Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Οι εξισλαμισμοί και η ιδιομορφία του κρυπτοχριστιανικου ζητήματος στον Πόντο

Στην απόσταση από το διοικητικό κέντρο της χώρας, στη γεωγραφική απομόνωση του Πόντου και στη συγκέντρωση και συσπείρωση μεγάλου μέρους των χριστιανών κατοίκων του σε οικισμούς της ορεινής ενδοχώρας, οφείλεται και η διαφορετική διάσταση που έλαβε στην περιοχή το κρυπτοχριστιανικό ζήτημα.
Αναμνηστική φωτογραφία οικογένειας απο το χωριό Τσαγράκ
Κερασούντας 1910*

 Η ύπαρξη των κρυπτοχριστιανών, σύμφωνα με πηγές του 19ου αιώνα, ήταν κοινό μυστικό, όχι μόνον ανάμεσα στους Έλληνες της περιοχής (ιερωμένους και μη), αλλά και στους συντοπίτες τους μουσουλμάνους, που τους αντιμετώπιζαν, κατά μαρτυρία του Βρετανού προξένου στην Τραπεζούντα Geo. Alex Stevens, με συγκαταβατικότητα: πεποίθηση των μουσουλμάνων της Τραπεζούντας, κατά τον Stevens, ήταν ότι οι Κρωμλήδες δεν είναι ούτε μουσουλμάνοι, ούτε χριστιανοί και ότι οι χριστιανοί δεν θα έπρεπε να επιχαίρουν για τη μεταστροφή τους στον χριστιανισμό.
 Η ύπαρξή τους, λοιπόν, ήταν γνωστή και ανεκτή στην τοπική κοινωνία σιωπηρά, γιατί δεν δημιουργούσαν κανένα πρόβλημα. Το ζήτημά τους απέκτησε διαφορετικές διαστάσεις, όταν αποφάσισαν να διεκδικήσουν επίσημα την αναγνώρισή τους ως χριστιανών αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων του 1856 (Χάττι - Χουμαγιούν).
Οι «κλωστοί», δηλαδή «οι νεωστί ανακηρύξαντες εαυτούς χριστιανούς» (κατά την έκφραση του Περικλή Τριανταφυλλίδη) κατά την περίοδο αυτή ανήκαν σε μεγάλο ποσοστό στην περιφέρεια της Μητροπόλεως Τραπεζούντας, στις περιοχές των τριών Σταυροπηγιακών μονών του Πόντου και «σχεδόν το σύνολον των κατοίκων Κρώμνης και Σταυρίν της Επαρ-χίας Χαλδίας». 
Ελάχιστοι, προερχόμενοι από εκκλησιαστικές επαρχίες περισσότερο απομακρυσμένες από την Τραπεζούντα πρόλαβαν να εμφανισθούν· «οι λοιποί έμειναν εις την προτέραν των κατάστασιν». Στην αποκάλυψη και τη στήριξη των κρυπτοχριστιανών πρωτοστάτησαν ομόθρησκοί τους αξιωματούχοι του οθωμανικού κράτους, όπως λ.χ. ο Ι. Χατζόγλους, δήμαρχος έντεκα χωριών της περιοχής Βαζελώνος και χιλίαρχος του τουρκικού στρατού, ο Εμίν αγάς (Γιώργος) από το Καπήκιοϊ της ίδιας περιοχής που υπαγόταν εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Τραπεζούντας «και η εκ των πρωτευόντων αγάδων και μεταλλουργών απάντων κρυπτοχριστιανών συσταθείσα Επιτροπή εκ Κρώμνης». 
Οι τελευταίοι διακρίνονταν από τους υπόλοιπους που είχαν εξισλαμισθεί βίαια ή σε στιγμές αδυναμίας ή για άλλους λόγους. Στην περίπτωση των «Κρωμλήδων», όπως επικράτησε να αναφέρονται στην προξενική αλληλογραφία, η μεταστροφή ήταν εικονική, δηλαδή δεν είχε προηγηθεί εξισλαμιομός. Δηλώνονταν φανερά με τουρκικό όνομα, αλλά βαπτίζονταν και έφεραν κρυφά το χριστιανικό τους. Η ύπαρξή τους ευνοήθηκε από το προνομιακό καθεστώς που διείπε τις σχέσεις των μεταλλωρύχων της περιοχής του Γκιουμουσχανέ με την Πύλη μέχρι τα μέσα, σχεδόν, του 19ου αιώνα, καθώς δεν στρατεύονταν και στην περίπτωση ακόμη που ήταν μουσουλμάνοι. 
Οι χριστιανοί, λοιπόν, της περιοχής των μεταλλείων, από όπου, κυρίως, προέρχονταν όσοι αποκαλύφθηκαν, δεν είχαν την υποχρέωση στράτευσης υποκρινόμενοι τους μουσουλμάνους. Με τον εκσυγχρονισμό, ωστόσο, της αυτοκρατορίας και την προσπάθεια για καλύτερη οργάνωση όλων των υπηρεσιών, αλλά κυρίως με την αλλαγή του καθεστώτος στα μεταλλεία, την αφαίρεση προνομίων και την έναρξη της διαδικασίας «ιδιωτικοποίησής» τους oι «Κρωμλήδες» δεν είχαν πλέον περιθώρια ούτε κίνητρα για να διατηρήσουν τη διπλή τους ταυτότητα.
Από τη στιγμή της αποκάλυψης της χριστιανικής τους ταυτότητας, οι κρυπτοχριστιανοί υπήρξαν αντικείμενο ποικίλων βιαιοτήτων, κακομεταχείρισης και άνισης μεταχείρισης, παρά τις περί ισότητας εξαγγελίες του Χάττι Χουμαγιούν: φορτώθηκαν τις υποχρεώσεις και των μουσουλμάνων και των χριστιανών, τόσο στον φορολογικό, όσο και στον στρατιωτικό τομέα. 
Άγιος Γρηγόριος Τραπεζούντας

Προβλήματα ανέκυψαν και ως προς το θέμα των θρησκευτικών τους δικαιωμάτων ακόμη και την έσχατη ώρα, όταν το σκήνωμα των νεκρών Κρωμλήδων διεκδικείτο ορισμένες φορές (τουλάχιστον αυτές που έφθασαν στη δικαιοσύνη) και θαβόταν με το μουσουλμανικό τυπικό. Όσο εκκρεμούσε το ζήτημα της αναγνώρισης, τόσο αφόρητη γινόταν η κατάσταση των Κρωμλήδων, γεγονός που τους οδηγούσε σε αναζήτηση της ρωσικής προστασίας και την απόκτηση της ρωσικής υπηκοότητας και πολλούς στην απόφαση να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να πάνε στη Ρωσία.
Μέσα στο κλίμα αυτό συστήθηκε (με την παρέμβαση των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων) Διεθνής Επιτροπή (1857-1 858) εντεταλμένη να καταγράψει όσους θα παρουσιάζονταν μπροστά της και θα ζητούσαν να αναφέρονται οριστικά με το χριστιανικό τους όνομα:
«Ευθύς μετά την προκήρυξιν, οι κρυπτοχριστιανοί της παραλίας και του εσωτερικού ήρξαντο κατερχόμενοι και εμφανιζόμενοι αθρόοι και κατά χιλιάδας, ηγουμένων των σαρικοφόρων χοτζάδων και των διαφόρων στρατιωτικών και πολιτικών βαθμούχων αυτών, ενώπιον της επιτροπής και ομολογούντες μετά παρρησίας εκπληξάσης και αυτά τα ουδέτερα μέλη της Επιτροπής, και συγκινήσεως ιεράς, παρουσία και των Τουρκικών Αρχών, ότι εισίν 'Ελληνες την εθνικότητα και χριστιανοί την θρησκείαν».
Πριν, ωστόσο, η Επιτροπή ολοκληρώσει το έργο της, και ενώ αυξανόταν ο αριθμός των καταγραφομένων χριστιανών, η οθωμανική κυβέρνηση, με την παρέμβασή της, οδήγησε στη διάλυσή της, αφού υποσχέθηκε, ότι δικοί της άνθρωποι θα συνέχιζαν το έργο της καταγραφής.
Μετά είκοσι χρόνια οι κρυπτοχριστιανοί Σταυριώτες των μεταλλείων του Ακ-Νταγ ενθαρρυμένοι από τις πρόσκαιρες, όπως αποδείχθηκε, φιλελεύθερες διακηρύξεις του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ έκαναν με θεαματικό τρόπο την εμφάνισή τους στη χριστιανική κοινότητα του τόπου τους: το Πάσχα του 1877 (ενώ συνεχίζονταν στην Κωνσταντινούπολη οι εργασίες της Συνταγματικής Βουλής), εκκλησιάστηκαν με τους ομοθρήσκους τους στον μητροπολιτικό ναό του Αγ. Χαραλάμπους. Η άμεση αντίδραση των τοπικών αρχών ήταν η σύλληψη αρχικά ορισμένων, κυρίως των προυχόντων, τους οποίους αναγκάσθηκαν να αφήσουν, στη συνέχεια, ελεύθερους υποχωρώντας όχι μόνο στην πίεση του εκκλησιάσματος, αλλά από αμηχανία για το αν η πράξη τους ήταν σύννομη ή καλύτερα αν ευθυγραμμιζόταν με την πολιτική της Πύλης.
Το πρόβλημα της αναγνώρισης των Σταυριωτών ως χριστιανών, έκτοτε, πέρασε από ποικίλες φάσεις, οι οποίες μπορεί να κατανοηθούν μόνον αν ληφθούν υπόψη α) οι σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία, β) ο τρόπος με τον οποίο η οθωμανική εξουσία αξιολογούσε το πολιτικό κόστος από το συγκεκριμένο ζήτημα και τέλος γ) οι διαθέσεις των τοπικών αξιωματούχων, που στο πρόσωπο των πλούσιων Σταυριωτών ανακάλυψαν μία νέα πηγή χρηματισμού. 
1907: Φιλαρμονική Κερασούντας
Ως επιβοηθητικό στοιχείο μπορεί να προσμετρηθεί και η έξαρση κατά περιόδους του μουσουλμανικού φανατισμού. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ οι επαγγελίες του Τανζιμάτ, του Συντάγματος του 1876, αλλά και του Συντάγματος των Νεοτούρκων φαινομενικά κατέτειναν στη λύση του ζητήματος, οι παράγοντες που προαναφέρθηκαν κατέτειναν στη διαιώνισή του μέχρι σχεδόν, την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Οι Σταυριώτες χρειάστηκε να αναμετρηθούν με την τελευταία φάση του απολυταρχικού καθεστώτος του Αβδούλ Χαμίτ με αφορμή την απογραφή του 1905, όταν οι τουρκικές αρχές αρνήθηκαν να τους καταγράψουν ως χριστιανούς.
Η κλιμάκωση των πιέσεων από την πλευρά του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ Γ, της ρωσικής πρεσβείας και της ελληνικής κοινής γνώμης (μέσα από πατριωτικούς συνδέσμους και τον ελληνικό Τύπο) δεν στάθηκε ικανή να προλάβει ούτε να εμποδίσει τη φυλάκιση των προκρίτων, τον ψυχολογικό καταναγκασμό ( επιστράτευση λ.χ. παιδιών 14 ετών) και τις ποικίλες άλλες βιαιότητες κατά των Σταυριωτών(1905- 1906).
Επιστροφή στον ισλαμικό νόμο και στις ανισότητες του παρελθόντος, άρα διαγραφή των αρχών του Τανζιμάτ, σήμαινε και η μεθόδευση της οικειοποίησης των περιουσιών των Σταυριωτών εκ μέρους των τουρκικών αρχών: αδυναμία των χριστιανών Σταυριωτών να κληρονομήσουν τους γονείς τους, που είχαν καταγραφεί ως μουσουλμάνοι. Το μέτρο λειτούργησε αποτρεπτικά για ορισμένες οικογένειες, οι οποίες καταγράφηκαν, τελικά, ως μουσουλμανικές. 
Στον ίδιο στόχο, τη μείωση δηλαδή του αριθμού των χριστιανικών πληθυσμών, κατέτεινε και α) ο εξοβελισμός από τους τουρκικούς καταλόγους της περιοχής Γκιουμουσχανέ (Αργυρούπολης) των χριστιανικών ονομάτων των Κρωμλήδων, που είχαν καταγραφεί τόσο με το μουσουλμανικό, όσο και το χριστιανικό τους όνομα, β) η απάλειψη από τον χαρακτηρισμό τενεσούρ-ρουμ του β' συνθετικού ρουμ, που προσδιόριζε πλέον εθνική ταυτότητα.
Οι αγώνες των «κλωστών» για μη στρατολόγησή τους έμειναν χωρίς αντικείμενο μετά την επικράτηση της επανάστασης των Νεοτούρκων (1908), οπότε η στρατιωτική θητεία έγινε υποχρεωτική για όλους τους υπηκόους της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το αίτημά τους, που εντοπιζόταν, πλέον, στη στράτευση των τενεσούρ με τους ομοπίστους τους χριστιανούς και στην εξασφάλιση δυνατότητας τέλεσης των θρησκευτικών τους καθηκόντων, βρήκε ανταπόκριση το 1910 με τη σχετική εγκύκλιο της 24ης Μαρτίου του υπουργείου Εσωτερικών.
Έτσι οι «κρυφοί» του Πόντου, όπως ονομαζόταν πριν από την αποκάλυψή τους και «κλωστοί» και «τενεσούρ-ρουμ» επονομαζόμενοι μετά την αποκάλυψή τους εξομοιώθηκαν με τους λοιπούς χριστιανούς, με τους οποίους συμμερίσθηκαν την ίδια μοίρα.
Πίσω τους άφησαν κάποιους άλλους, που δεν επρόκειτο να ολοκληρώσουν την ίδια διαδρομή: Η τελευταία, ίσως, πριν από την Ανταλλαγή καταγεγραμμένη πρόθεση κρυ-πτοχριστιανών να επανέλθουν στον χριστιανισμό μας παραδόθηκε από τον μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθο κατά την περίοδο που εκτελούσε χρέη τοποτηρητή των Ρώσων. Αναφέρεται στην τελευταία περιοδεία του (Ιούλιος - Οκτώβριος 1917) στους οικισμούς της εκκλησιαστικής του περιφέρειας στην οποία συμπεριλαμβάνονταν και τα εννέα χωριά του'Οφεως. Σε αυτά κατοικούσαν μαζί με τους χριστιανούς και ποντιόφωνοι μουσουλμάνοι που διατηρούσαν την ανάμνηση της χριστιανικής τους ταυτότητας.
Εκεί «επιτροπή Μουσουλμάνων με ηρώτησεν», αφηγείται ο Χρύσανθος, «εάν θα εγίνοντο δεκτοί, επιστρέφοντας εις τον χριστιανισμόν, οπόθεν εξέστησαν οι πρόγονοί των. Συνέστησαν εις αυτούς υπομονήν μέχρις ου λήξει ο πόλεμος, ίνα μη, αν πάλιν η τουρκική κυβέρνησις ανακτήσει τον τόπον, σφαγώσιν όλοι ως αρνηθέντες την Μουσουλμανικήν θρησκείαν Ηυλόγησα πάντας, Χριστιανούς και Μουσουλμάνους και ανεχώρησα εξ Όφεως...»

Άρτεμις Ξανθοπούλου-Κυριακού
Καθηγήτρια Νεοελληνικής Ιστορίας ΑΠΘ



*Σύμφωνα με τον κ. Χρήστο Αηδονίδη, τον οποίο και ευχαριστούμε στην φωτογραφία διακρίνονται: Από πάνω αριστερά Λάζαρος Καλπίδης 1870-1922, άγνωστος,  Αντιγόνη Κυφίδου 1878-1958, άγνωστος.
 Κάτω αριστερά Παρθενόπη Καλπίδου 1900-1950 Παναγιώτης Καλπίδης 1845-1915, άγνωστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah