Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2016

Ειδικές ομάδες

Τα ποντιακά μοιρολόγια είναι καρπός της γυναικείας ψυχής, της μάνας, της συζύγου, της αδελφής, της γιαγιάς, που εναντιώνονται στο θάνατο και στον αβάσταχτο πόνο με σπαρακτικό τρόπο.Έτσι, με την ψυχή φορτισμένη από συναισθήματα, απευθύνονται στο νεκρό αγαπημένο γι’ αυτές πρόσωπο, με διάφορους τρόπους που επιλέγουν αναλόγως.
Τα μοιρολόγια σε τέτοια μορφή υπάρχουν μόνο στη Μάνη και στον Πόντο και έχουν μεγάλη κοινωνική σημασία, αφού είναι δραματικά, έντεχνα.
Ραχιόπομ’ αταβίρευτον (αλύγιστο)
 και πως εταβιρεύτες (γκρεμίστηκες)
Και πέτρα μ’ απελέκητον 
και πως επελεκέθες.
Πουλίμ’ τ’ εσόν την καμονήν (τον καημό)
 και τ’ εσόν την φουρτούναν,
 να σύρ’ ατό, κι σύρεται,
 να χάν’ ατό κι χάται, 
Αν σύρατο σην θάλασσαν,
 καράβια πατουρεύει (βουλιάζει),
 κι αν σύρ’ ατο και σην ξηράν,
 τα δένδρα ξεριζώνει.
Τα ιστορικά του Πόντου αναφέρονται κυρίως στο 15ο και στο 18ο αιώνα. Το ιστορικό μέρος τους εντοπίζεται στους θρήνους για την άλωση της Πόλης, αλλά και της Τραπεζούντας από τους Τούρκους, και παρουσιάζουν όσο το δυνατόν πιο πιστά τα ιστορικά γεγονότα, αλλά και την ιστορική αφορμή σε σχέση με τα αντίστοιχα ελλαδικά.

Πάρθεν η Ρωμανία
Έναν πουλίν, καλόν πουλίν, εβγαίν’ από την Πόλιν,
  Ουδέ σ’ αμπέλια ’κόνεψεν, ουδέ σα περιβόλια,
  Επήγεν και εκόνεψεν σ’ Αγια-Σοφιάς την πόρταν. 
Έδειξεν τ’ έναν το φτερόν, σο αίμαν βουτεμένον.
Και σ’ άλλο το φτερόν αθέ, χαρτίν βαστά γραμμένον.
 Ατό κανείς κι αναγνώθ’, κανείς κι ξέρ’ντο λέγει,
 Μηδέ κι ο Πατριάρχης μου με όλους τους παπάδες.
 Κι έναν παιδίν, καλόν παιδίν, πάει και αναγνώθει. 
Σίτ’ αναγνώθει, σίτια κλαίει, σίτια κρούει την καρδίαν.
 Ν’αηλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!
Τα ποντιακά τραγούδια της αγάπης συνήθως προβάλλουν ένα αίσθημα απογοήτευσης, πίκρας του ερωτοχτυπημένου παλικαριού εξαιτίας του ανικανοποίητου έρωτα για την καλή του. Στα τραγούδια της αγάπης του Πόντου, οι σκοποί της λύρας παίζουν πρωταρχικό ρόλο.

Η Ξανθή (περιοχής Χαλδίας ίου Πόντου) Συλλογή ΚΑΝΕΩΣ

Ξανθή, κ’ έλα παρέβγαλμε, για δείξο με την στράταν
 Κ’ η στράτα-μ’ έν ανήφορος, τα γόναταμ’ κι κάμνε.
Κ’ αγάπη κόφτ’ τα γόνατα, μαραίν’τα παλληκάρια.
Πάγω να πάγω κ’ επορώ, κάθουμαι κα και κλαίω.
Κ’ αγάπη σόν ανήφορον βαρύν γομάρ’ παλ’ ένιν.
Κ’ έλα κόρη κάθεν-κεκά κ’έπαρ ‘το γομαρότοπομ’,
Κ’ έπαρμε, ξανθή-μ’, έπαρμε, βαρέα γέρος κ’ είμαι.
 Ση Χαμελέτεν έμενα τα γένειαμ’ ελευθερώθαν.
Φέρω και ξύλα και νερόν κι’ άφτω και μαγειρεύω.
Κόρη που πας χιλιέμορφος τ’ αγγόπα φορτωμέντσα.
Κ’ έχνε απές ρακίν κρασίν το πίν’ τα παλληκάρια. 
Θίχα κρασίν εμέθυσα, θίχα ρακίν ερούξα.

Παρέβγαλμε= ξεπροβόδισε με.
 Κι’ κάμνε= δεν βαστούν.
 Γομάρ= φορτίο.
 Κάθεν-κεκά= παραπέρα.
 Χαμελέτε= υδρόμυλος.
 Αγγόπα= αγγεία δερμάτινα.
 Δίχα= δίχως.
 Ερούξα= έπεσα

Η ξενιτιά μελών κάθε οικογένειας, που γινόταν κυρίως για οικονομικούς λόγους, αλλά και για την αποφυγή στράτευσης του ανδρικού πληθυσμού, χωρίζει αναγκαστικά αγαπημένα πρόσωπα και δημιουργεί βαρύ κλίμα ανάμεσά τους, ανάλογο πολλές φορές με αυτό του θανάτου. Έτσι, η ποντιακή μούσα που αφουγκράζεται τη συναισθηματική φόρτιση, αλλά και την ψυχική διάθεση της μάνας, της συζύγου και της αδελφής για τα αγαπημένα πρόσωπα του συζύγου, του γιου και του αδερφού που ξενιτεύονται, εκφράζει το παράπονό της προς τον ουρανό με την ελπίδα να απαλύνει τον πόνο της και να βρει παρηγοριά.
Τα τραγούδια της ξενιτιάς στα οποία έχει μικρότερη κυριαρχία η μουσική έχουν συνήθως θέμα τους το θάνατο και τη νοσταλγία.

Χριστέ μ’ Τρία καλά Εποίκες
Χριστέ μ’ όλια καλά εποίκες, τρία καλά κ’ εποίκες.
Ποίκες τον ουρανόν ψηλά κι εκιάν σκάλα κ’ εφτάνει.
 Ποίκες την θάλασσαν πλατειάν κι εκεί γεφύρ’ κι στέκει, 
ποίκες την ξενιτείαν μακρά κι εκεί λαλιά κι πάει.
Σήν ξενιιείαν, που αχπάσκεται, μαυροφορεί και πάει.
 Μαύρα φορεί, μαυρ’αναλλάζ’, μαύρον εν η καρδία τ’,
Π' εκεί αδά που κλώσκεται και σ’ άσπρα φορεμένος,
 άσπρα φορεί κι άσπρ’ αναλλαζ’και σ’ άσπρα κουμπιαγμένος.

Εποίκες= έκανες
Αχπάσκεται= Ξεκίνησε να πάει
Το πάρσιμον τη νύφες
Ο γάμος στον Πόντο δεν ήταν ένα απλό χαρούμενο γεγονός για την κοινότητα και τους νεόνυμφους. Ο γαμπρός και η νύφη καλούνταν να γίνουν νέοι δημιουργοί, με τις ευλογίες της εκκλησίας, αλλά κυρίως με τη σύμφωνη γνώμη των οικογενειών τους, παρά τις όποιες πιθανές αντιρρήσεις τους. Είναι λογικό λοιπόν ο ψυχικός όσο και προσωπικός δεσμός ανάμεσα σε μάνα και κόρη να δημιουργεί δυνατά συναισθήματα και να συνταράσσει τον ψυχικό κόσμο και των δύο.
Τα γαμήλια ποντιακά τραγούδια, που χωρίζονται σε περιστασιακά και αυτά των εκδηλώσεων και της τελετής, αντικαθρεπτίζουν μια κοινωνία αυστηρή, στατική, σταθερά προσηλωμένη στην παράδοση και την ορθοδοξία.

Στεφανώματα
Σήμερον μαύρος ουρανός, σ’ ήμερον μαύρ’ ημέρα,
 Σήμερον θα χωρίουνταν μάνα και θεγαχέρα.
Σήμερον τ’ ηλιοκόρασον δύο καρδόπα έχει,
 τ’ έναν αφήνει ση κυρού και τ’ άλλο παιρ’ και πάει.
 Οσήμερον τo κόρασον δύο πόρτας ανοίγει,
Τ’ έναν ανοίγει κι ασπαλεί και τ’ άλλο ανεί κι εμπαίνει.

Αφή, κόρην τον κύρη σου και ποίσον άλλον κύρη.
Αφή, κόρη τη μάνα σου και ποίσον άλλεν μάναν.
Αφή, κόρη τ’ αδέρφια σου και ποίσον άλλ’ αδέλφια!

Τα κλέφτικα, τα ηρωικά και οραματικά τραγούδια αναφέρονται στο αντάρτικο στον Πόντο, στους ηρωισμούς των παλικαριών την περίοδο του 1910-1922, καθώς και στην ελπίδα της «ανάστασης», της αναγέννησης και της επιστροφής.

Αητέν τς' επαραπέτανεν ψηλά σα επουράνια
και τα τζαγκια ατ’ κόκκινα και το τσαρκούλν’ ατ’ μαύρον,
Εκράτνεν και σα κάρτζια ατ' παλληκαρί βραχιόνας.
Αητέ μ’, για δός με ασό κρατείς, για πέ με όθεν κείται.
Ασό κρατώ κι δίγω σε,αρ όθεν κείται λέγω.
Για ποίσον σιδερέν ραβδίν και χάλκινα τσιαρούχια 
Κι έπαρ σο χέρι σ’ τη στράταν κι όλεν το μονοπάτι.
Ακεί σο πέραν το ραχίν, σ’ αλάτ’ επ’ εκεί μέρος,
Μαύρα πουλία τρώγν’ ατόν και άσπρα τριγυλίσκουν. 
Φατέστε, πουλία μ’, φατέστε, φατέστε τον καρίπην,
Σήν θάλασσαν κολυμπετής, σ’ομάλια πεχλιβάνος,
Σόν πόλεμον τραντέλλενας, ρωμαίκον παλληκάρι.

Επαραπέτανεν= πετούσε ψηλά.
 τζαγκία= σκέλη 
Τσαρκούλ= λειρί 
Κάρτσια= γαμψά νύχια
 Καρίπην=τον έρημο




Στέφανος Τανιμανίδης
Επίτιμος Πρόεδρος της ΠΟΠΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah