Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2017

Μια καταπληκτική και συγκινητική ομοιότητα.

Στοιχείο που μένει αναλλοίωτο στη μεγαλοφτέρουγη ψυχή του Έλληνα είναι το δέσιμο με την πατρίδα. Και το δέσιμο αυτό δεν είναι καθόλου πρωτόφαντο. Εϊναι τόσο παλιό, όσο και ο ίδιος ο Έλληνας. Δεν είναι δυνατόν να νοηθεί ελληνική ψυχή χωρίς «νόστιμον ήμαρ».
Και αυτό το νόστιμον ήμαρ το τραγούδησε με την ίδια επιτυχία από τα χρόνια του πρώτου ελληνικού αποικισμού μέχρι σήμερα η ευαίσθητη ποιητική ψυχή του Έλληνα.
Παραθέτουμε δύο κείμενα, που, ενώ απέχουν μεταξύ τους εικοσιοχτώ, περίπου, αιώνες, παρουσιάζουν, ωστόσο μια καταπληκτική και συγκινητική ομοιότητα.
 Στη ραψωδία Α της Οδύσσειας του Ομήρου αναφέρεται:
...αυτάρ Οδυσσεύς,
Ιέμενος και καπνόν αποθρώσκοντα νοήσαι
Ής γαίης, θανέειν ιμείρεται......

(Αλλά ο Οδυσσέας και καπνό ποθεί να δει από μακριά να βγαίνει από την πατρίδα του ψηλά και ας ξεψυχήσει).

Ενώ σε ένα δημοτικό τραγούδι, που πατρίδα έχει την Ίμερα του Πόντου, αναφέρονται τα ακόλουθα:
Είδα τ’ οσπίτι μ’, είδ’ άτο, τ’ομμάτα μ’ εφωτίγαν.
 Είδα ας ση κυρού μ’ τ’ οσπίτ’ καπνός ξάν να εβγαίνει .
Την έρημον τη μάναν μου να  εμπαίν’ και να εβγαίνει.
Εγώ είμαι τη Ίμέρας ο πλάνον Οδυσσέας.

(Είδα το σπίτι μου, το είδα' άστραψαν τα μάτια μου  από χαρά.
 Είδα να βγαίνει καπνός από το σπίτι του πατέρα μου, είδα τη δύστυχη τη μάνα μου να μπαίνει και να βγαίνει. Εγώ είμαι της Ίμερας ο περιπλανώμενος Οδυσσέας).

Ανάγλυφη προβάλλει σε αυτά τα δύο κείμενα η επιθυμία του ξενιτεμένου Έλληνα για επιστροφή στην πατρίδα. Και δεν πρέπει να ξενίζει καθόλου τον μελετητή αυτή η ομοιότητα στη διαπραγμάτευση του θέματος. Αν κάποια μερίδα Ελλήνων ένοιωσε έντονα το «νόστιμον ήμαρ», αυτή ήταν τα τραγικά θύματα της πρωτάκουστης, σχεδόν, στην ανθρώπινη ιστορία ανταλλαγής πληθυσμών του 1922. Ασφαλώς, εκείνος ο πόθος που φλόγισε και κρυφόκαιγε για μερικές δεκαετηρίδες τις καρδιές των προσφύγων, σήμερα εμφανίζεται άτονος και ουτοπικός.
Η τραγική εκείνη γενιά χάνεται σιγά σιγά. Όσοι απομένουν, απαλύνουν τον πόνο τους με μια σύντομη επίσκεψη στα μέρη εκείνα για ιερό προσκύνημα. Και αφού καταβρέξουν με δάκρυα και γλυκοφιλήσουν τα άγια και ματωμένα εκείνα χώματα, που ακόμη αναδίδουν το άρωμα το ανόθευτο του Ελληνισμού, και αφού το δάκρυ του σπαραγμού αυλακώνει το γεμάτο πόνο πρόσωπο, γυρίζουν πίσω με θυμητάρι ένα δεματάκι από κίτρινα, ολοκίτρινα σαν κροκάδι, σγουρά, μικρά, ολοστρόγγυλα λουλούδια, τη Παναΐας δάκρα.

Γ. Κ. Χατζόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah