Οι
Έλληνες αποίκισαν τον Πόντο και δεν έπαψαν ποτέ να βρίσκονται εκεί.
Ατέλειωτες μνήμες μας συνοδεύουν. Ατέλειωτα πρόσωπα
μας ακολουθούν, ανεκπλήρωτοι πόθοι μaς κατατρέχουν και μας κυνηγάνε.
Πυρακτωμένα χρόνια ριγμένα στα σπλάχνα της αναπόλησης.
Από πού ν' αρχίσει και να τελειώσει κανείς, Η
πατρίδα χαμένη, κάθεσαι και σχεδιάζεις στο χαρτί της ψυχής τα χώματα των
πατέρων, ψάχνεις εντός σου επίμονα, επίμονα, βασανιστικά — αργόσυρτη εκδήλωση
της απαστράπτουσας νοσταλγίας.
Ασπρόμαυρες
φωτογραφίες, κάρτες μ' ευχές κι αφιερώσεις κι ενθυμήματα, γράμματα
κιτρινισμένα, σημειώματα, σχόλια, αναφορές, όλα στροβιλίζονται σφιχταγκαλιασμένα
στο νου του χρόνου. Στην τραγωδία που δεν ξεχνάμε. Στη δοκιμασία της Ιστορίας.
Πόντος αειφανής.
Περήφανος. Η αλησμόνητη γη των παππούδων, η γη μας. Ταξιδεύεις με τα μάτια της
καρδιάς απ' άκρη σ' άκρη. Στα Σούρμενα, στην Οινόη. Στην Τραπεζούντα, στην Άτρα.
Στην « επτάκωμη » Σάντα, στο Σαλουτσέχ, στην Αργυρούπολη, στο Καρακούρτ,
ταξιδεύεις παντού, στην Πάφρα, στην
Αμάσεια, περνάς πάνω απ' τις στέγες των σπιτιών, γυρνοφέρνεις σε δρόμους και
μονοπάτια, διαπερνάς τον Πυξίτη, χάνεσαι, ανεβαίνεις τις οροσειρές του Κοτσά
Νταγ, γίνεσαι ένα με τ' αντάρτικα σώματα του Κοτσά Αναστάς και του καπετάν
Ευκλείδη.
Ψηλά σηκώνεις, μαζί
τους, τη σημαία της Ποντιακής Δημοκρατίας. Απελπισμένα καταφεύγεις με μαχητές
και γυναικόπαιδα, καταδιωκόμενος απ' τις ορδές του Νταλίπ Τσαούς, στις
απόκρημνες πλαγιές του Ντεπιέν Νταγ, στη «σπηλιά της Παναγιάς », για να πέσετε
μέχρις εσχάτων στις νέες Θερμοπύλες. Αδιαπραγμάτευτοι. Ο εθνικισμός των
νεότουρκων κυκλώνει τα πάντα.
Τρόμος και φόβος. Φλόγες και χαλασμός.
Αιχμαλωσίες, βασανισμοί, καταδιώξεις. Ποτάμι το αίμα. Αίμα. Αίμα. Κι ο δρόμος
της προσφυγιάς — ατέλειωτα καραβάνια σε πορείες θανάτου στο δρόμο για τη
θάλασσα. Γενοκτονία. Μαύρες σελίδες, καημός αβάσταχτος και βαθύτατη πίκρα.
Επιστρέφεις. Με τις
μνήμες κιβωτό, μεσ' στην αχλύ τους να σε βαραίνουν. Ν' ανασύρονται αίφνης χωρίς
σταματημό, βίαια πνοή δύναμης, αγιασμός ήθους - της Ρωμιοσύνης, της φιλοπατρίας
του Γένους ημών. Επιστρέφεις. Ευλαβής προσκυνητής ανεβαίνεις τις πλαγιές του
όρους Μελά. Διαβαίνεις το γνωστό μονοπάτι.
Ψηλαφιστά θέλεις ν' αποθέσεις τα άνθη των
ονείρων σου στο προσκεφάλι της. Παναγιά Σουμελά. Η κυρά του Πόντου. Δακρύζεις
στην όψη της. Χαλάσματα και δέος.
Κλαις μ' αναφιλητά,
τα τσακίσματα της λύρας — εντρεφής ήχος κεντημένος στα πρόσφορα, σε
συνεπαίρνουν, ο πυρρίχιος σ' ανατριχιάζει, το μακρόσυρτο βούρκωμα συνεχίζει ν'
απαντά στην επανάληψη.
Εκεί, στο διαχρονικό πρόσωπο του ελληνισμού, στην ουσία
και περιουσία του, με την Ελευθερία να ξεπετάγεται μυστικώς κι αοράτως με τη
δίψα εκείνη τη γλυκυτάτη και φοβερή, ως Παντάνασσα και Πλατυτέρα κι Υπέρμαχος
Στρατηγός.
Επιστρέφεις. Εκεί
θα επιστρέφεις — ξανά και ξανά και ξανά. Όλα είναι δρόμος για κει. Θα
επιστρέφεις. Θα επιστρέφεις. Νυν και αεί...
Δημητρης Α. Δημητριαδης
Μελος της ενωτικης Πορειας Συγγραφεων
Θεσσαλονικη