Το
πρώτο κύμα Ποντίων προσφύγων στην Ελλάδα ήρθε το 1919-1920 από τα
παράλια του Καυκάσου, το Βατούμ και το Σοχούμ. Επρόκειτο για τους
Ποντίους που ακολούθησαν το ρωσικό στρατό στην αποχώρηση του από τον
Πόντο και το Καρς, καθώς και για Ποντίους της νότιας Ρωσίας,
ταλαιπωρημένους από τον εμφύλιο που είχε ξεσπάσει μετά τη σοβιετική
επανάσταση.
Ακολούθησε το δεύτερο μεγάλο κύμα, το 1922. Μετά την είσοδο των εθνικιστικών τουρκικών δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη και τη φυγή του τελευταίου σουλτάνου, «τοιχοκολλήθηκε» ένα διάταγμα σε όλες τις περιοχές της Μικράς Ασίας, που ανακοίνωνε επίσημα ότι παρέχεται η «άδεια» σε όλους τους αλλόθρησκους να εγκαταλείψουν τη χώρα μέχρι και την 30ή Νοεμβρίου.
Πολύ σύντομα οι εναπομείναντες χριστιανοί στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας μετακινήθηκαν μαζικά προς τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Σχεδόν ταυτόχρονα 40.000 γυναίκες, παιδιά και γέροι -οι άνδρες κρατήθηκαν ως αιχμάλωτοι πολέμου- κατέκλυσαν το λιμάνι της Σαμψούντας.
Μέσα σε τρεις εβδομάδες άλλοι 250.000 πρόσφυγες πορεύονταν με βαριά βήματα στους χιονισμένους δρόμους που οδηγούσαν στην Τραπεζούντα, στη Σινώπη και στην Ινέπολη. Η «άδεια» ερμηνεύτηκε ως «απέλαση». Από διάφορα σημεία της ενδοχώρας -μέχρι και σε απόσταση 800 χιλιομέτρων από τα παράλια, χωρικοί και κάτοικοι των πόλεων συγκεντρώνονταν, έριχναν μια τελευταία ματιά στο σπίτι και στο αμπέλι τους και με τις πλάτες κυρτωμένες από το βάρος των σκεπασμάτων και των μωρών τους, ξεκινούσαν να διασχίσουν την παγωμένη πεδιάδα. Από τη μια ερημωμένες από πλοία προκυμαίες, όπως στο λιμάνι της Σμύρνης, από την άλλη λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας πλημμυρισμένα από ανθρώπους που κοιμόντουσαν στα πεζοδρόμια, εξαθλιωμένοι και τσακισμένοι από τις αρρώστιες. Όλοι τους, λίγες βδομάδες νωρίτερα, ήταν νοικοκυραίοι.
Το χάσμα θα γεφύρωνε, τελικά, ο ερχομός των ελληνικών πλοίων. Ο ξεριζωμός συνεχίστηκε με αμείωτο ρυθμό μέχρι το 1924, οπότε έφυγαν και οι τελευταίοι Έλληνες Πόντιοι, με τη συμφωνία για ανταλλαγή των πληθυσμών που προέβλεπε η συνθήκη της Λοζάνης(1923).
Στη συνέχεια οι Πόντιοι πρόσφυγες μεταφέρονταν με τουρκικά βαπόρια, υπό την επίβλεψη των συμμαχικών δυνάμεων, στην Πόλη, όπου τους περιέθαλπε ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός στους στρατώνες Σελιμιέ της Κωνσταντινούπολης.
Από εκεί επιβιβάζονταν σε ελληνικά πλοία για να μεταφερθούν στην Ελλάδα. Οι συνθήκες μεταφοράς τους ήταν άθλιες και συχνά εκβιαστικές, ενώ η κατάσταση στους στρατώνες Σελιμιέ, όπου έφταναν οι ταλαιπωρημένοι πρόσφυγες, ήταν τραγική, καθώς στοιβάζονταν κατά χιλιάδες, σε άθλιες συνθήκες υγιεινής, χωρίς νερό και με τον τύφο να τους θερίζει.
Οι πρόσφυγες, φτάνοντας στην Ελλάδα, περνούσαν από υποχρεωτική καραντίνα, σε επίσης άθλιες συνθήκες, στους καταυλισμούς της Μακρονήσου και του Αϊ-Γιώργη. Ο συνολικός αριθμός των Πόντιων προσφύγων που ήρθαν στην Ελλάδα υπολογίζεται σε 325.000 με 400.000 άτομα.
Ακολούθησε το δεύτερο μεγάλο κύμα, το 1922. Μετά την είσοδο των εθνικιστικών τουρκικών δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη και τη φυγή του τελευταίου σουλτάνου, «τοιχοκολλήθηκε» ένα διάταγμα σε όλες τις περιοχές της Μικράς Ασίας, που ανακοίνωνε επίσημα ότι παρέχεται η «άδεια» σε όλους τους αλλόθρησκους να εγκαταλείψουν τη χώρα μέχρι και την 30ή Νοεμβρίου.
Πολύ σύντομα οι εναπομείναντες χριστιανοί στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας μετακινήθηκαν μαζικά προς τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Σχεδόν ταυτόχρονα 40.000 γυναίκες, παιδιά και γέροι -οι άνδρες κρατήθηκαν ως αιχμάλωτοι πολέμου- κατέκλυσαν το λιμάνι της Σαμψούντας.
Μέσα σε τρεις εβδομάδες άλλοι 250.000 πρόσφυγες πορεύονταν με βαριά βήματα στους χιονισμένους δρόμους που οδηγούσαν στην Τραπεζούντα, στη Σινώπη και στην Ινέπολη. Η «άδεια» ερμηνεύτηκε ως «απέλαση». Από διάφορα σημεία της ενδοχώρας -μέχρι και σε απόσταση 800 χιλιομέτρων από τα παράλια, χωρικοί και κάτοικοι των πόλεων συγκεντρώνονταν, έριχναν μια τελευταία ματιά στο σπίτι και στο αμπέλι τους και με τις πλάτες κυρτωμένες από το βάρος των σκεπασμάτων και των μωρών τους, ξεκινούσαν να διασχίσουν την παγωμένη πεδιάδα. Από τη μια ερημωμένες από πλοία προκυμαίες, όπως στο λιμάνι της Σμύρνης, από την άλλη λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας πλημμυρισμένα από ανθρώπους που κοιμόντουσαν στα πεζοδρόμια, εξαθλιωμένοι και τσακισμένοι από τις αρρώστιες. Όλοι τους, λίγες βδομάδες νωρίτερα, ήταν νοικοκυραίοι.
Το χάσμα θα γεφύρωνε, τελικά, ο ερχομός των ελληνικών πλοίων. Ο ξεριζωμός συνεχίστηκε με αμείωτο ρυθμό μέχρι το 1924, οπότε έφυγαν και οι τελευταίοι Έλληνες Πόντιοι, με τη συμφωνία για ανταλλαγή των πληθυσμών που προέβλεπε η συνθήκη της Λοζάνης(1923).
Στη συνέχεια οι Πόντιοι πρόσφυγες μεταφέρονταν με τουρκικά βαπόρια, υπό την επίβλεψη των συμμαχικών δυνάμεων, στην Πόλη, όπου τους περιέθαλπε ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός στους στρατώνες Σελιμιέ της Κωνσταντινούπολης.
Από εκεί επιβιβάζονταν σε ελληνικά πλοία για να μεταφερθούν στην Ελλάδα. Οι συνθήκες μεταφοράς τους ήταν άθλιες και συχνά εκβιαστικές, ενώ η κατάσταση στους στρατώνες Σελιμιέ, όπου έφταναν οι ταλαιπωρημένοι πρόσφυγες, ήταν τραγική, καθώς στοιβάζονταν κατά χιλιάδες, σε άθλιες συνθήκες υγιεινής, χωρίς νερό και με τον τύφο να τους θερίζει.
Οι πρόσφυγες, φτάνοντας στην Ελλάδα, περνούσαν από υποχρεωτική καραντίνα, σε επίσης άθλιες συνθήκες, στους καταυλισμούς της Μακρονήσου και του Αϊ-Γιώργη. Ο συνολικός αριθμός των Πόντιων προσφύγων που ήρθαν στην Ελλάδα υπολογίζεται σε 325.000 με 400.000 άτομα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου