Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ Η ΕΛΕΝΗ

Ο γάμος
Το σπίτι επισκευάστηκε και στη συνέχεια στολί­στηκε με τα πολύ ωραία κεντήματα της Ελένης.
Τα νυφικά ράφτηκαν, ήρθαν και τα γαμπριάτικα. Την Κυριακή ο γάμος. Κι άλλο σπουδαίο γεγονός στην ενορία Ισχανάντων που το περίμεναν οι χωρι­κοί πώς και πώς να γίνει.
"Νυμφεύεται ο δούλος του θεού, Γεώργιος, τη δούλη του θεού, Ελένη, στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αμήν", ήταν τα λόγια του ιερέα.
Η κοινή ζωή των δύο αυτών ανθρώπων ήταν πο­λύ ευλογημένη, πολύ όμορφη. Αγάπη, κατανόηση, συνεννόηση, αλληλοβοήθεια και αλληλοεκτίμηση ε­πικρατεί στο σπιτικό τους. Πανευτυχείς απολαμβά­νουν όλα τα καλά που απλόχερα τους χαρίζει ο Θε­ός.
 Ο Γιώργος λατρεύει τη γυναίκα του, τους συγγε­νείς της κι όλους τους Σανταίους. Κι οι Σανταίοι α­γαπούν τον Γιώργο, ιδιαίτερα για την ευγένειά του και την προθυμία του να προσφέρει τη βοήθειά του σ' όποιον τη ζητούσε. Πρώτος πήγαινε πάντα όταν η εκκλησία ζητούσε την προσωπική εργασία του πολί­τη.
Ο αείμνηστος πεθερός μου, ο δάσκαλος Μιλτιά­δης Νυμφόπουλος, όταν μιλούσε για τον Γιώργο τον Μουράτ, έλεγε πως ήταν πολύ λεβέντης, φρόνιμος και λογικός και πάνω απ' όλα πολύ καλός άνθρωπος. Όλοι στο Ισχανάντων τον αγαπούσανε για την ευγένειά του.
Η Ελένη προσεκτική, μετρημένη, λιγόλογη και πάντα χαμογελαστή στέκεται δίπλα στον άνδρα της. Κατά διαστήματα αποκτούν παιδιά. Πρώτη γεννή­θηκε η κατάξανθη Όλγα, μετά ο γαλανομάτης Λεω­νίδας και τρίτος ο μικρός Μιχάλης που έμοιαζε στον πατέρα του.
Η Ελένη, πολύ άξια νοικοκυρά, αναπτύσσει δρα­στηριότητες που παραξενεύουν τους Σανταίους. Την αυλή της την έχει γεμίσει με κότες. Έχει και αγελά­δες και με το γάλα φτιάχνει νοστιμότατες μυζήθρες.
Έχει φούρνο να ψήνει ψωμί, ράβει, και πολλές φο­ρές βοηθάει τον άνδρα της στο μικρό του μαγαζάκι με υφάσματα, που έχτισε μέσα στην αυλή του σπι­τιού τους. Πάντα γελαστή, πάντα έχει έναν καλό λό­γο να πει στον καθένα, καλή σύζυγος, καλή μητέρα, καλή νοικοκυρά και πολύ προσεκτική σ' όλες της τις εκδηλώσεις. Όπου χρειάζεται να βοηθήσει, βοηθάει. Δεν ξεχνάει την ορφάνια της, δεν ξεχνάει τους φτω­χούς. Και τα παιδιά της, πάντα τριγύρω της παίζο­ντας, καταγράφουν τα χαρίσματα της μητέρας τους.
Μοίρα όμως βάσκανη ζήλεψε την ευτυχία της οι­κογένειας, όπως και την ευημερία όλων των Ελλή­νων του Πόντου και της Μικράς Ασίας.
Σαντά-Ισχανάντων (pontos-patridamou.blogspot.com)

Σύννεφα πολέμου

Η Ελένη από τη Σάντα στην Κωνσταντινούπολη
1910. Οι Έλληνες του Πόντου χαίρονται αλλά και ανησυχούν. Φοβούνται το ρόλο των Νεότουρκων. Ο Γιώργος κάθεται δίπλα στη γυναίκα του.
"Κυρά μου", της λέει. "Πρέπει να φύγουμε από ε­δώ. Αυτοί αν έρθουν, πρώτα πρώτα το δικό μου το κεφάλι θα πάρουν, επειδή αλλαξοπίστησα. Μήπως κινδυνέψετε κι εσείς".
"Μα, αυτός ο τόπος είναι δικός μας, του είπε με πόνο η Ελένη, είναι η πατρίδα μας. Αιώνες ζούμε εδώ επάνω. Τον ημερώσαμε, τον αγιάσαμε, τον αγαπήσα­με".
Αλίμονο! Η οικογένεια έβαλε το νοικοκυριό της σε μποχτσάδες και πήραν τον δρόμο της φυγής. Την ώρα του αποχωρισμού έκλαιγε η οικογένεια, κλαί­γανε κι οι συγχωριανοί για το κακό που ερχόταν. Η οικογένεια κατέβηκε στην Τραπεζούντα κι από εκεί με καράβι έφυγε στην Κωνσταντινούπολη. Στο Φα­νάρι μείνανε.  
Η Ελένη έραβε και κεντούσε κι ο Γιώργος δούλευε μαζί με έναν φίλο του. Με λαχτά­ρα περίμεναν την ευκαιρία να ηρεμήσει η κατάστα­ση από τους δύο βαλκανικούς πολέμους, για να φύγουν στην Ελλάδα. Ο Γιώργος είχε φίλους στη Μα­κεδονία. Εκεί θα πηγαίνανε να εγκατασταθούν. Πε­ρίμενε να καταλαγιάσουν λίγο τα πράγματα για να ταξιδέψουν. Θα πήγαιναν στο Δεμίρ Χισάρ, στο ση­μερινό Σιδηρόκαστρο, όπου είχε καλούς φίλους και συναδέλφους πραματευτάδες.
Τρία χρόνια μείνανε στην ΓΙόλη. Ζούσαν καλά. Τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο. Μα τα τελευταία βράδια, καθώς επέστρεφε ο Γιώργος από τη δουλειά ίου, σαν κάποιες σκιές να τον ακολουθούσαν. Έμα­θε πως τον παρακολουθούν και γι' αυτό έπρεπε να φύγει με την οικογένειά του όσο πιο γρήγορα μπο­ρούσε.

Από την Κωνσταντινούπολη στο Δεμίρ-Χισάρ

1913. Ήρθε η μέρα της αναχώρησης.
Φόρτωσαν το νοικοκυριό τους στο τρένο και κά­θισαν στις θέσεις τους. Καθώς έτρεχε το τρένο, τα τρία παιδιά, ενθουσιασμένα που για πρώτη φορά ταξιδεύανε με τρένο, διαρκώς ρωτούσαν για το κάθε τι.
 Κι ο δύστυχος πατέρας απαντούσε χαμογελαστός, κερνώντας τους καραμέλες και λουκούμια. Τα παι­διά όλο χαρά απολάμβαναν τη διαδρομή. Ο Γιώργος ψιθυριστά είπε στην Ελένη πως πλησιάζανε προς τα καινούργια, τα νέα σύνορα, που τελευταία χαράχτη­καν. Πίστευαν πως είχαν γλιτώσει. Και οι δυο τους πήραν κρυφές ανάσες ανακούφισης. Τη στιγμή που το τρένο άλλαζε μηχανή και έβγαινε εκτός οθωμανι­κής Τουρκίας, ο Γιώργος είπε στην Ελένη σιγανά.
"Στα σύνορα είμαστε, γλιτώσαμε ...".
Μα, ξαφνικά, Θεέ μου! Άνοιξε η πόρτα και χύμηξαν επάνω στον Γιώργο Τούρκοι αστυνομικοί. Σε δευτερόλεπτα ο Γιώργος έλειπε από τη θέση του. Χάθηκε.
Τα παιδιά άρχισαν να κλαίνε. Η Ελένη φώναζε, παρακαλούσε, έκλαιγε και έλεγε:
"Σταματήστε το τρένο, έχασα τον άντρα μου, σας παρακαλώ, βοηθήστε με. Σταματήστε το τρένο, να κα­τέβω με τα παιδιά μου, να τον ψάξω, ο άνθρωπος μου κινδυνεύει".
Ένας υπάλληλος συνοδείας του τρένου την πλη­σίασε και χαμηλόφωνα της είπε.
"Μη μιλάς, κυρά, μη ...!".
"Πού ακούστηκε αυτό", φώναξε αναστατωμένη η Ελένη, "ο άντρας μου κινδυνεύει κι εγώ θα κάθομαι αμίλητη! Ήμαρτον, Παναγία μου".
"Κοίταξε τα παιδιά σου κυρά, μη πάθουν κανένα κακό. Το τι βλέπουν τα μάτια μας εδώ τον τελευταίο καιρό, δε λέγεται. Το τρένο δεν σταματά, κατάλαβέ το. Σύρε, κυρά μου, στη θέση σου και μη μιλάς. Ο βαλκα­νικός πόλεμος δεν καλοτελείωσε ακόμη ...".
"Πού να πάω", του λέει ταραγμένη η Ελένη. "Στο Δεμίρ Χισάρ θα πηγαίναμε. Μα, να τι πάθαμε!".
"0 Θεός να σας έχει καλά, κυρά, και πρόσεχε τα παιδιά σου. Τα παιδιά σου, κυρά!".
Η Ελένη τρομαγμένη, φοβισμένη, με μια κουβέρ­τα σκεπάζει τα τρία της παιδιά κι εκείνη κουρνιάζει δίπλα τους. Κι ύστερα από πολλές πολλές ώρες, κα­θώς ήταν χαμένη στους λογισμούς της, το τρένο πέ­ρασε από τις Σέρρες και έφθασε στο Δεμίρ Ισάρ. Α­κούστηκαν φωνές. "Γιώργο, Ελένη, Όλγα, Λεωνίδα, Μιχάλη". Η Ελένη δεν βγάζει τσιμουδιά. Φοβάται για τα παιδιά της. Ο Λεωνίδας βγάζει το κεφάλι του από την κουβέρτα.
"Μητέρα, για εμάς φωνάζουν".
Η μητέρα τον ξανασκεπάζει. Ήρθε ο υπάλληλος του τρένου.
"Σήκω κυρά μου, φτάσατε. Κι αυτοί που φωνά­ζουν είναι φίλοι του άνδρα σου. Τα πράγματά σου τα κατεβάσαμε".
Η Ελένη φοβισμένη κρατάει τα χέρια των τριών παιδιών της για να τα κατεβάσει με ασφάλεια και δειλά απομακρύνεται από το τρένο.




ΟΛΓΑ ΝΥΜΦΟΠΟΥΛΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah