Μέχρι το 1863, όταν φάνηκε το ζήτημα της Αρχιεπισκοπής Ροδοπόλεως, σχολείο δεν βρίσκονταν στη Σάντα. Δίδασκαν παπάδες και καλογριές τα κοινά γράμματα (το Πινακίδ, το Ωρολόγιο, την Οκτώηχο, τον Απόστολο, κλπ). Όσοι μάθαιναν αυτά λέγονταν "ημψοί ποπάδες" και είχαν μεγάλη υπόληψη. Μερικοί απ' αυτούς πήγαιναν στο Μοναστήρι Σουμελά, έπαιρναν ανώτερα μαθήματα και άμα γύριζαν στη Σάντα χειροτονούνταν παπάδες.
Στην απόφαση της Μ. εκκλησίας αντέδρασαν οι εξαρχιώτες κατά παρακίνηση των καλόγερων, κάποτε και αυθόρμητα και ζήτησαν την κατάργηση της αρχιεπισκοπής. Κυρίως οι Σανταίοι ήρθαν πρώτοι στον αγώνα εναντίον του αρχιερέα και αυτοί έγιναν αίτιοι της διάλυσης της Αρχιεπισκοπής. Μολαταύτα μία μειοψηφία απ' τις ενορίες Ισχανάντων, Τερζάντων, Κοζλαράντων και Πινατάντων συνηγορούσε υπέρ της Αρχιεπισκοπής χωρίς να κατορθώσει τίποτε.
Έδρα της Αρχιεπισκοπής ήταν η Λιβερά. Τέσσερα χρόνια έζησε η αρχιεπισκοπή, αλλά στα δύο πρώτα χρόνια δεν τόλμησε ο Γεννάδιος να επισκεφτεί τη Σάντα. Τον Αύγουστο της τρίτης χρονιάς οι φίλοι της Αρχιεπισκοπής προσκάλεσαν τον αρχιερέα στη Σάντα. Ο αρχιερέας δέχτηκε με χαρά την πρόσκληση και ήρθε πρώτα στην ενορία Τερζάντων, όπου λειτούργησε. Oι αντίπαλοί του, Αθανάσιος Αμοιράς μουχτάρης Ισχανάντων και Ιωάννης Μαρούφ μουχτάρης Πιστοφάντων, φοβήθηκαν να μην προσηλυτιστεί το πλήθος και κάλεσαν γενική συνέλευση των κατοίκων Σάντας για να συσκεφθούν με ποιον τρόπο θα διώξουν τον αρχιερέα από την Σάντα. Στο μεταξύ προσκάλεσε τον αρχιερέα ο Μουρτεζές να λειτουργήσει στην εκκλησία Πινατάντων .
Τότε οι ανωτέρω δύο μουχτάρηδες πήραν 30 οπλισμένους και τους σύστησαν να ρίξουν τουφεκιές το πρωί της Κυριακής για να τρομάξει ο Δεσπότης και να φύγει. Και πράγματι έφυγε. Η πράξη αυτή των Σανταίων άρεσε στους καλόγερους των μοναστηριών, oι οποίοι τους έστειλαν γράμματα ευχετικά και επικαλέσθηκαν την χάρη της Παναγίας πάνω σ' αυτούς, γιατί έδιωξαν τον λυμεώνα των πολυπαθών Εξαρχιών.
Οι οπαδοί της αρχιεπισκοπής άμα έπεισαν τον γιο του ονομαστού Κούρτου Γιάννη Κύρτογλου να μπει στο κόμμα τους νόμισαν πως έγιναν ισχυροί, προσκάλεσαν τον αρχιερέα στη Σάντα και τον βεβαίωσαν πως οι περισσότεροι κάτοικοι είναι με το μέρος του. Ο Γεννάδιος τότε αναχώρησε από την Λιβερά με τον φίλο του Τιγκλιάνογλου και ήρθε στο Τάσκιοπρι όπου διέμενε ο Κύρτογλου, από εκεί έγραψε στους φίλους του και τους ειδοποίησε για τον ερχομό του.
Μόλις έμαθαν τον ερχομό του Δεσπότη οι αντίπαλοί του εξαγριώθηκαν, μάζεψαν πολλούς οπλίτες, ανέβηκαν στο Τάσκιοπρι και έδιωξαν τον Αρχιερέα. Ο Γεννάδιος κατάγγειλε τους Σανταίους στην Αργυρούπολη, μα οι καλόγεροι έστειλαν τον Αμοιρά με 2000 γρόσια στην Αργυρούπολη για να δωροδοκήσει τον πασά. Έτσι οι Σανταίοι επέστρεψαν αθώοι και ο Γεννάδιος επέστρεψε λυπημένος στη Λιβερά.
Από την στάση των Σανταίων πήραν θάρρος και οι άλλοι εξαρχιώτες και απειλούσαν να προβούν σε έκνομες πράξεις, τότε η Εκκλησία αναγκάστηκε να στείλει εξάρχους της τον Αρχιμανδρίτη Χρύσανθο και τον Θεόδωρο Κυριακίδη. Αυτοί εξέτασαν την κατάσταση και ανέφεραν στην Εκκλησία ότι δεν συμφέρει η ύπαρξη της Αρχιεπισκοπής και έτσι καταργήθηκε η Αρχιεπισκοπή.
Λίγο ύστερα oι πατέρες της Σουμελά κινήθηκαν για την ίδρυση σχολείων στη Σάντα, όπως υποσχέθηκαν στην Μ. Εκκλησία. Όμως κατά το 1876 ανακινήθηκε πάλι το ζήτημα της Αρχιεπισκοπής απ’ τον ίδιο το Γεννάδιο και στάλθηκαν έξαρχοι ο επίσκοπος Χαριουπόλεως Γεννάδιος και ο Πατριαρχικός Διάκονος Νεκτάριος, οι οποίοι εξέτασαν το ζήτημα και στην έκθεση τους γνωμοδότησαν υπέρ της ανασυστάσεως της αρχιεπισκοπής.
Ύστερα απ’ αυτή την έκθεση η Μ. Εκκλησία έπρεπε να προβεί στην ανασύσταση της Αρχιεπισκοπής, αλλά αυτή έκαμε το αντίθετο. Άραγε χαρίστηκε στους λίγους εκείνους που δεν ήθελαν να δυσαρεστήσουν τους συγγενείς των καλόγερους; Το αίνιγμα αυτό το λύσαμε γιατί κατορθώσαμε να βρούμε έγγραφα αυθεντικά που βεβαίωσαν πως ο τότε Πατριάρχης, αν και έτρεφε μίσος εναντίον των Μοναστηριών δωροδοκήθηκε από τα Μοναστήρια με 300 λίρες, κατάργησε την Αρχιεπισκοπή και πούλησε το συμφέρον των εξαρχιών στους καλόγερους. Το πράγμα αυτό είναι έξω από κάθε αμφιβολία. Θέλω να δουν οι συμπατριώτες μου πως αν το 1870 μας πήραν πάλι τα Μοναστήρια, αυτό το έκανε ο Πατριάρχης γιατί θάμπωσαν τα μάτια του και θόλωσαν τον νου του οι 300 λίρες. Οι καλόγεροι όμως έλεγαν τότε: Η Παναγία εφώτισε τον νουν του Πατριάρχου εις τοιαύτην απόφασιν.
Το 1880 οι Σουμελιώτες είχαν μαλώματα εσωτερικά και η Εκκλησία επειδή έβλεπε ότι η κατάσταση αυτή μπορεί να επιφέρει ηθική ζημία στην Εξαρχία Σουμελά, ανάθεσε στον Μητροπολίτη Τραπεζούντας να ελέγξει την διαχείριση των εισοδημάτων του Μοναστηριού και να έχει διαρκή εποπτεία πάνω σ’ αυτά. Οι Σανταίοι άμα το άκουσαν διαμαρτυρήθηκαν έντονα εναντίον της εποπτείας, και τότε τους στάλθηκε Πατριαρχικό γράμμα που τους συμβούλευε να συμμορφωθούν με τις αποφάσεις της Εκκλησίας.
Ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ’. παραιτήθηκε και ανάλαβε ο Ιωακείμ ο Δ' στην εποχή του οποίου η Εκκλησία ανακάλεσε την απόφασή της για την εποπτεία.
Για το ζήτημα αυτό της Αρχιεπισκοπής Ροδοπόλεως όσοι έγραψαν απέδωσαν τις διαμαρτυρίες των Εξαρχιωτών στην ευλάβεια και τον σεβασμό που είχαν στα Μοναστήρια. Το ότι όμως οι εξεγέρσεις αυτές των εξαρχιωτών προέρχονταν από τις ραδιουργίες των καλόγερων, αυτό κανείς δε μπορεί να το αμφισβητήσει. Αυτό το μαρτυρεί το παρακάτω γράμμα προς τον ηγούμενο Σουμελά του Πατριάρχη Σωφρονίου με ημερομηνία 27 Ιουνίου 1866. "Έφθασεν εις τα ώτα της Εκκλησίας ως εκ μέρους τινών μοναστηριακών πατέρων και προπάντων ενός, προέρχονται αι υποκινήσεις και αι ιδιοτελείς προτροπαί προς τούς απλοϊκούς χριστιανούς της κωμοπόλεως Σαντά όπως επιμένωσιν έν ού δέοντι εις την μη αναγνώρισιν του γνησίου αυτών ως κανονικού, κυριάρχου και πνευματικού προστάτου θεοφιλεστάτου αρχιεπισκόπου Ροδοπόλεως, αγαπητού ημών εν Χριστώ αδελφού κυρ Γενναδίου...Δια τούτο γράφοντες εντελλόμεθα όπως αφήση τους Χριστιανούς της Κωμοπόλεως Σαντά ίνα αναγνωρίσωσι τον θεοφιλέστατον Αρχιεπίσκοπον Ροδοπόλεως κυρ Γεννάδιον ως γνήσιον και κανονικόν αυτών αρχιερέα......"
Και όμως όχι μόνον δεν διώχτηκε από το Μοναστήρι ο υπονοούμενος καλόγερος, αλλά και καυχιόνταν κατόπιν ότι ο σκοπός του πέτυχε*.
Λοιπόν όσες φορές ζήτησε η Εκκλησία με πλάγια μέσα της εποπτείας να περιορίσει την εξουσία των μοναστηριών, οι Πατέρες αμέσως ειδοποιούσαν στη Σάντα την απόφαση της Εκκλησίας, και οι Σανταίοι ασυνείδητα διαμαρτύρονταν ενάντια στην κάθε τέτοια απόφαση και με την στάση τους αυτή εξυπηρετούσαν τους σκοπούς των καλόγερων.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι στην εξέγερση των Σανταίων εναντίον της αρχιεπισκοπής συνετέλεσε και ο Μητροπολίτης Χαλδείας Γερβάσιος, ο οποίος και απ’ ευθείας έγραψε στους Πιστοφανταίους, και τον καλόγερο Τιμόθεο εξουσιοδότησε να προπαγανδίσει την προσάρτηση της Σάντας στην επαρχία του.
Και τώρα υποστηρίζομαι με βεβαιότητα πως οι Σανταίοι κατεξανέστησαν ενάντια στην Αρχιεπισκοπή όχι άφ’ εαυτού τους, αλλά γιατί τους το φύσηξαν στ’ αυτιά οι καλόγεροι του Μοναστηριού Σουμελά. Οι σημερινοί όμως Σανταίοι δεν πιστεύουν στις υποσχέσεις των καλόγερων, δεν τρέμουν την οργή της Παναγίας και οι περισσότεροι ποθούν την ανασύσταση της Αρχιεπισκοπής.
Αυτή είναι η μόνη δυνατή λύση του ζητήματος και αυτήν πρέπει να επιδιώξουμε, εάν θέλουμε ν' απολαύσουμε τα καλά της παιδείας. Και πως είναι δυνατό να περιμένουμε πρόοδο από ένα Ηγούμενο αμόρφωτο, που δεν είναι σε θέση να αντιλαμβάνεται τα ψηλά του καθήκοντα και να τα εκτελεί; Ενώ εάν έχομε αρχιερέα, αυτός σαν μορφωμένος που είναι θα μεριμνήσει να εισάγει κανονισμούς στα κοινοτικά μας πράγματα και να διοργανώσει τα σχολεία μας. Εμείς δε όσον πλούτο έχομε θα τον διαθέσουμε για να καλυτερέψουμε την κατάσταση των σχολείων μας και να αποτελέσουμε πρότυπο ελληνικής προοδευτικής κοινότητας.
Μιλτιάδης Κ. Νυμφόπουλος
Εκπαιδευτικός
(*) Σημείωση συγγραφέα : Ο καλόγερος αυτός ήταν ο Νικόδημος Μυρίδης που είχε μεγάλη επιρροή στην Εξαρχία Σουμελά και στις άλλες εξαρχίες.
Το 1863 έγιναν οι εθνικοί κανονισμοί και καταργήθηκαν οι τρεις εξαρχίες των μοναστηριών Σουμελά, Βαζελώνος και Περιστερά. Πολλοί Τραπεζούντιοι ανέφεραν στην Μ. Εκκλησία πως συμφέρει να συγχωνευτούν οι τρεις εξαρχίες με την Μητρόπολη Τραπεζούντας, μα η Μ. Εκκλησία έκρινε καλό να υπάρχει ιδιαίτερος αρχιερέας για να φροντίσει καλύτερα για την πνευματική ανάπτυξη των κατοίκων των Εξαρχιών, ένωσε τις τρεις Εξαρχίες σε μια Αρχιεπισκοπή, την Αρχιεπισκοπή Ροδοπόλεως, και έστειλε Αρχιερέα τον Γεννάδιο Μισαηλίδη.
Στην απόφαση της Μ. εκκλησίας αντέδρασαν οι εξαρχιώτες κατά παρακίνηση των καλόγερων, κάποτε και αυθόρμητα και ζήτησαν την κατάργηση της αρχιεπισκοπής. Κυρίως οι Σανταίοι ήρθαν πρώτοι στον αγώνα εναντίον του αρχιερέα και αυτοί έγιναν αίτιοι της διάλυσης της Αρχιεπισκοπής. Μολαταύτα μία μειοψηφία απ' τις ενορίες Ισχανάντων, Τερζάντων, Κοζλαράντων και Πινατάντων συνηγορούσε υπέρ της Αρχιεπισκοπής χωρίς να κατορθώσει τίποτε.
Έδρα της Αρχιεπισκοπής ήταν η Λιβερά. Τέσσερα χρόνια έζησε η αρχιεπισκοπή, αλλά στα δύο πρώτα χρόνια δεν τόλμησε ο Γεννάδιος να επισκεφτεί τη Σάντα. Τον Αύγουστο της τρίτης χρονιάς οι φίλοι της Αρχιεπισκοπής προσκάλεσαν τον αρχιερέα στη Σάντα. Ο αρχιερέας δέχτηκε με χαρά την πρόσκληση και ήρθε πρώτα στην ενορία Τερζάντων, όπου λειτούργησε. Oι αντίπαλοί του, Αθανάσιος Αμοιράς μουχτάρης Ισχανάντων και Ιωάννης Μαρούφ μουχτάρης Πιστοφάντων, φοβήθηκαν να μην προσηλυτιστεί το πλήθος και κάλεσαν γενική συνέλευση των κατοίκων Σάντας για να συσκεφθούν με ποιον τρόπο θα διώξουν τον αρχιερέα από την Σάντα. Στο μεταξύ προσκάλεσε τον αρχιερέα ο Μουρτεζές να λειτουργήσει στην εκκλησία Πινατάντων .
Τότε οι ανωτέρω δύο μουχτάρηδες πήραν 30 οπλισμένους και τους σύστησαν να ρίξουν τουφεκιές το πρωί της Κυριακής για να τρομάξει ο Δεσπότης και να φύγει. Και πράγματι έφυγε. Η πράξη αυτή των Σανταίων άρεσε στους καλόγερους των μοναστηριών, oι οποίοι τους έστειλαν γράμματα ευχετικά και επικαλέσθηκαν την χάρη της Παναγίας πάνω σ' αυτούς, γιατί έδιωξαν τον λυμεώνα των πολυπαθών Εξαρχιών.
Οι οπαδοί της αρχιεπισκοπής άμα έπεισαν τον γιο του ονομαστού Κούρτου Γιάννη Κύρτογλου να μπει στο κόμμα τους νόμισαν πως έγιναν ισχυροί, προσκάλεσαν τον αρχιερέα στη Σάντα και τον βεβαίωσαν πως οι περισσότεροι κάτοικοι είναι με το μέρος του. Ο Γεννάδιος τότε αναχώρησε από την Λιβερά με τον φίλο του Τιγκλιάνογλου και ήρθε στο Τάσκιοπρι όπου διέμενε ο Κύρτογλου, από εκεί έγραψε στους φίλους του και τους ειδοποίησε για τον ερχομό του.
Ισχανάντων -Σαντάς |
Μόλις έμαθαν τον ερχομό του Δεσπότη οι αντίπαλοί του εξαγριώθηκαν, μάζεψαν πολλούς οπλίτες, ανέβηκαν στο Τάσκιοπρι και έδιωξαν τον Αρχιερέα. Ο Γεννάδιος κατάγγειλε τους Σανταίους στην Αργυρούπολη, μα οι καλόγεροι έστειλαν τον Αμοιρά με 2000 γρόσια στην Αργυρούπολη για να δωροδοκήσει τον πασά. Έτσι οι Σανταίοι επέστρεψαν αθώοι και ο Γεννάδιος επέστρεψε λυπημένος στη Λιβερά.
Από την στάση των Σανταίων πήραν θάρρος και οι άλλοι εξαρχιώτες και απειλούσαν να προβούν σε έκνομες πράξεις, τότε η Εκκλησία αναγκάστηκε να στείλει εξάρχους της τον Αρχιμανδρίτη Χρύσανθο και τον Θεόδωρο Κυριακίδη. Αυτοί εξέτασαν την κατάσταση και ανέφεραν στην Εκκλησία ότι δεν συμφέρει η ύπαρξη της Αρχιεπισκοπής και έτσι καταργήθηκε η Αρχιεπισκοπή.
Λίγο ύστερα oι πατέρες της Σουμελά κινήθηκαν για την ίδρυση σχολείων στη Σάντα, όπως υποσχέθηκαν στην Μ. Εκκλησία. Όμως κατά το 1876 ανακινήθηκε πάλι το ζήτημα της Αρχιεπισκοπής απ’ τον ίδιο το Γεννάδιο και στάλθηκαν έξαρχοι ο επίσκοπος Χαριουπόλεως Γεννάδιος και ο Πατριαρχικός Διάκονος Νεκτάριος, οι οποίοι εξέτασαν το ζήτημα και στην έκθεση τους γνωμοδότησαν υπέρ της ανασυστάσεως της αρχιεπισκοπής.
Ύστερα απ’ αυτή την έκθεση η Μ. Εκκλησία έπρεπε να προβεί στην ανασύσταση της Αρχιεπισκοπής, αλλά αυτή έκαμε το αντίθετο. Άραγε χαρίστηκε στους λίγους εκείνους που δεν ήθελαν να δυσαρεστήσουν τους συγγενείς των καλόγερους; Το αίνιγμα αυτό το λύσαμε γιατί κατορθώσαμε να βρούμε έγγραφα αυθεντικά που βεβαίωσαν πως ο τότε Πατριάρχης, αν και έτρεφε μίσος εναντίον των Μοναστηριών δωροδοκήθηκε από τα Μοναστήρια με 300 λίρες, κατάργησε την Αρχιεπισκοπή και πούλησε το συμφέρον των εξαρχιών στους καλόγερους. Το πράγμα αυτό είναι έξω από κάθε αμφιβολία. Θέλω να δουν οι συμπατριώτες μου πως αν το 1870 μας πήραν πάλι τα Μοναστήρια, αυτό το έκανε ο Πατριάρχης γιατί θάμπωσαν τα μάτια του και θόλωσαν τον νου του οι 300 λίρες. Οι καλόγεροι όμως έλεγαν τότε: Η Παναγία εφώτισε τον νουν του Πατριάρχου εις τοιαύτην απόφασιν.
Το 1880 οι Σουμελιώτες είχαν μαλώματα εσωτερικά και η Εκκλησία επειδή έβλεπε ότι η κατάσταση αυτή μπορεί να επιφέρει ηθική ζημία στην Εξαρχία Σουμελά, ανάθεσε στον Μητροπολίτη Τραπεζούντας να ελέγξει την διαχείριση των εισοδημάτων του Μοναστηριού και να έχει διαρκή εποπτεία πάνω σ’ αυτά. Οι Σανταίοι άμα το άκουσαν διαμαρτυρήθηκαν έντονα εναντίον της εποπτείας, και τότε τους στάλθηκε Πατριαρχικό γράμμα που τους συμβούλευε να συμμορφωθούν με τις αποφάσεις της Εκκλησίας.
Ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ’. παραιτήθηκε και ανάλαβε ο Ιωακείμ ο Δ' στην εποχή του οποίου η Εκκλησία ανακάλεσε την απόφασή της για την εποπτεία.
Για το ζήτημα αυτό της Αρχιεπισκοπής Ροδοπόλεως όσοι έγραψαν απέδωσαν τις διαμαρτυρίες των Εξαρχιωτών στην ευλάβεια και τον σεβασμό που είχαν στα Μοναστήρια. Το ότι όμως οι εξεγέρσεις αυτές των εξαρχιωτών προέρχονταν από τις ραδιουργίες των καλόγερων, αυτό κανείς δε μπορεί να το αμφισβητήσει. Αυτό το μαρτυρεί το παρακάτω γράμμα προς τον ηγούμενο Σουμελά του Πατριάρχη Σωφρονίου με ημερομηνία 27 Ιουνίου 1866. "Έφθασεν εις τα ώτα της Εκκλησίας ως εκ μέρους τινών μοναστηριακών πατέρων και προπάντων ενός, προέρχονται αι υποκινήσεις και αι ιδιοτελείς προτροπαί προς τούς απλοϊκούς χριστιανούς της κωμοπόλεως Σαντά όπως επιμένωσιν έν ού δέοντι εις την μη αναγνώρισιν του γνησίου αυτών ως κανονικού, κυριάρχου και πνευματικού προστάτου θεοφιλεστάτου αρχιεπισκόπου Ροδοπόλεως, αγαπητού ημών εν Χριστώ αδελφού κυρ Γενναδίου...Δια τούτο γράφοντες εντελλόμεθα όπως αφήση τους Χριστιανούς της Κωμοπόλεως Σαντά ίνα αναγνωρίσωσι τον θεοφιλέστατον Αρχιεπίσκοπον Ροδοπόλεως κυρ Γεννάδιον ως γνήσιον και κανονικόν αυτών αρχιερέα......"
Και όμως όχι μόνον δεν διώχτηκε από το Μοναστήρι ο υπονοούμενος καλόγερος, αλλά και καυχιόνταν κατόπιν ότι ο σκοπός του πέτυχε*.
Λοιπόν όσες φορές ζήτησε η Εκκλησία με πλάγια μέσα της εποπτείας να περιορίσει την εξουσία των μοναστηριών, οι Πατέρες αμέσως ειδοποιούσαν στη Σάντα την απόφαση της Εκκλησίας, και οι Σανταίοι ασυνείδητα διαμαρτύρονταν ενάντια στην κάθε τέτοια απόφαση και με την στάση τους αυτή εξυπηρετούσαν τους σκοπούς των καλόγερων.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι στην εξέγερση των Σανταίων εναντίον της αρχιεπισκοπής συνετέλεσε και ο Μητροπολίτης Χαλδείας Γερβάσιος, ο οποίος και απ’ ευθείας έγραψε στους Πιστοφανταίους, και τον καλόγερο Τιμόθεο εξουσιοδότησε να προπαγανδίσει την προσάρτηση της Σάντας στην επαρχία του.
Και τώρα υποστηρίζομαι με βεβαιότητα πως οι Σανταίοι κατεξανέστησαν ενάντια στην Αρχιεπισκοπή όχι άφ’ εαυτού τους, αλλά γιατί τους το φύσηξαν στ’ αυτιά οι καλόγεροι του Μοναστηριού Σουμελά. Οι σημερινοί όμως Σανταίοι δεν πιστεύουν στις υποσχέσεις των καλόγερων, δεν τρέμουν την οργή της Παναγίας και οι περισσότεροι ποθούν την ανασύσταση της Αρχιεπισκοπής.
Αυτή είναι η μόνη δυνατή λύση του ζητήματος και αυτήν πρέπει να επιδιώξουμε, εάν θέλουμε ν' απολαύσουμε τα καλά της παιδείας. Και πως είναι δυνατό να περιμένουμε πρόοδο από ένα Ηγούμενο αμόρφωτο, που δεν είναι σε θέση να αντιλαμβάνεται τα ψηλά του καθήκοντα και να τα εκτελεί; Ενώ εάν έχομε αρχιερέα, αυτός σαν μορφωμένος που είναι θα μεριμνήσει να εισάγει κανονισμούς στα κοινοτικά μας πράγματα και να διοργανώσει τα σχολεία μας. Εμείς δε όσον πλούτο έχομε θα τον διαθέσουμε για να καλυτερέψουμε την κατάσταση των σχολείων μας και να αποτελέσουμε πρότυπο ελληνικής προοδευτικής κοινότητας.
Μιλτιάδης Κ. Νυμφόπουλος
Εκπαιδευτικός
(*) Σημείωση συγγραφέα : Ο καλόγερος αυτός ήταν ο Νικόδημος Μυρίδης που είχε μεγάλη επιρροή στην Εξαρχία Σουμελά και στις άλλες εξαρχίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου