Η ΑΖΟΦΙΚΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΕΙΧΕ ΠΑΝΤΟΤΕ ιδιαίτερο
ενδιαφέρον εξαιτίας της γειτνίασής της με εύφορες περιοχές. Αποτελούσε την
έξοδο των εμπορευμάτων που κατέφθασαν από τον Βορρά και προορίζονταν για τα
λιμάνια του Εύξεινου και της Μεσογείου. Στη μεταφορά των εμπορευμάτων η
συμβολή του ποταμού Δον ήταν μεγάλη, γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο που σημαντικές
πόλεις σχηματίσθηκαν κοντά στις εκβολές του ποταμού και στα παράλια της
Αζοφικής.
Το Ροστόφ, το Ταϊγάνιο, η Μαριούπολη ήταν, ασφαλώς, οι
σπουδαιότερες ανάμεσά τους. Κατ’ αναλογία ήταν εύλογη η εγκατάσταση Ελλήνων σ’
αυτές τις πόλεις. Αποίκησαν τις συγκεκριμένες περιοχές, όταν η τσαρική Ρωσία
κατέκτησε τα εδάφη της Αζοφικής στη διάρκεια των Ρωσοτουρκικών Πολέμων.
Η κλειστή θάλασσα του Αζόφ δεν ήταν η πιο κατάλληλη
για την πλεύση των εμπορικών πλοίων. Ήταν πολύ αβαθής και αυτό ενείχε πολλούς
κινδύνους προσάραξης του σκάφους. Οι λιμενικές αρχές φρόντιζαν να τοποθετούν
σημαδούρες σε τακτά διαστήματα, ώστε να διευκολύνουν το ταξίδι, αλλά το πρόβλημα
ήταν σχεδόν ανυπέρβλητο. Η θάλασσα γινόταν ρηχή όσο πλησίαζες στις ακτές.
Συνεπώς, το δέσιμο των πλοίων στην αποβάθρα των λιμανιών της Αζοφικής ήταν εκ
των πραγμάτων αδύνατο.
Τα σκάφη έδεναν στα βαθύτερα νερά, αρκετά μίλια
από την ακτή. Τη φόρτωση και την ξεφόρτωσή τους την αναλάμβαναν φορτηγίδες με
μικρό βύθισμα. Φυσικό επακόλουθο αυτής της διαδικασίας ήταν το υψηλό κόστος, η
καθυστέρηση στην αναχώρηση, αλλά και ο κίνδυνος απάτης, αφού ανάμεσα στη
φόρτωση στην αποβάθρα και στην οριστική τοποθέτηση στα αμπάρια του σκάφους
μεσολαβούσε ικανή απόσταση.
Το άλλο μεγάλο πρόβλημα ήταν το πάγωμα των νερών.
Εξήντα, ακόμη και ενενήντα ημέρες η Αζοφική Θάλασσα ήταν αποκλεισμένη από
τους πάγους, τα λιμάνια απρόσιτα και όσα πλοία δεν είχαν προλάβει να
αναχωρήσουν, δέσμια του καιρού περίμεναν υπομονετικά το λιώσιμο των πάγων.
Τότε οι ναυτικοί, μην έχοντας τίποτα άλλο να κάνουν, γυρνούσαν στις ταβέρνες
άλλοτε με εκνευρισμό και διάθεση για τσακωμό, άλλοτε διασκεδάζοντας και
μεθυσμένοι.
Τανγανρόγκ (παλαιότερα Ταϊγάνιο, ρωσ. Таганрог) |
Υπήρχαν και άλλα προβλήματα στο ταξίδι του πλοίου από
και προς την Αζοφική. Στον δρόμο του για το Κερτς, λιμάνι στη Νοτιοανατολική
Κριμαία σημείο εξόδου από την Αζοφική, το πλοίο φορτωμένο με σιτάρι από τη
ράδα π.χ. του Ταϊγανίου, έπρεπε να ξεφορτώσει το φορτίο [να λιμπάρει στη
ναυτική γλώσσα], προκειμένου να σηκωθεί, ώστε να περάσει άφοβα τη μπάρα που
έκλεινε το στενό του Γενικαλέ. Διαφορετικά, το πλοίο θα «κάθιζε» στον πυθμένα,
με τις ανάλογες συνέπειες. Βεβαίως, όλα αυτά δημιουργούσαν προβλήματα με αποτέλεσμα
επιπλέον έξοδα.
Στα τέλη του αιώνα οι ρωσικές αρχές προχώρησαν σε ένα
σπουδαίο έργο. Δημιούργησαν διώρυγα ανάμεσα στο Κερτς και το Γενικαλέ μήκους
30 μιλίων, περίπου, μέσω της οποίας τα ατμόπλοια και τα ιστιοφόρα με πλοηγούς
ρυμουλκά περνούσαν απρόσκοπτα το στενό στο στόμιο της Αζοφικής.
Υπήρχε και η καραντίνα, η αναγκαία κάθαρση των
ταξιδιωτών από μολυσματικές ασθένειες προτού καν μπουν στη θάλασσα του Αζόφ.
Μόλις το πλοίο έφτανε στο Κερτς, υποχρεωνόταν να σταθμεύσει στο
λοιμοκαθαρτήριο. Ο φόβος για τις επιδημικές αρρώστιες ήταν μεγάλος και
προερχόταν, κυρίως από την επικοινωνία με τα λιμάνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ακολουθούσε η μέθοδος του καπνίσματος των ρούχων και των εμπορευμάτων. Και οι
άνθρωποι έμεναν απομονωμένοι μέσα στο κτίριο για πολλές ημέρες, ανάλογα με την
έξαρση που παρουσίαζαν οι επιδημίες τη συγκεκριμένη περίοδο.
Έτσι όταν το πλοίο έμπαινε στην Αζοφική
«ελευθεροκοινωνούσε», όπως έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής και μπορούσε με
«καθαρά» χαρτιά να προσεγγίσει σε οποιαδήποτε ράδα.
Το πρώτο λιμάνι στην Αζοφική που αναπτύχθηκε εμπορικά,
ήταν το Ταϊγάνιο. Αυτός ήταν ο λόγος που προσείλκυσε πολλούς ξένους μετανάστες,
ανάμεσά τους και αρκετούς Έλληνες, πρόσφυγες των Ρωσοτουρκικών Πολέμων. Το
Ταϊγάνιο είχε ιδρυθεί το 1698 από το Μεγάλο Πέτρο, μετά την κατάληψη της
Αζοφικής Θάλασσας από το ρωσικό στρατό. Όμως, οι Τούρκοι επανέκτησαν την
περιοχή το 1711 και τη διατήρησαν μέχρι τον πρώτο Ρωσοτουρκικό Πόλεμο
(1768-1774), μετά τον οποίο οι Ρώσοι της Αικατερίνης ανακατέλαβαν την πόλη και
τη γύρω περιοχή.
Οι Έλληνες έφθασαν στο Ταϊγάνιο το 1775, σχεδόν
με το τέλος του πολέμου. Ήταν η κατάληξη ενός μακρινού ταξιδιού που είχε
αφετηρία την Πελοπόννησο και τα νησιά του ελλαδικού χώρου. Προσωρινή διαμονή η
Κριμαία, μόνο που εκεί δεν επαρκούσαν οι διαθέσιμες γαίες προς διανομή. Ο
πρίγκιπας Ποτέμκιν διέταξε τις Αρχές του Αζόφ να διευκολύνουν την εγκατάσταση
των προσφύγων στο Ταϊγάνιο. Πράγματι, εκατοντάδες ξενιτεμένων έστησαν
παραπήγματα σε κεντρικά σημεία της πόλης, στην οδό των Ελλήνων (Γκρετσέσκαγια
ούλιτσα).
Στην πόλη συγκροτήθηκε στρατιωτικό σώμα έτοιμο
προς δράση, είτε στους πολέμους της αυτοκρατορίας, είτε στον ξεσηκωμό του
Γένους. Στον γειτονικό ποταμό Μιούς, στήθηκε ο στρατιωτικός καταυλισμός, μέχρι
το 1783, όταν η στρατιωτική φάλαγγα των Ελλήνων μετακινήθηκε προς τη Μπαλακλάβα
της Κριμαίας, και συναποτέλεσε το στρατιωτικό τάγμα που έλαβε μέρος και στον
Κριμαϊκό Πόλεμο στο πλευρό των Ρώσων.
Από αυτούς τους πρώτους πρόσφυγες του Ταϊγανίου, οι
περισσότεροι ασχολήθηκαν με την καλλιέργεια των γαιών που τους παραχωρήθηκαν,
ενώ άλλοι στράφηκαν συγχρόνως προς το εμπόριο. Ο Αλφιεράκης, ο Βερναρδάκης, ο
Χουλιάρας, ο Καραγιάννης, ο Φλούκης, ο Στάσης, λίγο αργότερα και ο Βαρβάκης
κ.ά. έγιναν σημαντικοί οικονομικοί παράγοντες στην αναπτυσσόμενη πόλη.
Απέκτησαν τον τίτλο του ευγενή, πολύ σημαντική ιδιότητα για τη ρωσική κοινωνία
της εποχής, μια κοινωνία με έντονο το στοιχείο των κοινωνικών
ιεραρχιών. Αυτοί οι πρώτοι ομογενείς έχτισαν ωραίες κατοικίες, εξοχικά σε
κατάφυτες περιοχές ή κοντά στις πανύψηλες ακτές της Αζοφικής.Η πόλη έμοιαζε με
απόρθητο οχυρό, άλλωστε αυτός ήταν ο σκοπός του Μ. Πέτρου, όταν αποφάσισε την
ίδρυση του Ταϊγανίου. Η πεδιάδα της γειτονικής ενδοχώρας και η Αζοφική
δημιουργούσαν ένα ευχάριστο κλίμα. Η πολεοδομική όψη έδινε στον επισκέπτη την
αίσθηση μιας φροντισμένης πόλης, πάνω απ’ όλα όμως ήταν τα δέντρα στους δρόμους
που προκαλούσαν ωραίο θέαμα και δρόσιζαν τους κατοίκους. Στην παραλία
φορτωμένες μπάρζες με σιτηρά στην αποβάθρα περίμεναν την εντολή από κάποιον
ναυλωτή για να μεταφέρουν το προϊόν στα ανοιχτά. Το λιμάνι πολύβουο και
πολυάσχολο δικαιολογούσε τη φήμη του ως το σημαντικότερο εμπορικό κέντρο του
Αζόφ και ένα από τα μεγαλύτερα σε δραστηριότητα στην ανατολική Μεσόγειο. Τα
πλοία ήταν ελλιμενισμένα, σχεδόν, 30 μίλια στα ανοιχτά και οι ναυτικοί
έβγαιναν καθημερινά με τις λέμβους στην αποβάθρα, όχι μόνο για τις απαραίτητες
διατυπώσεις στο λιμεναρχείο και το τελωνείο, αλλά και για να διασκεδάσουν για
να ξεφύγουν από τη ρουτίνα της ζωής στο πλοίο.
Το Ταϊγάνιο σταδιακά πήρε όψη σύγχρονης
πόλης. Πεζοδρόμηση, λιθοστρωμένοι δρόμοι και δημόσια κτίρια ήταν έργα
των ρωσικών αρχών. Μοναδικό αδιέξοδο η αποβάθρα. Όσες προσπάθειες έγιναν για
την εκβάθυνση του λιμανιού κατέληξαν άκαρπες, παρά τις υψηλές δαπάνες που
καταβλήθηκαν. Το πρόβλημα το δημιουργούσε ο Δον που κατέβαζε τόνους λάσπη και
τη διοχέτευε στην Αζοφική Θάλασσα. Οι πάγοι και οι βροχοπτώσεις του χειμώνα
ήταν οι αιτίες του προβλήματος. Όπως είναι φυσικό η αδυναμία ελλιμενισμού των ατμοπλοίων στην
αποβάθρα του Ταϊγανίου, προξενούσε μεγάλα εμπόδια στην εμπορική ανάπτυξη
του λιμανιού. Το υψηλό κόστος στη φόρτωση του εμπορεύματος στα πλοία ήταν
ασφαλώς το μεγαλύτερο. Στις αρχές του 20ού αιώνα εκπονήθηκε ένα φιλόδοξο σχέδιο
που στόχευε στην κατασκευή διώρυγας μήκους, περίπου, 40 μιλίων, από τα βαθύτερα
της Αζοφικής μέχρι το λιμάνι του Ταϊγανίου.
Οι Αρχές ήταν διατεθειμένες να στηρίξουν
οικονομικά το προϋπολογιζόμενο υψηλό κόστος των 14 εκατομμυρίων ρουβλίων,
που θα αναλάμβανε γαλλική κατασκευαστική εταιρεία. Όμως, οι έντονες
αμφισβητήσεις για την αποτελεσματικότητα του έργου, για τη δυνατότητα
δηλαδή να υπερπηδηθούν τα προβλήματα που προκαλούσε ο Δον, ανέστειλαν την
κατασκευή του έργου.
Ελληνικό μοναστήρι στο Ταϊγάνιο |
Οι ομογενείς ενδιαφέρθηκαν αμέσως με την εγκατάστασή
τους για την ίδρυση ναών. Έλαβαν προς τούτο ειδική άδεια από τον μητροπολίτη
Χερσώνος και Σλαβινίου Ευγένιο Βούλγαρη, όπως και από τον διάδοχό του Νικηφόρο
Θεοτόκη. Επιτροπή την οποία σχημάτισαν οι Γεώρ. Τριανταφυλλίδης, Δημ.
Πινιατόρος, Γεώρ. Τούνης, Αναστ. Βούλγαρης, Δημ. Παλαμάρης, Εμμ. Κοτσινάκης,
καπετάν Γεώρ. Οικονόμος, Παναγ. Σμυρίλος, Γεώρ. Κρανιώτης, Ιωάν. Ρωσσέτης, Παν.
Ασλανίδης συγκέντρωσε χρήματα, με τα οποία κατασκευάστηκε ξύλινος ναός.
Στη θέση του το 1820 έγιναν τα εγκαίνια του
ιερού ναού των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Μέχρι την επικράτηση της
Επανάστασης υπήρχε ειδική απόφαση της Μητρόπολης Εκατερίνοσλαβ
και Ταϊγανίου με την οποία επιτρεπόταν κατ’ εξαίρεση να ιερουργούν Έλληνες
ιερείς στο ναό. Λίγο νωρίτερα το 1814, με χορηγό τον Ιωάννη Βαρβάκη
κατασκευάστηκε ο ναός της Αγίας Τριάδας που περιήλθε στη δικαιοδοσία του
Πατριαρχείου Ιεροσολύμων. Μάλιστα, το προσωπικό αυτής της ιεροσολυμικής
εκκλησίας διοριζόταν με απόφαση του Πατριάρχη Ιεροσολύμων και προερχόταν από
τους μοναχούς του Παναγίου Τάφου.
Στον τομέα της εκπαίδευσης των Ελλήνων του Ταϊγανίου
η μέχρι τώρα έρευνα δεν έχει αποδώσει σημαντικά αποτελέσματα, γι’ αυτό και
λίγα πράγματα είναι γνωστά. Στον περίβολο του ναού των Αγίων Κωνσταντίνου και
Ελένης είχε κτισθεί ελληνικό σχολείο, ο στόχος του οποίου ήταν η παιδεία των
νεαρών ομογενών στο στάδιο της προετοιμασίας για περαιτέρω μόρφωση. Επρόκειτο,
δηλαδή, για σχολείο που ο ρόλος του περιοριζόταν στην εκμάθηση των βασικών
ελληνικών γραμμάτων στους ελληνόπαιδες, αλλά και γενικότερα σε νέους του
Ταϊγανίου.
Ανδριάντας του Άντον Τσέχοφ |
Σ’ αυτό το σχολείο φέρεται ότι φοίτησε και ο Άντον
Τσέχωφ σε παιδική ηλικία, ο σπουδαίος Ρώσος λογοτέχνης που γεννήθηκε στο
Ταϊγάνιο. Μάλιστα, υπάρχει διάχυτη εντύπωση, ότι ο Τσέχωφ βρέθηκε πολύ κοντά
στους Έλληνες και ότι προοριζόταν από τους γονείς του να μαθητεύσει τις
τεχνικές του εμπορεύεσθαι στον οίκο των Σκαραμαγκάδων. Το σχολείο έπαυσε να
λειτουργεί ως ελληνικό το 1897 και εξομοιώθηκε με τα ρωσικά σχολεία. Στη θέση
του η Ελληνική Κοινότητα του Ταϊγανίου ίδρυσε ιδιωτικό εκπαιδευτήριο σε κτίριο
που δώρισε ο Μυτιληνιός ομογενής Νικόλαος Κομνηνάκης, πρόεδρος της Κοινότητας
στα 1900.
Η σχολή είχε 90 μαθητές στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας
της και διευθυντής της ήταν ο Αδαμάντιος Αδαμαντίδης, φιλόλογος με προηγούμενη
παρουσία στο σχολαρχείο του Πειραιά. Την ίδια εποχή δίδασκαν και οι Ματθαίος
Παπαδόπουλος, Σπυρίδων Βλάχος και Κωνσταντίνος Σβορώνος. Αλλά το σχολείο
λειτουργούσε μόνο για τους άρρενες. Τα κορίτσια που ενδιαφέρονταν για τις
στοιχειώδεις σπουδές, όφειλαν να παρακολουθήσουν μαθήματα σε ρωσικά
σχολεία. Επομένως δεν ήταν άδικη, η μάλλον κοινή αίσθηση στους ανθρώπους της
εποχής, ότι η ελληνική παιδεία ήταν ανεπαρκέστατη στο Ταϊγάνιο και την
ευρύτερη περιοχή της Αζοφικής Θάλασσας και αυτό το γεγονός χρεωνόταν στην
αδιαφορία των ελληνικών κρατικών αρχών. Εκεί, μάλιστα, αποδιδόταν η έντονη
τάση εκρωσισμού σε σημαντική μερίδα ομογενών.
Ο ρόλος της Κοινότητας της «Ευεργετικής Αδελφότητος»,
όπως ονομαζόταν ήταν σημαντικός στα δημόσια πράγματα της πόλης. Συμμετείχαν
όλοι οι ελληνικής καταγωγής κάτοικοι του Ταϊγανίου, άσχετα με την υπηκοότητα
που είχαν στο μεταξύ υιοθετήσει. Καθένας υποχρεωνόταν στην καταβολή εισφοράς
τουλάχιστον 5 ρουβλίων, Εννοείται ότι οι ευπορότεροι συνεισέφεραν υψηλότερα
ποσά. Είναι ευκρινές, πάντως, ότι η οργάνωση των Ελλήνων στο Ταϊγάνιο είχε
περισσότερο δημοκρατικό χαρακτήρα από την αντίστοιχη της Οδησσού.
Η τελευταία, όπως είδαμε, ήταν οργάνωση μιας
κοινωνικής ελίτ, εκείνων των ομογενών που ανήκαν στην αστική τάξη της πόλης. Σε
αντίθεση η Κοινότητα του Ταϊγανίου περιλάμβανε όλους τους Έλληνες
αδιακρίτως εισοδήματος και περιουσίας. Το Διοικητικό Συμβούλιο στα 1900
αποτελούσαν οι Ν. Κομνηνάκης, Ν. Διβάρης, Π. Σακελλαρίδης, Π. Συνοδινός,
X. Αντωνιάδης, I. Σιφναίος και Μ. Μαυρογορδάτος. Η Διοίκηση της
«Ευεργετικής Αδελφότητος» επιδείκνυε σταθερά συνεργατική διάθεση με τις
επίσημες τοπικές αρχές. Ο δήμος Ταϊγανίου διαχειριζόταν σημαντικά
κονδύλια των κληροδοτημάτων που είχαν αφήσει εύποροι ομογενείς, οι
οποίοι είχαν συνδέσει την ευημερία τους με την εμπορική ανάπτυξη του Ταϊγανίου.
Το κληροδότημα του Βεναρδάκη ύψους 10.000 ρουβλίων, του Ζαχάρωφ 1.429 ρουβλίων,
του Σκίζερλη 5.345 ρουβλίων. Ακόμη ο Περίδης είχε
δωρίσει 14.500 ρούβλια για την ανέγερση νοσοκομείου και ο Διαμαντίδης 2.000
ρούβλια για υποτροφίες. Το Τυπάλδειο Άσυλο είχε ιδρυθεί με χρήματα
του Γεράσιμου Τυπάλδου το 1824 με σκοπό την περίθαλψη Ελλήνων ομογενών. Ο
Τυπάλδος είχε δωρίσει 100.000 ρούβλια, με την υποχρέωση το Άσυλο να
περιθάλπει ανήμπορους ναυτικούς και ναυαγούς κατά προτίμηση ελληνικής
καταγωγής. Κοινό γνώρισμα όλων αυτών των ευεργετικών πράξεων ήταν ότι
προέρχονταν από αρχικούς οικιστές της πόλης. Ήταν μια έμμεση απάντηση στον τόπο
και τους ανθρώπους του για τη φιλοξενία που πρόσφεραν απλόχερα στους Έλληνες
πρόσφυγες του Ταϊγανίου. Είναι αλήθεια, ότι οι μεταγενέστεροι ομογενείς
σε μικρότερο βαθμό συνέχισαν τη φιλάνθρωπη συμπεριφορά των προγόνων τους
προς το Ταϊγάνιο.
Προτιμούσαν να ευεργετούν την πατρίδα τους
και την Ελλάδα Μικρή εξαίρεση το κληροδότημα του ομογενούς από τη
Σαντορίνη Επαμεινώνδα Αλαφούζου, ο οποίος υπήρξε δωρητής στο
Νοσοκομείο του Ταϊγανίου στα τέλη του 19ου αιώνα και έκτοτε δύο
κλίνες προορίζονταν για Έλληνες.
Η εξήγηση είναι μάλλον ευκολονόητη. Στην πρώτη
περίπτωση, δηλαδή στη φάση των οικιστών της πόλης του Ταϊγανίου, δεν είχε
ακόμη δημιουργηθεί ελληνικό κράτος και κατά συνέπεια η ταύτιση με το
ρωσικό περιβάλλον ήταν εύλογη και δεδομένη. Στη δεύτερη περίπτωση που χρονικά
έχει την αφετηρία της στην ίδρυση του ελληνικού κράτους, οι αναφορές στο
εθνικό κέντρο και η διασύνδεση με την ιδιαίτερη πατρίδα είναι προφανείς,
γεγονός που κατευθύνει το μεγαλύτερο μέρος των φιλανθρωπιών προς τη
γενέτειρα γη.
Το εμπόριο της Αζοφικής πήρε το δρόμο της μεγάλης
ανάπτυξης μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856). Σε αντίθεση το εξαγωγικό
εμπόριο της Οδησσού σημείωσε σχετική κάμψη. Υπάρχουν πολλοί λόγοι σ’ αυτή την
εξέλιξη. Πρώτον ο γενικός αναπροσανατολισμός των απαιτήσεων των δυτικών
κοινωνιών στην κατανάλωση σιτηρών. Η Ρωσία παρήγαγε κατά γενική ομολογία σιτάρι
χαμηλότερης ποιότητας από το αντίστοιχο προϊόν των ΗΠΑ. Μετά το 1860 πλήθυναν
οι εμπορικές ανταλλαγές ανάμεσα στη δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική· κατά
συνέπεια, τα ρωσικά αγροτικά προϊόντα, που κατά παράδοση εξάγονταν μέσω του
λιμανιού της Οδησσού, μειώθηκαν.
Ανδρέας Τυπάλδος με την σύζυγο του |
Δεύτερο και κυριότερο σε ό,τι αφορά στην άνοδο των
λιμανιών της Αζοφικής, η παραγωγή του σιταριού υψηλής ποιότητας Ghirka στις σιτοφόρες περιοχές της βόρειας ενδοχώρας, στις
επαρχίες του Voronej και του Saratov ήταν η βασικότερη αιτία που ευνόησε το εμπόριο της
θάλασσας του Αζόφ. Πρόκειται για ποικιλία που είχε υψηλή ζήτηση στην αγορά του
Λονδίνου για την παρασκευή ψωμιού των ανωτέρων στρωμάτων της βρετανικής
κοινωνίας. Κατά κάποιον τρόπο τα λιμάνια του Αζόφ κέρδισαν έδαφος στον
συναγωνισμό τους με την Οδησσό.
Αυτές οι εξελίξεις οδήγησαν σε νέες μεταναστεύσεις
στις εμπορικές πόλεις της Αζοφικής θάλασσας. Στο Ταϊγάνιο στα μέσα, περίπου,
του 19ου αιώνα εντοπίζεται ένα νέο μεταναστευτικό ρεύμα από Έλληνες. Η
διαφορά σε σχέση με το παρελθόν είναι ότι τώρα πρόκειται αμιγώς για οικονομική
μετανάστευση, αφού οι αιτίες που προκάλεσαν τις μετακινήσεις ήταν κατ' εξοχήν
οικονομικές, ήταν δηλαδή η προσδοκία για ευνοϊκές εμπορικές επιχειρήσεις. Ο
ελληνικός πληθυσμός που συγκεντρώθηκε, ασχολήθηκε στο μεγαλύτερο βαθμό με το
εμπόριο των σιτηρών και κατά δεύτερο λόγο με τις εισαγωγές ξένων βιομηχανικών
αγαθών ή αγροτικών προϊόντων των νησιών του Αρχιπελάγους, όπως ελιές, λάδι,
ξερά φρούτα.
Αρκετοί από τους νέους μετανάστες κατάγονταν από τα
Επτάνησα, ορισμένοι από τα νησιά του Αιγαίου, τη Χίο και τη Μυτιλήνη. Όλοι
τους δημιούργησαν σπουδαίους εμπορικούς οίκους με εκτεταμένη δικτύωση στα
οικονομικά και εμπορικά κέντρα της εποχής κατά το πρότυπο που λειτουργούσαν οι
Έλληνες έμποροι στις παροικίες του εξωτερικού ήδη από το τέλος του ι8ου και
στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα.
Υποκαταστήματα στο Ταϊγάνιο, το Ροστόφ, τη
Μασσαλία, το Λονδίνο και αλλού ήταν κομβικά σημεία στον χάρτη των εμπορικών
επιχειρήσεων των Ελλήνων της Αζοφικής. Στις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου
αιώνα ένα αξιόλογο τμήμα των Ελλήνων μεγαλεμπόρων της Αζοφικής στράφηκε στην
απόκτηση ατμοπλοίων. Προσπάθησαν με αυτό τον τρόπο και κατάφεραν να ισοσκελίσουν
τις απώλειες κερδών από την πτώση της εμπορικής κίνησης των σιτηρών.
Στις παραμονές του A' Παγκοσμίου Πολέμου ο ελληνισμός του Ταϊγανίου έφτανε
τα 1.283 άτομα σε συνολικό πληθυσμό 66.721 κατοίκων, 696 άνδρες και 587
γυναίκες, σύμφωνα τουλάχιστον με τους καταλόγους της ενορίας του ναού των Αγίων
Κωνσταντίνου και Ελένης. Αρκετοί όμως - όπως αναφέρεται σε έκθεση του Έλληνα
προξένου στο Ταϊγάνιο - δεν διατηρούσαν κανένα στοιχείο ελληνικότητας πλην του
πατρογονικού ονόματος. Κατά τα άλλα είχαν ενστερνισθεί σε μεγάλο βαθμό τα ήθη
και τις νοοτροπίες των Ρώσων, πολλοί είχαν πλήρως εκρωσισθεί.
Όπως ήδη αναφέραμε, ορισμένοι απέδιδαν αυτή την
αρνητική εξέλιξη για τον ελληνισμό στην αδιαφορία των ελληνικών αρχών να
συνδράμουν στην εκπαίδευση των ελληνόπαιδων. Παρά το γεγονός ότι οι προξενικές
αρχές τόνιζαν κατάλληλα και συχνά την προφανή έλλειψη της ελληνικής παιδείας
στο Ταϊγάνιο, αλλά και την ευρύτερη περιοχή, δεν έγινε καμία ενέργεια που να
επιλύσει το πρόβλημα. Τα ελληνόπουλα των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων
παρακολουθούσαν μαθήματα σε ρωσικά εκπαιδευτήρια, με επακόλουθο να
υιοθετούνται οι ρωσικές συνήθειες και τα έθιμα. Οι γόνοι της ανώτερης
τάξης των ομογενών έβρισκαν διέξοδο στα εκπαιδευτικά ιδρύματα του εξωτερικού,
κυρίως στη Γαλλία και την Αγγλία.
Εννοείται ότι οι Έλληνες ομογενείς κυριαρχούσαν σε όλο
τον 190 και τις αρχές του 20ού αιώνα στις εμπορικές και ναυτιλιακές
δραστηριότητες του Ταϊγανίου και γενικότερα της Αζοφικής. Οι οίκοι των Δημ. Α.
Νεγρεπόντη, Δ. Διαμαντίδη, Παν. Συνοδινού, Ευστ. Σφαέλλου, Ιωάν. Θ. Σιφναίου,
Αδελφών Σιφναίου, Π. Κομνηνάκη, Πολ. Κανάκη, Α. Μηλιαρέση, Π. Σακελλαρίδη,
ήλεγχαν το σιτεμπόριο και τις εξαγωγές των σιτηρών. Χαρακτηριστικά σε κατάλογο
εξαγωγέων σιτηρών του 1911 ο οίκος των Αδελφών Σιφναίου ερχόταν δεύτερος σε
ύψος εξαγωγών, η εταιρεία «Προμηθεύς» που διεύθυναν οι Ιωάννης Σιφναίος και
Σίμων Καμπάς ήταν τρίτη.
Στον ίδιο κατάλογο εμφανίζονται οι Δ. Νεγρεπόντης, Α.
Μουσούρης, I. Θανόπουλος, Α. Ρούσσος, I. Ρούσσος, Δ. Διαμαντίδης & Σία, Α.
Μηλιαρέσης, X. Βαλσαμάκης κ.ά. Στις εισαγωγές προϊόντων πρωταγωνιστούσαν οι
οίκοι των Αδελφών Σιφναίου, των Κανάκη- Αντωνιάδη και των Καμπά-Μαρή.
Ο Κων. Σβορώνος και οι Υιοί Σωκρ. Σβορώνου, ήταν οι
μεγαλύτεροι ιδιοκτήτες ρυμουλκών και πλοιαρίων, αλλά και πολλοί Έλληνες μεγαλέμποροι
σιτηρών διέθεταν για λογαριασμό τους φορτηγίδες και μπάρζες. Όπως αποδείχθηκε
η απόσταση ανάμεσα στις φορτηγίδες και τα μεγάλα ατμόπλοια ήταν ελάχιστη. Από
την ιδιοκτησία των μεν εύκολα και γρήγορα πολλοί ομογενείς πέρασαν στην
πλοιοκτησία των δεύτερων. Εγγράφοντας, μάλιστα, τα πλοία τους στο ελληνικό
νηολόγιο, πιο συγκεκριμένα στο νηολόγιο της ιδιαίτερης πατρίδας τους,
σηματοδότησαν τη μεταστροφή της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας από το ιστίο
στον ατμό. Οι Βαλλιάνοι, οι Σιφναίοι, ο Σκαραμαγκάς και ο Νεγρεπόντης είναι τα
γνωστότερα ονόματα του ελληνικού εφοπλισμού της Αζοφικής.
Άξιο λόγου ήταν το εργοστάσιο ζυμαρικών της Καλλιόπης
Α. Νομικού, όπως και το αρτοποιείο του Μιλτιάδη Μοσχόπουλου. Πολλοί Έλληνες των
χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων δούλευαν στη βιομηχανία και βιοτεχνία ως εργάτες
και υπάλληλοι, όπως στο μεγάλο βυρσοδεψείο Βέλγων κεφαλαιούχων «Societe de la Tannerie de I' Azoff»,
είτε στα ελληνικά εμπορικά καταστήματα, είτε ως πληρώματα στα πολυάριθμα
μικρά πλοιάρια του Δον και της Αζοφικής.
Τέλος, τα ελληνικά καφενεία και τα ξενοδοχεία «Κοραής» του Δ. Κωστάλα,
το «Αθήναι» του Κ. Νικολαΐδη και το «Κεφαλληνία» του Δ. Τζιβρά ήταν οι τόποι
συνάντησης των ομογενών, χώροι που οι Έλληνες ναυτικοί έβρισκαν συντροφιά
στους συμπατριώτες, εκεί όπου ανάσαινε η Ελλάδα στο Ταϊγάνιο.
Βασίλης Καρδάσης
Βασίλης Καρδάσης
Η καταχώρησή σας είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Είμαι και εγώ απόγονος ενός Έλληνα ναυτικού από τη Λίμνη Ευβοίας που μετανάστευσε στην Ρωσία στα τέλη του 19ου αιώνα περνώντας από το Ταϊγάνι. Τελικά κατέληξε στο Αρμαβίρ Ρωσίας, έκανε σημαντική ακίνητη περιουσία, παρασημοφορήθηκε από τον Τσάρο, έγινε πρόεδρος του τότε τοπικού Χρηματιστηρίου, αλλά τελικά έχασε όλη την περιουσία του μετά τον επικράτηση των Μπολσεβίκων. Αν υπάρχει ενδιαφέρον από μέρους σας μπορώ να σας υποβάλω περαιτέρω στοιχεία για την δράση του.
ΑπάντησηΔιαγραφή