Ας δούμε τι έγινε με τους αντάρτες.
*Να τι μας λένε: Μόλις στις 6 του Σεπτέμβρη φάνηκε ο τούρκικος στρατός, oι οπλαρχηγοί και οι αντάρτες συγκέντρωσαν τις οικογένειας τους και χώθηκαν στα δάση του Κρέν, απ’ όπου κατέφθασαν στην Μάγαρα (Μεγάλη Σπηλιά) του Χαρατσάντων και ταμπουρώθηκαν εκεί. Ήσαν το όλο 300 γυναικόπαιδα και 100 αντάρτες. Κατά την νύχτα της 6 του Σεπτέμβρη και κατά τις επόμενες δύο νύχτες οι αντάρτες συγκέντρωσαν στην Μάγαρα άφθονα τρόφιμα, διάφορα σφάγια και μαγειρικά σκεύη και έτσι μέχρι της 10 του Σεπτέμβρη παρασκεύαζαν στην Μάγαρα το συσσίτιο του δυστυχισμένου αυτού πλήθους των 400 ψυχών. Τα γυναικόπαιδα αυτά με τον όγκο τους εμπόδιζαν τις κινήσεις των ανταρτών, μα δεν ήταν δυνατόν οι αντάρτες να επιτρέψουν να αιχμαλωτισθούν οι οικογένειές τους από τους απαίσιους Τούρκους και προτίμησαν να συναποθάνουν μ' αυτές.
Την νύχτα της 9 του Σεπτέμβρη ο αρχηγός Ευκλείδης Κουρτίδης με λίγα παλληκάρια κατέβηκε στο χωριό δώδεκα Αλάτια, συγκέντρωσε τους κατοίκους, τους μίλησε για την κατάσταση και τους συμβούλεψε να φύγουν για να μην περάσουν από το μαχαίρι του δήμιου. Οι κάτοικοι εκείνη τη νύχτα έκαναν όλες τις προετοιμασίες της φυγής και την ίδια νύχτα έκρυψαν τα έπιπλα τους στα κοντινά δάση, έσφαξαν όλες τις κότες του χωριού για να τις ψήσουν και να τις έχουν προσφάγι στο δρόμο, πήραν και τις αγελάδες τους και χώθηκαν στο αντικρινό δάσος του Χαρατσάντων με σκοπό να συναντήσουν τους αντάρτες που βρισκόταν με τα γυναικόπαιδα στην Μάγαρα και πράγματι τους συνάντησαν.
Το πρωί της κρίσιμης μέρας 10 του Σεπτέμβρη 1921 ο Σουλεϊμάν Κάλφας με τους βασιβοζούκους του ανέβαινε απ’ το Κοπαλάντων και όταν έφτασε στο Κανναβούρ των Δώδεκα Αλατιών έπαιξε την σάλπιγγα για να δώσει το σύνθημα στον στρατό που συγκεντρώθηκε στο Ουζούν σιρτι για καταδίωξη των ανταρτών. Ο σκοπός του στρατού ήταν να περισφίξει με την βοήθεια του Κάλφα και των άλλων τσετέδων τους αντάρτες μέσα στο στενό χώρο για να τους αναγκάσει να παραδοθούν. Την ίδια μέρα το πυροβολικό του τούρκικου στρατού στημένο στο Κοιλαδί Ρακάν βομβάρδιζε τους αντάρτες σ' Άσπρα τα καπάνια, μα δεν μπόρεσε να τους προξενήσει φθορά γιατί ήσαν ταμπουρωμένοι με τα γυναικόπαιδα στη Μάγαρα. Το μπουλούκι του Κάλφα και πολλοί Τούρκοι τσέτες από τα γύρω χωριά πήραν τον ανήφορο του Χαρατσάντων, ένα τμήμα του στρατού πήρε τον κατήφορο του Ουζούν σιρτι, και έτσι οι αντάρτες με τα γυναικόπαιδα βρέθηκαν περικυκλωμένοι σε στενό κλοιό γύρω από την Μάγαρα.
Μόλις είδαν οι αρχηγοί Ευκλείδης Κουρτίδης και Δημήτριος Τσιρίπ πως περικυκλώθηκαν από τους Τούρκους έδωσαν διαταγή στα παλληκάρια να ετοιμαστούν για την τελευταία άμυνα, συγχρόνως όμως διέταξαν να μην βγουν από τη Μάγαρα τα γυναικόπαιδα, τα οποία με κλάματα ζητούσαν την προστασία των ανταρτών. Στιγμή τρομερή! Την μέρα αυτή την χαρακτήρισαν σαν την πιο κρίσιμη μέρα της ζωής τους όλοι οι οπλαρχηγοί.
Οι Τούρκοι κατέφθασαν από παντού στην επίπεδη τοποθεσία Ομάλ, απ’ όπου αντίκρυσαν την Μάγαρα και τους αντάρτες. Οι αντάρτες βρεθήκανε τότε σε πολύ δύσκολη θέση. Η τοποθεσία Ομάλ που απλωνόταν μπροστά στη Μάγαρα ήταν πολύ ακατάλληλη για άμυνα, γιατί σαν επίπεδη που ήταν δεν είχε φυσικά προκαλύμματα εκτός από λίγους θάμνους. Τότε οι αντάρτες άρχισαν με τις κάμες τους (δίστομα σπαθιά) να σκαλίζουν το χώμα ώστε ν' ανοίξουν λάκκους με βάθος λίγων δεκάδων πόντων και να ταμπουρωθούν εκεί προσωρινά. Οι αρχηγοί θέλοντας να κρατήσουν οπωσδήποτε τον κύριο όγκο του στρατού σε μακρινή απόσταση από τη Μάγαρα έστειλαν προς τα πάνω τους αδελφούς Πολίταν και Αλ. Τσουμπάν και τον Γιάννη Κουρτίδη με τη διαταγή να ταμπουρωθούν πίσω απ’ τον ενδιάμεσο βράχο που λεγόταν τη Μερτσιάν το λιθάρ και να ρίξουν από κει κατά του στρατού. Εκεί πέτυχαν πράγματι ν’ αναχαιτίσουν την προέλαση του πυρήνα του στρατού, οι τρεις αντάρτες, μα διέφυγαν τα ακραία τμήματα του στρατού προς τον κατήφορο και ενώθηκαν με τους τσέτες του Κάλφα.
Στο μεταξύ ταμπουρώθηκαν λίγοι αντάρτες παρακάτω από τη Μάγαρα σο σταυρωτόν το λιθάρ και μερικοί στους κορμούς των λίγων ελάτων που βρίσκονταν εκεί και περίμεναν την έναρξη της μάχης. Το απόγευμα της ίδιας μέρας οι Τούρκοι σήμαναν με τις σάλπιγγες επίθεση και άρχισαν πρώτοι το τουφεκίδι πίσω από τη θέση Ομάλ. Στους πυροβολισμούς των Τούρκων απάντησαν oι αντάρτες και για πολλές ώρες αντηχούσαν οι χαράδρες και οι βράχοι της Σαντάς από τους πυροβολισμούς . Οι Τούρκοι έριξαν και προς την Μάγαρα, μα δεν μπόρεσαν να προξενήσουν κακό στα γυναικόπαιδα που ήσαν καλά ταμπουρωμένα εκεί. Οι οπλαρχηγοί για να εκφοβίσουν τους Τούρκους είχαν πει από την αρχή στα παλληκάρια ν’ απαντήσουν σε κάθε ερώτηση τους με δεκαπλάσιο αριθμό. Π.χ. ρωτούσαν φωναχτά τους φρουρούς: Γιάννη, Γιώργο... πόσοι είστε αυτού πέρα; Οι φρουροί αν ήσαν 2 απαντούσαν πως είναι 20, αν ήσαν τρεις απαντούσαν 30, κ.ο.κ.
Μερικοί απ’ τους Τούρκους τσέτες που ήξεραν ελληνικά διαβίβαζαν τις ομιλίες αυτές στους άλλους Τούρκους, οι οποίοι άρχισαν να αμφιβάλουν για την αίσια έκβαση της μάχης. Τότε ο επικεφαλής του στρατού αξιωματικός φώναξε: «Ελάτε Σανταίοι παραδοθείτε μόνοι σας και μη φοβάστε. Εγγυώμαι για τη ζωή σας. Μην κάνετε αντίσταση. Είναι μάταια όλα. Είστε περικυκλωμένοι από παντού.» Τότε ο αρχηγός Δημήτριος Τσιρίπ πετάχτηκε από τη θέση του και ξεστόμισε ακατανόμαστες βρισιές εναντίον των Τούρκων, τον βρήκε όμως μια σφαίρα στο κεφάλι και τον σκότωσε*.
Ο Ευκλείδης τότε μόλις είδε πως σκοτώθηκε ο συναρχηγός του, μεταχειρίστηκε το παρακάτω τέχνασμα: Δέκα παλικάρια είχαν πιστόλια των 10 φυσιγγίων τα πιστόλια αυτά ήσαν αυτόματα και όταν πυροβολούσε κανείς με αυτά, έδινε την εντύπωση πολυβόλου. Διέταξε λοιπόν, στα παληκάρια να ρίξουν με τα πιστόλια ο ένας μετά τον άλλο, για να προκαλέσει στους Τούρκους την εντύπωση που ήθελε. Μόλις βρόντησαν τα πιστόλια, οι Τούρκοι τα πήραν γα πολυβόλα και τάχασαν. Πάνω στη σαστιμάρα τους ακούστηκε κι ο τρομερός βρόντος δύο χειροβομβίδων αντάρτικης κατασκευής , όλα αυτά κλόνισαν το ηθικό των Τούρκων. Τότε ακούστηκε να λέει ο αξιωματικός: «Εδώ παιδιά διεξάγομε μάχη με 5.000 αντάρτες. Δεν είναι αστεία!»
Από τους Τούρκους τραυματίσθηκαν και σκοτώθηκαν αρκετοί, ο αριθμός των οποίων δεν μπόρεσε να εξακριβωθεί. Ένας τραυματίας Τούρκος φώναξε: «Οϊ ανάμ βουρουλτούμ= Αλίμονο μάνα μου χτυπήθηκα» Ο Γεώργος Καλαϊδόπουλος σφόδρα αγανακτισμένος του εκτόξευσε την χειρότερη βρισιά που μπορούσε να γίνει.
Μεσ’ στη μάχη πιάστηκε αιχμάλωτο, ένα τουρκόπαιδο 17 χρόνο και οι αρχηγοί τον εμπιστεύτηκαν στον Συμεών Καλαϊδόπουλο να το φρουρήσει μέχρι νεωτέρης διαταγής, μα ο Συμεών δεν το πρόσεξε και το τουρκόπαιδο διέφυγε από τα χέρια του.
Στην κρίσιμη αυτή στιγμή της μάχης βρέθηκε ο οπλαρχηγός Δαμιανός Τσιρίπ με 8 παλικάρια στην τοποθεσία Τσιαμούρια πέραν του ποταμού Γιάμπολη. Η μεγάλη απόσταση τον εμπόδισε να επέμβει τότε και οι Τούρκοι βρήκαν καιρό να οργιάσουν. Λεγόταν και ήταν βέβαιο ότι αν του έκοβε του Δαμιανού να ρίξει λίγους πυροβολισμούς από την αντίπερα όχθη του ποταμού θα άλλαζε η κατάσταση σε βάρος των Τούρκων. Αργότερα δικαιολογήθηκαν οι 8 πως τα Τσιαμούρια δεν είχαν πυκνά δάση και πέτρες για να ταμπουρωθούν εκεί και έτσι σαν ακάλυπτοι που ήσαν φοβήθηκαν να μην βρεθούν εκτεθειμένοι στα πυρά του τούρκικου στρατού και εξοντωθούν άδικα.
Από τη στιγμή που ο αξιωματικός είπε πως διεξάγει ο στρατός μάχη με 5.000 αντάρτες, άρχισε να πέφτει βροχή, που στην συνέχεια δυνάμωσε πολύ..λες και έγινε κατακλυσμός και τότε οι Τούρκοι σταμάτησαν το πυρ και απομακρύνθηκαν. Η βροχή αυτή έσωσε τον αγώνα των ανταρτών, γιατί αν συνέχιζε η μάχη μέχρι το βράδυ υπήρχε κίνδυνος να κάμπτονταν οι αντάρτες μπροστά στην κολοσσιαία δύναμη των Τούρκων.
Κατά το βράδυ της απαίσιας αυτής μέρας ειδοποίησαν οι αντάρτες τα γυναικόπαιδα να φύγουν και να κρυφθούν στο δάσος Πογιαχανέ, γιατί εκεί θα μπορούσαν να τα προστατέψουν καλύτερα. Πραγματικά τα περισσότερα γυναικόπαιδα χώθηκαν στο δάσος, οι δε Τούρκοι τότε πήραν την κατεύθυνση προς την μεγάλη σπηλιά (Μάγαρα). Στη σπηλιά αυτή πήρε ο τούρκικος στρατός όλα τα καζάνια και όλα τα είδη της παρασκευής του συσσιτίου και τα μετέφερε στο Ουζούν σιρτι. Στο μεταξύ οι αξιωματικοί τοποθέτησαν φρουρούς σε κάθε μονοπάτι και με την βοήθεια των Τούρκων τσετέδων απέκλεισαν την τοποθεσία όπου δόθηκε η μάχη, είχαν σκοπό να επανέλθουν την επαύριο και να επιδιώξουν την αιχμαλωσία και την εξόντωση των γυναικόπαιδων, που τυχόν θα παρέμεναν στον τόπο της χθεσινής μάχης, μα ευτυχώς τα γυναικόπαιδα εκείνη τη νύχτα έκαναν φτερά.
Εκείνο το βράδυ λιγοψύχησαν δύο άνδρες και 5-10 δειλές γυναίκες που είχανε μωρά βυζανιάρικα. Αυτοί από την υποψία τους μήπως τα μωρά με τους κλαυθμυρισμούς τους προδώσουν την παρουσία τους, σκοτώσανε κάνα δυο, και τ' άλλα παραδώσανε σε δύο αντάρτες, τον Ι.Κ. και τον Γ.Κ. και τους παρακάλεσαν να τα σκοτώσουν. Οι αντάρτες αυτοί χωρίς να το πολυσκεφτούν και χωρίς να ρωτήσουν τον αρχηγό Ευκλείδη σκότωσαν τα παιδιά. Έτσι συντελέστηκε το φοβερό δράμα της σφαγής των 8 βρεφών των οποίων τα πτώματα έμειναν εκτεθειμένα στο τόπο της μάχης.. Αυτή την τελείως αδικαιολόγητη θυσία, που δεν διαφέρει καθόλου από την θυσία του Ζαλόγγου, ήταν πεπρωμένο να την υποστεί και η πονεμένη μάνα μας, η Σαντά! Την υποψία αυτή των γυναικών μας την λέει πολύ παραστατικά ο ποιητής Δ. Ηλιόπουλος με το εξής δίστιχο:
Γιατί υποψιάστανε να μη 'ίνταν αιτία
και χάται όλεν το μιλλέτ εφτά οχτώ παιδία.
Την λιγοψυχία αυτή των γυναικών στην επικίνδυνη εκείνη στιγμή κάθε άλλος ιστοριογράφος θα την χαρακτήριζε σαν παραφροσύνη, εγώ όμως επιεικώς φερόμενος θα την χαρακτηρίσω σαν παραλήρημα. Πως είναι δυνατόν να μην χαρακτηριστεί αυτή σαν παραφροσύνη αφού πλην των μητέρων των 8 βρεφών παρουσιάστηκαν και άλλες 8 μητέρες που παρακαλούσαν τους δύο αντάρτες να σφάξουν τα βρέφη τους;
Οι αντάρτες απέρριψαν τότε την παράκλησή τους γιατί στο μεταξύ τους βάραινε η συνείδηση για την σφαγή των 8 βρεφών και έτσι σώθηκαν αρκετά παιδιά.. Μία από τις πολλές γυναίκες ήταν και η Κερέκη σύζυγος του Ισαάκ Τσουμπάν, που παρακαλούσε τους αντάρτες με δάκρυα να σφάξουν και το δικό της παιδί, μα οι αντάρτες δεν δέχθηκαν.
Η υποψία των λίγων αυτών γυναικών μας ήταν αστήρικτη, γιατί οι Τούρκοι δεν επρόκειτο να περιμένουν κλάμματα για ν' αρχίσουν σφαγές και καταστροφές. Οι Τούρκοι θα έκαναν τις σφαγές όταν θα έκριναν κατάλληλη την περίσταση, χωρίς όμως θυσίες εκ μέρους τους. Το μόνο που μπορούσε να συγκρατήσει τους Τούρκους, όπως και τους συγκράτησε, ήταν η σκέψη πως θα διατρέχανε άμεσο κίνδυνο αν τολμούσαν να διεισδύσουν στα δάση για την καταδίωξη των γυναικόπαιδων, γιατί σε τέτοια περίπτωση αυτοί μεν θα έμεναν ακάλυπτοι, οι δε συνοδοί των γυναικόπαιδων αντάρτες θα τους έριχναν εκ του ασφαλούς. Γι αυτό το λόγο οι Τούρκοι 3 ολόκληρα χρόνια δεν τόλμησαν να εισβάλουν στα δάση της Σαντάς για την καταδίωξη των ανταρτών.
Εκείνη τη νύχτα ο οπλαρχηγός Δαμιανός Τσιρίπ που δεν παρευρέθηκε στη μάχη περισυνέλεξε από άλλα δάση όσα γυναικόπαιδα των ανταρτών βρήκε και τα κατέβασε στην Όλασα. Τα γυναικόπαιδα αυτά την άλλη μέρα με πολλές προφυλάξεις κατέβηκαν στην Τραπεζούντα και κρύφτηκαν σε μερικά ελληνικά σπίτια της Δαφνούντας. Ο οπλαρχηγός αυτός αποδοκίμασε τη σφαγή των 8 βρεφών και είχε τη γνώμη πως ήταν ακατανόητη η θυσία αυτή.
Οι οπλαρχηγοί μόλις βράδιασε κάλεσαν όλα τα παλικάρια σε συμβούλιο και εξέθεσαν τον τρομερό κίνδυνο του αποκλεισμού τους από τους Τούρκους. Για μια στιγμή σκέφτηκαν οι οπλαρχηγοί μήπως δεν μπορούν να διαφύγουν την αιχμαλωσία τα γυναικόπαιδα, εκείνα που κατέφυγαν στο δάσος Παγιαχανέ και η υποψία τους έκανε έξαλλους. Αλίμονο αν έκαναν απόπειρα οι Τούρκοι να αιχμαλωτίσουν τα γυναικόπαιδα!
Σε κείνες τις φοβερές στιγμές πολλές γυναίκες, οι οποίες χρόνια μετά μιλούσαν με δέος για εκείνη την στιγμή, διέγνωσαν στη φυσιογνωμία των ανταρτών την σκέψη να πεθάνουν μέχρι ενός για να μην παραδώσουν τα γυναικόπαιδα στους Τούρκους και να σώσουν την τιμή της Σαντάς.
Μια τέτοια απόφαση των ανταρτών θα στοίχιζε εκτός από την εξαφάνιση των 300 γυναικόπαιδων και πολλές εκατοντάδες θύματα στον τούρκικο στρατό και στους Τούρκους τσέτες. Ευτυχώς δεν έφτασαν εκεί τα πράγματα., γιατί οι Τούρκοι έκριναν ορθά την κατάσταση και δεν έσπρωξαν περισσότερο το ζήτημα. Πάνω στον νευρικό αυτό κλονισμό των ανταρτών τους ήρθε η είδηση ότι οι 3 οπλισμένοι Αρμένιοι που τους έκαναν τον φίλο, μόλις νύχτωσε δραπέτευσαν. Εκείνη τη νύχτα λίγοι αντάρτες κατά τα μεσάνυχτα πήραν αρκετά γυναικόπαιδα, διέσχισαν τον αποκλεισμό και διέφυγαν κατά τον ποταμό Πυξίτη στα δάση της Παναγίας Σουμελά, τα υπόλοιπα γυναικόπαιδα με αρκετούς αντάρτες έμειναν στο αδιαπέραστο δάσος του Πογιαχανέ για ένα περίπου μήνα, αλλά κατέβηκαν αρκετά χαμηλά στη θέση Σέλια για ν' αποφύγουν την καταδίωξη του τούρκικου στρατού. Την ίδια νύχτα οι οπλαρχηγοί Κσυρτιδαίοι και Τσουμπανάντ με λίγους άλλους πήραν τις οικογένειες τους και στράφηκαν προς τον κατήφορο κατά τα Άσπρα τα καπάνια. με την απόφαση να δώσουν την επαύριο την τελευταία μάχη με τους Τούρκους και να πεθάνουν εκεί. Δεν δόθηκε όμως άλλη μάχη και την επόμενη νύχτα διέφυγαν κι αυτοί κατά τον Πυξίτη ποταμό.
Οι Τούρκοι, μόλις ξημέρωσει η 11 Σεπτέμβρη κατέβηκαν από το Ουζούν σιρτι και πλησίασαν στην μεγάλη σπηλιά. Εκεί είδαν τα πτώματα των 8 βρεφών και ειδοποίησαν τον διοικητή του στρατού, στον οποίο έκαμε φοβερή εντύπωση η σφαγή των παιδιών και διέταξε την απομάκρυνση του στρατού λέγοντας: "Αφού οι άνθρωποι αυτοί σφάζουν τα παιδιά τους, αυτό σημαίνει ότι βρίσκονται σε μεγάλη απόγνωση. Ας τους αφήσουμε να φύγουν γιατί τέτοιοι άνθρωποι δεν παραδίνονται".
Την ίδια μέρα ο στρατός έφυγε στο Ισχανάντων και ύστερα από λίγες μέρες άφησε την Σαντά , αφού αποτελείωσε το μακάβριο έργο του!! Τα γυναικόπαιδα που κατέφυγαν στα Σέλια είχαν την ηθική και υλική υποστήριξη του Αλή Ουζούν Χαλήλ Ογλού κατοίκου του χωριού Ισχάν(φίλος των ανταρτών) και επιπλέον συνοδεύονταν από μερικούς αντάρτες για κάθε ενδεχόμενο. Τέλος τα πήρε και αυτά κατά τα μέσα του Οκτώβρη ο Δαμιανός Τσιρίπ και κατέβασε στην Όλασα και Τραπεζούντα.
Μιλτιάδης Κ. Νυμφόπουλος
Εκπαιδευτικός
Ιστοριογράφος της Σαντάς
*Στηριζόμαστε στις αφηγήσεις των ανταρτών Πολίτα Τσουμπάνου, Αλέξη Τσουμπάνου, Χαράλαμπου Λαζαρίδη, Γιάννη Σωτηροπούλου, Λαμπρίκα Σιαμανίδη και πολλών άλλων που πήραν μέρος στις μάχες με τους Τούρκους.
*Άποψη του Μιλτιάδη Νυμφόπουλου ο θάνατος του Δημήτρη Τσιρίπ.
Σ.Σ. Θεωρώ πολύ περίεργο το θάνατο του Δ. Τσιρίπ.
*Να τι μας λένε: Μόλις στις 6 του Σεπτέμβρη φάνηκε ο τούρκικος στρατός, oι οπλαρχηγοί και οι αντάρτες συγκέντρωσαν τις οικογένειας τους και χώθηκαν στα δάση του Κρέν, απ’ όπου κατέφθασαν στην Μάγαρα (Μεγάλη Σπηλιά) του Χαρατσάντων και ταμπουρώθηκαν εκεί. Ήσαν το όλο 300 γυναικόπαιδα και 100 αντάρτες. Κατά την νύχτα της 6 του Σεπτέμβρη και κατά τις επόμενες δύο νύχτες οι αντάρτες συγκέντρωσαν στην Μάγαρα άφθονα τρόφιμα, διάφορα σφάγια και μαγειρικά σκεύη και έτσι μέχρι της 10 του Σεπτέμβρη παρασκεύαζαν στην Μάγαρα το συσσίτιο του δυστυχισμένου αυτού πλήθους των 400 ψυχών. Τα γυναικόπαιδα αυτά με τον όγκο τους εμπόδιζαν τις κινήσεις των ανταρτών, μα δεν ήταν δυνατόν οι αντάρτες να επιτρέψουν να αιχμαλωτισθούν οι οικογένειές τους από τους απαίσιους Τούρκους και προτίμησαν να συναποθάνουν μ' αυτές.
Σαντά: περιοχή Φτελένια |
Την νύχτα της 9 του Σεπτέμβρη ο αρχηγός Ευκλείδης Κουρτίδης με λίγα παλληκάρια κατέβηκε στο χωριό δώδεκα Αλάτια, συγκέντρωσε τους κατοίκους, τους μίλησε για την κατάσταση και τους συμβούλεψε να φύγουν για να μην περάσουν από το μαχαίρι του δήμιου. Οι κάτοικοι εκείνη τη νύχτα έκαναν όλες τις προετοιμασίες της φυγής και την ίδια νύχτα έκρυψαν τα έπιπλα τους στα κοντινά δάση, έσφαξαν όλες τις κότες του χωριού για να τις ψήσουν και να τις έχουν προσφάγι στο δρόμο, πήραν και τις αγελάδες τους και χώθηκαν στο αντικρινό δάσος του Χαρατσάντων με σκοπό να συναντήσουν τους αντάρτες που βρισκόταν με τα γυναικόπαιδα στην Μάγαρα και πράγματι τους συνάντησαν.
Το πρωί της κρίσιμης μέρας 10 του Σεπτέμβρη 1921 ο Σουλεϊμάν Κάλφας με τους βασιβοζούκους του ανέβαινε απ’ το Κοπαλάντων και όταν έφτασε στο Κανναβούρ των Δώδεκα Αλατιών έπαιξε την σάλπιγγα για να δώσει το σύνθημα στον στρατό που συγκεντρώθηκε στο Ουζούν σιρτι για καταδίωξη των ανταρτών. Ο σκοπός του στρατού ήταν να περισφίξει με την βοήθεια του Κάλφα και των άλλων τσετέδων τους αντάρτες μέσα στο στενό χώρο για να τους αναγκάσει να παραδοθούν. Την ίδια μέρα το πυροβολικό του τούρκικου στρατού στημένο στο Κοιλαδί Ρακάν βομβάρδιζε τους αντάρτες σ' Άσπρα τα καπάνια, μα δεν μπόρεσε να τους προξενήσει φθορά γιατί ήσαν ταμπουρωμένοι με τα γυναικόπαιδα στη Μάγαρα. Το μπουλούκι του Κάλφα και πολλοί Τούρκοι τσέτες από τα γύρω χωριά πήραν τον ανήφορο του Χαρατσάντων, ένα τμήμα του στρατού πήρε τον κατήφορο του Ουζούν σιρτι, και έτσι οι αντάρτες με τα γυναικόπαιδα βρέθηκαν περικυκλωμένοι σε στενό κλοιό γύρω από την Μάγαρα.
Ευκλείδης Κουρτίδης |
Οι Τούρκοι κατέφθασαν από παντού στην επίπεδη τοποθεσία Ομάλ, απ’ όπου αντίκρυσαν την Μάγαρα και τους αντάρτες. Οι αντάρτες βρεθήκανε τότε σε πολύ δύσκολη θέση. Η τοποθεσία Ομάλ που απλωνόταν μπροστά στη Μάγαρα ήταν πολύ ακατάλληλη για άμυνα, γιατί σαν επίπεδη που ήταν δεν είχε φυσικά προκαλύμματα εκτός από λίγους θάμνους. Τότε οι αντάρτες άρχισαν με τις κάμες τους (δίστομα σπαθιά) να σκαλίζουν το χώμα ώστε ν' ανοίξουν λάκκους με βάθος λίγων δεκάδων πόντων και να ταμπουρωθούν εκεί προσωρινά. Οι αρχηγοί θέλοντας να κρατήσουν οπωσδήποτε τον κύριο όγκο του στρατού σε μακρινή απόσταση από τη Μάγαρα έστειλαν προς τα πάνω τους αδελφούς Πολίταν και Αλ. Τσουμπάν και τον Γιάννη Κουρτίδη με τη διαταγή να ταμπουρωθούν πίσω απ’ τον ενδιάμεσο βράχο που λεγόταν τη Μερτσιάν το λιθάρ και να ρίξουν από κει κατά του στρατού. Εκεί πέτυχαν πράγματι ν’ αναχαιτίσουν την προέλαση του πυρήνα του στρατού, οι τρεις αντάρτες, μα διέφυγαν τα ακραία τμήματα του στρατού προς τον κατήφορο και ενώθηκαν με τους τσέτες του Κάλφα.
Στο μεταξύ ταμπουρώθηκαν λίγοι αντάρτες παρακάτω από τη Μάγαρα σο σταυρωτόν το λιθάρ και μερικοί στους κορμούς των λίγων ελάτων που βρίσκονταν εκεί και περίμεναν την έναρξη της μάχης. Το απόγευμα της ίδιας μέρας οι Τούρκοι σήμαναν με τις σάλπιγγες επίθεση και άρχισαν πρώτοι το τουφεκίδι πίσω από τη θέση Ομάλ. Στους πυροβολισμούς των Τούρκων απάντησαν oι αντάρτες και για πολλές ώρες αντηχούσαν οι χαράδρες και οι βράχοι της Σαντάς από τους πυροβολισμούς . Οι Τούρκοι έριξαν και προς την Μάγαρα, μα δεν μπόρεσαν να προξενήσουν κακό στα γυναικόπαιδα που ήσαν καλά ταμπουρωμένα εκεί. Οι οπλαρχηγοί για να εκφοβίσουν τους Τούρκους είχαν πει από την αρχή στα παλληκάρια ν’ απαντήσουν σε κάθε ερώτηση τους με δεκαπλάσιο αριθμό. Π.χ. ρωτούσαν φωναχτά τους φρουρούς: Γιάννη, Γιώργο... πόσοι είστε αυτού πέρα; Οι φρουροί αν ήσαν 2 απαντούσαν πως είναι 20, αν ήσαν τρεις απαντούσαν 30, κ.ο.κ.
Μερικοί απ’ τους Τούρκους τσέτες που ήξεραν ελληνικά διαβίβαζαν τις ομιλίες αυτές στους άλλους Τούρκους, οι οποίοι άρχισαν να αμφιβάλουν για την αίσια έκβαση της μάχης. Τότε ο επικεφαλής του στρατού αξιωματικός φώναξε: «Ελάτε Σανταίοι παραδοθείτε μόνοι σας και μη φοβάστε. Εγγυώμαι για τη ζωή σας. Μην κάνετε αντίσταση. Είναι μάταια όλα. Είστε περικυκλωμένοι από παντού.» Τότε ο αρχηγός Δημήτριος Τσιρίπ πετάχτηκε από τη θέση του και ξεστόμισε ακατανόμαστες βρισιές εναντίον των Τούρκων, τον βρήκε όμως μια σφαίρα στο κεφάλι και τον σκότωσε*.
Ο Ευκλείδης τότε μόλις είδε πως σκοτώθηκε ο συναρχηγός του, μεταχειρίστηκε το παρακάτω τέχνασμα: Δέκα παλικάρια είχαν πιστόλια των 10 φυσιγγίων τα πιστόλια αυτά ήσαν αυτόματα και όταν πυροβολούσε κανείς με αυτά, έδινε την εντύπωση πολυβόλου. Διέταξε λοιπόν, στα παληκάρια να ρίξουν με τα πιστόλια ο ένας μετά τον άλλο, για να προκαλέσει στους Τούρκους την εντύπωση που ήθελε. Μόλις βρόντησαν τα πιστόλια, οι Τούρκοι τα πήραν γα πολυβόλα και τάχασαν. Πάνω στη σαστιμάρα τους ακούστηκε κι ο τρομερός βρόντος δύο χειροβομβίδων αντάρτικης κατασκευής , όλα αυτά κλόνισαν το ηθικό των Τούρκων. Τότε ακούστηκε να λέει ο αξιωματικός: «Εδώ παιδιά διεξάγομε μάχη με 5.000 αντάρτες. Δεν είναι αστεία!»
Από τους Τούρκους τραυματίσθηκαν και σκοτώθηκαν αρκετοί, ο αριθμός των οποίων δεν μπόρεσε να εξακριβωθεί. Ένας τραυματίας Τούρκος φώναξε: «Οϊ ανάμ βουρουλτούμ= Αλίμονο μάνα μου χτυπήθηκα» Ο Γεώργος Καλαϊδόπουλος σφόδρα αγανακτισμένος του εκτόξευσε την χειρότερη βρισιά που μπορούσε να γίνει.
Μεσ’ στη μάχη πιάστηκε αιχμάλωτο, ένα τουρκόπαιδο 17 χρόνο και οι αρχηγοί τον εμπιστεύτηκαν στον Συμεών Καλαϊδόπουλο να το φρουρήσει μέχρι νεωτέρης διαταγής, μα ο Συμεών δεν το πρόσεξε και το τουρκόπαιδο διέφυγε από τα χέρια του.
Δαμιανόν ο Τσιρίπ'ς |
Από τη στιγμή που ο αξιωματικός είπε πως διεξάγει ο στρατός μάχη με 5.000 αντάρτες, άρχισε να πέφτει βροχή, που στην συνέχεια δυνάμωσε πολύ..λες και έγινε κατακλυσμός και τότε οι Τούρκοι σταμάτησαν το πυρ και απομακρύνθηκαν. Η βροχή αυτή έσωσε τον αγώνα των ανταρτών, γιατί αν συνέχιζε η μάχη μέχρι το βράδυ υπήρχε κίνδυνος να κάμπτονταν οι αντάρτες μπροστά στην κολοσσιαία δύναμη των Τούρκων.
Κατά το βράδυ της απαίσιας αυτής μέρας ειδοποίησαν οι αντάρτες τα γυναικόπαιδα να φύγουν και να κρυφθούν στο δάσος Πογιαχανέ, γιατί εκεί θα μπορούσαν να τα προστατέψουν καλύτερα. Πραγματικά τα περισσότερα γυναικόπαιδα χώθηκαν στο δάσος, οι δε Τούρκοι τότε πήραν την κατεύθυνση προς την μεγάλη σπηλιά (Μάγαρα). Στη σπηλιά αυτή πήρε ο τούρκικος στρατός όλα τα καζάνια και όλα τα είδη της παρασκευής του συσσιτίου και τα μετέφερε στο Ουζούν σιρτι. Στο μεταξύ οι αξιωματικοί τοποθέτησαν φρουρούς σε κάθε μονοπάτι και με την βοήθεια των Τούρκων τσετέδων απέκλεισαν την τοποθεσία όπου δόθηκε η μάχη, είχαν σκοπό να επανέλθουν την επαύριο και να επιδιώξουν την αιχμαλωσία και την εξόντωση των γυναικόπαιδων, που τυχόν θα παρέμεναν στον τόπο της χθεσινής μάχης, μα ευτυχώς τα γυναικόπαιδα εκείνη τη νύχτα έκαναν φτερά.
Εκείνο το βράδυ λιγοψύχησαν δύο άνδρες και 5-10 δειλές γυναίκες που είχανε μωρά βυζανιάρικα. Αυτοί από την υποψία τους μήπως τα μωρά με τους κλαυθμυρισμούς τους προδώσουν την παρουσία τους, σκοτώσανε κάνα δυο, και τ' άλλα παραδώσανε σε δύο αντάρτες, τον Ι.Κ. και τον Γ.Κ. και τους παρακάλεσαν να τα σκοτώσουν. Οι αντάρτες αυτοί χωρίς να το πολυσκεφτούν και χωρίς να ρωτήσουν τον αρχηγό Ευκλείδη σκότωσαν τα παιδιά. Έτσι συντελέστηκε το φοβερό δράμα της σφαγής των 8 βρεφών των οποίων τα πτώματα έμειναν εκτεθειμένα στο τόπο της μάχης.. Αυτή την τελείως αδικαιολόγητη θυσία, που δεν διαφέρει καθόλου από την θυσία του Ζαλόγγου, ήταν πεπρωμένο να την υποστεί και η πονεμένη μάνα μας, η Σαντά! Την υποψία αυτή των γυναικών μας την λέει πολύ παραστατικά ο ποιητής Δ. Ηλιόπουλος με το εξής δίστιχο:
Γιατί υποψιάστανε να μη 'ίνταν αιτία
και χάται όλεν το μιλλέτ εφτά οχτώ παιδία.
Γιάμπολης ποταμός |
Την λιγοψυχία αυτή των γυναικών στην επικίνδυνη εκείνη στιγμή κάθε άλλος ιστοριογράφος θα την χαρακτήριζε σαν παραφροσύνη, εγώ όμως επιεικώς φερόμενος θα την χαρακτηρίσω σαν παραλήρημα. Πως είναι δυνατόν να μην χαρακτηριστεί αυτή σαν παραφροσύνη αφού πλην των μητέρων των 8 βρεφών παρουσιάστηκαν και άλλες 8 μητέρες που παρακαλούσαν τους δύο αντάρτες να σφάξουν τα βρέφη τους;
Οι αντάρτες απέρριψαν τότε την παράκλησή τους γιατί στο μεταξύ τους βάραινε η συνείδηση για την σφαγή των 8 βρεφών και έτσι σώθηκαν αρκετά παιδιά.. Μία από τις πολλές γυναίκες ήταν και η Κερέκη σύζυγος του Ισαάκ Τσουμπάν, που παρακαλούσε τους αντάρτες με δάκρυα να σφάξουν και το δικό της παιδί, μα οι αντάρτες δεν δέχθηκαν.
Η υποψία των λίγων αυτών γυναικών μας ήταν αστήρικτη, γιατί οι Τούρκοι δεν επρόκειτο να περιμένουν κλάμματα για ν' αρχίσουν σφαγές και καταστροφές. Οι Τούρκοι θα έκαναν τις σφαγές όταν θα έκριναν κατάλληλη την περίσταση, χωρίς όμως θυσίες εκ μέρους τους. Το μόνο που μπορούσε να συγκρατήσει τους Τούρκους, όπως και τους συγκράτησε, ήταν η σκέψη πως θα διατρέχανε άμεσο κίνδυνο αν τολμούσαν να διεισδύσουν στα δάση για την καταδίωξη των γυναικόπαιδων, γιατί σε τέτοια περίπτωση αυτοί μεν θα έμεναν ακάλυπτοι, οι δε συνοδοί των γυναικόπαιδων αντάρτες θα τους έριχναν εκ του ασφαλούς. Γι αυτό το λόγο οι Τούρκοι 3 ολόκληρα χρόνια δεν τόλμησαν να εισβάλουν στα δάση της Σαντάς για την καταδίωξη των ανταρτών.
Εκείνη τη νύχτα ο οπλαρχηγός Δαμιανός Τσιρίπ που δεν παρευρέθηκε στη μάχη περισυνέλεξε από άλλα δάση όσα γυναικόπαιδα των ανταρτών βρήκε και τα κατέβασε στην Όλασα. Τα γυναικόπαιδα αυτά την άλλη μέρα με πολλές προφυλάξεις κατέβηκαν στην Τραπεζούντα και κρύφτηκαν σε μερικά ελληνικά σπίτια της Δαφνούντας. Ο οπλαρχηγός αυτός αποδοκίμασε τη σφαγή των 8 βρεφών και είχε τη γνώμη πως ήταν ακατανόητη η θυσία αυτή.
Οι οπλαρχηγοί μόλις βράδιασε κάλεσαν όλα τα παλικάρια σε συμβούλιο και εξέθεσαν τον τρομερό κίνδυνο του αποκλεισμού τους από τους Τούρκους. Για μια στιγμή σκέφτηκαν οι οπλαρχηγοί μήπως δεν μπορούν να διαφύγουν την αιχμαλωσία τα γυναικόπαιδα, εκείνα που κατέφυγαν στο δάσος Παγιαχανέ και η υποψία τους έκανε έξαλλους. Αλίμονο αν έκαναν απόπειρα οι Τούρκοι να αιχμαλωτίσουν τα γυναικόπαιδα!
Σε κείνες τις φοβερές στιγμές πολλές γυναίκες, οι οποίες χρόνια μετά μιλούσαν με δέος για εκείνη την στιγμή, διέγνωσαν στη φυσιογνωμία των ανταρτών την σκέψη να πεθάνουν μέχρι ενός για να μην παραδώσουν τα γυναικόπαιδα στους Τούρκους και να σώσουν την τιμή της Σαντάς.
Πυξίτης ποταμός |
Την ίδια μέρα ο στρατός έφυγε στο Ισχανάντων και ύστερα από λίγες μέρες άφησε την Σαντά , αφού αποτελείωσε το μακάβριο έργο του!! Τα γυναικόπαιδα που κατέφυγαν στα Σέλια είχαν την ηθική και υλική υποστήριξη του Αλή Ουζούν Χαλήλ Ογλού κατοίκου του χωριού Ισχάν(φίλος των ανταρτών) και επιπλέον συνοδεύονταν από μερικούς αντάρτες για κάθε ενδεχόμενο. Τέλος τα πήρε και αυτά κατά τα μέσα του Οκτώβρη ο Δαμιανός Τσιρίπ και κατέβασε στην Όλασα και Τραπεζούντα.
Μιλτιάδης Κ. Νυμφόπουλος
Εκπαιδευτικός
Ιστοριογράφος της Σαντάς
*Στηριζόμαστε στις αφηγήσεις των ανταρτών Πολίτα Τσουμπάνου, Αλέξη Τσουμπάνου, Χαράλαμπου Λαζαρίδη, Γιάννη Σωτηροπούλου, Λαμπρίκα Σιαμανίδη και πολλών άλλων που πήραν μέρος στις μάχες με τους Τούρκους.
*Άποψη του Μιλτιάδη Νυμφόπουλου ο θάνατος του Δημήτρη Τσιρίπ.
Σ.Σ. Θεωρώ πολύ περίεργο το θάνατο του Δ. Τσιρίπ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου