Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016

Η οικονομική κατάσταση της Ελλάδος πριν από την προσφυγική πλημμυρίδα. ΜΕΡΟΣ 1ο

Πριν μπούμε στο κύριο θέμα μας, είναι ανάγκη να σκιαγραφήσουμε συνοπτικά την οικονομική κατάσταση της Ελλάδος, όταν τα πλήθη των προσφύ­γων κατέκλυζαν τις ακτές της ελεύθερης χώρας μας. Και αυτό, γιατί έτσι θα γίνει κατανοητή περισσότερο η επίδραση του νέου στοιχείου στην ανόρθωση και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, σε συνδυασμό με τις αλληλεπιδράσεις σε όλους τους πνευματικούς και κοινωνικούς τομείς. Και η σκιαγράφηση αυτή θα περιορισθεί στα χρόνια πριν από τη συμφορά του 1922, όταν η Ελλάδα, ύστερα από μια περίοδο πολιτικών και οικονομικών ανωμαλιών, προσπαθούσε να μπει στο στάδιο μερικής οικονομικής και πολιτικής ισορροπήσεως.
Η οικονομική κατάσταση της Ελλάδος, πριν από την Μικρασιατική κατα­στροφή, εξελισσόταν κάτω από τις πιο δυσμενείς συνθήκες, ιδίως από το 1918 και ύστερα. Οι πολιτικές ανωμαλίες, που οξύνθηκαν από το 1915 και ύστερα, η μερική συμμετοχή της χώρας στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, στο μέτωπο της Μακεδονίας, οι στρατιωτικές δαπάνες γενικά και ειδικά, η διατήρηση και προώθηση του μετώπου της Μικράς Ασίας και της Θράκης, η αθέτηση εν μέρει της υποχρεώσεως των τότε συμμάχων (Ηνωμένων Πολιτειών, Αγγλίας και Γαλλίας) για την εξόφληση του δανείου που υποσχέθηκαν, ύψους 850 εκατομ. δρχ. και τα διαπραχθέντα λάθη στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής, συσσωρευμένα, προκάλεσαν την πιο ασφυκτική ατμόσφαιρα στην Οικονομία της χώρας.
Από δημοσιονομική άποψη, οι κρατικοί Προϋπολογισμοί, που είχαν πάντα πλεόνασμα από το 1900 μέχρι και το 1917, με εξαίρεση τα χρόνια 1903, 1908, και 1909, από το 1918 παρουσίασαν τεράστιο έλλειμμα. Ενώ ο Προϋπολογισμός του 1917 παρουσίαζε πλεόνασμα περίπου 126 εκατομ. δρχ., αντίθετα, ο Προϋπολογισμός του 1918, άφησε έλλειμμα 196 εκατομ. δρχ., σε σύνολο εσόδων που εισπράχθηκαν 1.250 εκατομ. δρχ., δηλαδή, τα κρατικά έξοδα της χρονιάς εκείνης καλύφθηκαν μόνο κατά 84% .
Μέχρι το τέλος του 1922 τα ελλείμματα του Προϋπολογισμού θα συνεχί­ζονται αδυσώπητα να καταρρακώνουν την οικονομική ισχύ του κράτους και να αποδυναμώνουν την επιθετική και αμυντική θωράκιση του εκτεταμένου μετώπου της Μικράς Ασίας. Οι πιεστικές αυτές ανάγκες ήταν αδύνατο να ικανοποιηθούν από εσωτερικούς πόρους και η Ελλάδα κατέφυγε στους συμμάχους.
Οι συμφωνίες του 1918 και 1919, με τις οποίες οι σύμμαχοι υποσχέθηκαν να ικανοποιήσουν τις έκτακτες ανάγκες της χώρας, με πιστώσεις 850 εκατομ. δρχ., όπως προαναφέραμε, δεν τηρήθηκαν εξ ολοκλήρου, με τη δικαιολογία της αλλαγής της 1ης Νοεμβρίου 1920, κατά την οποία επανήλθε στο θρόνο ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, που δεν ήταν αρεστός στους συμμάχους, επειδή θεωρούνταν γερμανόφιλος.
Π. Πρωτοπαπαδάκης
Ο Π. Πρωτοπαπαδάκης, υπουργός των Οικονομικών από το 1921 έως τον Μάιο του 1922, κατηγορούμενος στη «Δίκη των Εξ», μιλώντας για το θέμα των πιστώσεων είπε:
«Αι πιστώσεις των Συμμάχων προήλθον από σύμβασιν την οποίαν ο κ. Βενιζέλος συνήψε τον Φεβρουάριον, αν δεν απατώμαι, του 1918 μετά της Γαλλίας, Αγγλίας και Ηνωμένων Πολιτειών. Δια της Συμβάσεως, εκείνης εδίδοντο εις την Ελλάδα πιστώσεις 750 εκατομμυρίων. Δι ετέρας Συμβάσεως, υπογραφείσης το 1919 έδωκε 50 επί πλέον η Γαλλία και 50 η Αγγλία. Συνωψίζοντο ούτως όλα τα ποσά των πιστώσεων αυτών εις 850 εκατομμύρια. Τα 850 αυτά εκατομμύρια δεν εδόθησαν πράγματι εις την Ελλάδα εις χρήμα. Μέχρι του Νοεμβρίου του 1920, εκ του δανείου αυτού, η μεν Γαλλία δεν έδωκε τίποτε, η Αγγλία εκ των 12 εκατομμυρίων λιρών τας οποίας ήτο υποχρεωμένη να δώση, έδωκε 6,5 εκατομμύρια και η Αμερική εκ των 48 εκατομμυρίων δολλαρίων, τα οποία επρόκειτο να δώση, έδωκε 15 εκατομμύρια δολλάρια...».
Η κατάσταση των οικονομικών του κράτους χειροτέρευε ολοένα και περισσότερο. Μέχρι το 1917 δεν είχαν επιβληθεί νέοι φόροι, όταν η Ελλάδα μπήκε στον Παγκόσμιο πόλεμο. Αλλά από το 1918 επιβλήθηκε ο φόρος καθαρών προσόδων, υπερτιμήματος, αναδιοργανώθηκε ο φόρος κληρονομιών, ο φόρος οινοπνεύματος και ο φόρος δημοσίων θεαμάτων και επιπλέον έγιναν πολλές φορολογικές τροποποιήσεις, που αύξησαν τα έσοδα από τη φορολογία κατά 50%.
 Οι δαπάνες όμως του πολέμου πίεζαν ασφυκτικά τη χώρα και το κράτος αναγκάσθηκε να καταφύγει σε εσωτερικά δάνεια, 1) των 100 εκ. δρχ. κατά τις αρχές του 1918, 2) των 75 εκ. δρχ. στα μέσα του 1918 και 3) των 300 εκ. δρχ. του 1920.
Η δυσμενής αυτή εξέλιξη των δημοσίων οικονομικών επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο με τη ραγδαία υποτίμηση της δραχμής. Η δραχμή διατήρη­σε την ισοτιμία της με το χρυσό μέχρι το 1919, οπότε εκδηλώθηκαν οι πρώτες ταλαντεύσεις, που οξύνθηκαν ύστερα από το Νοέμβριο του 1920 και οι σύμμαχοι ειδοποίησαν την Ελλάδα ότι έχουν την πρόθεση να αναστείλουν την εξόφληση του υπολοίπου των δανείων που υποσχέθηκαν.
Η διατήρηση της ισοτιμίας της δραχμής με το χρυσό έως το 1919 θεωρείται από την επιστήμη της Οικονομίας ως σημαντικό κατόρθωμα της οικονομικής πολιτικής που ασκήθηκε έως τότε και ο Α. Μ Ανδρεάδης αποφαίνεται ότι «την ορθότητα της πολιτικής αυτής αποδεικνύει η διατήρησις της δραχμής εις το άρτιον...».
Από το Νοέμβριο του 1920 και ύστερα, η δραχμή υποτιμήθηκε ραγδαία και ο μέσος όρος τιμής σε σχέση με το συνάλλαγμα Λονδίνου (στερλίνα) κατά το 1920   ανήλθε σε 34,33, κατά το 1921 σε 70,04 και κατά το 1922, σε 132,82. Εξάλλου, η κυκλοφορία των τραπεζογραμματίων - χρημάτων - σε σχέση με το 1917, διπλασιάσθηκε κατά το 1920 και ανήλθε σε 1.500 εκ. δρχ. ενώ το 1921   έφθασε τα 2.160 εκ. δρχ. 
Για να αποτραπεί η περαιτέρω αύξηση της κυκλοφορίας χαρτονομισμάτων και επειδή δεν ήταν δυνατή η σύναψη δανείων από το εξωτερικό, η τότε κυβέρνηση υποχρεώθηκε να προβεί σε αναγκαστικό εσωτερικό δάνειο, με τη διχοτόμηση του χαρτονομίσματος τον Μάρτιο του 1922, όταν ήταν υπουργός, Οικονομικών ο Π. Πρωτοπαπαδάκης (τα χαρτονομίσματα κόβονταν στη μέση και το ένα τμήμα παραδίνονταν στην Εθνική Τράπεζα και το άλλο το κρατούσε ο κάτοχος, αλλά η αξία του πλέον στην αγορά ήταν η μισή. Π.χ. το πενηντάρικο κόβονταν στη μέση και το ένα τμήμα θεωρούνταν ως 25 δρχ. και το άλλο που κρατούσε ο κάτοχος είχε άλλες 25 δρχ., με άλλα λόγια, αναγκαστικά και ο πλούσιος και ο φτωχός συμμετείχαν στο «δάνειο»).
Το αναγκαστικό δάνειο αυτού του είδους συγκέντρωσε το ποσό του 1.600 εκατομ. δρχ., δηλαδή, ισάριθμα με το διχοτομημένα...
Παρ' όλα αυτά, τα δημόσια οικονομικά χειροτέρευαν. Οι δαπάνες για την επέκταση του μετώπου της Μικράς Ασίας προς Αφιόν Καραχισάρ και οι μάχες του Σαγγάριου ροφούσαν σχεδόν όλον τον Προϋπολογισμό.
«Σας είπε προχθές ο μάρτυς Μαντζαβίνος - θα αναφέρει στη Δίκη των Εξ ο υπουργός των Οικονομικών της κυβερνήσεως Γούναρη, Πέτρος Πρωτοπαπα­δάκης - τον οποίον παρεκάλεσα να έλθη να εξηγήση εις το Στρατοδικείον τίνι τρόπω προσεποριζόμεθα εκ των άλλων δημοσίων ταμείων τα χρήματα, τα οποία, αντί να διατεθώσι εις τας δημοσίας υπηρεσίας, τα διαθέτομεν εις το στράτευ­μα. Εις ερώτησίν μου δια την αδιαφορίαν μου δια τα εφόδια του στρατεύματος, δια την οποίαν με κατηγόρησεν άλλος μάρτυς, σας απήντησεν: «ο κ. υπουργός ήρχετο διαρκώς νευρικός διότι του εζήτουν χρήματα και χρήματα δεν είχε να δώση». 
Υπήρξε πραγματικώς εποχή, κύριοι Στρατοδίκαι, κατά την οποίαν ήμην όχι νευρικός, αλλ' εκόχλαζον κυριολεκτικώς εις την κόλασιν εις την οποίαν ευρισκόμην, διότι έπρεπεν ημέρα τη ημέρα να εξοικονομώ τα ποσά τα οποία απητούντο δια το στράτευμα. Δεν είχον χρήματα εις μίαν Τράπεζαν ή εις το Κεντρικόν Ταμείον, από τα οποία να είμαι βέβαιος ότι θα ηδυνάμην να λάβω τα αναγκαιούντα ποσά δια το στράτευμα, έστω και δια δύο μήνας ή τρεις μήνας, ώστε να ησυχάσω προς στιγμήν. Μετέβαινον την πρωίαν εις το Γενικόν Λογιστήριον καθ' εκάστην. Εζήτουν αμέσως τας τηλεγραφικάς αναφοράς των Ταμείων του Κράτους, εις τας οποίας ανεγράφοντο δύο κονδύλια: μετρητά εις το ταμείον λ.χ. 180 χιλιάδες, υποχρεώσεις 150 χιλιάδες.  Αυτοστιγμεί: «να σταλούν αι 160 χιλιάδες και να μείνουν μόνον 20 χιλιάδες απέναντι των υποχρεώσεων των 150 χιλιάδων τας οποίας είχεν ο ταμίας. Να μείνουν μόνον όσα χρειάζονται δια την πληρωμήν των μισθών σας», είπεν ο μάρτυς Μαντζαβίνος
Εσφραγίζοντο μηχανικώς ούτως ειπείν τα χρήματα από τα διάφορα Ταμεία του Κράτους και συνεκεντρούντο εις το Κεντρικόν Ταμείον δια να είναι πρόχειρα δια τας ανάγκας του Στρατού. Τίποτε δεν μ' εσταμάτησε καθ όλον αυτό το χρονικόν διάστημα εις την πορείαν αυτήν, την οποίαν ηκολούθουν δια να εξοικονομώ χρήματα οποθενδήποτε ήτο δυνατόν Νέους φόρους δεν εδίστασα να επιβάλω εις τον ελληνικόν λαόν 750 εκατ. περίπου καθ ην στιγμήν μάλιστα επραγματοποίησα και το αναγκαστικόν δάνειον των 1.550 εκατομμυρίων δραχμών».
Τον ισχυρότερο κλονισμό της τότε ελληνικής Οικονομίας, που διατηρούσε την ισορροπία της σε επισφαλείς βάσεις (δανεισμοί κλπ), επέφεραν οι πολεμικές δαπάνες. Κατά τον Α. Μ. Ανδρεάδη, το σύνολο των πολεμικών δαπανών, από το 1916 μέχρι και το 1922 ανερχόταν σε 5.950 εκατομ. δρχ. , ενώ κατά τον Κοφινάν, τον οποίον αναφέρει στο σημειούμενο έργο του ο Ανδρεάδης, οι πολεμικές δαπάνες ανήλθαν σε 11.800 εκατομ. δρχ. Και το βάρος αυτό ήταν εξαιρετικά δυσβάστακτο σε σύνολο επτά Προϋπολογισμών, των οποίων το άθροισμα δεν υπερέβαινε τα επτά δισεκατομμύρια δρχ. Γι’ αυτό τα ελλείμματα καλύπτονταν, μετά το 1917, με εσωτερικά ή εξωτερικά δάνεια.

«Η Ελληνική Κυβέρνησις - θα αναφέρει στη Δίκη των Εξ» πάλιν ο Π. Πρωτοπαπαδάκης  - από του Σεπτεμβρίου του 1919 συνωμολόγησεν εσωτερικά δάνεια 1.300 εκατομμυρίων. Εάν ανοίξετε την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εις το 22 φύλλον της 28 Σεπτεμβρίου 1919, θα εύρητε σύμβασιν καθ ην η Ελληνική Κυβέρνησις συνωμολόγησεν εις το εσωτερικόν δάνειον 300 εκατομ­μυρίων δραχμών. Εις το αυτό φύλλον της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, βλέπομεν ότι κατά τον Ιανουάριον του 1920 εις το άρθρον 2 του Νόμου, δια του οποίου εψηφίζετο το Νομοθετικόν Διάταγμα, δια του οποίου εδόθησαν τα προηγούμενα 300 εκατομμύρια, ηυξάνοντο εις 500, προστίθενται τουτέστιν έτερα 200 εκατομμύρια. 
Την 27 Μαΐου το 1920 δια Νόμου περιεχομένου εις το φύλλον 238 της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως του αυτού έτους προσετέθησαν έτερα 100 εκατομμύρια. Και δια να δύναται η Εθνική Τράπεζα να δώση τα ποσά αυτά της επετράπη δια του ιδίου Νόμου, να εκδώση πρόσθετον χαρτονόμισμα 300 εκατομμυρίων. Την 24 Σεπτεμβρίου του 1920 - επιμένω εις τας ημερομηνίας λόγω της εποχής καθ' ην συνήφθησαν τα δάνεια μετά των συμμάχων - εξεδόθη έτερον ποσόν χαρτονομίσματος 400 εκατομμυρίων. Το όλον των εσωτερικών δανείων των συναφθέντων μετά της Εθνικής Τραπέζης από του Σεπτεμβρίου του 1919, μέχρι του Σεπτεμβρίου του 1920, δηλαδή εν διαστήματι ενός έτους, ανέρχονται ούτω εις 1 δισ. δραχμών. Πλην τούτου ο κ. Βενιζέλος συνωμολόγησε και δάνειον το οποίον εξεδόθη πλέον εις εγγραφήν εις το κοινόν, όχι μετά της Εθνικής Τραπέζης, το λεγόμενον λαχειοφόρον εκ 300 εκατομμυρίων και μάλιστα υπό όρους βαρυτάτους. Διότι δια να λάβη τις μίαν ομολογίαν 300 δραχμών της οποίας ο τόκος επληρώνετο εις το ονομαστικόν κεφάλαιον των 300 δραχμών επλήρωνε μόνον 198 δραχμάς, εξεδόθη τουτέστι το δάνειον αυτό εις 65% περίπου.
Διατί άραγε η Κυβέρνησις εκείνη ηναγκάσθη εις διάστημα ενός και μόνου έτους, από του Σεπτεμβρίου του 1919 μέχρι του Σεπτεμβρίου του 1920, να δανεισθή από την Εθνικήν Τράπεζαν 1 δισεκατ. και την 11 Μαρτίου του 1920 να εκδώση το λαχειοφόρον δάνειον των 300 εκατομμυρίων;»

Γεώργιος Λαμψίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah