Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

Δίαυλοι επικοινωνίας με τους υπόλοιπους Έλληνες

ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΑΠΟΣΤΑΣΗ, τη γεωγραφική του απομόνωση και τις πολιτισμικές του ιδιαιτερότητες, οι Έλληνες του Πόντου δεν έπαψαν να ταυτίζονται με το υπόλοιπο Γένος. Την ταύτιση αυτή μπορούμε να την ανιχνεύσουμε και στη διαδρομή που ακολούθησε ο εθνωνυμικός τους αυτοπροσδιορισμός.
Έχουμε πρώτα τη διαχρονική χρήση κατά τον βυζαντινό Μεσαίωνα μέχρι και τη νεώτερη περίοδο του ονόματος Ρωμαίος/Ρωμιός («εμείς πα Ρωμαίοι είμες»), ο οποίος, μάλιστα, επιβιώνει ως αυτοπροσδιοριστικό και των ποντιόφωνων μουσουλμάνων του Πόντου. Ως Ρωμαίοι εξάλλου (οι ελληνόφωνοι) και ως Rum και Urum (οι τουρκόφωνοι) αυτοπροσδιορίζονταν και οι Έλληνες του Πόντου που είχαν μεταναστεύσει κατά τον 19ο, κυρίως, αιώνα στον γειτονικό τους Καύκασο. Η χρήση του όρου Έλληνας ακολούθησε και στον Πόντο διαδρομή παρόμοια με του υπόλοιπου ελληνοκατοικημένου χώρου της Βυζαντινής και στη συνέχεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
 Ταυτίστηκε, δηλαδή, αρχικά, μετά την επικράτηση του χριστιανισμού, με τον όρο ειδωλολάτρης, εθνικός, για να αναδυθεί σταδιακά από τον 11ο αιώνα κ.ε., να αποκαθαρθεί από τον απαξιωτικό χαρακτήρα, που του είχε αποδοθεί και να υιοθετηθεί ως εθνωνύμιο, πλέον, από ευρύτερα στρώματα πεπαιδευμένων, κυρίως, ορθοδόξων χριστιανών ελληνικής καταγωγής ή ελληνικής παιδείας κατά τον 19ο αιώνα. Με την αναβίωση του εθνωνυμίου 'Ελληνες συνδέεται και η συνήθεια του Τραπεζούντιου δασκάλου Σάββα Τριανταφυλλίδη να «βαπτίζει», λίγα χρόνια πριν από την επανάσταση (1816), μέσα στην τάξη τούς μαθητές του με αρχαία ελληνικά ονόματα (Ξενοφών, Ισοκράτης,Πλάτων κ.ά.)· 
Παλαιότερη μνεία για τη «διελληνική» (κατά την έκφραση του Κ.Θ. Δημαρά) συνήθεια αυτή έχουμε από την Αθήνα (1813/Διονύσιος Πύρρος) και πιο όψιμη από την Καππαδοκία (μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην ταύτιση που επισημάνθηκε έπαιξαν σημαντικό ρόλο η θρησκεία και η παιδεία των Ελλήνων του Πόντου και η κοινή «εν αιχμαλωσία» συμπόρευση από τον 15ο αι. κ.ε. με το υπόλοιπο Γένος. Ας μη μας διαφεύγει, επίσης, ότι η Πόλη υπήρξε για αιώνες όχι μόνον το διοικητικό, αλλά και το αδιαφιλονίκητο θρησκευτικό και πνευματικό σημείο αναφοράς όλων των Ρωμιών. Ειδικότερα, όμως, για τον Πόντο τους διαύλους επικοινωνίας κράτησαν ανοιχτούς οι Τραπεζούντιοι αξιωματούχοι και οι ισχυρότεροι οικονομικά κάτοικοι της αυτοκρατορίας των Κομνηνών, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί εκεί αμέσως μετά το 1461. Μάρτυρα της δύναμης που είχαν αποκτήσει, πολύ σύντομα αποτελεί η ανάδειξη (με ανορθόδοξα μέσα) κατά το 1466 στον πατριαρχικό θρόνο του ευνοουμένου τους Τραπεζούντιου ιερομονάχου Συμεών.
Αλέξανδρος Υψηλάντης
Ο κύκλος των ισχυρών οικονομικά Τραπεζουντίων στην Πόλη διευρύνθηκε με την κατά τον 17ο αιώνα φυγή από τον Πόντο και εγκατάσταση στην Κωνσταντινούπολη των οικογενειών Υψηλάντη, Μουρούζη, Καρατζά και Ρίζου. Οι ευκαιρίες που είχαν για εύκολο και γρήγορο, μέσω του εμπορίου, πλουτισμό, ενίσχυσαν την πολιτική επιρροή της παροικίας τόσο στο Πατριαρχείο όσο και στην οθωμανική αυλή και εξασφάλισαν την ένταξή τους στον κύκλο των Φαναριωτών. 
Παράλληλα, οι δεσμοί με την ιδιαίτερη πατρίδα τους εκφράστηκαν όχι μόνο με την υποστήριξη των συντοπιτών τους στην Πόλη, αλλά και με δωρεές προς τις μονές και τα σχολεία της Τραπεζούντας. Η εύνοιά τους συνεχίστηκε και μετά την ανάδειξη ορισμένων από αυτούς σε ηγεμόνες της Βλαχίας και της Μολδαβίας. Ενδεικτικά τελείως, αναφερόμαστε στο «αυθεντικό χρυσόβουλλο» του 1803 με το οποίο ο Αλέξανδρος Κωνσταντίνου Μουρούζης ενισχύει χρηματικά την Ελληνική Σχολή στην Τραπεζούντα, ύστερα από σχετική επιστολή του μητροπολίτη της «και την ανέκαθεν εκ προγόνων ημών τιμώντες πατρίδα». Δεν πρέπει, παράλληλα, να παραβλέψουμε την ενίσχυση της παροικίας χάρη στην εποχική αποδημία ή τη μονιμότερη εγκατάσταση στην Κωνσταντινούπολη διαφόρων επαγγελματιών από τον Πόντο, όπως λ.χ. των χαλκέων από το χωριό Λιβερά κ.ά. Τον δρόμο προς την Κωνσταντινούπολη έπαιρναν και οι λόγιοι του Πόντου, ιερομόναχοι στην πλειοψηφία τους μέχρι τον 19ο αιώνα, για τη βελτίωση των πνευματικών τους εφοδίων.
Εκεί, άλλωστε, προσφέρονταν διέξοδοι για τις εκπαιδευτικές τους ανησυχίες και ελπίδα σταδιοδρομίας στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Σε έναν από αυτούς, τον Σεβαστό Κυμινήτη, οφείλεται κατά γενική εκτίμηση η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για την παιδεία.
Η μεγάλη ωστόσο προσφορά του Κυμινήτη, κατά την άποψή μας, δεν συνίσταται τόσο στην ολιγόχρονη παραμονή του στην Τραπεζούντα, όπου άλλωστε ήταν υποβαθμισμένο το ενδιαφέρον για την παιδεία, όσο στο ότι άνοιξε τον δρόμο για τη φοίτηση Ποντίων μαθητών στις Ακαδημίες των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών.
 Χάρη, δηλαδή, στη μετάβαση του Σεβαστού Κυμινήτη στο Βουκουρέστι (1689) και την εκεί διδασκαλία του προσελκύσθηκαν στις Ηγεμονίες μαθητές του από την Τραπεζούντα, ιερωμένοι και κοσμικοί, σε περίοδο μάλιστα που δεν είχαν αναλάβει τη διακυβέρνησή τους ηγεμόνες ελληνικής καταγωγής. Τόσο στο Ιάσιο λοιπόν όσο και στο Βουκουρέστι, κυρίως, οι λόγιοι του Πόντου είχαν τη δυνατότητα να συγχρωτισθούν με τους υπόλοιπους ομογενείς παράλληλα με τη μύησή τους στην κοινή παιδεία.
Για να επανέλθουμε, πάντως, στην απήχηση που είχε η διδασκαλία του Κυμινήτη και στην ίδια την Τραπεζούντα, αρκεί να επισημάνουμε τον μεγάλο συγκριτικά αριθμό «μαθηματαρίων» με τις παραδόσεις του, που εντοπίστηκαν στις μεγάλες μονές του Πόντου. Τα «μαθηματάρια», τετράδια δηλαδή μαθητών, περιελάμβαναν τα κείμενα εκείνα της θύραθεν και χριστιανικής παιδείας που αντιστοιχούσαν στον μέσο κύκλο σπουδών.
 Η μελέτη των «μαθηματαρίων» αναδεικνύει την αξιοθαύμαστη ενότητα που υπήρχε στα διδασκόμενα μαθήματα ανεξάρτητα από την απόσταση που χώριζε τα εκπαιδευτικά ιδρύματα (μοναστήρια συνήθως) σε ολόκληρη την οθωμανική επικράτεια, αλλά και έξω από αυτήν, στις περιοχές όπου παρεχόταν ελληνική παιδεία και έστηναν γέφυρες οι δάσκαλοι-ταξιδευτές. Για την οικονομία της ενότητας, η οποία άλλωστε δεν έχει ως αντικείμενο διαπραγμάτευσης την παιδεία στον Πόντο, θα περιοριστούμε στην ιδιαίτερα αντιπροσωπευτική, άρα όχι μοναδική, περίπτωση του Τραπεζούντιου δασκάλου Ηλία Κανδήλογλου (1753-1 820). Ο Κανδήλογλου (ή Κανδήλης) φαίνεται να αξιοποιεί όλους τους διαύλους επικοινωνίας των Ελλήνων του Πόντου με το υπόλοιπο Γένος:
1753, 24 Σεπτεμβρίου, γέννηση στην Τραπεζούντα.
Παναγία Σουμελά

1 763-1 768. Σπουδές στο μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά, «ότε ακόμη ήκμαζεν η παιδεία».
 1768-1 778. Μετάβαση στη Βλαχία, «παρά τοις τότε Τραπεζουντίοις εκεί δασκάλοις». Ολοκλήρωσε τις σπουδές του και ήρθε σε επαφή με τις οικογένειες του Υψηλάντη και του Μουρούζη.
 1 778. «Αποστέλλεται υπ' αυτών εις Τραπεζούντα» και ασκεί για έξι χρόνια διδακτικό έργο· αναγκάζεται να φύγει λόγω της καταδρομής των ντερεμπέηδων.
1785. Καταφεύγει στη ρωσική πλέον (1 783) Χερσώνα, όπου ιδρύει «φροντιστήριο» (σχολείο) επειδή «τότε εκεί ήσαν πολλοί πρόσφυγες Έλληνες και άποικοι», οι οποίοι τον παρακάλεσαν να καλύψει τις ανάγκες τους.
1792. Επιστρέφει στην Τραπεζούντα, παντρεύεται κατά προτροπή των γονιών του μία συντοπίτισσά του. 
 1793. Μετά τον θάνατο των γονιών του και «μη δυνάμενος ένεκα των τότε ακαταστασιών να διαμείνει εν Τραπεζούντα» επέστρεψε στη Χερσώνα, όπου συνέχισε το διδακτικό του έργο.
1802. Εμπιστεύεται στους μαθητές του, δασκάλους πλέον, το σχολείο του.
1803. Επιστρέφει στην Τραπεζούντα και επιχειρεί να διδάξει για ένα χρόνο στο εκεί «φροντιστήριο». Η επιστροφή αυτή θα πρέπει να συνδυασθεί και με την επιχορήγηση του Αλέξανδρου Μουρούζη, η οποία προαναφέρθηκε.
 1804. Επιστρέφει για λίγο στη Χερσώνα και «επί 15 έτη περιήρχετο περί την Ρωσίαν και Βλαχίαν και Κωνσταντινούπολή, μυηθείς τα της ελληνικής επαναστάσεως διά του Υψηλάντου».
1819,27 Ιουλίου. Επιστρέφει για τελευταία φορά στην Τραπεζούντα και πριν συναντηθεί με την οικογένειά του, «επεσκέφθη τον τότε διδάσκαλον Σάββαν Κ. Τριανταφυλλίδην, ακροασθείς και τας παραδόσεις». Δεν πρέπει να μείνει ασχολίαστη η προτεραιότητα που έδωσε ο Κανδήλογλου στην επαφή του με τον δάσκαλο Σάββα Τριανταφυλλίδη, για τον οποίο ατεκμηρίωτες είναι αλήθεια πηγές αναφέρουν ότι ήταν μυημένος στη Φιλική Εταιρεία.
1820, 7 Δεκεμβρίου. Πεθαίνει μετά από σύντομης διάρκειας αρρώστια, που εκδηλώθηκε κατά την επίσκεψή του στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Περιστερεώτα.
Ο Κανδήλης, που κατά τη διάρκεια της πολυκύμαντης ζωής του είχε αποκτήσει αξιόλογη περιουσία σε κτήματα στη Χερσώνα και καταστήματα στην Οδησσό, κληροδότησε μέρος της στο σχολείο της Τραπεζούντας και τις μονές της. Ο γιος του Νικόλαος ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα του Υψηλάντη. Οι δραστηριότητες του Κανδήλη κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του και ο χώρος μέσα στον οποίο κινήθηκε θα μπορούσαν να ξετυλίξουν το κουβάρι των ατεκμηρίωτων μέχρι σήμερα παραδόσεων, που θέλουν την περιορισμένη, έστω, μύηση Ελλήνων του Πόντου στη Φιλική Εταιρεία και τη συμμετοχή τους στον αγώνα του Αλέξανδρου Υψηλάντη.

Άρτεμις Ξανθοπούλου -Κυριακού
Καθηγήτρια Νεοελληνικής ιστορίας ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah