοβάται. Έπρεπε να διασχίσει μια μεγάλη γκιόλα. Θα μπορούσε να ανέ­βει στο δημόσιο, να περάσει από τη γεφυρούλα, μα τον δημόσιο η Ελένη τον φοβάται, γι' αυτό προτίμη­σε να βραχεί διασχίζοντάς την. Στα πόδια της κόλ­λησαν βδέλλες. Τρόμαξε, μα κατάφερε να απαλλαγεί γρήγορα και ξεκίνησε.
Το βράδυ έφτασε λίγο πριν από το χωριό. "Πού να πάω", σκέφτεται. "Στον Πόντο οι οδοιπόροι βρί­σκανε καταφύγιο στην εκκλησία. Εδώ, όμως, δεν ξέρω. Κι αν με παρακολουθήσουν; Αν καταλάβουν πως δεν είμαι γιαγιά;". Ήταν μόλις τριανταεφτά χρονών!
Αποφάσισε να περάσει τη νύχτα της στον πρώτο αχυρώνα που συνάντησε. Με πολλή προσοχή μπήκε μέσα. Βρήκε μπάλες από χόρτα. Ετοίμασε έναν χώ­ρο και καταπονημένη όπως ήταν έπεσε και αφέθηκε στο λυτρωτή ύπνο.
Και τότε ο νους της ταξίδεψε στη Σάντα. Πήγε, λέει, στο μαγαζάκι του άνδρα της. Τον είδε με τον πήχη να μετράει ύφασμα. Έμεινε να τον παρακο­λουθεί με αγάπη. Άκουσε παιδικές φωνές. Τις ανα­γνώρισε, παραμέρισε την αυλόπορτα κι είδε τα τρία της παιδιά χαρούμενα, με ροδοκόκκινα μάγουλα να παίζουν. Κι ήταν τόσο φωτεινή η αυλή του σπιτιού τους. Ο νους της ήθελε να δει και τη νοικοκυρά. Ά­νοιξε την εξώπορτα του σπιτιού, μπήκε μέσα κι ήταν ένα νοικοκυρεμένο σπιτικό.
Στην καθιστική κάμαρη είδε πολλές μπάντες στον τοίχο κεντημένες με χρυ­σή κλωστή σε βυζαντική βελονιά, με γνωμικά, κάτι σαν "το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον" και άλλα. Η φωτιά σιγόκαιγε στο τζάκι και το καντήλι φώτιζε τις εικόνες στο εικονοστάσι. Το τραπέζι στρωμένο πε­ρίμενε την οικογένεια. Ο νους της Ελένης έψαχνε την τυχερή νοικοκυρά του παραδεισένιου αυτού σπι­τιού. Όσες πόρτες και ν' άνοιξε, δεν τη βρήκε.
Ξαφ­νικά συνειδητοποίησε πως η νοικοκυρά του σπιτιού βρίσκεται εδώ στον αχυρώνα, φοβισμένη, χιλιοταλαιπωρημένη οδοιπόρος που προσπαθεί να ξαναμαζέψει την οικογένειά της. Για όλα αυτά ας όψονται οι Νεότουρκοι και οι Δυνατοί της Γής!!
"Γιατί, Θεέ μου, γιατί;" προσεύχεται. "Γιατί πή­ρες το έλεός Σου από έναν λαό που δεν έπαψε να Σε αγαπά και να Σε λατρεύει; Έχτισε εκκλησίες σε τό­πους αφιλόξενους για να υμνήσει τη δόξα Σου, το μεγαλείο Σου και Συ, Θεέ μου, γιατί, γιατί τον βα­σανίζεις;"
Πόσο φοβάται η Ελένη αυτή τη στιγμή! Ο παρα­μικρός θόρυβος την τρομάζει και τα αυτοκίνητα λύσσαξαν κι αυτά επάνω στο δημόσιο δρόμο. Όλη τη νύχτα τρέχανε, τρέχανε προς την κατεύθυνση που θα πήγαινε και κείνη την άλλη μέρα. Πόσο τη φοβί­ζουν όλα αυτά! Τα μηνίγγια της χτυπούν δυνατά και η καρδιά της πάει να σπάσει. Και η υγρασία της νύ­χτας διαπερνά τα κόκαλά της.

"Πόσο φοβάμαι, Θεέ μου, πόση δυστυχία νοιώ­θω!".
Προσεύχεται.
"Θεέ μου, μεγαλοδύναμε. Ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Συ ο Θεός της αγάπης, της κατα­νόησης, της ανοχής και της συγχώρεσης. Γιατί μας εγκατέλειψες; Γιατί τον Γιώργο, το πρόβατο που ήρ­θε μόνο του κι εντάχθηκε στο κοπάδι σου, τον εγκα­τέλειψες και κείτεται στη φυλακή;
Γιατί, Θεέ μου, άφησες να χαθεί η Όλγα μας; Θεέ μου, γιατί είμαι ε­δώ μόνη κι έρημη σ' αυτόν τον αχυρώνα; Γιατί βαδί­ζω σε δρόμους που δεν ξέρω και φοβάμαι, Θεέ μου, πόσο φοβάμαι! Αν εγώ αμάρτησα, εκούσια ή ακού­σια, δέχομαι τη δοκιμασία, την ταπείνωση.
 Μα, στείλε την ευλογία σου στον Γιώργο, ν' αντέξει τη φυλακή χωρίς πόνους, ρίξε το έλεός Σου επάνω στην Όλγα μας, έχε δυνατούς τους γιούς μου. Έλεος, Κύ­ριε, έλεος! Πόσο με τρομάζει το σκοτάδι απόψε, πό­σο φοβάμαι την αυριανή μέρα! Πόσο πονώ για όλα! Κύριε, βόηθα με για να αντέξω όλη αυτή τη δοκιμα­σία!"
Πολλές ώρες έκλαιγε η πονεμένη οδοιπόρος μας μέσα στο σκοτεινό αχυρώνα και κάποια στιγμή ένα απαλό φως άρχισε να μπαίνει κι απαλά απαλά να φωτίζει τον αχυρώνα.
Ήταν το φως της ημέρας που έμπαινε από τις χα­ραμάδες. Η Ελένη χάρηκε και με το "δι' ευχών των Αγίων..." τελείωσε την προσευχή της. Σηκώθηκε α­νακουφισμένη, γαληνεμένη έσφιξε τις δυο μαντήλες στο κεφάλι της, τυλίχτηκε το σάλι, φορτώθηκε το μποχτσά και βγήκε έξω.
Ανέβηκε στο δημόσιο δρό­μο και διέσχισε το χωριό, όπως της είχε γράψει η κόρη της να κάνει. Περνούν αυτοκίνητα. Δεν τη φο­βίζουν, πηγαίνουν αργά. Να και το μονοπάτι δεξιά, όπως ακριβώς έγραφε το γράμμα. Κατηφόρισε και πήρε το μονοπάτι. Απέναντι, στο βάθος, φάνηκε η γέφυρα.
 Η Ελένη προχωρεί. Τώρα ξέρει πού πάει. Το κλάμα και η προσευχή την ανακούφισαν, την γα­λήνεψαν, της έδωσαν κουράγιο να προχωρήσει. Πα­ράλληλα μαζεύει λίγα αγριολούλουδα, τα δένει σ' έ­να μπουκετάκι και τα βάζει στον κόρφο της. Πλη­σιάζει στη γέφυρα. "Πριν τη γέφυρα...", γράφει το γράμμα, "στο δεξί σου χέρι, μητέρα, παίρνεις το μο­νοπάτι".
Kara Kapan (Photo :Erdan Aydin)

Η συνάντηση
Η καρδιά της χτυπά δυνατά. Ανεβαίνει τον ανηφοράκο και βρίσκεται περίπου στον τόπο που της έ­γραψε η κόρη της. Ένα μικρό ίσωμα μέσα σε θά­μνους.
" Όλα τελείωσαν," σκέφτεται η Ελένη, "ή βρίσκω την κόρη μου ή χάνομαι κι εγώ".
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη σκέψη της και ξαφ­νικά ...
"Μητέρααααααα...", ακούστηκε η φωνή της Όλγας. "Μανούλα μου, το ήξερα πως θα 'ρθεις. Μόνο ε­σύ, μανούλα μου, μπορούσες να το κάνεις. Μητέρα είμαι καλά, είναι εδώ και ο Συμεών", της είπε γυρ­νώντας προς τον άντρα της που στεκόταν παράμερα. "Είναι καλός, μητέρα, με παραστέκει".
Κι έγιναν τα σφιχταγκαλιάσματα πάνω στην ελληνοβουλγαρική μεθώριο. Η κόρη με κλάματα χα­ράς και δάκρυα αγάπης από βουλγαρικό κι η μάνα από ελληνικό έδαφος.
Ο Συμεών της μίλησε με διερμηνέα που έφερε μαζί του.
"Σε κουράσαμε πολύ", της είπε. "Εγώ ξέρω πόσο κουράστηκες και πόσο ταλαιπωρήθηκες για να έρθεις. Παρακαλώ να με συγχωρέσεις για το κακό που σας έ­κανα κλέβοντας την Όλγα. Λεν ήξερα σε τι τραγική κατάσταση βρισκόσασταν κι εγώ πρόσθεσα κι άλλη συμφορά στη ζωή σας. Μα θα κάνω την κόρη σου πολύ ευτυχισμένη, την αγαπώ πολύ ".
Η Ελένη τον διέκοψε.
"Πες μου, Συμεών, αλήθεια πού την είδες και την αγάπησες; Η Όλγα ποτέ δεν βγήκε έξω ".
"Από το παράθυρο την έβλεπα", της απάντησε. "Εγώ έμενα απέναντι από το δικό σας σπίτι". Και συ­νέχισε ο Συμεών. Όλγα σάς πεθύμησε πολύ. Αρ­ρώστησε. Την είχαμε στο νοσοκομείο. Διαρκώς μου έλεγε πως αν η μητέρα και τ' αδέλφια της φύγουν για κάπου αλλού, θα χανόσασταν για πάντα. Αυτός ήταν ο φόβος της. Τη σύστασή μας δεν μπορούσαμε να σας τη στείλουμε. Τώρα, πάρτε την. Σε λίγο καιρό θα μας γράφετε ελεύθερα και η Όλγα θα γράφει σ' εσάς και στ' αδέλφια της. Πιστεύω πως σιγά σιγά θα μπορείτε να μας επισκέπτεστε. Το ίδιο κι εμείς. Είμαι καθηγη­τής Ιστορίας", της είπε.
Η Όλγα ρωτάει για τ' αδέλφια της, για το πώς περνούν και τι κάνουν.
"Είναι καλά", της είπε η μάνα και την κοίταξε στα μάτια. Το βλέμμα της κόρης της ήταν τρομαγμέ­νο, ανήσυχο. Οι κινήσεις της πολύ νευρικές.
"Θεέ μου", αναλογίζεται η μάνα. "Η Όλγα, το χα­ρούμενο και ξέγνοιαστο κορίτσι, που το χαμόγελο δεν έλειπε από τα χείλη του, τώρα τι να έχει άραγε; Θα έχει τρομάξει τόσο μετά από εκείνη τη νύχτα της αρπαγής της και ολομόναχη, ξένη μεταξύ ξένων,
προσπαθεί να ξεπεράσει το κακό που έπαθε. Έχε την γερή, Θεέ μου. Οδήγησε τα βήματά της στο καλό και φώτισε την ψυχή της. Δώσε της υπομονή και κουράγιο", προσεύχεται νοερά.
Κι ήρθε η δύσκολη ώρα του αποχωρισμού!  Η Ε­λένη με σφιγμένη ψυχή έβγαλε από το ζωνάρι της τα πράγματα της κόρης της που είχε φέρει μαζί της, έ­βγαλε κι από τον κόρφο της το μπουκετάκι με τ' α­γριολούλουδα. Μάνα και κόρη κλαίνε σφιχταγκα­λιασμένες, κλαίνε και φιλιούνται. Τα δάκρυά τους ε­νώθηκαν και τα αναφιλητά τους συγκίνησαν ακόμη και τον Βούλγαρο διερμηνέα που παρακολουθούσε τη σκηνή κι ακουμπώντας απαλά απαλά τον ώμο της Ελένης, της είπε:
" Όλοι δεν κάναμε κακό. Οι λαοί δε έχουμε τίποτα μεταξύ μας, άλλοι διατάζουν". Κι ο Συμεών συμφώ­νησε.
Η Ελένη, συγκινημένη από τα λόγια τους που κύ­λησαν μέσα της σαν βάλσαμο, τους χαιρέτησε με χειραψία. Ο Συμεών της φίλησε το χέρι κι εκείνη τον χάιδεψε, ευχαριστώντας τον για τη συνάντηση που είχαν.






Ολγα Νυμφοπουλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah