Η ψυχή μου μου μίλησε και μου δίδαξε ν’ αγαπώ εκείνους
που οι άνθρωποι μισούν και να είμαι φίλος μ’ εκείνους που οι άνθρωποι περιφρονούν.
Η ψυχή μου μου φανέρωσε ότι η αγάπη εκδηλώνεται όχι
μονάχα στο πρόσωπο που αγαπά, αλλά και στο πρόσωπο που αγαπιέται.
Πριν η ψυχή μου μου μιλήσει, η αγάπη ήταν στην καρδιά
μου σα μια λεπτή κλωστή πιασμένη από δυο πασσάλους.
Αλλά τώρα η αγάπη έγινε ένας
φωτεινός κύκλος που αρχή του είναι το τέλος του, και το τέλος του η αρχή του.
Περιβάλλει καθετί που υπάρχει κι απλώνεται σιγά σιγά για ν’ αγκαλιάσει όλα όσα θα
υπάρξουν.
Η ψυχή μου με συμβούλεψε και μ’ έμαθε να διακρίνω την
κρυμμένη ομορφιά του δέρματος, του παραστήματος, και του χρώματος. Με δίδαξε να
στοχάζομαι εκείνο που οι άνθρωποι ονομάζουν άσχημο μέχρι ν’ ανακαλύψω την αληθινή
του γοητεία κι ομορφιά.
Πριν η ψυχή μου με διδάξει, έβλεπα την ομορφιά σαν ένα
τρεμάμενο πυρσό ανάμεσα σε στήλες καπνού. Τώρα που ο καπνός έχει διαλυθεί, δε
βλέπω τίποτ’ άλλο από τη φλόγα.
Η ψυχή μου μου μίλησε και μου δίδαξε ν’ ακούω τις
φωνές που η γλώσσα, ο λάρυγγας και τα χείλη δεν μπορούν να προφέρουν.
Πριν η ψυχή μου μου μιλήσει, δεν άκουγα παρά θόρυβο
και θρήνους. Αλλά τώρα πρόθυμα παραστέκομαι στη Σιωπή κι αφουγκράζομαι τις
χορωδίες της που τραγουδούν τους ύμνους των εποχών και τα τραγούδια του σύμπαντος
που αναγγέλλουν τα μυστικά του Αόρατου.
Η ψυχή μου μου μίλησε και μ’ έμαθε να πίνω το κρασί
που δεν μπορεί να βγει από το ποτήρι και δεν μπορεί να χυθεί από κούπες που τα
χέρια μπορούν να σηκώσουν ή τα χείλη ν’ αγγίξουν.
Πριν η ψυχή μου μου μιλήσει, η δίψα μου ήταν σα μια
σβησμένη σπίθα κρυμμένη κάτω από τη στάχτη που μπορεί να σβήσει με μια γουλιά
νερό.
Αλλά τώρα η λαχτάρα μου έγινε η κούπα μου, το αίσθημα
της αγάπης το κρασί μου, κι η μοναξιά μου η μέθη μου κι ωστόσο σ’ αυτή την
άσβεστη δίψα υπάρχει αιώνια χαρά.
Η ψυχή μου μου μίλησε και με δίδαξε ν’ αγγίζω εκείνο που δεν έχει ακόμα ενσαρκωθεί· ή ψυχή
μου μου αποκάλυψε πως ότι αγγίζουμε, είναι μέρος της επιθυμίας μας.
Αλλά τώρα τα δάχτυλά μου απλώθηκαν μέσα στην καταχνιά
που διαπερνά αυτό που είναι ορατό μέσα στο σύμπαν κι ανακατεύεται με το Αόρατο.
Η ψυχή μου μ’ έμαθε να εισπνέω το άρωμα που δε βγαίνει
από τη μυρτιά ή το θυμίαμα. Πριν ή ψυχή μου μου μιλήσει, λαχταρούσα την ευωδιά
του αρώματος στους κήπους, στα δοχεία ή στα θυμιατήρια.
Τώρα όμως μπορώ να οσφρανθώ το θυμίαμα που δε βγαίνει
για προσφορά ή για Ουσία. Και γεμίζω την καρδιά μου με την ευωδιά εκείνη που δεν
πετά με τα φτερά της παιχνιδιάρας αύρας μέσα στο διάστημα.
Η ψυχή μου μου μίλησε και μ’ έμαθε να λέω, «είμαι
έτοιμος» όταν με πλησιάζουν το Άγνωστο κι ο Κίνδυνος.
Πριν η ψυχή μου μου μιλήσει, δεν απαντούσα σ’ άλλη φωνή εκτός από τη φωνή τη γνωστή που με καλούσε, και δεν
περπατούσα παρά το εύκολο και ίσιο μονοπάτι.
Τώρα το Άγνωστο έγινε άλογο που μπορώ ν’ ανεβώ για να
φτάσω στο Άγνωστο κι ο καμπίσιος δρόμος έγινε σκάλα που την ανεβαίνω για
να φτάσω στην κορυφή.
Η ψυχή μου μου μίλησε και μου είπε, «Μη μετράς το
Χρόνο λέγοντας, Υπήρξε το χθες και θα υπάρξει το αύριο !»
Μα πριν η ψυχή μου μου μιλήσει, φανταζόμουν το Παρελθόν
σα μια εποχή που ποτέ δεν ξαναγύριζε και το Μέλλον σα μια εποχή που ποτέ δεν
μπορούσα να τη φτάσω.
Τώρα καταλαβαίνω ότι η τωρινή στιγμή περιέχει όλο το
χρόνο, και μέσα σ’ αυτήν υπάρχουν όλα όσα μπορεί να ελπίζει κανένας, να κάνει
και ν’ αντιληφθεί.
Η ψυχή μου μου μίλησε και με προέτρεψε να μην περιορίζω
το διάστημα λέγοντας, «Εδώ, εκεί και πέρα».
Πριν η ψυχή μου μου μιλήσει, ένοιωθα ότι όπου κι αν
βρισκόμουν ήμουν μακριά από κάθε άλλο μέρος.
Τώρα καταλαβαίνω ότι όπου κι αν βρίσκομαι, το μέρος
αυτό περιέχει όλα τα μέρη κι η απόσταση που περπατώ αγκαλιάζει όλες τις
αποστάσεις.
Η ψυχή μου με δίδαξε και με συμβούλεψε να μένω ξύπνιος
όταν οι άλλοι κοιμούνται. Και να παραδίνομαι στον ύπνο όταν οι άλλοι βρίσκονται
σε δράση.
Πριν η ψυχή μου μου μιλήσει, δεν έβλεπα τα όνειρά τους
στον ύπνο μου, ούτε εκείνοι παρατηρούσαν τ’ όραμά μου.
Τώρα ποτέ δεν ταξιδεύω μέσα στο καράβι των ονείρων μου
εκτός αν με παρατηρούν, κι εκείνοι ποτέ δεν πετούν στον ουρανό του δράματος
τους εκτός αν εγώ χαίρομαι την ελευθερία τους.
Η ψυχή μου μου μίλησε και μου είπε, «Να μη χαίρεσαι με
τον έπαινο και να μη θλίβεσαι με την κατηγορία».
Τώρα καταλαβαίνω ότι τα δέντρα ανθίζουν την άνοιξη και
καρπίζουν το καλοκαίρι χωρίς ν’ αναζητούν τον έπαινο και ρίχνουν τα φύλλα
τους το φθινόπωρο και γυμνώνονται το χειμώνα χωρίς να φοβούνται την κατηγορία.
Η ψυχή μου μου μίλησε και μου έδειξε ότι δεν είμαι μεγαλύτερος
από έναν πυγμαίο, ούτε μικρότερος από ένα γίγαντα.
Πριν ή ψυχή μου μου μιλήσει, έβλεπα τους ανθρώπους σε
δυο κατηγορίες τον αδύνατο, που τον λυπόμουν και τον δυνατό, που τον
ακολουθούσα ή που του αντιστεκόμουν παλικαρίσια.
Αλλά τώρα έμαθα ότι είμαι όπως είναι κι οι δύο αυτοί,
κι αποτελούμαι από τα ίδια στοιχεία. Η προέλευσή μου είναι η δική τους
προέλευση, η συνείδησή μου είναι η δική τους συνείδηση, η ευχαρίστησή μου είναι
ή δική τους ευχαρίστηση, και το προσκύνημά μου, το δικό τους προσκύνημα.
Αν αυτοί αμαρτάνουν, είμαι κι’ εγώ αμαρτωλός. Αν
πράττουν καλά, καμαρώνω για την καλή τους πράξη. Αν ανυψώνονται, ανυψώνομαι κι
εγώ μαζί, αν μένουν αδρανείς, συμμετέχω κι εγώ στην αδράνειά τους.
Η ψυχή μου μου μίλησε και μου είπε, «Το φανάρι που κουβαλάς δεν είναι δικό σου, και το τραγούδι που τραγουδάς δε γεννήθηκε μέσα στην
καρδιά σου, γιατί κι αν κουβαλάς το φως, δεν είσαι συ το φως, κι αν είσαι το
λαγούτο με τις τεντωμένες χορδές, δεν είσαι συ ο παίχτης του οργάνου.
Η ψυχή μου μου μίλησε, σαν αδερφός μου, και μου έμαθε πολλά. Κι η ψυχή σου μίλησε
σε σένα και σ’ έμαθε το ίδιο πολλά. Γιατί εσύ κι εγώ είμαστε ένα, και δεν υπάρχει
διαφορά ανάμεσά μας, εκτός ότι εγώ βιάζομαι να φανερώσω αυτά που είναι μέσα
στον εσωτερικό μου κόσμο, ενώ εσύ φυλάς σα μυστικό αυτό που βρίσκεται εντός
σου.
Αλλά στη μυστικότητα σου αυτή υπάρχει αρετή.
Ο
Χαλίλ Γκιμπράν γεννήθηκε στο Μπεχάρι του Λιβάνου το 1883. Η πρώτη του
λογοτεχνική εργασία ήταν πεζοτράγουδα
που έγραψε στα Αραβικά. Τα θεατρικά του έργα ήταν γνωστά σ’ ολόκληρο τον
αραβικό κόσμο από την Κίνα ως την Ισπανία και στάθηκαν αφορμή να δημιουργηθεί
ένας καινούργιος όρος, γκιμπρανισμός. θεωρείται σαν ένας από τους πιο διαβασμένους
και πιο φημισμένους συγγραφείς του Δυτικού και Ανατολικού Πολιτισμού του 20ού
αιώνα.
Όταν ήταν ακόμα νέος, ο Χαλίλ Γκιμπράν συνέλαβε
την ιδέα του Σύμπαντος σαν τέλειου και ελεύθερου από το κακό. Φαντάστηκε έναν
κόσμο χαρούμενο και χωρίς πόνο, έναν κόσμο φωτισμένο χωρίς το ψεγάδι της
αμάθειας, έναν κόσμο που τα φωτισμένα πνεύματα του περιφρονούσαν τις προλήψεις,
έναν κόσμο προόδου που μισούσε τη διαφθορά. Η δικαιοσύνη κι η σοφία ζούσαν ή
μια δίπλα στην άλλη, σ’ αυτό τον Παράδεισο της πνευματικής σύλληψής του, κι
ανάμεσα στους ανθρώπους επικρατούσε η ενότητα κι η καλή θέληση. Όταν όμως
διαπίστωσε ότι το όραμα που είχε συνθέσει ήταν διαφορετικό από την εγκόσμια
πραγματικότητα, ο ποιητής του Προφήτη ένιωσε απογοήτευση και βαθιά πίκρα.
Ο
Γκιμπράν είχε πιστέψει ότι οι αρχηγοί των κρατών και οι Ιεράρχες των θρησκειών
ήταν πραγματικά τα θεμέλια της κοινωνίας. Και περίμενε απ’ αυτούς να προσφέρουν
παραδείγματα δικαιοσύνης και σωφροσύνης. Είχε πιστέψει ότι τα προνόμια κι η
αφθονία που οι αρχηγοί αυτοί απολάμβαναν, τους ανήκαν σαν αντάλλαγμα για τις
μεγάλες
υπηρεσίες
που πρόσφεραν στο λαό τους. Φανταζόταν ότι αυτός ήταν ο λόγος που ο λαός τους
πρόσφερε τιμή, εμπιστοσύνη και υπακοή. Δε θα τα είχαν όλα αυτά, πίστευε ο
ποιητής, αν δεν ήταν αντάξιοι.
Μ’ αυτό το πνεύμα έβλεπε τους τιτλούχους και τη
γεμάτη πολυτέλεια ζωή τους, χωρίς ν’ αντιλαμβάνεται πως εκμεταλλεύονταν το λαό.
Όταν όμως άρχισε να καταλαβαίνει την πραγματικότητα της ζωής, είδε τους
πλούσιους να καταχρώνται τους φτωχούς που ζούσαν κάτω από τα δεσμά της σκλαβιάς
και του δεσποτισμού. Αυτό που ο Γκιμπράν ονόμαζε τυραννία κρυβόταν κάτω από το
όνομα της πολιτικής. Και τότε άρχισε να διατυπώνει τις σκέψεις και τα αισθήματά
του με καυτερά άρθρα στις αραβικές εφημερίδες, σε βιβλία και περιοδικά.
Ο κόσμος που αναζητούσε ο Γκιμπράν ήταν ένας
κόσμος κατανόησης, κόσμος της λογικής και τής θετικής σκέψης. Τα άτομα ενός
τέτοιου κόσμου δεν εξαπατούνται από τούς ψεύτες και δεν προσκολλούνται σε
προλήψεις. Γι’ αυτούς, το πνεύμα είναι το μόνο φως, που φωτίζει το σκοτεινό
μονοπάτι τής άγνοιας και αυτό το φως πρέπει να κρατιέται αιώνια αναμμένο.
Η ζωή του Γκιμπράν ήταν ένα παράδειγμα τής
πίστης του στην αγνότητα τού καθαρού νου. Ό ευαίσθητος νους του τον οδήγησε ν’
ανοίξει έναν καινούργιο δρόμο για τον έαυτό του. Ο κόσμος πού φανταζόταν
ο Γκιμπράν είναι ένα μέρος που φωτίζεται από τη λογική και την κατανόηση.
Στον κόσμο αυτό οι προλήψεις κι οι φαντασιώσεις λιώνουν όπως λιώνει ο
πάγος κάτω από τις αχτίνες του ήλιου. Αλίμονο όμως, ποιος είναι ο πραγματικός
κόσμος πού ζούμε;
Κάθε είδους εξουσιαστής αποχτά δύναμη, εκτός από
κείνον που έχει νου κι ορθή σκέψη. Ο τίμιος άνθρωπος εξαναγκάζεται στην απάτη.
Ενώ ο απατεώνας κυβερνά κι εξουσιάζει κι οι άνθρωποι είναι αλυσοδεμένοι οπό το
έθιμο και την παράδοση. Η θρησκεία τους σκύβει μπροστά στις σκουριασμένες
συνήθειες. Η ζωή των ανθρώπων κυλά μέσα στ’ αυλάκια που έσκαψαν οι προηγούμενοι
τους, δεν ακολουθούν το φως του νου τους, ούτε τις παρορμήσεις της καρδιάς
τους. Κι αυτό έχει οδηγήσει τους ανθρώπους σε στενόμυαλες πίστεις, διασπασμένες
και ανταγωνιστικές, και σε γεμάτα έχθρα, χωριστά, φιλύποπτα έθνη, αντί να τους φέρει σε μια
παγκόσμια πίστη κι ένα παγκόσμιο έθνος. Έτσι οι άνθρωποι εξακολουθούν να είναι
τα θύματα των προλήψεων. Και σ’ έναν κόσμο έτσι διαμορφωμένο, την επιτυχία
κερδίζουν εκείνοι που θυσιάζουν τη συνείδηση και την τιμή. Ο άνθρωπος με
ακεραιότητα βυθίζεται στο σκοτάδι της φτώχειας. Τον τίμιο άνθρωπο τον βρίζουν,
ενώ τον ψεύτη τον θαυμάζουν και τον ανταμείβουν με υλικά αποχτήματα.
Ο Γκιμπράν θρηνολογούσε αυτό τον κόσμο. Τα
γεμάτα θλίψη τραγούδια του γίναν μια όμορφη και ήρεμη μελωδία. Στα ποιήματά
του, αυτό το αγαπημένο παιδί του Λιβάνου, παρουσιάζεται με πολλές μορφές, σαν
άνθρωπος που απορεί και θαυμάζει, σα θρήσκος, σα σκεπτικιστής, ανάλογα με
τις μεταπτώσεις της εσωτερικής του ζωής. Η ποικιλία αυτή των εκδηλώσεών του
αντανακλά τον πλούτο και το φιλοσοφικό βάθος της γνώσης του,
που εκφράστηκε στα γραφτά του στην Αραβική και την αγγλική γλώσσα.
Όταν διαβάζεις τα λόγια του Γκιμπράν, δυναμώνει
μέσα σου η αγάπη κι η ειρήνη, δυναμώνει η κατανόηση κι η συμπάθεια για
τους ανθρώπους και το αίσθημα ότι όλοι οι άνθρωποι είναι αδέρφια. Η ζωή του
Γκιμπράν δεν πήγε χαμένη. Είπε το λόγο του, που είναι σα φως
για όσους τον πλησιάζουν.
Ευάγγελος Γράψας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου