Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

Το δημοτικό τραγούδι

Το τραγούδι στον Πόντο, που είναι πλούτος συναισθημάτων, δημιουργήθηκε από την ανάγκη των κατοίκων του να εξωτερικεύσουν σκέψεις και συναισθή­ματα, να αποκτήσουν επαφή με τον κόσμο που τους περιβάλλει και να δώσει χαρά, αλλά και διέξοδο και πολλές φορές λύτρωση στις έγνοιες και τα προβλή­ματα της ζωής τους.
Οι Πόντιοι ονομάζουν τα τραγούδια τους «τραγωδία», όρος που πιθανόν συνδέ­εται με τον αρχαίο διθύραμβο που έψαλλαν οι αρχαίοι Έλληνες γύρω από το βωμό.
Ο Παπάς, ο δάσκαλος και ο λυράρης σε μνημείο στη Θεσσαλονίκη
Χαρακτηριστικό γνώρισμα των δημοτικών τραγουδιών είναι η ανωνυμία των δημιουργών τους. Αυτή είναι και η δύναμη που τα κάνει κτήμα όλων των Πο­ντίων ανεξάρτητα από την περιοχή καταγωγής τους. Τους προσδίδει εθνικό χα­ρακτήρα και είναι καθολικά αποδεκτά.
Έτσι, το δημοτικό τραγούδι έδινε την ευκαιρία στους δημιουργούς του να ζω­ντανεύουν θέματα της εθνικής ζωής, του κοινωνικού βίου, επεισόδια, περιστα­τικά και στιγμές της οικογενειακής και της προσωπικής τους ζωής. Η γέννηση, ο γάμος, η ξενιτιά, ο θάνατος, ο πόνος και η συμφορά γίνονται τραγούδι χαράς, τραγούδι λυτρωτικό, μοιρολόι.
Το δημοτικό τραγούδι θύμιζε στους νεότερους στιγμές δόξας της ποντιακής ιστορίας και ήταν μέσο επικοινωνίας και μεταφοράς εθνικών μηνυμάτων ανά­μεσα στους απομακρυσμένους μεταξύ τους κατοίκους του Πόντου. Τα τραγού­δια αυτά φανερώνουν το ηρωικό ποντιακό πνεύμα, έναν ακριτικό λαό αγωνι­στή, ένα λαό με συναίσθηση του εθνικού όσο και κοινωνικού του καθήκοντος.
Λειτούργησαν ως πνευματικός φάρος στις συνειδήσεις των δοκιμαζόμε­νων Ελλήνων στα πέτρινα χρόνια στον Πόντο και παράλληλα ως όπλο δια­τήρησης της εθνικής τους ταυτότητας. Ήταν ο πιο αυθεντικός όσο και αυ­θόρμητος μηχανισμός αντίστασης για έναν ολόκληρο λαό, σε όλες τις κρίσι­μες περιόδους που πέρασαν οι ίδιοι οι Πόντιοι, οι οικογένειές τους, ο ποντι­ακός λαός στο σύνολό του.
Γι’ αυτό και ο κυριότερος Έλληνας ποιητής του συμβολισμού, σύμφωνα με τη συγγραφέα Νόρα Κωνσταντινίδου, ο Κώστας Καβάφης, διαβάζοντας ποντι­ακούς στίχους γράφει στο ποίημα του Πάρθεν.
«Αυτές τις μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια.. .Διάβασα και τα πένθιμα για το χαμό της Πόλης. Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα/το Τραπεζούντιον με την παράξενή του την γλώσσα».
Το ποντιακό τραγούδι όμως διατηρούσε πάντοτε και εξακολουθεί και διατηρεί μέχρι σήμερα στα κείμενα και το ρυθμό του τον ελληνικό του χαρακτήρα.
Οι τραγουδιστές και οι λυράρηδες στον Πόντο έγραφαν τραγούδια και μουσικές που οι ίδιοι τραγουδούσαν για πρώτη φορά. Όμως και στις παρέες, στα μουχαμπέτια και τα «παρακάθα» που γίνονταν σχεδόν κάθε βράδυ από σπίτι σε σπίτι, αφού άκουγαν τις ιστορίες και τα «μασάλια» της συντροφιάς, πολλές φορές μαζί με όλη την παρέα, αυτοσχέδιαζαν, σχολιάζοντας πρόσωπα και καταστάσεις, χρησιμοποιώντας στίχους της στιγμής.
Ο στίχος στο ποντιακό τραγούδι είναι σύντομος, άμεσος, ζωντανός και εκπέμπει αισιοδοξία. Κατά κανόνα είναι δεκαπεντασύλλαβος, το ποιητικό μέτρο ιαμβικό και η γλώσσα που γράφονται και τραγουδιούνται τα τραγούδια η ποντιακή διάλεκτος.
Το ποντιακό τραγούδι, που το διακρίνουμε σε ακριτικό, κοινωνικό, θρησκευτικό, ερωτικό, του πόνου και της ξενιτιάς, γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση σε τρεις μεγάλες ιστορικές περιόδους.
Α. Τη Βυζαντινή περίοδο, που περιγράφει και εξυμνεί τα κατορθώματα των περίφημων ακριτών που προστάτευαν την αυτοκρατορία από εχθρικές επιδρομές.
Οι ακρίτες των ποντιακών τραγουδιών ζουν και κινούνται στο δικό τους κόσμο. Οικογένεια, κοινωνία και έθνος είναι οι πυλώνες πάνω στους οποίους οικοδομούν τα ιδανικά τους. Κατοικούν στις εσχατιές και τα σύνορα της αυτοκρατορίας και θεωρούν καθήκον τους να προασπίζουν τα συμφέροντα της πατρίδας. Εκπληρώνουν με θυσίες την αποστολή τους στο ακέραιο, γίνονται δρακέλλενες και τραντέλλενες.
Τα ακριτικά τραγούδια, που βρίσκονται πιο κοντά στη γενεσιουργό αφορμή, δίνουν περισσότερες λεπτομέρειες σε πληρέστερη και αρτιότερη μορφή.
Ακρίτας κάστρον έχτιζεν κι Ακρίτας περιβόλι
 Σ’ έναν ομάλ’, σ’ έναν λιβάδ’, σ’ έναν ’πιδέξιον τόπον.
Όσα του κόσμου τα φυτά, εκεί φέρ’ και φυτεύει 
Κι όσα του κόσμου τ’ αμπέλια, εκεί φέρ’ κι αμπελώνει,
 όσα του κόσμου τα νερά, εκεί φέρ’ κι αυλακώνει.
Κι όσα του κόσμου τα πουλιά, εκεί πάν και φωλιάζνε.
 Πάντα κελάηδναν κι έλεγαν. «Πολλά θα ζει Ακρίτας».
Θεατρική παράσταση στην Τραπεζούντα (Αρχές του 1900)
Β. Τη Μεταβυζαντινή περίοδο, που θρηνεί για την πτώση της αυτοκρατορίας, αλλά παράλληλα εκφράζει την ελπίδα του για ένα νέο ξεκίνημα, ενώ την ίδια περίοδο εξιστορεί θρύλους και παραμύθια του Πόντου και τραγουδά τη χαρά και τον έρωτα.
Γ. Τη σύγχρονη Νεοελληνική περίοδο, που οι νέοι δημιουργοί, έχοντας βαθιές επιρροές από τις δύο προηγούμενες περιόδους διατήρησαν σε μεγάλο βαθμό τη θεματολογία και το ύφος τους, καταγράφοντας με τους στίχους τους και συνθέτοντας πάνω σε παραδοσιακές μουσικές φόρμες, ερωτικές, γαμήλιες, εορταστικές στιγμές, μοιρολόγια και ιστορίες του παρελθόντος.
Με τον ερχομό συμπατριωτών μας στην Ελλάδα, η γενοκτονία, ο ξεριζωμός και η προσφυγιά αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης και δημιουργίας για τους νέους δημιουργούς, ενώ παραδοσιακά τραγούδια, που άντεξαν στο χρόνο και τα κουβάλησαν μαζί τους από τον Πόντο, σήμερα τραγουδιούνται από τους νέους της τρίτης και της τέταρτης γενιάς των προσφύγων και αποτελούν στολίδια της πνευματικής και μουσικής μας κληρονομιάς.
Οι χιλιάδες Πόντιοι που ζουν στην Ελλάδα αλλά και διασκορπισμένοι σε όλο τον κόσμο συνεχίζουν να εκφράζονται μέσα από το ποντιακό τραγούδι που, σε πείσμα των καιρών, συνεχίζει να αντιστέκεται στο χρόνο.

Στέφανος Τανιμανίδης
Επίτιμος Πρόεδρος της Π.Ο.Π.Σ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah