Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

ΟΙ ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΕΣ ΚΑΤΑ ΠΕΡΙΟΔΟΥΣ

Όταν, το 1461, βασίλεψε ο ήλιος της ελευθερίας πίσω από τα γκρεμισμένα τείχη της Τραπεζούντας, το σκοτάδι που έσυρε πίσω του ήταν η αρχή μιας αξημέρωτης νύχτας. Κάτω από τους μαύρους πέπλους της η ψυχή του Γένους, ιδιαίτερα σ’ εκείνη την απόμακρη και ξεκομμένη από τη Δύση Ανατολία του Πόντου, χαροπάλευε σ' έναν αγώνα άγριο με το θάνατο. 
Δύο στοιχεία γίγαντες, η βία των Τούρκων, από τη μια, αφάνταστα πιεστική και εξουθενωτική στην πρώτη μαύρη αυτή περίοδο, και η καρτερία του Γένους, από την άλλη, κυλίστηκαν σε μια εξίσου αδυσώπητη πάλη, όμοια με την πάλη του Διγενή και του Χάρου στα δημοτικά μας τραγούδια. Σ' αυτή λοιπόν την αποφράδα περίοδο έχουμε τις πρώτες μαρ-τυρούμενες μετοικεσίες.
Χιλιάδες κάτοικοι του Πόντου, για να ξεφύγουν την τουρκική βία και τυραννία και για να κρατήσουν άσβεστη τη φλόγα του Γένους και της Πίστης, καταφεύγουν μαζικά σε περιοχές της Γεωργίας και της Ν. Ρωσίας και ιδρύουν τους πρώτους ειρηνικούς οικισμούς. Είναι βέβαιο ότι αρκετοί από τους πρώτους αυτούς κυνηγημένους «μετανάστες», με το πέρασμα των αιώνων, αφομοιώθηκαν από το ντόπιο στοιχείο της περιοχής. Είναι, όμως, και εξίσου σίγουρο ότι ο πρώτος αυτός ελληνικός πυρήνας θα δώσει στους επόμενους αιώνες το πολύκλαδο δέντρο της πληθωρικής πολιτιστικής παρουσίας των Ελλήνων σ' εκείνα τα μέρη, με τις απανωτές μετοικεσίες που ακολούθησαν.

Πάντως, το γεγονός ότι δύο Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, ο Ιωακείμ ο Α' (1498) και ο Θεόληπτος ο Β' (1585) επισκέπτονται την περιοχή, για να συγκεντρώσουν χρήματα «υπέρ των αναγκών του Γένους», δείχνει ξεκάθαρα ότι, σε λιγότερο από 100 χρόνια μετά την πτώση της Τραπεζούντας (1461), οι Έλληνες του Καυκάσου και της Ν. Ρωσίας, όχι μόνο ξεπέρασαν τις πρώτες δυσκολίες, αλλά ανέπτυξαν και έναν αρκετά προωθημένο οικονομικό και κοινωνικό βίο.
Το φαινόμενο των αναγκαστικών μαζικών ξεριζωμών γνωρίζει ιδιαίτερη έξαρση το β' μισό του 17ου αι. ιδιαίτερα μετά το 1660, οπότε εξισλαμίζεται όλος, σχεδόν, ο παραλιακός Πόντος και οι απομένοντες χριστιανοί αναγκάζονται ή να καταφύγουν στο εσωτερικό, γύρω από τα ιστορικά μοναστήρια Παναγίας Σουμελά, Αγ. Γεωργίου Περιστερεώτα, Αγ. Ιωάννη του Βαζελώνα, ή να ζητήσουν διέξοδο και σωτηρία στην περιοχή του Καυκάσου. Εκτός τούτου, τις μετακινήσεις των πληθυσμών προς αυτή την κατεύθυνση (Καύκασο-Ν. Ρωσία), κατά τρόπο μάλιστα εξαιρετικά βίαιο, προκαλεί και επιβάλλει μαζική εξέγερση Λαζών και Κιρκασίων κατά της Οθωμανικής Διοίκησης. Άτακτα και ανοργάνωτα στίφη από τις ληστρικές αυτές φυλές του Ανατολικού Πόντου εξορμούν από τη Ριζούντα, κινούμενοι δυτικότερα, και ερημώνουν την περιοχή από Κερασούντα μέχρι Οινόη και Θεμίσκυρα. Η εξέγερση αυτή, σε συνδυασμό με τις ανεξέλεγκτες αυθαιρεσίες των τοπικών τερεμπέηδων, που υποκατέστησαν αυτό το ίδιο το κράτος, αναστάτωσαν ιδιαίτερα τους ελληνικούς πληθυσμούς και ανάγκασαν χιλιάδες Έλληνες να ζητήσουν καταφύγιο και προστασία σε περιοχές της ομόδοξης Ρωσίας.
Το β' μισό του 18ου αι. έχει ιδιαίτερη σημασία για το φαινόμενο που εξετάζουμε. Και αυτό, γιατί σημαδεύεται από σημαντικά πολεμικά και πολιτικά γεγονότα. Οι δύο ρωσοτουρκικοί πόλεμοι, 1770-1774 και 1787-1792, που κήρυξε η Μεγ. Αικατερίνη και κατέληξαν στις ευνοϊκές για τη Ρωσία συνθήκες του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) και Ιάσιου (1792), ανοίγουν την αυλαία νέων εξελίξεων, ευνοϊκών για όλους τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το κατοχυρωμένο πια, και με διπλωματικές συνθήκες, δικαίωμα της Ρωσίας να επεμβαίνει στα εσωτερικά της Τουρκίας ως προστάτιδα των χριστιανών, θέρμαινε έντονα την αίσθηση της οικειότητας των Ελλήνων με τη Ρωσία και ζωντάνευε το όραμα του ξεσηκωμού.
Το γεγονός αυτό πρέπει να συνδυαστεί και με το θερμό ενδιαφέρον της Αικατερίνης να εγκαταστήσει Έλληνες στις νότιες περιοχές της χώρας της, όπου αντιμετώπιζε συχνά προβλήματα από εξεγέρσεις αλλοεθνών και αλλόθρησκων, άλλοτε των Τατάρων και άλλοτε των Μουσουλμάνων. Αν προσθέσουμε και το κίνητρο των ρητών υποσχέσεών της για παροχή καλλιεργήσιμης γης, αυτοδιοίκησης, ισονομίας και ισοπολιτείας με τους Ρώσους, μερικής φορολογικής απαλλαγής, ακόμη για ίδρυση σχολείων, εκκλησιών, νοσοκομείων, για παροχή ασύλου σε φυγάδες, για λήψη άλλων ευεργετικών κοινωνικών και οικονομικών μέτρων, αντιλαμβανόμαστε το βαθύτερο λόγο που χιλιάδες Έλληνες (όχι μόνο από τον Πόντο) κατακλύζουν τις περιοχές Ταγανρόκ, Αζοφικής, Κέρτς, Δνείπερου, Οδησσού. Σ' αυτή την πολιτεία (Οδησσός) η τοπική αυτοδιοίκηση, οι διοικήσεις των εκπαιδευτηρίων και ευαγών ιδρυμάτων βρίσκονταν σε χέρια ελληνικά. Να σημειωθεί ακόμη ότι στον αγώνα κατά του Ναπολέοντα (1812) οι Οδησσιώτες Έλληνες πρόσφεραν 100.000 αργυρά ρούβλια, τη στιγμή που οι Ρώσοι κάτοικοι της πόλης πρόσφεραν μόνο 14.000 ρούβλια.
Μερικές 10ετίες αργότερα, ένας νέος ρωσοτουρκικός πόλεμος (1828- 1829) αναγκάζει
90.000 περίπου Έλληνες, από τις περιοχές της Κολωνίας, Χαλδίας, Νεοκαισαρείας, Ροδοπόλεως, να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. 0 φόβος για ενδεχόμενα τουρκικά αντίποινα, από τη μια, γιατί δέχτηκαν με ενθουσιασμό και ως ελευθερωτές τους Ρώσους στρατιώτες, ιδιαίτερα στην Αργυρούπολη, η μείωση των εισοδημάτων των πλούσιων μεταλλείων περιοχής Χαλδίας, από την άλλη, έσπρωξαν τόσο κόσμο στο δρόμο της αυτοεξορίας και της διασποράς: άλλους στις περιοχές Τιφλίδας, Καυκάσου, Κριμαίας, Αρμενίας, άλλους στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και άλλους σε ησυχότερες εσωτερικές περιοχές της Τουρκίας.
Από δω και πέρα, όσο προχωρούμε, τα κύματα μετοικεσίας εμφανίζονται συχνότερα και πολυπληθέστερα.
Δύο χιλιάδες (2.000), περίπου, οικογένειες από την περιοχή Χαλδίας εγκαθίστανται ομαδικά σε οικισμούς της Ν. Ρωσίας και αποκτούν τη ρωσική υπηκοότητα λίγο μετά την έκδοση του χάττι Χουμαγιούν (1856) («Λαμπρής Γραφής»), δηλ. του Διατάγματος που εξέδωσε ο Σουλτάνος Αβδούλ Μετζίτ για τα δικαιώματα ανεξιθρησκίας και ισοπολιτείας των υπηκόων του. Χιλιάδες κρυφοί χριστιανοί (κλωστοί, γυριστοί, δίπιστοι, Σταυριώτες, Κρωμιώτες) φανέρωσαν τότε την αληθινή τους πίστη και ξαναπήραν τα χριστιανικά τους ονόματα σε πόλεις και χωριά (Ματσούκα, Κρώμνη, Γεμουρά, Σούρμενα, Σταυρίν, Σάντα κ.ά.). Υπολογίζονται γύρω στους 25.000 όσοι κατάφεραν να φανερωθούν επίσημα στο διάστημα 1857-1867. Το γεγονός αυτό προκάλεσε ένα τρομερό ξέσπασμα φυλακίσεων, βασανισμών και θανατώσεων εκ μέρους του μαινόμενου τουρκικού όχλου. Τη μανία αυτή πλήρωσαν ιδιαίτερα οι επαρχίες Τραπεζούντας και Ερζερούμ (Θεοδοσιούπολη), απ' όπου ένας μεγάλος αριθμός χριστιανών μετοίκησαν σε περιοχές του Καυκάσου, του Κουμπάν και της Σταυρούπολης.
Οι τελευταίες αυτές μετοικεσίες πυκνώνουν και ενισχύονται πολύ περισσότερο μετά το ρωσο-τουρκικό πόλεμο 1877-78 και το Συνέδριο του Βερολίνου (1878), οπότε δημιουργείται στην περιοχή νέα πολιτική κατάσταση. Η ηττημένη Τουρκία υποχρεώνεται να παραδώσει στη Ρωσία, για 40 χρόνια, τις περιοχές Καρς, Βατούμ και Αρδαχάν(τελικά, θα πάρει πίσω, το 1918, την περιοχή Καρς). Έτσι, 100.000 περίπου Έλληνες από το βιλαέτι Τραπεζούντας και τις επαρχίες Χαλδίας, Κολωνίας, Νεοκαισαρείας, Θεοδοσιούπολης, προτίμησαν να φύγουν και να εγκατασταθούν στις ρωσοκρατούμενες πια περιοχές Βατούμ, Καρς, Σαρικαμίς, Καγισμάν, Αρδαχάν, Όλτι, Γκιόλια. Μόνο στην περιοχή Καρς, αυτή την περίοδο, ιδρύθηκαν και εποικίστηκαν 80 ολόκληροι οικισμοί.
Χωρίς αμφιβολία, το 1878 ανοίγει την αυλαία νέων πολυπληθών μετακινήσεων προς τις περιοχές Βατούμ και Καρς, γενικότερα του Καυκάσου. Γι' αυτό και ενισχύονται αφάνταστα, πληθυσμιακά και πολιτιστικά, οι εκεί ελληνικοί οικισμοί και επιβάλλουν την ελληνική τους παρουσία σε όλες τις μορφές της πνευματικής και κοινωνικής ζωής του τόπου. Πρέπει, μάλιστα, να παρατηρήσουμε ότι οι μετακινήσεις της περιόδου 1878-1908 δεν είχαν το χαρακτήρα του βίαιου εκπατρισμού στο βαθμό που τον είχαν οι προηγούμενες και οι επόμενες. Αν και το στοιχείο της τυραννίας και βιαιότητας δεν έλειψε ποτέ από το φαινόμενο που μας απασχολεί, ωστόσο ο ελεύθερος κοινωνικός και θρησκευτικός βίος που εξασφαλίστηκε στις παραπάνω περιοχές (Καρς, Βατούμ) με το Συνέδριο του Βερολίνου (1878), λειτούργησε ως ισχυρό κίνητρο προσέλκυσης ελληνικών πληθυσμών και εγκατάλειψης του πατρίου εδάφους (του Πόντου).
Η ευρύτερη περιοχή της Τραπεζούντας
Με το Νεοτουρκικό κίνημα του 1908, το πολιτικό σκηνικό στην Τουρκία ανατρέπεται: δρομολογείται πια επίσημα το δόγμα «η Τουρκία για τους Τούρκους» και καταστρώνονται μελετημένα προγράμματα εκτουρκισμού και, εν ανάγκη, εξόντωσης των άλλων εθνοτήτων, ιδιαίτερα των Αρμενίων και των Ελλήνων. Στην αρχή συγκεκαλυμμένα (1908-1914) και στη συνέχεια, μέσα στη δίνη του μεγάλου πολέμου (1914-1918), απροκάλυπτα και κυνικότατα, οι Νεότουρκοι προχωρούν στην υλοποίηση των σατανικών τους σχεδίων, που οδηγούν στη γενοκτονία των δύο αυτών λαών. Μπροστά στην απειλή του νέου αυτού κινδύνου, του εκτουρκισμού ή του θανάτου, κάπου 85.000 Έλληνες από περιοχές του Πόντου παίρνουν το δρόμο της προσφυγιάς προς τις κοντινές ρωσοκρατούμενες περιοχές του Καυκάσου (Καρς, Τιφλίδα, Βατούμ, Αρδαχάν, Σοχούμ, Ποτς, Αικατερινοντάρ, Νοβοροσίσκ), μέχρι και το Κερτς της Κριμαίας. Στις περιοχές αυτές, με τους ανθηρότατους ελληνικούς οικισμούς, οι νέοι ξεριζωμένοι πρόσφυγες βρίσκουν θερμή συμπαράσταση από κοινότητες, συλλόγους και ευεργέτες.
Ιδιαίτερα στην περιοχή Τραπεζούντας η κατάσταση γίνεται τραγικότερη μετά την αναχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων κατοχής (τέλη Ιαν. 1918), λόγω της αποχώρησης της Ρωσίας από τον πόλεμο. Μπροστά στην άγρια μανία των τσετέδων (ανοργάνωτες και ανεξέλεγκτες ληστρικές συμμορίες), που ήταν έτοιμοι να επιτεθούν, αποφασίζεται, με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Χρύσανθου, να οργανωθεί ένα είδος αυτοάμυνας τόσο στην Τραπεζούντα, όσο και στα γύρω χωριά, ιδιαίτερα στην ηρωική Σάντα. Αξίζει να αναφερθεί ότι τον αγώνα αυτοάμυνας του ανατολικού Πόντου ενίσχυσαν με κάθε τρόπο (οπλισμός, τρόφιμα, τεχνική) Έλληνες στρατιώτες περιοχής Καυκάσου που υπηρετούσαν στον αποχωρούντα ρωσικό στρατό. Ένας ολόκληρος ελληνικός λόχος.
Τα υπόλοιπα χωριά του Ανατολικού Πόντου που δεν μπόρεσαν να οργανώσουν κάποιο τρόπο άμυνας, ρίχτηκαν απεγνωσμένα στο άγριο παιχνίδι του ξεριζωμού. Έτσι, από τους 50.000 κατ. δικαιοδοσίας Μητροπόλεως Τραπεζούντας, έμειναν μόνο 20.300. Οι άλλοι έφυγαν στη Ρωσία σ' αυτό το διάστημα (αρχές 1918 κ.ε.).
Σύμφωνα με μια συνολική εκτίμηση, αρκετά μετριοπαθή, στον Καύκασο και στη Ν. Ρωσία κατέφυγαν: α) από το 1800 ως το 1914: 430.000 ορθόδοξοι Έλληνες του Πόντου, β) 1914-1919:85.000 άτομα. Σύνολο: 515.000 ψυχές.
Ο Ποντιακός αυτός Ελληνισμός έχει εγκατασταθεί σε 287 χωριά και σε 30, περίπου, πόλεις.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah