Abdul Hamid |
Οι Νεότουρκοι γνώριζαν επίσης καλά, χάρη στις συμβουλές της συμμάχου Γερμανίας, ότι μετά την εδαφική συρρίκνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια, η επιβίωση του παντουρκισμού στη Μικρά Ασία ήταν εφικτή μόνο με την απομάκρυνση ή την εξαφάνιση των χριστιανών κατοίκων της.
Γι' αυτό, αποδίδοντας το δράμα των μουσουλμάνων προσφύγων στην κακή συμπεριφορά των ελληνικών αρχών, εφάρμοσαν την πολιτική των αντιποίνων. Είναι γνωστές οι βιαιοπραγίες των Νεότουρκων αυτής της περιόδου εις βάρος των Ελλήνων. Διωγμοί, εκτοπισμοί, οικονομικό μποϊκοτάζ, ψυχολογική τρομοκρατία, λεηλασίες, δολοφονίες και άλλα μέτρα, τα οποία προετοίμαζαν το κλίμα της αναγκαστικής φυγής στην Ελλάδα.
Όμως, όλα αυτά δεν ήταν αρκετά για να επιτευχθεί η ολοκληρωτική απομάκρυνση ή εξαφάνιση των Ελλήνων. Γι' αυτό, το Μάιο του 1914 οι Νεότουρκοι πρότειναν στην ελληνική κυβέρνηση την ανταλλαγή της ελληνικής μειονότητας του βιλαετιού του Αϊδινίου με τη μουσουλμανική μειονότητα της Μακεδονίας και της Ηπείρου.
Η κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου αποδέχτηκε λίγες μέρες αργότερα, στις 22 Μαΐου 1914, την πρόταση αυτή, προβάλλοντας δυο όρους: Πρώτον, να είναι η ανταλλαγή προαιρετική, δεύτερον, να περιλαμβάνει γεωγραφικά και την ελληνική μειονότητα της Ανατολικής Θράκης. Με την απόφασή του αυτή ο Έλληνας πρωθυπουργός πίστευε ότι θα έλυνε ευκολότερα το οξύ προσφυγικό πρόβλημα, που δημιουργήθηκε στη Μακεδονία, αφού η πλειονότητα των ευκατάστατων Μικρασιατών Ελλήνων θα παρέμεναν στον τόπο τους, ενώ μέσα από τις συμφωνίες θα εξασφάλιζε τη μελλοντική ειρηνική τους συμβίωση με τους Οθωμανούς.
Παρά τη συμφωνία των δυο πλευρών να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και τη σύσταση της ειδικής Μεικτής Επιτροπής για τα θέματα της συζήτησης, οι διωγμοί των Ελλήνων συνεχίζονταν με την ίδια σκληρότητα. Την κρίσιμη αυτή περίοδο οι Νεότουρκοι προσπαθούσαν να κερδίσουν χρόνο και ήταν παράλογα απαιτητικοί στον τρόπο επίλυσης των ελληνοοθωμανικών διαφορών. Οι εργασίες της Μεικτής Επιτροπής διήρκεσαν ως το Δεκέμβριο του 1914 και έληξαν με τη διαφωνία των δυο πλευρών σε όλα τα βασικά θέματα.
Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, γνωρίζοντας καλά τις προθέσεις των Νεότουρκων, δεν έτρεφαν αυταπάτες για τα ουτοπικά τους σχέδια, γι αυτό όλο το διάστημα των διαπραγματεύσεων συνέχιζαν να καταφεύγουν με κάθε μέσο προς την Ελλάδα. 80.176 Έλληνες από την Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία εγκατέλειψαν έως το Σεπτέμβριο του 1914 τα σπίτια και τις περιουσίες τους και ήρθαν στη Μακεδονία. Στον αριθμό αυτό των προσφύγων δεν περιλαμβάνονταν οι 30.000 περίπου εύποροι πρόσφυγες, των οποίων τα ονόματα δεν καταγράφηκαν στους καταλόγους της Επιτροπής Περιθάλψεως, γιατί δεν χρειάστηκαν την οικονομική ή υλική της βοήθεια.
Εκτός από τις βίαιες εκτοπίσεις και τις αναγκαστικές μεταναστεύσεις, το ίδιο διάστημα παρατηρήθηκε και η πρώτη εθελοντική εγκατάσταση Ελλήνων του ευρύτερου μικρασιατικού χώρου στη Μακεδονία. Στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων πολλοί Μικρασιάτες Έλληνες ήρθαν και πολέμησαν, ως εθελοντές, στο πλευρό των αλύτρωτων ακόμη Ελλήνων της Μακεδονίας και της Θράκης.
Αρκετοί από αυτούς, μετά τη λήξη του πολέμου και την απελευθέρωση των ελληνικών εδαφών, παρέμειναν για πάντα στη Μακεδονία. Άλλοι πάλι γύρισαν πίσω στις πατρίδες τους και με την πρώτη ευκαιρία, αφού πρόβλεψαν το δυσοίωνο πολιτικό κλίμα, μετανάστευσαν στη Μακεδονία με τις οικογένειές τους και πολλές φορές με όλο το συγγενικό τους περιβάλλον. Τέλος, την ίδια περίοδο πραγματοποιήθηκε και η πρώτη μετακίνηση Ελλήνων ποντιακής καταγωγής από τον Καύκασο στη Μακεδονία.
Ε. Βενιζέλος |
Η επιδείνωση των σχέσεων Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πριν από την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και τα ευχάριστα νέα που έφτασαν από την ελεύθερη ελληνική Μακεδονία επηρέασαν αποφασιστικά τους Έλληνες του Καυκάσου να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα. Δυστυχώς, μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν ειδικές μελέτες, βάσει στατιστικών στοιχείων, από τις οποίες να γίνεται γνωστό πόσοι Έλληνες και από ποια χωριά του Καυκάσου εγκαταστάθηκαν το 1914 σε διάφορα χωριά και πόλεις της Μακεδονίας.
Το ειδικό αυτό σκοτεινό κεφάλαιο της ιστορίας φωτίζεται έως ένα σημείο από ένα άρθρο του καθηγητή Απόστολου Βακαλόπουλου και εν μέρει από τα αρχεία της Επιτροπής Προσφύγων, για τα οποία έχω τη γνώμη ότι περιμένουν τον ειδικό ερευνητή τους να τα αξιοποιήσει. Σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε ο καθηγητής Απόστολος Βακαλόπουλος, οι κάτοικοι των χωριών Τσιπλαχλί και Κιουλεπέρτ του Καρς το 1914 εγκαταστάθηκαν στο Φίληρο της Θεσσαλονίκης. Την ίδια χρονιά και μέχρι τον Ιούνιο του 1915, όπως πληροφορούμαστε από τα αρχεία της Επιτροπής Περιθάλψεως, ήρθαν στην Ελλάδα από τον Καύκασο 3.260 άτομα, τα οποία εγκαταστάθηκαν κυρίως σε χωριά της Βέροιας, της Έδεσσας, των Γιαννιτσών, της Ελασσόνας, της Πτολεμαΐδας, του Κιλκίς, του Λαγκαδά, των Σερρών και της Θεσσαλονίκης. Οι Έλληνες του Καυκάσου, μολονότι ήταν μετανάστες, αναγνωρίστηκαν από τις ελληνικές αρχές ως πρόσφυγες και συμπεριλήφθηκαν στα ειδικά προγράμματα βοήθειας της νεοσύστατης τότε Επιτροπής Προσφύγων.
Την περίοδο 1912-1914 υπολογίζεται ότι μετακινήθηκαν στα βαλκανικά κράτη και στη Μικρά Ασία περίπου 890.000 άτομα. Από την Ελλάδα μετακινήθηκαν προς τη Μικρά Ασία 115.000 μουσουλμάνοι, ενώ στη Μακεδονία ήρθαν περίπου 120.000 Έλληνες από τη Θράκη και τη Μικρά Ασία. Από τα 328 εγκαταλειμμένα χωριά και τσιφλίκια της Μακεδονίας, όπου
εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες στα 202 κατοικούσαν μουσουλμάνοι, στα 92 Βούλγαροι και τα υπόλοιπα 34 ήταν μεικτά χωριά.
Με τη βίαιη αναγκαστική μετανάστευση των περισσότερων Ελλήνων προσφύγων μεταβλήθηκε ο εθνικός χαρακτήρας ολόκληρων επαρχιών, γιατί: «Η συνεπεία (των διωγμών) επελθούσα καταστροφή του Ελληνισμού της Θράκης και μέρους της Μικράς Ασίας παρουσιάζει ως μόνον αντιστάθμισμα την συμβολή εις τον εξελληνισμόν επαρχιών τινών της Μακεδονίας, όπου το Ελληνικόν στοιχείον αντεπροσωπεύετο μέχρι τότε ανεπαρκώς, και όπου τα κενά τα οποία εδημιούργησαν οι βαλκανικοί πόλεμοι εις τον βουλγαρικόν πληθυσμόν της Μακεδονίας, επληρώθησαν από των εκ της Παλαιάς και Νέας Βουλγαρίας εκδιωχθέντων Ελλήνων, δυστυχώς μετά δυσαναλόγων θυσιών εις βάρος του ανθούντος Ελληνισμού της Θράκης».
Οι διαστάσεις που πήραν τα τεράστια προβλήματα των προσφύγων της Μακεδονίας ανάγκασαν την ελληνική κυβέρνηση να οργανώσει στη Θεσσαλονίκη ειδική υπηρεσία, ώστε να μεριμνήσει, πρώτον, για την προσωρινή στέγαση και περίθαλψη των προσφύγων, δεύτερον, για τη μόνιμη εγκατάστασή τους σε διάφορα επαρχιακά κέντρα.
Η υπηρεσία αυτή άρχισε να λειτουργεί από τον Ιούνιο του 1914 με την επωνυμία «Κεντρική Επιτροπή προς Περίθαλψιν και Εγκατάστασιν των εν Μακεδονία Εποίκων Ομογενών». Η ίδια Επιτροπή αναγνωρίστηκε και νομοθετικά με το νόμο 350 της 31ης Οκτωβρίου 1914 «περί εγκαταστάσεως των εποίκων ομογενών εν Μακεδονία και αλλαχού». Η πείρα που απέκτησε η επιτροπή από τα πολύπλοκα και ποικιλόμορφα προβλήματα των προσφύγων του 1914 αξιοποιήθηκε θετικά το 1922, όταν η Ελλάδα δέχτηκε στους κόλπους της όλο το μικρασιατικό ελληνισμό.
Η κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου, για να αμβλύνει το οξύ προσφυγικό πρόβλημα, που καθημερινά γινόταν δυσκολότερο με τον ερχομό νέων προσφύγων, έδωσε προτεραιότητα στο να εντοπίσουν οι αρμόδιες υπηρεσίες τα δημόσια κτήματα της Μακεδονίας και να τα μοιράσουν στους πρόσφυγες. Από την έρευνα που έγινε βρέθηκαν μόνο 28 εκτάσεις με 167.000 στρέμματα, τα οποία όμως μπορούσαν να στεγάσουν μόνο 2.088 οικογένειες. Γι’ αυτό, το επόμενο θαρραλέο βήμα της κυβέρνησης ήταν η απόφαση που έλαβε να καταλάβει προσωρινά τα κτήματα τα οποία εγκατέλειψαν οι Βούλγαροι και οι Τούρκοι μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας, ένα μέτρο που από τη μια περιόρισε την καταπάτηση αυτών των κτημάτων από τους ντόπιους και τους κερδοσκόπους, ενώ από την άλλη έλυσε προσωρινά το πρόβλημα της επιβίωσης των προσφύγων.
Με εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών στις 29 Ιουλίου 1914 δόθηκε εντολή στους οικονομικούς εφόρους της Μακεδονίας να καταλάβουν τα εγκαταλειμμένα κτήματα, για τα οποία με το νόμο 262, που ψηφίστηκε στις 10 Μαΐου 1914, δόθηκε η δυνατότητα «εις τους εγκαταλείψαντας τα κτήματα των ιδιοκτήτας όπως προσαγάγωσι τους τίτλους των και διεκδικήσουν τα κτήματά των». Ο νόμος αυτός, που είχε ισχύ ενός έτους, παρατάθηκε από την κυβέρνηση του Ζαΐμη ως τις 30 Απριλίου του 1916. «Μετά την παρέλευσιν της ανωτέρω προθεσμίας τα κτήματα ταυτα θα περιήρχοντο πλέον οριστικώς εις την κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου. Διά της διοικητικής ταύτης καταλήψεως το Ελληνικόν Δημόσιον κατελάμβανεν ως διαχειριστής αλλοτρίων τα κτήματα των αποδημησάντων, μέχρις ότου επιστρέψουν ουτοι να τα διεκδικήσουν νομίμως, εγκαθιστά δε εις αυτά πρόσφυγες προς περιφρουρησιν των δικαιωμάτων του Δημοσίου».
1955: Νέα Φλογητά Χαλκιδικής |
Με το συγκεκριμένο μέτρο αξιοποιήθηκαν 46 τσιφλίκια και 133 κεφαλοχώρια, θα μπορούσαν να είχαν αξιοποιηθεί πολύ περισσότερα κτήματα αν το Υπουργείο Οικονομικών επέμενε να συνεχιστεί μέχρι τέλους η κατάληψη των κτημάτων και οι αρμόδιες υπηρεσίες λειτουργούσαν πιο υπεύθυνα, γιατί «σε πολλάς περιφερείας, λόγω της αδιαφορίας των εφόρων ή της τελείας ανεπαρκείας του προσωπικού αυτών, δεν κατελήφθησαν πλείστα όσα εγκαταλελειμμένα τσιφλίκια και χωρία».
Συνολικά, με βάση τα στοιχεία της Επιτροπής Προσφυγών, το 1914 ήρθαν στη Μακεδονία 117.484 πρόσφυγες, τους οποίους η επιτροπή εγκατέστησε στις παρακάτω 25 περιφέρειες:
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΕΣ
|
Οικογένειες
|
Άτομα
|
|
1. Ανασελίτσας
|
230
|
942
|
|
2. Bεροίας
|
212
|
862
|
|
3. Εδέσσης
|
413
|
1.646
|
|
4. Γιαννισών
|
682
|
2.841
|
|
5. Γρεβενών
|
64
|
300
|
|
6. Σιδηροκάστρου
|
1.331
|
5.482
|
|
7. Δράμας
|
3.497
|
12.907
|
|
8.Ελασσόνος
|
43
|
178
|
|
9. Zixvns
|
1.282
|
5.180
|
|
10. Θάσου
|
216
|
848
|
|
11.
Θεσσαλονίκη (περιφέρεια)
|
1.215
|
5.050
|
|
» (πόλης)
|
8.282
|
31.528
|
|
12. Kαβάλας
|
1.379
|
5.857
|
|
13. Πτολεμαΐδας
|
321
|
1.275
|
|
14. Καστοριάς
|
25
|
88
|
|
15. Kατερίνης
|
908
|
3.626
|
|
16. Κιλκισίου
|
3.304
|
13.788
|
|
17. Λαγκαδά
|
1.994
|
8.104
|
|
18. Νιγρίτα
|
905
|
3.639
|
|
19. Ελευθερούπολης
|
640
|
2.766
|
|
20. Περιοχή Νέστου
|
597
|
2.663
|
|
21. Σερβίων
|
165
|
684
|
|
22. Σερρών
|
611
|
2.265
|
|
23. Τσουμαγιάς
|
1.190
|
4.740
|
|
24. Φλωρίνης
|
34
|
126
|
|
25. Χαλκιδικής
|
17
|
97
|
|
29.557
|
117.484
|
Ο γενικός γραμματέας της Επιτροπής Προσφύγων, A. Α. Πάλλης, σε συνοπτική έκθεσή του προς το Υπουργείο Εξωτερικών στις 9 Μαρτίου 1916 τόνιζε την κρισιμότητα αυτής της εγκατάστασης: «Η εγκατάστασις των προσφύγων εν Μακεδονία είναι σπουδαία από διττής απόψεως, εθνικής και κοινωνικής. Πρώτον δια της εγκαταστάσεως σχεδόν 120 χιλιάδων ακραιφνούς Ελληνικού πληθυσμού μετεβλήθη ο εθνολογικός χαρακτήρ ωρισμένων Μακεδονικών επαρχιών όπου προηγουμένως επλεόναζε το αλλοεθνές στοιχείον. Ούτω η επαρχία Κιλκίς το προπύργιον τούτο της Θεσσαλονίκης, όπερ άλλοτε υπήρξεν η ακρόπολις του Βουλγαρισμού σήμερον δια της μεταναστεύσεως των πλείστων των πρώην σχισματικών κατοίκων αυτού και της εγκαταστάσεων 14 περίπου χιλιάδων προσφύγων μετεβλήθη εις ελληνικότατην επαρχίαν. Επίσης η επαρχία Λαγκαδά, που άλλοτε επλεόναζε το τουρκικόν στοιχείον, σήμερον ενισχυθεί δια της καταστάσεως 9 περίπου χιλιάδων προσφύγων. Αυτη είναι η εθνική άποψις του ζητήματος ήτις δεν διέφυγε το Γενικόν μας Επιτελείον, ζητήσαν επιμόνως την εις τα χωρία της μεθορίου εγκατάστασιν προσφύγων, ήτις όμως δεν δύναται να συντελεσθή επιτυχώς εφόσον το Υπουργείον των Οικονομικών δεν αποφασίζει να επιληφθή συστηματικής της καταλήψεως των αδέσποτων γαιών και να θέση επί την διάθεσιν των Εφόρων το αναγκαίον έκτακτον προσωπικόν. Κοινωνικήν μεταβολήν επέφερεν η εγκατάστασις προσφυγων εις τα εγκαταλελειμμένα τσιφλίκια, διότι ούτω πολλά τσιφλίκια μετετράπησαν εις κεφαλοχώρια, εκεί δε όπου πριν υπήρχον Βούλγαροι κολλίγοι σήμερον υπάρχουν Έλληνες χωρικοί. Η μεταβολή αυτη εις το καθεστώς της ιδιοκτησίας είναι φαινόμενον κοινωνικόν μεγάλης σημασίας».
Κωνσταντίνος Φωτιάδης
Καθηγητής Νέας Ελληνικής Ιστορίας
Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου