Πόπη Τσακμακίδου- Κωτίδου |
Γεννημένη το 1928 στη Νέα Σάντα
από γονείς Σανταίους, η Πόπη Τσακμακίδου-Κωτίδου σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης. Ασχολείται εδώ και χρόνια με την καταγραφή της ιστορίας των
Σανταίων στον Πόντο και στην Ελλάδα, με την ποντιακή ποίηση και με τη συλλογή
λαογραφικού υλικού γενικότερου ενδιαφέροντος.
Ποιήματα και μελέτες της
έχουν δημοσιευθεί σε πολλά ποντιακά έντυπα της Θεσσαλονίκης και της Κοζάνης.
Είναι παντρεμένη με το γεωπόνο Χαράλαμπο Κωτίδη και έχει δύο παιδιά, τη Γωγώ,
πρώην πρόεδρο του Τεχνικού Επιμελητηρίου Κεντρικής Μακεδονίας, εντεταλμένη
σύμβουλο του Ολυμπιακού Χωριού της Αθήνας και υποψήφια βουλευτή του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
στις εκλογές του 2000 στην Α’ Θεσσαλονίκης, και τον πολιτικό μηχανικό Κώστα
Κωτίδη, ο οποίος ζει και διαπρέπει στην Αγγλία.
Κυρία Τσακμακίδου, πως αποφασίσατε να γράψετε ένα βιβλίο για τις
γυναίκες της Σάντας;
Το βασικό μου
κίνητρο ήταν η αγάπη μου για τις γυναίκες αυτές. Μέσα από τις διηγήσεις τους
είχα βιώσει και εγώ την προσφυγιά τους και τις δυσκολίες της ζωής τους στην
Ελλάδα. Τις θυμάμαι, μεγάλες γυναίκες, να κουβαλούν πουρνάρια με το «σιαλιάκ'».
Έβλεπες δύο πόδια να περπατάνε κι από πάνω ένα τεράστιο βουνό από πουρνάρια. Άκουγα
από τη μάνα μου τα τραγούδια της ξενιτιάς, με τα οποία τραγουδούσαν τον πόνο τους
και μάτωνε η ψυχή μου. Και κάθε φορά που
πήγαινα στο χωριό και δεν έβρισκα κάποια από τις γερόντισσες των παιδικών μου
χρόνων ένιωθα ότι η γενιά εκείνη έφευγε οριστικά. Έτσι
αποφάσισα να γράψω κάτι γι αυτές τις γυναίκες. Αλλά και κάτι ακόμη. Μ' έπιασε
το "φεμινιστικό" μου γιατί έβλεπα ότι δεν έχει γραφεί σχεδόν τίποτε
για την πόντια γυναίκα και τη συμβολή της στη διαμόρφωση της ποντιακής
κοινωνίας και
ιστορίας.
Ωστόσο,
γνωρίζουμε ότι -τουλάχιστον στη Σάντα- η γυναίκα ήταν αυτή που διαμόρφωσε
αυτό το φρόνημα, για το οποίο σήμερα είμαστε περήφανοι. Μην ξεχνάμε ότι αυτά
τα παλικάρια, για τα οποία σήμερα καυχόμεθα, τα γέννησαν και τα ανέθρεψαν γυναίκες,
οι γυναίκες της Σάντας, διότι οι πατεράδες τους ήταν όλοι στην ξενιτιά.
Μου πήρε χρόνια, ακριβώς γιατί
δεν ξεκίνησα να γράψω βιβλίο. Στην αρχή δημοσίευσα μερικές αναμνήσεις των
παιδικών μου χρόνων στο Ποντιακό Βήμα της Ευξείνου Λέσχης Κοζάνης. Είδα λοιπόν
ότι βρήκαν αναπάντεχη ανταπόκριση. Με έπαιρναν στο τηλέφωνο -κυρίως γυναίκες-
και μου έδιναν συγχαρητήρια. Περισσότερο απ’ όλα τους άρεσαν τα τραγούδια της
ξενιτιάς. Συνέχισα λοιπόν για τρία-τέσσερα χρόνια, ώσπου αποφάσισα να συγκεντρώσω
όλο αυτό το υλικό σε ένα βιβλίο.
Το βιβλίο περιέχει πολλές επώνυμες αναφορές σε γυναίκες της Σαντάς,
όπως επίσης και πολλές φωτογραφίες. Πόσο δύσκολο ήταν να συγκεντρώσετε
όλο αυτό το υλικό;
Νομίζω ότι το δυσκολότερο μέρος
ήταν η συγκέντρωση των φωτογραφιών. Τα υπόλοιπα τα είχα λίγο-πολύ
καταγεγραμμένα ή μπορούσα να ανατρέξω σε πηγές, όπως το βιβλίο του Γεροστάθη ή
εκείνο του Νυμφοπουλου. Τις φωτογραφίες όμως έπρεπε να τις συγκεντρώσω μία
προς μία. Δεν θα ήταν υπερβολή αν σας έλεγα ότι για κάθε μία φωτογραφία που
δημοσιεύω στο βιβλίο μου, χρειάστηκε να τηλεφωνήσω μέχρι και δέκα φορές, ενώ
για να τις συγκεντρώσω ανέβηκα στο χωριό πάνω από είκοσι φορές.
Στην αρχή οι συγχωριανοί μας είχαν μια
δυσπιστία. Ίσως και να μην είχαν αντιληφθεί τι ήθελα να κάνω... Μόνο ορισμένες
γυναίκες έδειξαν ενδιαφέρον, όπως η Ξανθίππη Πιστοφίδου, η οποία ζει στο κέντρο
του χωριού και ανέλαβε να συγκεντρώσει τις φωτογραφίες, η Υβόννη Κουρτίδου και
η Βικτωρία η Σαββίδου. Η Ξανθίππη, με την οποία ήμασταν και συμμαθήτριες,
ανέλαβε να κινητοποιήσει τους πάντες. Με βοήθησε πολύ και την ευχαριστώ
ιδιαίτερα γι αυτό.
Ποιά ήταν η απήχηση του βιβλίου σας στους σημερινούς κατοίκους της
Νέας Σάντας;
Μπορώ να πω ότι την αρχική τους
επιφυλακτικότητα διαδέχθηκε η ικανοποίηση, ο ενθουσιασμός. Δέχτηκα πολλά
συγχαρητήρια από συγχωριανούς μας που βρήκαν στις σελίδες του βιβλίου μου
δικούς τους ανθρώπους. Και φυσικά θα ήταν παράλειψή μου να μη σημειώσω την
πολύ ωραία εκδήλωση που οργάνωσε
ο Σύλλογος Γυναικών Νέας Σάντας με την ευκαιρία της ημέρας της γυναίκας, και στην οποία
με κάλεσαν να μιλήσω για τις γυναίκες της Σάντας.
Σαντά του Πόντου (Ακόμα αέτ'ς κουβαλούν τα χορτάρια) Αρχείο Θεόφιλου Τεμερτσόγλου |
Οι γυναίκας της Σάντας ζούσαν
μια ζωή βασανισμένη. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην πραγματικότητα η
Σάντα ήταν μια κοινωνία γυναικών, στην οποία το μεγαλύτερο μέρος του έτους
ζούσαν μόνο γέροι, γυναίκες και παιδιά. Η γυναίκα ήταν ο στυλοβάτης του
σπιτιού. Αυτή φρόντιζε για τα ζώα, από τα οποία προερχόταν το μεγαλύτερο μέρος
της διατροφής τους, θέριζε τα χορτάρια και έκοβε τα ξύλα.
Οι άντρες, μπορεί να υπέφεραν
κι αυτοί στην ξενιτιά, αλλά πότε έστελναν, ποτε δεν έστελναν και μερικοί
"ξάϊ πα κι εκλώσκουσαν" και άλλοι αρραβωνιάζονταν ή παντρεύονταν εκεί.
Μερικοί μάλιστα θυμόντουσαν ότι είχαν οικογένεια στα γεράματά
τους και έρχονταν να γηροκομηθούν. Μια πολύ ωραία τέτοια περίπτωση περιγράφει
ο Σίμος Λιανίδης στο βιβλίο του «Σα κρύα του λουτρού», όπου η ηρωίδα, η
«Κοσμανάβα» τα βάζει διαρκώς με τον άντρα της γιατί θυμάται τη μοναξιά της νεανικής
της ζωής και το ότι τη θυμήθηκε στα γεράματα. Όπως καταλαβαίνετε, οι γυναίκες
αυτές δεν πρέπει να είχαν και πολύ καλές αναμνήσεις από τη ζωή τους. Από την
άλλη, όμως είχαν μία σπάνια καρτερικότητα. Ίσως ο τρόπος της ζωής τους ήταν
αυτός που τους έδωσε αυτή τη δύναμη. Είχαν έφεση στην ποίηση, έγραφαν πολύ
ωραία τραγούδια, που τα έδινε η μοναξιά και ο πόνος της ξενιτιάς. Γιατί θέλει
και ο πόνος το τραγούδι του....
Αν σας ζητούσαμε να μας αναφέρετε μερικές περιπτώσεις γυναικών από
τη παλαιό φρουρά του χωριού, που έμειναν ανεξίτηλες στη μνήμη σας, ποιες θα
μας κατονομάζατε;
Πρώτη και καλύτερη ήταν η «Βατικίνα», η πεθερά της αδερφής μου, την οποία
νομίζω ότι θυμάται όλο το χωριό, γιατί ήταν λίγο «νευρική» -όπως λέτε τώρα
εσείς «τα ‘παίρνε γρήγορα στο κρανίο»- και φοβόντουσαν να της αντιμιλήσουν.
Ήταν όμως καλή και δίκαιη γυναίκα. Κάθε Κυριακή φορούσε πάνω απ’ τα καλά της
τη «φοτάν», που έφερε από την πατρίδα και πήγαινε με αυτήν στην εκκλησία. Μάλιστα,
όταν πέθανε την θάψανε με αυτή τη «φοτάν».
Καλλιόπη Χατζηαθανασιάδου (τη Χατζηθανάσ' η Κάλη). Γεννήθηκε στο Πιστοφάντων Σαντάς το 1887. Φωτογραφία στη Νέα Σάντα Κιλκίς με τη Σανταία Τέλλα |
Μία άλλη ήταν η θεία μου η «Κάλη τη Χατσηθανάσ ». Ήσυχη
γυναίκα, καλός άνθρωπος, που τη θυμάμαι γιατί όταν «ωβάευα» μου έδινε πάντα
εκτός απ' το «κερκέλ’» και ένα αβγό. Ύστερα η νονά μου, η «Νάζη τ’
Ασλάν’», η
μητέρα του Μίκου του Ασλανίδη. Ολο το χωριό ξέρει πόσο καλή γυναίκα ήτανε και
πόσο καλλιτεχνικές τάσεις είχε. Στόλιζε το σπίτι της με το τίποτε. Έπαιρνε
χρωματιστά χαρτιά γλασέ, τα έκοβε σε διάφορα σχέδια και τα κολλούσε στον τοίχο,
δημιουργώντας ένα πολύ ωραίο αποτέλεσμα. Μαθαίνω μάλιστα ότι και η εγγονή της
έχει τέτοιες καλλιτεχνικές τάσεις. Πήγα στο σπίτι της, το είδα και θυμήθηκα τη
νονά μου.
Μια άλλη γιαγιά που θυμάμαι με αγάπη ήταν «τη Τσιαχούρ’ Ελένε», η
μητέρα του Τιμολέοντα. Γλυκιά, ήσυχη, πολύ καλή. Επίσης «τη Γιοσήφ’ Ελέγκω» κι
η «Στουλαράβα» που
«εκάθουτον ση Κότογλη». Από τις κάπως νεότερες θυμάμαι τη «Χαρτοματσάβα» και
την «Εβλιάβα», που
ήταν γυναίκες της Εκκλησίας και άμα μιλούσαμε κατά τη διάρκεια της λειτουργίας,
μας τραβούσαν τα μαλλιά!
Πόπη Τσακμακίδου- Κωτίδου |
Οι θετικές αλλαγές νομίζω ότι είναι πασιφανείς. Σπίτια ωραία,
καθαρά, κυρίες χτενισμένες στο κομμωτήριο...Εδώ και μια δεκαετία αγοράζουν
γάλα, γιατί δεν έχουμε αγελάδες. Η Νέα Σάντα
Η Νέα Σάντα είναι πλέον ένα αστικός οικισμός κι αυτό είναι
βέβαια κάτι θετικό. Επίσης συμπεθεριάσαμε και με «ξενοχωρίτας». Τότε το χωριό
ήταν αυστηρά ενδογαμικό. Σπάνια παίρναμε νύφη από άλλο χωριό, ενώ και οι
κοπέλες επίσης δεν πήγαιναν σε ξένα χωριά, εκτός αν επρόκειτο για κανένα καλό
τυχερό στη Θεσσαλονίκη.
Οι πρώτοι με τους οποίους
συμπεθεριάσαμε ήταν τα προσφυγικά χωριά, όπως η Καμπάνη. Αφήνω στην άκρη τον
Αγιο Παντελεήμονα γιατί τότε δεν τον θεωρούσαμε άλλο χωριό, αλλά Νέα Σάντα.
Γράφω ένα βιβλίο για τη Νέα
Σάντα. Δεν έχω βρει ακόμη τον ακριβή τίτλο, αλλά θα είναι ένα βιβλίο που θα
ξεκινά από τη Σάντα του Πόντου, θα εστιάζεται στην εγκατάσταση των κατοίκων
της στην Ελλάδα και στην ίδρυση της Νέας Σάντας και θα φθάνει μέχρι το σήμερα.
Βέβαια για το σήμερα δεν είμαι
και πολύ σίγουρη. Δεν ξέρω καλά τα νέα παιδιά, δεν ξέρω πόσους επιστήμονες
αναδείξαμε τα τελευταία χρόνια, πόσες καφετέριες έχουμε ή πόσα σούπερ μάρκετ.
Νομίζω όμως ότι έχω περισώσει τα περισσότερα από τα παλιά. Τα μπακάλικα και τα
θέατρα, τα «χορόντας» και «τη λυριτσήδες», τα «πεγάδια» και τα καφενεία, τα
κορίτσια και τους έρωτες τους, τα μικρά «κουτσομπολιά» της καθημερινής μας
ζωής. Τα περιέσωσα και είμαι χαρούμενη για αυτό.
Πηγή : "ΤΑ ΝΕΑ" της Νέας Σάντας
Συντακτική επιτροπή
1. Δημήτρης Πιπερίδης
2. Εύη Σοφιανού
3. Ηλέκτρα Κουρτίδου
Γενάρης- Φλεβάρης 2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου