Αναρωτιέμαι
πόσο μπορεί να κρατήσει το φορτίο η ανθρώπινη ψυχή, και πόση δύναμη περικλείει
ένα έθνος μέσα του για να αντέξει τις τραγικές περιπέτειες του, γιατί ένας θεός
ξέρει πώς σήμερα υπάρχει ακόμα η φυλή μας.
Πρόσφυγες μικρασιατικής καταστροφής |
Οι Τούρκοι και οι μαύρη ψυχή τους εξαπέλυσαν ανελέητη σφαγή κατά
του ελληνισμού δύο χιλιάδων ετών του Πόντου. Οι διωγμοί,
τα μακάβρια και ανομολόγητα εγκλήματά τους κατά του απροστάτευτου πληθυσμού
μαρτυρούσαν την εποχή του Μεσαίωνα και όχι την απαρχή του εικοστού πρώτου
αιώνα. Άλλοι εκτελέστηκαν, άλλους
κρεμάσανε, άλλοι κατά χιλιάδες πέθαναν στις εξοντωτικές πορείες σε
χιονισμένα φαράγγια που ουρλιάζουν πεινασμένοι λύκοι, γυναίκες στην απόγνωσή τους πέσανε
σε μαγκανοπήγαδα που άλλοτε
αντλούσαν δροσερό νερό για να γλιτώσουν στην απολύτρωσή τους την
ταπείνωση, το χαμένο νόημα της ζωής, τον εξοβελισμό από τις εστίες τους με
συναίνεση των Μεγάλων Δυνάμεων, όπου εν τέλει η γενοκτονία του Πόντου
ερείδεται από τη Συμμαχία.
Μετά τις κακουχίες που πέρασες στην πατρίδα σου ήλθες πρόσφυγας
στην Ελλάδα να βρει το σώμα και η ψυχή σου λίγη γαλήνη, και γαλήνη που δίψαγες δεν βρήκες.
Στο διάστημα της κατοχής σε πήγανε στο Χαϊδάρι με άλλους πατριώτες και
μετά στοιβαγμένους σε
βαγόνια-φέρετρα στα κολαστήρια της ναζιστικής Γερμανίας σ’ ένα ταξίδι στον Άδη
στα έγκατα της γης.
Και ήλθε η στιγμή να πατήσεις το ακροτελεύτιο σκαλοπάτι
της ζωής σου, έκανες την προσευχή σου, πριν παραδώσεις το πνεύμα σου στην
εγκόσμια ματαιότητα δυο δάκρυα
κύλισαν από τα ξεθωριασμένα σου μάτια στο
χλομό πρόσωπό σου αναπολώντας το Πόντο, που πολέμησες στα βουνά του με
αυτοθυσία ενάντια στο ρεύμα και τις ορδές της τουρκικής βαρβαρότητας, για τη
ζωή και το θάνατο, μιας και η ζωή είναι το απόλυτο της Ελευθερίας συνώνυμο.
Στο γεναριάτικο σούρουπο στο Βύρωνα, στων αστεριών του φεγγαριού
το τελευταίο φως, στη νύχτα και το θρήνο σταμάτησε η πνοή σου. Θα σε ξαναδώ
στις αιωνιότητες, στ’ απέλπιδα όνειρά μου σαν
έρχεται η αυγή, πάνω στο ουράνιο τόξο στη πυρωμένη ζώνη της πραγματικής
πραγματικότητας και της αληθινής αλήθειας, τη στιγμή του σμιξίματος του ήλιου με
τη βροχή. Το μόνο που μπορώ να κάνω, να αφιερώσω λιγοστές αράδες από τα μύχια
της ψυχής μου στη μνήμη σου πατέρα Δημοσθένη.
Στη δροσερή διαύγεια μιας ανοιξιάτικης ημέρας, όλα γύρω μας
συνωμοτούν για να μας πείσουν πόσο πραγματική ήταν κάποτε και πόσο κοντά μας
είναι ακόμα, εδώ, στις άκρες των δάχτυλων μας το
αμφίθυμο κάλεσμα της εξοικείωσης με τη
μοναξιά, και πόσο μαγευτικό είναι το τοπίο για να αγγίξεις στο θρόισμα των
δένδρων στην άκρη του δάσους, και στο φύσημα του ανέμου τη σκιά τους, στις υπώρειες
του βουνού και στις μεγάλες εκτάσεις χλόης, τη φευγαλέα έννοια τους που δίνουμε
όλοι στη λέξη νοσταλγία. Καθετί κάνει το κύκλο της ζωής του και όλα υπόκεινται
στην αιώνια επιστροφή μετά τη μπούλμπερη και στάχτη όταν ο ήλιος έχει πια πεθάνει στο υπόστιλο σκοτάδι προς
τη δύση».
Σάββας Κελεκίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου