Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013

ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ: Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ Η ΕΛΕΝΗ


Η επιστροφή
Η έρημη μάνα πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Γiα τον εαυτό της τώρα πια δεν φοβάται. Μα νoιάζε­ται και κλαίει για την κόρη της, για την ατυχία της ν' αποχωριστεί την οικογένεια και να ζει μακριά από τους δικούς της.
"Θεέ μου", προσεύχεται. "Πάλι σε σένα καταφεύ­γω. Ας τύχει της προστασίας Σου η Όλγα. Έλεος, Κύριε, έλεος!".
Συλλογισμένη προχωρεί πάλι από το μονοπάτι. Πόσα πράγματα περνούν από το μυαλό της. "Το παιδί μου είχε μπει στο νοσοκομείο, τι να είχε άρα­γε; Δεν μπορώ, όμως, να βοηθήσω σε τίποτα. Πόσο τσαλακώθηκαν τα φτερά του παιδιού μου", μοιρο­λογά. Κι όλα τα ξεπερνάει μόνη της. "Τι μπορώ να κάνω;" σκέφτεται. Έρχεται στο μυαλό της κι ο Γιώργος, ο άνδρας της. "Θα του γράψω, σκέφτεται, κι εκείνος θα τα τακτοποιήσει όλα κι από εκεί που βρίσκεται. Μπορεί και να την φέρει πίσω".
Έφτασε στην γκιόλα. Τη διέσχισε πάλι, οι βδέλλες δεν την τρομάζουν πια, και συνέχισε να βαδίζει. Προσεύχεται και προχωρεί. Λίγος δρόμος έμεινε α­κόμη για το Δεμίρ Ισάρ. Νοιώθει πολύ κουρασμένη, καταπονημένη, ζαλίζεται, μα σέρνει τα βήματά της. Σκέφτεται πώς θα καταφέρει να φτάσει στο σπίτι της.
"Είμαι πολύ κοντά", σκέφτεται κι όλο αυτό λέει για να παίρνει κουράγιο, "είμαι πολύ κοντά".
Νύχτωσε. Οι γεωργοί είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους. Η Ελένη τρικλίζει από την κούραση. Τα πόδια της δεν την κρατούν πια. Ένα τράνταγμα νοιώθει στον θώρακα. Πονάει το στομάχι της, η πλάτη της, θόλωσαν τα μάτια της κι έπεσε κάτω.
Για καλή της τύχη περνούσε εκείνη την ώρα ένα αλογάμαξο από δίπλα της. Τρόμαξε το άλογο και δεν προχωρούσε. Κατέβηκε ο αμαξάς, την είδε, τρό­μαξε κι εκείνος. Κατέβηκε κι ο γιος του.
μητέρα του Λεωνίδα είναι", είπε στον πατέρα του, μόλις την αναγνώρισε.
Την πήραν μαζί τους, την τρίψανε με τσίπουρο που είχανε και τη συνεφέρανε.
"Από πού έρχεσαι, κυρά;" τη ρώτησαν.
"Από τα σύνορα", τους απάντησε η Ελένη. "Έπρεπε να πάω. Είδα την κόρη μου ".
"Μα, κυρά, κι εμείς από κείθε ερχόμαστε. Τι κρίμα που δεν σε συναντήσαμε, θα γλίτωνες την ταλαιπωρί­α".
Μέσα σε λίγες ώρες έφτασαν στο σπίτι. Στις σκάλες την περίμεναν οι γιοί της. Τους καθησύχασε αμέσως λέγοντάς τους πως κουράστηκε λίγο μα κα­τάφερε να συναντήσει την αδελφή τους, και τον γα­μπρό τους τον Συμεών, τον άντρα της Όλγας.
"Μητέρα", της είπε ο Λεωνίδας, λίγο θυμωμένος.


"Γιατί δεν πήγαμε όλοι μαζί;".
"Δεν γινόταν, παιδί μου", του είπε η μάνα. συ­νάντηση μας έπρεπε να μείνει μυστική. Μου το ζήτησε η Όλγα. Δόξα τω Θεώ", συνέχισε, "από την Όλγα ξενοιάσαμε, ζει καλά. Μακάρι καλά νέα να παίρναμε κι από τον πατέρα σας κι εγώ είμαι πρόθυμη να περπα­τήσω μέχρι και την Πόλη για να πάω να τον βρω ".
Την άλλη μέρα το πρωί οι γιοί της την βρήκανε στο κρεβάτι να καίει από πυρετό. Φώναξαν τη γυ­ναίκα του κυρ-Αντώνη, έφεραν και τον μοναδικό γιατρό της περιοχής. Έδωσε στην άρρωστη λάβδανο. Όταν συνήλθε κάπως η Ελένη, γύρισε και είπε παρακαλώντας τη γυναίκα του κυρ-Αντώνη:
"Θα βάλω όλα τα έξοδα του ταξιδιού σας εγώ και θα πάτε στην Πόλη. Ευκαιρία να τη δεις κι εσύ, αξί­ζει, θα πεις στον άντρα μου όλα όσα σας είπα για την Όλγα. Είμαι τόσο άρρωστη που δεν μπορώ να του γράψω όπως θα ήθελα. Ο Γιώργος πρέπει να μάθει όσο γίνεται πιο γρήγορα τα καλά νέα της κόρης μας".
Έτσι κι έγινε. Πήγαν ο κυρ-Αντώνης με την γυ­ναίκα του στην Πόλη, μα τον Γιώργο δεν τον βρή­καν στη φυλακή. Από έναν φίλο έμαθαν ότι πήγανε και τον πήρανε οι γονείς του.
"Τώρα που πήγε εκεί ο πατέρας δεν θα τον αφή­σουν να έρθει άλλο σε μας", λένε ο Λεωνίδας και ο Μιχάλης ανήσυχοι στην μητέρα τους, μόλις έμαθαν τα νέα.
"Μη στενοχωριέστε, παιδιά μου, πήγε να δει κι εκείνος τους δικούς του γονείς, θα τον κάνουν καλά και θα τον στείλουν κοντά μας. Δικός μας είναι, παι­διά μου, δικός μας είναι ο πατέρας σας".

Γράμμα από την Τραπεζούντα
Κι άλλο γράμμα έρχεται στα χέρια της Ελένης, γραμμένο στα τουρκικά αυτή τη φορά. Η Ελένη δεν ξέρει τουρκικά, γι' αυτό πηγαίνει στον κυρντώνη. Εκείνος διστάζει να το διαβάσει.
"Δ εν μπορώ, κυρά, δεν μπορώ", της λέει με βουρ­κωμένα μάτια.
Το γράμμα δεν ήταν από τον Γιώργο.
"Διάβασε, κυρ-Αντώνη, διάβασε", παρακαλεί η Ε­λένη.
Το γράμμα έλεγε: "Ελένη, είμαι ο πατέρας του Γιώργου. Τον γιο μας τον πήραμε από τη φυλακή. Μόνο μια εβδομάδα έζησε μαζί μας εδώ στην Τραπε­ζούντα. Εσένα και τα παιδιά του σας αγαπούσε πολύ, πάντα για σας μας μιλούσε. Με παρακάλεσε να σας γράψω γράμμα. Ελένη, μέσα στη φανέλα του είχε κρυμμένο ένα σκούφο.
Όταν η μάνα του τον έλουσε, το παιδί μου κρατούσε σφιχτά το σκούφο και τα γράμματα που του έστειλες και λίγο πριν πεθάνει με παρακάλεσε να τον θάψουμε μαζί με τον σκούφο. Ή­ταν ραμμένος, μου είπε, από τα χέρια σου.
Το έκανα, Ελένη. Με παρακάλεσε, στον τάφο του να γράψουμε το όνομα Γεώργιος Μουράτ και να τον θάψουμε μαζί με τους δικούς σας ανθρώπους. Πολύ δύσκολο ήταν, μα το κάναμε κι αυτό.
Έβγαλε από την τσέπη του γιλέκου του το ρολόγι του και μου είπε "πατέρα, θα πας εσύ να το βάλεις στην τσέπη του Λεωνίδα και το δα­χτυλίδι μου στο χέρι του Μιχάλη ". Θα το κάνω με την πρώτη ευκαιρία, του το υποσχέθηκα.
Ελένη, έμαθα πως πήρες γράμμα από το κορίτσι σας, την Όλγα μας, και πως ο Βούλγαρος που την έ­κλεψε είναι τελικά καλός άνθρωπος. Γι' αυτό λέω στη μάνα του άντρα σου, όταν ένας άνθρωπος είναι καλός δεν πειράζει αν είναι Βούλγαρος ή από εσάς ή Τούρ­κος, φτάνει να είναι καλός άνθρωπος".
Τώρα πιά, οι ελπίδες, τα όνειρα και οι προσδοκίες της γκρεμίστηκαν. Ο κόσμος όλος χάθηκε για την Ελένη. Λυπάται, λυπάται για τον άνθρωπο που έχα­σε, τον καλό χριστιανό, τον καλό νοικοκύρη, τον καλό πατέρα, τον ταπεινό άνθρωπο. Μα δοξάζει τον Θεό που ο άνδρας της πέθανε στην αγκαλιά των γο­νιών του και δεν άφησε την τελευταία του πνοή στη φυλακή.
Παγώνει η ψυχή της, παγώνουν και τα δά­κρυα στα μάτια της. Η κακή υγεία της την ταλαιπω­ρεί κι ο γιατρός, όσες φορές έρχεται, της δίνει λάβδανο. Σκέφτεται να τακτοποιήσει τους γιούς της, μην πάθει τίποτα και μείνουν στο δρόμο. Από το ράψιμο έβγαλε αρκετά χρήματα, γι' αυτό προτείνει στους γιούς της ν' ανοίξουν μαγαζί με ξυλεία.
"Τώρα που ελευθερώθηκε η Μακεδονία μας", τους λέει, "όλα αυτά τα παλιά σπίτια θα τα γκρεμίσουν και στη θέση τους θα χτιστούν καινούργια. Πολλά μέρη του σπιτιού φτιάχνονται με ξύλο. Πρέπει, παιδιά μου, να πάτε μαθητευόμενοι σε εργαστήρι για να μάθετε καλά τη δουλειά".
Οι γιοί της δεν συμφωνούν. Ο Λεωνίδας θέλει να γίνει χωροφύλακας μόλις μπει στα δεκαοχτώ του χρόνια κι ο Μιχάλης θέλει να πάρει δικό του φορτη­γό αυτοκίνητο. Την Ελένη την τρομάζουν τα μον­τέρνα επαγγέλματα.


Στο Μαχμουτλί (Τριανταφυλλιά Σερρών)
Στα δεκαοχτώ του ο Λεωνίδας μπήκε στη χωρο­φυλακή, όπως το ήθελε, μα στα τρία χρόνια που υ­πηρέτησε διαπίστωσε πως το επάγγελμα του χωρο­φύλακα ερχότανε σε αντίθεση με τον ευγενικό και καλόψυχο χαρακτήρα του. Παραιτήθηκε, λοιπόν, και κατά παράκληση της μητέρας του πήγε να επισκε­φθεί το Μαχμουτλί, ένα παλιό τουρκικό χωριό, μα τώρα ελληνικό. Εκεί, με την ανταλλαγή, εγκαταστά­θηκαν αρκετές οικογένειες από τη Σάντα του Πό­ντου το 1923.
Ο Λεωνίδας τους αγάπησε, όπως κι εκείνοι άλ­λωστε, και εκεί παντρεύτηκε μια Σανταιοπούλα, την Μελπομένη Πολιτίδου. Κάλεσε και τον αδελφό του, τον Μιχάλη να έρθει να ζήσει μαζί τους στο χωριό. Του εξήγησε πως αν δουλέψουν την εύφορη γη σε λίγα χρόνια θα είχανε ό,τι ήθελαν. Έτσι κι έγινε.
Επιτυχημένοι πια γεωργοί, μετά από λίγα χρόνια, ζητούνε από την μητέρα τους να έρθει να ζήσει κι ε­κείνη κοντά τους. Η μητέρα τους όμως είναι άρρω­στη και στο Μαχμουτλί γιατρός δεν υπήρχε. Γράφει στην κόρη της να έρθει από τη Σόφια, αν μπορεί, έ­στω και για λίγο. Να την δει πριν πεθάνει. Η Όλγα της απαντάει πως δεν της επιτρέπουν να βγει από τα σύνορα.
"Μητέρα, κίνησα γη και ουρανό, έκλαψα, παρακά­λεσα, μα τίποτα, τίποτα. Έβγαλα άδεια να έρθεις εσύ, μητέρα. Με το χαρτί που σου στέλνω μπορείς να έρ­θεις και να μείνεις όσο Θέλεις και με το ίδιο χαρτί θα γυρίσεις στην Ελλάδα. Έλα, μανούλα μου, σε παρακα­λώ, έλα. Στα σύνορα θα σε περιμένουμε μαζί με τον Συμεών".
Η Ελένη το σκέφτεται κι αποφασίζει να πάει στην κόρη της. Πριν φύγει για τη Βουλγαρία, θέλει να πάρει τη γνώμη των γιών της. Φόρτωσε σ' ένα βοϊδάμαξο τα δύο τρίτα της οικοσκευής της κι ανέβηκε στο Μαχμουτλί. Το άλλο ένα τρίτο το φύλαγε για να το πάει στην κόρη της.
Βρήκε τους γιούς της να ζουν καλά. Ο Λεωνίδας αγαπούσε τη γυναίκα του, την Μελπομένη, και σε­βόταν πολύ την πεθερά του, την Τσόφα. Ο Μιχάλης είναι ο χαϊδεμένος όλων. Αγάπη επικρατεί στο προ­σφυγικό σπίτι κι αγώνας για καλύτερες ημέρες. Έρ­χονται οι συγχωριανοί να γνωρίσουν τη μάνα των δύο πολύ καλών παιδιών.
"Ευγενικά τα παιδιά σου", της λένε. "Αγαπούν τον συνάνθρωπο τους κι είναι εργατικά ".
"Τα χαρίσματα του πατέρα τους έχουν", συμπλη­ρώνει περήφανη η Ελένη και χαμογελά στη νύφη της, τη μικρή Μελπομένη.
Η συμπεθέρα της, η Τσόφα, με σεβασμό την παραστέκει.

"Μείνε μαζί μας", της είπε. "Εγώ πηγαίνω με τα παιδιά στα χωράφια. Κι εσύ, Ελένη, θα μεγαλώνεις τα παιδιά του Λεωνίδα και της Μελπομένης. Θα παντρέ­ψουμε και τον Μιχάλη ".
Έναν μήνα έζησε η Ελένη στο Μαχμουτλί. Σ' αυ­τόν τον μήνα φρόντισε να τους φανεί χρήσιμη. Έ­ραψε κοστούμια στους γιούς της, στη νύφη της πολύ ωραία ρούχα, έραψε φορέματα και για την Τσόφα. Όλα ήσαν υφάσματα από την Πόλη που τα ψώνισε ο άντρας της για να τα εμπορευτεί στη Μακεδονία. Μπάλωσε και φρέσκαρε τα παλιά τους ρούχα.
Το τελευταίο βράδυ, πριν φύγει, τα παιδιά κοιμή­θηκαν, κι οι δυο γυναίκες από τη Σάντα του Πόντου, η Ελένε τη Τσαχούρ' (Ελένη Ξανθοπούλου) και η Τσόφα τη Αϊδίν' (Σοφία Αϊδινίδου) μείνανε μόνες τους. Κάθισαν σε δυο χαμηλά σκαμνάκια, η μία α­πέναντι από την άλλη, και μιλούσαν συνέχεια για τον Πόντο, για τις εξορίες και την οδυνηρή προσφυ­γιά τους. Η Ελένη με τα δυο κρινένια χέρια της έ­σφιγγε τις ροζιασμένες παλάμες της Τσόφας και τις φιλούσε μουσκεύοντάς τες με τα καυτά της δάκρυα.
"Τσόφα", της έλεγε με αναφιλητά. "Καλή μου Τσόφα, ο Λεωνίδας κι ο Μιχάλης σ' αγαπούν πολύ. Είναι πολύ ευχαριστημένοι εδώ μαζί σας. Τσόφα, πο­λύ σ' ευχαριστώ για την καλοσύνη σου. Πες μου, καλή μου, τι κάνατε για το αυτοκίνητο του Μιχάλη;".
Η Τσόφα γέλασε.
"Ελένη, πολύ το θέλει ο Μιχάλης, κι εγώ, να!". Έβγαλε από την τσέπη της ένα κομπόδεμα με λίγα χρήματα και το έδειξε στην Ελένη.
"Μου το είπε ο Μιχάλης", της είπε η Ελένη με δακρυσμένο χαμόγελο. Έβγαλε κι εκείνη από την τσέπη της δύο μικρά πουγκιά βελουδένια.
"Τσόφα, έχω μέσα λίγα λεφτά που έβγαλα από το ράψιμο. Το ένα είναι για τον Λεωνίδα και το άλλο για τον Μιχάλη, θα τους τα δώσεις όταν καταλάβεις ότι τα χρειάζονται.
 Ένα μόνο θα σε παρακαλέσω. Ο Μι­χάλης το αυτοκίνητο ας το πάρει μετά τα είκοσι του χρόνια. Κι επειδή βλέπω πως οι γιοι μου είναι σε πο­λύ καλά χέρια, γι' αυτό πήρα την απόφαση να πάω στην Όλγα, την κόρη μου.
 Ας ζήσω και λίγο με εκεί­νην. Τσόφα μου, από τα δεκαεφτά της χρόνια την α­ποχωρίστηκα. Καίγεται, καίγεται η καρδιά μου όταν την σκέφτομαι. Τι θα πέρασε, ποιος ξέρει, το κορίτσι μου! Και ζει τώρα σε ξένο τόπο! Μου γράφει 'κι εγώ παιδί σου είμαι, μανούλα'.
Τώρα που βλέπω από κο­ντά πως οι γιοι μου είναι σε καλά χέρια, σ' αυτά τα χέρια τα δικά σου, ας πάω κοντά της. Κι αν μ' αξιώ­σει ο θεός και είμαι καλά, πάλι θα έρθω κοντά σας. Θα μοιράζομαι, Τσόφα, θα μοιράζομαι".
O Συμεών και η Όλγα με τον γιο τους Αρσένη στη Σόφια το 1932

Στη Βουλγαρία
Η Ελένη ετοιμάστηκε για το ταξίδι στη Σόφια. Θα τη συνόδευαν οι γιοί της ώς τα σύνορα. Το πρωί της άλλης μέρας, στην αυλή της Τσόφας, μαζεύτη­καν οι γυναίκες του χωριού για να αποχαιρετήσουν την Ελένη.
Απ' ό,τι μου διηγείτο η γιαγιά μου η Τσόφα, η Ε­λένη την ώρα που κατέβαινε από τα σκαλοπάτια, ψηλή και λεβέντισσα, πολύ όμορφη, και το κεφάλι της στεφανωμένο από χρυσαφένιες πλεξούδες, κο­ντοστάθηκε και απευθύνθηκε στις γυναίκες, λέγο­ντας.
"Εσείς, καλές μου πατριώτισσες από τη Σάντα του Πόντου, φτάσατε εδώ, στην Ελλάδα. Η προσφυγιά σας τελείωσε. Τώρα μένει να ριζώσετε. Το εύχομαι με όλη μου την καρδιά. Όσο για μένα, εγώ ξεκινώ για μια άλλη προσφυγιά. Πάω σε άλλη χώρα, γειτονική, μα ξένη. Τι να κάνω όμως; Εκεί ζει το παιδί μου, η κόρη μου, όχι βέβαια με τη δική της θέληση ".
Στο Σιδηρόκαστρο είχανε πολλά να κάνουν. Η Ε­λένη με τους γιούς της πέρασαν απ' όλες τις οικογέ­νειες των φίλων του Γιώργου να τους ευχαριστή­σουν για την αμέριστη συμπαράστασή τους. Πήγανε και στον ιερέα να του ζητήσουν την ευλογία του. Ο ιερέας τους εξήγησε πως οι Βούλγαροι αποσκίρτησαν από το Πατριαρχείο και πως τώρα έχουν δική τους Εξαρχία. Τον άκουσαν με προσοχή.
Ετοίμασαν και αμπαλάρανε στο σπίτι το άλλο τρίτο του νοικοκυριού και μ' ένα αλογάμαξο, "σούστα" το λέγανε, ξεκίνησαν την άλλη μέρα πρωί πρωί για το μεγάλο ταξίδι της Ελένης στη Σόφια (δυστυχώς χωρίς γυρισμό!).
Λαχτάρα και πόθο το είχε να πάει να συναντήσει και να ζήσει για λίγο κοντά στο τρίτο της παιδί, την κόρη της Όλγα.
Νωρίς το μεσημέρι φτάσανε στην ελληνοβουλγαρική μεθώριο. Από την άλλη πλευρά τους περίμενε η Όλγα με τον άνδρα της. Ακολούθησαν, παρατεταμέ­να μητρικά και αδελφικά σφιχταγκαλιάσματα. Φι­λιούνται και χαίρονται, κλαίνε και λυπούνται μαζί! Κι όλα αυτά επάνω στη συνοριακή γραμμή. Χέρι με χέρι και γρήγορα πέρασαν τις αποσκευές στην άλλη πλευρά. Η Ελένη, έδειξε το χαρτί και σηκώθηκε η μπάρα. Πέρασε στη Βουλγαρία. Οι δυο της γιοί, από το ελληνικό έδαφος, τους αποχαιρετούσαν με σφιγ­μένη ψυχή.
Σκληρή, πολλή σκληρή είναι η ώρα του αποχω­ρισμού! Η Ελένη με την κόρη της την Όλγα πήραν το δρόμο για τη Σόφια και οι δυό γιοί της, μόνοι και φαρμακωμένοι από το χωρισμό, πήραν το δρόμο της επιστροφής.

Γράμμα από τη Σόφια
Για το πρώτο γράμμα της γιαγιάς μου Ελένης, που έφτασε μετά τον αποχωρισμό, πολλές φορές μου έλεγε η μητέρα μου, η Μελπομένη, πως το διαβάζανε και το ξαναδιαβάζανε. Έγραφε:
Εν Σόφια 10 Οκτωβρίου 1925.
Πολυαγαπημένα μου παιδιά, Λεωνίδα και Μιχάλη.
Εύχομαι μέσα από την καρδιά μου να είστε καλά όλοι σας. Λεωνίδα, γιέ μου, τη γυναίκα σου να την α­γαπάς, τα ματάκια της μικρής μας Μελπομένης ποτέ να μη δακρύσουν εξαιτίας σου. Τον Μιχάλη να τον προστατεύεις.
Την Τσόφα, παιδί μου, να την τιμάς και να την σέ­βεσαι σαν μάνα. Η αδελφή σας εδώ ζει καλά. Ο ά­ντρας της είναι πραγματικά πολύ καλός. Κι εγώ είμαι καλά. Ε, χρειάστηκε να μπω για λίγο στο νοσοκομείο, έμεινα εκεί μια βδομάδα.
Βρήκανε σφάλμα στην καρ­διά μου, μου δώσανε χάπια. Στο νοσοκομείο γνώρισα μια ελληνίδα νοσοκόμα από τη Δράμα. Κι αυτή την ί­δια τύχη είχε με την Όλγα μας. (Πάντοτε όταν μιλούσε για την Ελλάδα, το στόμα της έσταζε μέλι).
Άς κλείσω, όμως, με τον μικρό μας Αρσένη. Είναι ο γιος της Όλγας και του Συμεών. Τριών χρονών κι αγαπάει πολύ την άλλη του γιαγιά. Κι εμένα μ' αγαπάει και με φω­νάζει "μπάμπο".ια-γιά", του λέω εγώ, κι εκείνος με κοιτάζει καλά καλά και επιμένει "μπά-μπο ".
Κι έκλεινε το γράμμα με το "υγείαν έχω και υγείαν επιθυμώ και δι εσάς









Ολγα Νυμφοπουλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah