Τι γράφει ο Καπετανίδης τούτους τους καιρούς; Τι λένε τα χειρόγραφα που μεταφέρω; Ο αδελφός του ο Κώστας -ζει σήμερα στην Αθήνα- έχει περισώσει τον τόμο της «Εποχής» 1919-1920, κι είχε την καλωσύνη να τον θέση στην διάθεσή μου. Να, λοιπόν, που ζωντανεύουν οι ελπιδοφόρες εκείνες ημέρες καθώς ξεφυλλίζω και διαβάζω τα γραφτά του ακούραστου και γενναίου αγωνιστή, που η μοίρα του έγραφε να βρει τον θάνατο στην αγχόνη. Στις 7 Φεβρουάριου 1919 ο Καπετανίδης δημοσιεύει ενυπόγραφο άρθρο με τον τίτλο ΙΕΡΟΙ ΠΟΘΟΙ:
«Χαροποιό αγγελτήρια, και ευαγγέλια εθνικού θριάμβου εξαγγέλλονται από κάθε γωνίαν ευρωπαϊκήν δια την αισίαν λύσιν όλων των εθνικών μας ζητημάτων. Και τα χαρμόσυνα αυτά μηνύματα πλαισιώνουν ως φωτοβόλα στολίδια αι ευμενέσταται κρίσεις του ευρωπαϊκού Τύπου δια την δόξαν και το μεγαλείον το οποίον επιφυλάσσεται εις την ελληνικήν φυλήν.
»Ο ελληνισμός πέρα-πέρα αντιλαλεί τον μεγαλοπρεπή και ιερόν αυτόν θρίαμβον. Κάθε καρδιά ελληνική ανοίγεται να αισθανθή την ωραίαν συγκίνησιν και «κλείνομε μέσα στην ψυχή μας την Ελλάδα» για να αισθανθώμεν την υψηλήν σημασίαν του εθνικού μας μεγαλείου. Αισθανόμεθα ζωηρούς παλμούς.
Μας πνίγουν απέραντοι και ιεροί πόθοι και χαιρετίζομεν με ενθουσιασμόν την ευτυχισμένην γενεάν που αξιώθηκε να ίδη ενσαρκωμένον τον Μαρμαρωμένον Βασιλιά και να ακούση τις καμπάνες να ηχολογούν ότι ανοίχθηκε η κλειστή θύρα της ονειρευτής Εκκλησιάς. Αμέτρητα τα όνειρα των πατέρων και των πάππων μας! Η βαρειά εκείνη σκλαβιά όσον επίεζε, άλλο τόσον εσφυρηλατούσε την ονειροπάλον ελληνικήν ψυχήν. Αμέτρητα τα όνειρα των πατέρων και των πάππων μας έρχονται να γίνουν πραγματικότητες, απίστευτες, ανέλπιστες ακόμα αλλά χειροπιαστές.
»Ευτυχισμένη και μακαρισμένη η σημερινή ελληνική γενεά, είναι ο στοργικός κληρονόμος των ελπίδων και των πόθων όλων των μαρτύρων που επάλαιψαν με την ονειροπόλον ψυχήν των ως και όλων των μαρτύρων που επάλαιψαν και έπεσαν εις τους κάμπους των μαχών δια την πανελλήνιον Μεγάλην Ιδέαν. Είμεθα οι κληρονόμοι τω ιερών αυτών πόθων. Τους ενσαρκώνομεν με την δύναμιν της φυλής και προχωρούμεν με την σκαπάνην εις τον ατέρμονα αγρόν του αειθαλούς ελληνικού ιδεώδους».
Ρίχνεται στις τούρκικες εφημερίδες της Τραπεζούντας, που αρχίζουν να σχολιάζουν απειλητικά την κίνηση για την ίδρυση της ανεξάρτητης Δημοκρατίας του Πόντου.
«Τα τουρκικά φύλλα της πόλεώς μας, γράφει, ήρχισαν συνεχή αρθρογραφίαν δια την δημοσιευθείσαν εις τας εφημερίδας της Κωνσταντινουπόλεως είδησιν περί Δημοκρατίας του Πόντου. Η «Σελαμέτ» εις δεύτερον άρθρον, επιθετικωτάτη, συνεχίζει τας ανακρίβειας της και καταλήγει εις απειλάς. Μεταφέρομεν μερικά σημεία του άρθρου της ως ικανά και άξια να διασκεδάσουν το ελληνικόν κοινόν».
Αναδημοσιεύει τα τούρκικα άρθρα, ειρωνεύεται, αλλά όταν το παρακάνουν οι Τούρκοι, περνά σε βίαιη αντεπίθεση.
«Ο τουρκικός Τύπος -τονίζει σ’ ένα άλλο άρθρο του- εγκαταλείψας τας υφηλάς περί του κράτους τούτου θεωρίας και τας σοφάς του κρίσεις και απολογίας αιματηρού παρελθόντος βαρύνοντος το έθνος του, αρέσκεται τας ημέρας αυτάς ν’ απασχολήται με κάθε κίνησιν ελληνικήν, να συζητή, να την διυλίζη, να την ανάγη εις την περιωπήν της «Μεγάλης ιδέας» και να διαβλέπη εις όλα αυτά τον φοβερόν και τρομερόν δάκτυλον της Ελλάδος. Καταλήγει δε εις τας γνωστάς απειλάς ότι «η ιστορία δεν λησμονεί τα γενόμενα λάθη».
»Δυστυχισμένη Ιστορία! Μάταιον εφάνη το δυνατόν και πλούσιον φως το οποίον έχυσες επάνω εις τας διανοίας εκείνων που εζήτησαν ή προσεπάθησαν να ζητήσουν από τας σελίδας σου την αλήθειαν. Το σκληρόν δίδαγμα με το οποίον εμαστίγωσες όλους τους λαούς οι οποίοι ανάξιοι εφάνησαν να δημιουργήσουν ίδιον πολιτισμόν, το τραχύ μάθημα το οποίον έδωσες εις όλους, όσους χωρίς μεγάλα ιδανικά έζησαν δια να καταπνίξουν με ρομφαίαν κάθε ευγενή εκδήλωσιν της ζωής, όλα αυτά τα διδάγματα και όλα αυτά τα μαθήματα ήσαν μάταια και είναι ακόμη δι’ εκείνους που θέλουν να πλαστογραφούν τας σελίδας σου και εν ονόματί σου να δημιουργούν συνθήκας ψευδείς».
Και συμπεραίνει: «Η Ιστορία δεν ελησμόνησε κανέν σημείον από τα ελληνικά θάμβη και δεν λησμονεί κανέν σημείον από την σημερινήν νεοελληνικήν αναγέννησιν, την ανατέλλουσαν με προσδοκίας χαρωπάς και ευφροσύνους. Αλλ’ η αδέκαστη και τιμωρός Ιστορία δεν ελησμόνησεν επίσης κανέν απολύτως σημείον και από τα μελανά σύννεφα τα σκιάσαντα και τον ήλιον αυτόν, όπως δεν λησμονεί και την κακούργον μήνιν των εκφύλων, οι οποίοι χθες ακόμα εις το κράτος αυτό έκαψαν, έσφαξαν, ερήμαξαν και εδραπέτευσαν ή δραπετεύουν κατόπιν ελεύθεροι! Χάριτι θεία! Η Ιστορία δεν λησμονεί. Η «Σελαμέτ» και οι αναγνώσται της χρεωστούν να το γνωρίζουν πολύ καλά».
Στις 5 Μαρτίου 1919 ο αρθρογράφος προπέμπει μ’ ένα δημόσιο αποχαιρετισμό σε ολοσέλιδο άρθρο, τον μητροπολίτη Χρύσανθο που φεύγει για το Παρίσι, για να συναντήση τον Βενιζέλο και να υποβάλη το υπόμνημά του για την ανεξαρτησία του Πόντου:
«Στο καλό το μεγάλο Σου ταξίδι, λατρευτέ Αρχηγέ! Η οδύνη του λαού δια τον χωρισμόν Σου θα γίνει -το πιστεύομεν- μεγάλη και ευφρόσυνη χαρά στον θριαμβευτικό Σου γυρισμό».
Αλλά να, στην «Εποχή» της 13ης Απριλίου 1919, ανοιχτά πια και φανερά, δημοσιεύει σε θέση κυρίου άρθρου την έκκληση της Επιτροπής Ποντίων της Αθήνας για το ίδιο μεγάλο θέμα.
«Η εν Ελλάδι Επιτροπεία των Ποντίων -γράφει η «Εποχή»- απηύθυνε προς την Διάσκεψιν της Ειρήνης την εξής εμπνευσμένην έκκλησιν ελευθέρου λαού προς τα αισθήματα δικαιοσύνης των Συμμάχων της Αμερικής: «... Έλληνες απ’ αυτής της Αργοναυτικής εκστρατείας. Γηγενείς και εκ των ακτών της Ιωνίας και της Ηπειρωτικής Ελλάδος συνοικισθέντες από των πρώτων Ολυμπιάδων εις τους σήμερον νομούς Τραπεζούντος και Σεβαστείας. Υπερήφανοι άποικοι της Μιλήτου και του Πειραιώς και της Βοιωτικής Οινόης. Ανταλλάξαντες τον ασπασμόν προς τους Μυρίους της Αναβάσεως, μεθ' ων συνεπολεμήσαμεν κατά την ένδοξον εκστρατείαν. Παραστάται και συμμαχηταί ενός Μεγάλου Αλεξάνδρου και ενός Ηρακλείου. Πρώτοι λαμπαδηφόροι του ελληνικού φωτός αλλά και έσχατοι πρόμαχοι του ελληνοβυζαντινού πολιτισμού, πρώτοι αγγελιαφόροι των προς την Δύσιν βαρβαρικών εξορμήσεων, πίπτοντες και ανεγειρόμενοι αλλ’ αείποτε εκπολιτίζοντες και εν τη υψώσει και εν τη καταπτώσει την Ανατολήν, οι Πόντιοι, ποιούμεθα έκκλησιν προς Υμάς τους συνελθόντας εις την Συνδιάσκεψιν της Ειρήνης Αρχηγούς των φιλελευθέρων Εθνών του κόσμου προς κατακύρωσιν των δικαίων των εθνοτήτων και αιτούμεθα όπως απονείμητε και εις ημάς δικαιοσύνην και ουδέν πλέον.
...Ο πόλεμος, ο συνταράξας εκ θεμελίων την ανθρωπότητα, αφήκε και εις ημάς βαθύτατα τα ίχνη της εξοντωτικής του επιδράσεως... Εκυλίσθημεν χαμαί, είδομεν τας πόλεις και τα χωρία μας παραδεδομένα εις την μανίαν του πυρός, τους πληθυσμούς μας εν μέσω χειμώνι απαγομένους εις τον τραγικώτερον εκπατρισμόν και την ανανδροτέραν ατίμωσιν. Εφορτώθημεν τον σταυρόν του φοβερωτέρου μαρτυρίου αλλά δεν εκάμφθημεν, τον μετεσχηματίσαμεν εις σίδηρον και καταφυγόντες εις τα όρη εξαπελύσαμεν κατά του θηρίου τους κεραυνούς μας.
...Αποδώσατε το δίκαιον εις τους συμμαχητάς σας. Δεν είσθε σεις, οι αναγαγόντες εις δόγμα τα δικαιώματα των λαών επί της ελευθέρας διαθέσεως των τυχών των; Δεν είσθε σεις οι πιστεύσαντες εις την απολύτρωσιν των υποδούλων λαών; Προς Θεού, αποδώσατε εις τους Ποντίους την ελευθερίαν της οποίας δικαιούνται».
Ξεφυλλίζοντας τον τόμο βρίσκω στο φύλλο της 18 Απριλίου 1919 την περιγραφή του τραγικού περιστατικού, που έγινε την βραδιά της δεξίωσης των αξιωματικών του «Βέλους». Ο νέος που σκοτώθηκε λεγόταν Μιχάλης Ζουντουρίδης και να πώς αφηγείται η εφημερίδα του Καπετανίδη το περιστατικό: «Χθες το πρωί ως αστραπή διεδόθη εις την πόλιν, εις όλας τας συνοικίας και τα περίχωρα, η αγρία νυκτερινή δολοφονία του ομογενούς νέου υπό Τούρκου στρατιώτου, την ώραν καθ’ ην η Ελληνική Λέσχη παρέθετε το επίσημον δείπνον προς τιμήν των Ελλήνων αξιωματικών του αντιτορπιλλικού «Βέλος». Απερίγραπτος η συγκίνησις που κατέλαβε τον λαόν. Από ενωρίς είχον πληροφορηθή το τραγικόν συμβάν οι γονείς του θύματος, προσελθόντες με ολολυγμους και θρήνους εις την Λέσχην δια να ευρουν νεκρό το αγαπημένο τους παιδί, το οποίον σφαίρα, κακούργου και έκφυλου αφήρπασεν από την ζωήν. Άπειρος κόσμος εξ όλων των σημείων της πόλεως κατέκλυσε την Λέσχην και όλον τον δρόμον, γυναίκες δε του λαού προσήρχοντο δια να μοιρολογήσουν το άτυχο παλληκάρι».
Πάνδημη ήταν η κηδεία που έγινε. Ο Νίκος Καπετανίδης μίλησε με όλο το πατριωτικό πάθος που τον διέκρινε - ο επικήδειος λόγος του χαρακτηρίζει και τον ίδιο αλλά και τους παλμούς των ημερών εκείνων:
«Θλιμμένος και δακρυσμένος ο ελληνισμός της Τραπεζούντος κηδεύει το αθώον θύμα του άγριου μίσους που ήλθε να σκορπίση την οδύνην και τον βαθύν πόνον μέσα εις την εθνικήν χαράν του λαού. Η ψυχή μας μόλις αντίκρυσε το παντοτεινόν της δράμα. Μόλις είδαμε να γίνωνται πραγματικότητες τα όνειρα τα οποία πάπποι και προπάπποι εδημιούργησαν δια τα εθνικά μας ιδανικά και ο ελληνισμός της Τραπεζούντος.
Μόλις ησθάνθη την ευφροσύνην της γαλανόλευκης που υπερήφανη εκυμάτισε και κυματίζει εις τα παράλιά μας. Μόλις είδαμεν τους δοξασμένους ήρωας που προσφέρουν άφθονον το αίμα δια το μεγαλείον της Μητέρας Πατρίδος. Μέσα εις την χαράν μας αυτήν και μέσα εις τον ιερόν μας αυτόν ενθουσιασμόν, ο άγριος δολοφόνος που δεν υποφέρει το ελληνικόν φως, αιματοκύλησε τον αθώον Έλληνα και βάφεται το χώμα της Τραπεζούντος με το αίμα του Έλληνος νέου.
Μοίρα κακή! Μοίρα που εξακολουθεί να θερίζη από τον πολυπαθή ελληνισμόν τα παιδιά της φυλής και να γιγαντώνη τας θυσίας τας οποίας το μαρτυρικόν πανελλήνιον προσέφερε και προσφέρει. Δια τον ελληνισμόν κάθε στέφανος δόξης εθνικού μεγαλείου εβάφη πάντοτε μέσα εις το αίμα των μαρτύρων και των ηρώων, των αλησμονήτων προμάχων, οι οποίοι είτε εις τα πεδία των μαχών, είτε εις την ανοικτήν θάλασσαν, είτε κάτω από την δολοφόνον επίθεσιν, έπεσαν και έβαψαν την γην με το αίμα των. Αλλ’ οι μάρτυρες και οι ήρωες αυτοί μαζί με την βαθείαν θλίψιν την οποίαν αφήνουν εις την εθνικήν ψυχήν γίνονται συνάμα και φωτεινά σύμβολα που καθοδηγούν το μαρτυρικόν μας έθνος, γίνονται τα πολυτραγουδημένα παλληκάρια τα οποία πλατύνουν τα όνειρα και τους πόθους και τα δίκαιά μας.
Θλιμμένος και δακρυσμένος ο ελληνισμός της Τραπεζούντος κηδεύει και αυτός τώρα τον αλησμόνητον νέον, ο οποίος με τον αγνόν ενθουσιασμόν της ψυχής του έζησεν ολίγας ώρας με την γοητείαν της εθνικής χαράς. Ελληνόπουλο και αυτός, είχε την μυστικήν λατρείαν προς την Μητέρα Πατρίδα, είχε τα όνειρά του. Και ενώ εχαίρετο την πραγματοποίησιν των πόθων του, άγριος και μυσαρός ο απαίσιος δολοφόνος του αφήρεσε την ζωήν και ενέκρωσε την χαράν και τον ενθουσιασμόν του πολυδακρύτου νέου μας.
Το αίμα σου, αλησμόνητε Μιχάλη, είναι η κόκκινη γραμμή η οποία εχρωμάτισε το γλυκοχάραμα του Λυτρωμού. Το αίμα σου, με το οποίον έβαψες το χώμα της πατρίδος μας, θα μας μείνη δια πάντα ωσάν φωτεινή γραμμή δια να μας καθοδηγή εκεί όπου ο εθνικός μας πόθος μας καλεί».
Και η «Εποχή» κλείνει την περιγραφή: «Η επιβλητική κηδεία του θύματος, λαβούσα μορφήν μεγάλης διαδηλώσεως, ενεποίησε εντύπωσιν εις τους επισήμους ξένους της πόλεώς μας. Η Τραπεζούς σπανίως είδε ομοίαν μεγαλοπρέπειαν νεκρικής πομπής και αλησμόνητος θα παραμείνη εις πάντας η ημέρα αύτη, καθ’ ην ο ελληνισμός της Τραπεζούντος εξεδήλωσεν επιβλητικώτατα την ζωηράν του αγανάκτησιν και θλίψιν δια το διαπραχθέν τυφλόν και άγριον ανοσιούργημα».
»Ο ελληνισμός πέρα-πέρα αντιλαλεί τον μεγαλοπρεπή και ιερόν αυτόν θρίαμβον. Κάθε καρδιά ελληνική ανοίγεται να αισθανθή την ωραίαν συγκίνησιν και «κλείνομε μέσα στην ψυχή μας την Ελλάδα» για να αισθανθώμεν την υψηλήν σημασίαν του εθνικού μας μεγαλείου. Αισθανόμεθα ζωηρούς παλμούς.
Μας πνίγουν απέραντοι και ιεροί πόθοι και χαιρετίζομεν με ενθουσιασμόν την ευτυχισμένην γενεάν που αξιώθηκε να ίδη ενσαρκωμένον τον Μαρμαρωμένον Βασιλιά και να ακούση τις καμπάνες να ηχολογούν ότι ανοίχθηκε η κλειστή θύρα της ονειρευτής Εκκλησιάς. Αμέτρητα τα όνειρα των πατέρων και των πάππων μας! Η βαρειά εκείνη σκλαβιά όσον επίεζε, άλλο τόσον εσφυρηλατούσε την ονειροπάλον ελληνικήν ψυχήν. Αμέτρητα τα όνειρα των πατέρων και των πάππων μας έρχονται να γίνουν πραγματικότητες, απίστευτες, ανέλπιστες ακόμα αλλά χειροπιαστές.
»Ευτυχισμένη και μακαρισμένη η σημερινή ελληνική γενεά, είναι ο στοργικός κληρονόμος των ελπίδων και των πόθων όλων των μαρτύρων που επάλαιψαν με την ονειροπόλον ψυχήν των ως και όλων των μαρτύρων που επάλαιψαν και έπεσαν εις τους κάμπους των μαχών δια την πανελλήνιον Μεγάλην Ιδέαν. Είμεθα οι κληρονόμοι τω ιερών αυτών πόθων. Τους ενσαρκώνομεν με την δύναμιν της φυλής και προχωρούμεν με την σκαπάνην εις τον ατέρμονα αγρόν του αειθαλούς ελληνικού ιδεώδους».
Ρίχνεται στις τούρκικες εφημερίδες της Τραπεζούντας, που αρχίζουν να σχολιάζουν απειλητικά την κίνηση για την ίδρυση της ανεξάρτητης Δημοκρατίας του Πόντου.
«Τα τουρκικά φύλλα της πόλεώς μας, γράφει, ήρχισαν συνεχή αρθρογραφίαν δια την δημοσιευθείσαν εις τας εφημερίδας της Κωνσταντινουπόλεως είδησιν περί Δημοκρατίας του Πόντου. Η «Σελαμέτ» εις δεύτερον άρθρον, επιθετικωτάτη, συνεχίζει τας ανακρίβειας της και καταλήγει εις απειλάς. Μεταφέρομεν μερικά σημεία του άρθρου της ως ικανά και άξια να διασκεδάσουν το ελληνικόν κοινόν».
Αναδημοσιεύει τα τούρκικα άρθρα, ειρωνεύεται, αλλά όταν το παρακάνουν οι Τούρκοι, περνά σε βίαιη αντεπίθεση.
«Ο τουρκικός Τύπος -τονίζει σ’ ένα άλλο άρθρο του- εγκαταλείψας τας υφηλάς περί του κράτους τούτου θεωρίας και τας σοφάς του κρίσεις και απολογίας αιματηρού παρελθόντος βαρύνοντος το έθνος του, αρέσκεται τας ημέρας αυτάς ν’ απασχολήται με κάθε κίνησιν ελληνικήν, να συζητή, να την διυλίζη, να την ανάγη εις την περιωπήν της «Μεγάλης ιδέας» και να διαβλέπη εις όλα αυτά τον φοβερόν και τρομερόν δάκτυλον της Ελλάδος. Καταλήγει δε εις τας γνωστάς απειλάς ότι «η ιστορία δεν λησμονεί τα γενόμενα λάθη».
»Δυστυχισμένη Ιστορία! Μάταιον εφάνη το δυνατόν και πλούσιον φως το οποίον έχυσες επάνω εις τας διανοίας εκείνων που εζήτησαν ή προσεπάθησαν να ζητήσουν από τας σελίδας σου την αλήθειαν. Το σκληρόν δίδαγμα με το οποίον εμαστίγωσες όλους τους λαούς οι οποίοι ανάξιοι εφάνησαν να δημιουργήσουν ίδιον πολιτισμόν, το τραχύ μάθημα το οποίον έδωσες εις όλους, όσους χωρίς μεγάλα ιδανικά έζησαν δια να καταπνίξουν με ρομφαίαν κάθε ευγενή εκδήλωσιν της ζωής, όλα αυτά τα διδάγματα και όλα αυτά τα μαθήματα ήσαν μάταια και είναι ακόμη δι’ εκείνους που θέλουν να πλαστογραφούν τας σελίδας σου και εν ονόματί σου να δημιουργούν συνθήκας ψευδείς».
Και συμπεραίνει: «Η Ιστορία δεν ελησμόνησε κανέν σημείον από τα ελληνικά θάμβη και δεν λησμονεί κανέν σημείον από την σημερινήν νεοελληνικήν αναγέννησιν, την ανατέλλουσαν με προσδοκίας χαρωπάς και ευφροσύνους. Αλλ’ η αδέκαστη και τιμωρός Ιστορία δεν ελησμόνησεν επίσης κανέν απολύτως σημείον και από τα μελανά σύννεφα τα σκιάσαντα και τον ήλιον αυτόν, όπως δεν λησμονεί και την κακούργον μήνιν των εκφύλων, οι οποίοι χθες ακόμα εις το κράτος αυτό έκαψαν, έσφαξαν, ερήμαξαν και εδραπέτευσαν ή δραπετεύουν κατόπιν ελεύθεροι! Χάριτι θεία! Η Ιστορία δεν λησμονεί. Η «Σελαμέτ» και οι αναγνώσται της χρεωστούν να το γνωρίζουν πολύ καλά».
Χρύσανθος |
«Στο καλό το μεγάλο Σου ταξίδι, λατρευτέ Αρχηγέ! Η οδύνη του λαού δια τον χωρισμόν Σου θα γίνει -το πιστεύομεν- μεγάλη και ευφρόσυνη χαρά στον θριαμβευτικό Σου γυρισμό».
Αλλά να, στην «Εποχή» της 13ης Απριλίου 1919, ανοιχτά πια και φανερά, δημοσιεύει σε θέση κυρίου άρθρου την έκκληση της Επιτροπής Ποντίων της Αθήνας για το ίδιο μεγάλο θέμα.
«Η εν Ελλάδι Επιτροπεία των Ποντίων -γράφει η «Εποχή»- απηύθυνε προς την Διάσκεψιν της Ειρήνης την εξής εμπνευσμένην έκκλησιν ελευθέρου λαού προς τα αισθήματα δικαιοσύνης των Συμμάχων της Αμερικής: «... Έλληνες απ’ αυτής της Αργοναυτικής εκστρατείας. Γηγενείς και εκ των ακτών της Ιωνίας και της Ηπειρωτικής Ελλάδος συνοικισθέντες από των πρώτων Ολυμπιάδων εις τους σήμερον νομούς Τραπεζούντος και Σεβαστείας. Υπερήφανοι άποικοι της Μιλήτου και του Πειραιώς και της Βοιωτικής Οινόης. Ανταλλάξαντες τον ασπασμόν προς τους Μυρίους της Αναβάσεως, μεθ' ων συνεπολεμήσαμεν κατά την ένδοξον εκστρατείαν. Παραστάται και συμμαχηταί ενός Μεγάλου Αλεξάνδρου και ενός Ηρακλείου. Πρώτοι λαμπαδηφόροι του ελληνικού φωτός αλλά και έσχατοι πρόμαχοι του ελληνοβυζαντινού πολιτισμού, πρώτοι αγγελιαφόροι των προς την Δύσιν βαρβαρικών εξορμήσεων, πίπτοντες και ανεγειρόμενοι αλλ’ αείποτε εκπολιτίζοντες και εν τη υψώσει και εν τη καταπτώσει την Ανατολήν, οι Πόντιοι, ποιούμεθα έκκλησιν προς Υμάς τους συνελθόντας εις την Συνδιάσκεψιν της Ειρήνης Αρχηγούς των φιλελευθέρων Εθνών του κόσμου προς κατακύρωσιν των δικαίων των εθνοτήτων και αιτούμεθα όπως απονείμητε και εις ημάς δικαιοσύνην και ουδέν πλέον.
...Ο πόλεμος, ο συνταράξας εκ θεμελίων την ανθρωπότητα, αφήκε και εις ημάς βαθύτατα τα ίχνη της εξοντωτικής του επιδράσεως... Εκυλίσθημεν χαμαί, είδομεν τας πόλεις και τα χωρία μας παραδεδομένα εις την μανίαν του πυρός, τους πληθυσμούς μας εν μέσω χειμώνι απαγομένους εις τον τραγικώτερον εκπατρισμόν και την ανανδροτέραν ατίμωσιν. Εφορτώθημεν τον σταυρόν του φοβερωτέρου μαρτυρίου αλλά δεν εκάμφθημεν, τον μετεσχηματίσαμεν εις σίδηρον και καταφυγόντες εις τα όρη εξαπελύσαμεν κατά του θηρίου τους κεραυνούς μας.
...Αποδώσατε το δίκαιον εις τους συμμαχητάς σας. Δεν είσθε σεις, οι αναγαγόντες εις δόγμα τα δικαιώματα των λαών επί της ελευθέρας διαθέσεως των τυχών των; Δεν είσθε σεις οι πιστεύσαντες εις την απολύτρωσιν των υποδούλων λαών; Προς Θεού, αποδώσατε εις τους Ποντίους την ελευθερίαν της οποίας δικαιούνται».
Αντιτορπιλικό "ΒΕΛΟΣ" |
Ξεφυλλίζοντας τον τόμο βρίσκω στο φύλλο της 18 Απριλίου 1919 την περιγραφή του τραγικού περιστατικού, που έγινε την βραδιά της δεξίωσης των αξιωματικών του «Βέλους». Ο νέος που σκοτώθηκε λεγόταν Μιχάλης Ζουντουρίδης και να πώς αφηγείται η εφημερίδα του Καπετανίδη το περιστατικό: «Χθες το πρωί ως αστραπή διεδόθη εις την πόλιν, εις όλας τας συνοικίας και τα περίχωρα, η αγρία νυκτερινή δολοφονία του ομογενούς νέου υπό Τούρκου στρατιώτου, την ώραν καθ’ ην η Ελληνική Λέσχη παρέθετε το επίσημον δείπνον προς τιμήν των Ελλήνων αξιωματικών του αντιτορπιλλικού «Βέλος». Απερίγραπτος η συγκίνησις που κατέλαβε τον λαόν. Από ενωρίς είχον πληροφορηθή το τραγικόν συμβάν οι γονείς του θύματος, προσελθόντες με ολολυγμους και θρήνους εις την Λέσχην δια να ευρουν νεκρό το αγαπημένο τους παιδί, το οποίον σφαίρα, κακούργου και έκφυλου αφήρπασεν από την ζωήν. Άπειρος κόσμος εξ όλων των σημείων της πόλεως κατέκλυσε την Λέσχην και όλον τον δρόμον, γυναίκες δε του λαού προσήρχοντο δια να μοιρολογήσουν το άτυχο παλληκάρι».
Πάνδημη ήταν η κηδεία που έγινε. Ο Νίκος Καπετανίδης μίλησε με όλο το πατριωτικό πάθος που τον διέκρινε - ο επικήδειος λόγος του χαρακτηρίζει και τον ίδιο αλλά και τους παλμούς των ημερών εκείνων:
«Θλιμμένος και δακρυσμένος ο ελληνισμός της Τραπεζούντος κηδεύει το αθώον θύμα του άγριου μίσους που ήλθε να σκορπίση την οδύνην και τον βαθύν πόνον μέσα εις την εθνικήν χαράν του λαού. Η ψυχή μας μόλις αντίκρυσε το παντοτεινόν της δράμα. Μόλις είδαμε να γίνωνται πραγματικότητες τα όνειρα τα οποία πάπποι και προπάπποι εδημιούργησαν δια τα εθνικά μας ιδανικά και ο ελληνισμός της Τραπεζούντος.
Μόλις ησθάνθη την ευφροσύνην της γαλανόλευκης που υπερήφανη εκυμάτισε και κυματίζει εις τα παράλιά μας. Μόλις είδαμεν τους δοξασμένους ήρωας που προσφέρουν άφθονον το αίμα δια το μεγαλείον της Μητέρας Πατρίδος. Μέσα εις την χαράν μας αυτήν και μέσα εις τον ιερόν μας αυτόν ενθουσιασμόν, ο άγριος δολοφόνος που δεν υποφέρει το ελληνικόν φως, αιματοκύλησε τον αθώον Έλληνα και βάφεται το χώμα της Τραπεζούντος με το αίμα του Έλληνος νέου.
Μοίρα κακή! Μοίρα που εξακολουθεί να θερίζη από τον πολυπαθή ελληνισμόν τα παιδιά της φυλής και να γιγαντώνη τας θυσίας τας οποίας το μαρτυρικόν πανελλήνιον προσέφερε και προσφέρει. Δια τον ελληνισμόν κάθε στέφανος δόξης εθνικού μεγαλείου εβάφη πάντοτε μέσα εις το αίμα των μαρτύρων και των ηρώων, των αλησμονήτων προμάχων, οι οποίοι είτε εις τα πεδία των μαχών, είτε εις την ανοικτήν θάλασσαν, είτε κάτω από την δολοφόνον επίθεσιν, έπεσαν και έβαψαν την γην με το αίμα των. Αλλ’ οι μάρτυρες και οι ήρωες αυτοί μαζί με την βαθείαν θλίψιν την οποίαν αφήνουν εις την εθνικήν ψυχήν γίνονται συνάμα και φωτεινά σύμβολα που καθοδηγούν το μαρτυρικόν μας έθνος, γίνονται τα πολυτραγουδημένα παλληκάρια τα οποία πλατύνουν τα όνειρα και τους πόθους και τα δίκαιά μας.
Θλιμμένος και δακρυσμένος ο ελληνισμός της Τραπεζούντος κηδεύει και αυτός τώρα τον αλησμόνητον νέον, ο οποίος με τον αγνόν ενθουσιασμόν της ψυχής του έζησεν ολίγας ώρας με την γοητείαν της εθνικής χαράς. Ελληνόπουλο και αυτός, είχε την μυστικήν λατρείαν προς την Μητέρα Πατρίδα, είχε τα όνειρά του. Και ενώ εχαίρετο την πραγματοποίησιν των πόθων του, άγριος και μυσαρός ο απαίσιος δολοφόνος του αφήρεσε την ζωήν και ενέκρωσε την χαράν και τον ενθουσιασμόν του πολυδακρύτου νέου μας.
Το αίμα σου, αλησμόνητε Μιχάλη, είναι η κόκκινη γραμμή η οποία εχρωμάτισε το γλυκοχάραμα του Λυτρωμού. Το αίμα σου, με το οποίον έβαψες το χώμα της πατρίδος μας, θα μας μείνη δια πάντα ωσάν φωτεινή γραμμή δια να μας καθοδηγή εκεί όπου ο εθνικός μας πόθος μας καλεί».
Και η «Εποχή» κλείνει την περιγραφή: «Η επιβλητική κηδεία του θύματος, λαβούσα μορφήν μεγάλης διαδηλώσεως, ενεποίησε εντύπωσιν εις τους επισήμους ξένους της πόλεώς μας. Η Τραπεζούς σπανίως είδε ομοίαν μεγαλοπρέπειαν νεκρικής πομπής και αλησμόνητος θα παραμείνη εις πάντας η ημέρα αύτη, καθ’ ην ο ελληνισμός της Τραπεζούντος εξεδήλωσεν επιβλητικώτατα την ζωηράν του αγανάκτησιν και θλίψιν δια το διαπραχθέν τυφλόν και άγριον ανοσιούργημα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου