Πέμπτη 13 Αυγούστου 2015

Από τον κοινοτισμό έως το Ρωσοοθωμανικό Πόλεμο (1817-1879)

Η μαρτυρημένη από πολλές πηγές άρση της λειτουργίας του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας και η απουσία εστιών ανώτερης παιδείας στον Πόντο έως το 1817, έτος κατά το οποίο ξεκίνησε η δεύτερη περίοδος λειτουργίας του Νέου Φροντιστηρίου, καθώς και η εξέλιξη των αλληλοδιδακτικών σχολείων της Τραπεζούντας, μας επιβάλλει να θεωρήσουμε ότι αυτή ήταν και η αφετηρία της δεύτερης περιόδου ακμής των γραμμάτων στον Πόντο. Η περίοδος αυτή φτάνει ουσιαστικά έως την έκρηξη του Ρωσοοθωμανικού Πολέμου, οπότε οι συγκυρίες δημιούργησαν παροδική κάμψη της κυοφορούμενης ανάπτυξης. Την τελευταία δεκαετία αυτής της περιόδου η επέκταση της παιδείας σε πολλές εστίες σηματοδότησε το πέρασμα σε μια νέα εποχή.
Επίκεντρο της παιδευτικής έκρηξης ήταν και πάλι η Τραπεζούντα, αφού, σύμφωνα με μαρτυρία του Π. Τριανταφυλλίδη, το 1844 δεν υπήρχε κανένα άλλο σχολείο μέσης εκπαίδευσης στην παραλία του Πόντου εκτός από το Φροντιστήριο που είχε συσταθεί εκ νέου από το Σάββα Τριανταφυλλίδη το 1817.
Η ακμή των γραμμάτων στον Πόντο δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στην επίδραση που άσκησε η έλευση μορφωμένων ατόμων στην Αθήνα στο οικονομικό και πνευματικό κέντρο της περιοχής, την Τραπεζούντα.
Η ύπαρξη ενός θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των σχολών, το οποίο συνιστούσε η διά των βερατίων -που παρέχονταν στον οικουμενικό πατριάρχη Κωνσταντινούπολης- άδεια ίδρυσης σχολών, στο πλαίσιο των υπό τη δικαιοδοσία του μητροπόλεων, δεν ήταν από μόνη της αρκετή για να αιτιολογήσει την αρχόμενη πρόοδο. Μια εξήγηση θα μπορούσε να δοθεί μέσα από τη διαπιστωμένη πατριαρχική προστασία, στη διάρκεια αυτής της νέας περιόδου λειτουργίας του Φροντιστηρίου. Και πάλι, όμως, η βούληση του οικουμενικού πατριάρχη για τη στήριξη της σχολής δεν θα ήταν από μόνη της αρκετή αν δεν συνυπήρχαν στο κοινωνικό επίπεδο οι παράμετροι εκείνες που αποτέλεσαν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη στήριξη της παιδείας.
Συγκεκριμένα, η δραστηριοποίηση της μεγαλοαστικής και της μεσαίας τάξης της Κωνσταντινούπολης γύρω από ζητήματα εκπαίδευσης εκδηλώθηκε έντονα αυτή την περίοδο και με μια δυναμική ευθέως ανάλογη της μεγιστοποίησης των οικονομικών της κερδών και προσόδων. Η πρόοδος του εμπορίου και η πετυχημένη διεκπεραίωση των χρηματιστηριακών της συναλλαγών κατέστησαν τη μεγαλοαστική τάξη της Κωνσταντινούπολης ισχυρή και έθεσαν τις προϋποθέσεις της από μέρους της παρέμβασης προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της παιδείας. Οι απαρχές των εθνογενέσεων στη Βαλκανική και η αμφισβήτηση του οικουμενικού ρόλου του Πατριαρχείου από τους αρχόμενους εθνικισμούς κατέστησαν την εθνική επιβίωση της ελληνικής μεγαλοαστικής τάξης επισφαλή και ενεργοποίησαν τα αμυντικά της αντανακλαστικά.
 Στα μεγάλα αστικά κέντρα της αυτοκρατορίας, όπως η Κωνσταντινούπολη, η άμυνα αυτή προσέλαβε διαστάσεις εθνικής σταυροφορίας και συμπαρέσυρε στη θεώρηση της παιδείας ως μέσου αυτοπροσδιορισμού και επιβίωσης. Παράλληλα, η δημιουργία αστικών στρωμάτων στις λοιπές πόλεις της αυτοκρατορίας συνεισέφερε στην αύξηση αυτής της δυναμικής παρουσίας των αστών και οδήγησε στην επίταση των προσπαθειών για την οικοδόμηση μιας ελληνικής παιδείας με μεγάλη εξάπλωση.

Ο κοινοτισμός στην Τραπεζούντα
Είναι γεγονός ότι η δημιουργία των πρώτων κοινοτικών θεσμών στην Τραπεζούντα συνέπεσε χρονικά με τις κοινοτικές διαμάχες της περιόδου 1853-1855, τις οποίες μνημονεύουν τόσο ο Κυριακίδης όσο και ο μητροπολίτης Χρύσανθος και θα πρέπει να ερμηνευτούν ως απόπειρα αμφισβήτησης του τρόπου διορισμού των εφόρων, αφού αυτή η αρμοδιότητα είχε ανατεθεί από το 1807 στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η όξυνση των διενέξεων οδήγησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1854 στην απόφαση της σύνταξης Κοινοτικού Κανονισμού, η οποία υλοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 1854, με την αποστολή του κανονισμού στον Ευστάθιο Κλεόβουλο, σχολάρχη του Φροντιστηρίου εκείνη την περίοδο. Ο συγκεκριμένος όμως κανονισμός δεν έφτασε έως εμάς, ενώ δεν πρέπει να έγινε, τουλάχιστον αμέσως, αποδεκτός από την κοινότητα.
Η μετεξέλιξη των κοινοτικών θεσμών προς τον εκδημοκρατισμό συντελέστηκε με την πρωτοβουλία των μελών της γενικής ενοριακής συνέλευσης του έτους 1854, την οποία ανέλαβαν, όπως μνημονεύει ο Κυριακίδης, οι ενορίες Υπαπαντής, Αγίου Γεωργίου και Αγίου Βασιλείου. Η Γενική Κοινοτική Συνέλευση οδήγησε στην απόφαση της εκλογής εφόρων, που πρέπει να συντελέστηκε για πρώτη φορά στην κοινότητα αυτόν το χρόνο.
Ο πρώτος κανονισμός που διασώθηκε και στον οποίο αποτυπώνεται με πληρότητα το σύστημα διοίκησης των σχολείων ήταν «ο Κανονισμός της εν Τραπεζούντι Ελληνικής Κοινό-τητος» του έτους 1881.
Ο κανονισμός του 1881 δεν πρέπει να ήταν ο πρώτος που ψηφίστηκε. Ήδη η ανταπόκριση της Επί των Έξω Σχολείων Επιτροπής στον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο Κωνσταντινουπόλεως γνωστοποιούσε την ύπαρξη από το 1868 της συγκεκριμένης επιτροπής, ο ρόλος της οποίας καθορίστηκε στους κανονισμούς από το 1881 και έπειτα.
Η παγίωση των κοινοτικών θεσμών στην Τραπεζούντα δεν είχε μεγάλη διάρκεια, αφού σε αυτούς αποδόθηκε η διαμόρφωση μιας προυχοντικής ηγεσίας. Με την αδυναμία των Κοινοτικών Κανονισμών να μετεξελιχθούν, παρακολουθώντας τις κοινωνικές εξελίξεις, διαμορφώθηκε ένα εκρηκτικό κοινωνικό τοπίο, στο πλαίσιο του οποίου η συνεργασία του μητροπολίτη, ως αρχηγού της δυσαρεστημένης κοινοτικής μερίδας, με την άρχουσα μεγαλοαστική τάξη των προκρίτων, απέβη αδύνατη, την περίοδο κυρίως 1892-1897.
Με τη συμφιλίωση των αντιμαχόμενων κοινοτικών παρατάξεων το 1897, με ενέργειες του μητροπολίτη Κωνστάντιου, δρομολογήθηκαν μια σειρά από εξελίξεις, οι οποίες κορυφώθη-καν με τα εγκαίνια του νέου κτιρίου του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας, το 1902, και με την ψήφιση του νέου Κοινοτικού Κανονισμού Τραπεζούντας, του έτους 1909.



Ποντιακός Ελληνισμός
Ιστορικό Λεύκωμα

National Geographic

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah