Ευδιάθετος με την παρουσία και τη βοήθεια της κόρης του Μαρίας, αναφέρει ότι ξαναπήγε στην πατρίδα τρεις φορές, όπου διαπίστωσε ότι σχεδόν όλα τα χωριά δεν άλλαξαν τα ονόματά τους. Δεν βρήκε, όμως κανέναν γνωστό, εκτός από έναν Τούρκο τον οποίο ρώτησε για τη μεγάλη μουριά που ήταν μπροστά στο σπίτι του θείου του. Ο Τούρκος του απάντησε ότι το σπίτι κάηκε και το δέντρο το έκοψε ο ίδιος, γιατί έκανε πολύ κρύο. Επίσης, γκρέμισαν την εκκλησία και πήραν τις πέτρες για να χτίσουν τα σπίτια τους.
Το χωριό Τοκούζ Αγά ήταν μεγάλο. Είχε σχολείο και δύο ναούς. Στην άκρη του χωριού ζούσαν πέντε οικογένειες μουσουλμάνων. Αυτοί πήγαιναν στον ελληνικό ναό και μετά, οι Έλληνες τους φιλοξενούσαν στα σπίτια τους. Οι μουσουλμάνοι ήταν ελληνικής καταγωγής που είχαν τουρκέψει και πήραν τουρκικά ονόματα, όπως Ισμαήλ, Χασάν, Οσμάν. Τότε, η Πάφρα είχε δύο τζαμιά, τώρα έχει δεκαπέντε. Οι μουσουλμάνοι του είπαν: «Εσείς οι Γιουνάν (Έλληνες) δεν μας πειράξατε. Εμείς σας κάναμε πολύ κακό. Σας έκαψαν τα σπίτια. Τι τους έφταιγαν; Αγράμματοι άνθρωποι ήταν. Οι Τούρκοι δεν δούλευαν, παρότι είχαν έναν τεράστιο κάμπο, με πολλά νερά από τα μεγάλα ποτάμια που περνούσαν και χύνονταν στη Μαύρη Θάλασσα.
«Κατά τα πρώτα χρόνια, έως το 1914, Έλληνες και Τούρκοι ζούσαν καλά, σαν αδέλφια», λέει ο κυρ Χαράλαμπος Μητσόγλου. «Μετά άρχισαν οι διωγμοί. Τους Τούρκους τους επηρέασαν οι ξένες δυνάμεις. Στην πατρίδα, σε όλη την περιοχή της Πάφρας, μιλούσαμε μόνον τουρκικά. Μας απαγόρευαν να μιλάμε ελληνικά, που ήταν μόνον τα ποντιακά και μας είπαν : Ή τη γλώσσα ή την ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία., δεν απαρνηθήκαμε τη θρησκεία των πατέρων μας και έτσι μιλούσαμε τουρκικά. Οι Έλληνες στη Μικρά Ασία ήμασταν γύρω στα πέντε εκατομμύρια, δηλαδή περισσότεροι από τους Έλληνες της Ελλάδας».
«Τους πρώτους που μάζεψαν και σκότωσαν ήταν οι εγγράμματοι Έλληνες, δάσκαλοι, ιερείς, πρόεδροι, έμποροι», συνεχίζει ο κυρ Χαράλαμπος Μητσόγλου. Ήταν αυτοί που είχαν χρήματα και πλήρωναν φόρους. Όσοι πρόλαβαν, ανέβηκαν στα βουνά και σώθηκαν. Έτσι έγινε το αντάρτικο.
To χωριό μας Τοκούζ Αγά καταστράφηκε. Οι γονείς μου Νίκος και Σεβαστή και τα τέσσερα αδέλφια μου, ο Λεύτερης, ο Αβραάμ, ο Γιώργος και η Κατερίνα, οι γαμπροί μου, σύνολο δώδεκα μέλη της οικογένειάς μου χάθηκαν, αλλά και πολλοί άλλοι συμπατριώτες μας. Εγώ ήρθα στην Ελλάδα με τις τρεις αδελφές μου, σύνολο οχτώ αδέλφια. Ήμασταν οι μισοί. Οι άλλοι έμειναν για πάντα στον Πόντο. Το χωριό Σουρμελιού ήταν έδρα της τοπικής τουρκικής χωροφυλακής. Αυτό το χωριό το έκαψαν, γιατί ήταν ελληνικό και εξόντωσαν όλες τις οικογένειες.
Δεν άφησαν τίποτε. Τους παπάδες τους έδεσαν πίσω από άλογα και έλεγαν: Ελάτε να δείτε τα σκυλιά πώς τα σκοτώνουμε. Αυτά έπαθαν οι Έλληνες και πολλά άλλα. Μάζευαν από τα χωριά τον κόσμο, τον έκλειναν στις εκκλησίες, έριχναν μέσα πετρέλαιο και έβαζαν φωτιά. Στο χωριό Σουρμενί μάζεψαν όλους τους άντρες, τους έβγαλαν έξω από το χωριό και τους σκότωσαν. Μετά γύρισαν στο χωριό και έκαψαν όλα τα γυναικόπαιδα. Όταν η Ρωσία εισέβαλε στον Ανατολικό Πόντο, γύρω από την Τραπεζούντα και έφτασαν κοντά στην Κερασούντα, χειροτέρεψαν τα πράγματα στην περιοχή της Πάφρας. Οι Τούρκοι καλούσαν τους μεγάλους δήθεν για να τους πάνε στη Σαμψούντα, που απέχει από την Πάφρα 60 χιλιόμετρα και τους σκότωσαν στη διαδρομή.
Μετά την επανάσταση στη Ρωσία, το 1917, ο ρωσικός στρατός οπισθοχώρησε άτακτα, αφήνοντας τα όπλα του. Οι Τούρκοι ανακοίνωσαν το 1918 ότι θα γίνει ανταλλαγή, για να παγιδέψουν τους αντάρτες να κατεβούν από τα βουνά. Ήθελαν να πιάσουν και να σκοτώσουν τον Αντών Τσαούς (Αντώνιος Φωστερίδης 1912-1979), που ήταν αρχηγός των ανταρτών και δεν μπορούσαν να τον πιάσουν με άλλον τρόπο. Ο Αντών Τσαούς ήταν πολύ τολμηρός άνθρωπος και τον φοβόντουσταν ακόμη και οι χωροφύλακες. Εκτός από τον Αντών Τσαούς υπήρχαν και άλλοι καπετάνιοι, που τους έτρεμαν οι Τούρκοι. Χτυπούσαν τα τούρκικα χωριά και έπαιρναν ζώα και γεννήματα και τα έφερναν επάνω στα βουνά. Ένας Τούρκος τσοπάνος ήταν με εμάς. Αυτός τροφοδοτούσε το αντάρτικο. Χωρίς τους τροφοδότες, το αντάρτικο δεν θα υπήρχε. Θυμάμαι ότι οι Τούρκοι σκότωσαν έναν τροφοδότη. Υπήρχαν και οι προδότες. Με προδοσία έπιασαν τον Ανανία και τον έσφαξαν με το ξίφος σαν ζώο. Ήταν ένα τολμηρό παλικάρι που πήγαινε στον κάμπο με το άλογό του και με ένα σχοινί που το έκανε θηλιά έπιανε ζώα και τα ανέβαζε στο βουνό. Στα βουνά ζούσαμε σκορπισμένοι και όταν έρχονταν οι Τούρκοι ενωνόμασταν και τους πολεμούσαμε.
Η πείνα και οι ψείρες μας θέριζαν. Όσοι ζήσαμε το οφείλουμε στις χελώνες που τρώγαμε για δύο μήνες. Στο χωριό Τεκεντζέ μάζεψαν στην εκκλησία όλους τους κατοίκους και τους σκότωσαν. Μετά φώναξαν οι Τούρκοι: Όποιος είναι ζωντανός να σηκωθεί, δεν θα τον πειράξουμε. Σώθηκε μόνον ένα κοριτσάκι, που σηκώθηκε ανάμεσα από τους νεκρούς, όταν έφυγαν οι Τούρκοι. Το κοριτσάκι έφτασε στο βουνό, γεμάτο αίματα από τους σκοτωμένους. Αυτούς που έμειναν στην Πάφρα, τους μάζεψαν και τους έριξαν στο ποτάμι. Στα βουνά είχαμε μερικά φρούτα και πολλά χόρτα που τρώγαμε. Την Άνοιξη, κατεβαίναμε στα χωράφια και κόβαμε τα στάχυα που είχαν ωριμάσει, τα βάζαμε σε τσουβάλια, τα κοπανίζαμε και βγάζαμε το στάρι».
Για τον ερχομό του στην Ελλάδα, κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών, λέει ο κυρ Χαράλαμπος Μητσόγλου ότι έπρεπε να πληρώσουν κατά άτομο 5 τουρκικές λιρες και επειδή δεν είχαν, πήγαν και εργάστηκαν σε έναν τσιφλικά καπνών. Λεφτά, όμως, δεν τους έδωσε. Είπε ότι όσο δούλεψαν τόσο έκανε η διατροφή τους. Έτσι πήγαν σε άλλο χωριό όπου δούλεψαν στο παστάλιασμα καπνών με τα λεφτά που πήραν, ήρθαν στην Ελλάδα. Όσοι δεν είχαν λεφτά, δεν μπόρεσαν να φύγουν. «Εμείς, από τη Σαμψούντα, πήγαμε με καράβι στην Κωνσταντινούπολη. Πριν μπούμε στο καράβι για την Ελλάδα, περάσαμε από το Τσολιμπουρτάκ, όπως το έλεγαν. Εκεί είχε πολύ κρύο και εκεί, πολλοί Τούρκοι μας λήστεψαν. Μας έκαναν απολύμανση μέσα στο κρύο. Μετά μας κατέβασαν στο κέντρο της Πόλης, στον ναό του Αγίου Γεωργίου, όπου μείναμε πολύ καιρό. Κατόπιν μας έβαλαν στο καράβι και μας έφεραν στη Θεσσαλονίκη. Μας πήγαν στο Καραμπουρνάκι. Ήταν Οκτώβριος, αλλά έκανε ζέστη. Επειδή οι παράγκες και τα στρατόπεδα ήταν γεμάτα πρόσφυγες, μας έβαλαν κάτω από ένα απλωμένο πανί. Μια τριμελής επιτροπή γύρισε τα χωριά, για να διαλέξει την περιοχή στον κάμπο, όπου θα γινόταν η εγκατάσταση. Διάλεξαν τον Λαγκαδά.
Μας έδωσαν αντίσκηνα και αλεύρι. Στον Λαγκαδά πήγαμε με φορτηγά. Μείναμε εκεί τρεις μέρες και κατόπιν, με το τρενάκι, που πήγαινε ως τον Σταυρό κατέβασαν μερικούς στο χωριό Στίβος. Ανάμεσά τους ήμασταν και εμείς. Βρήκαμε έναν τσιφλικά που είχε χωράφια, ζώα και μύλο. Δούλεψα εκεί για να πάρω ένα τσουβάλι αλεύρι. Μου είπαν, να πάτε απέναντι στο Κοκκινοχώρι, που λεγόταν τουρκικά Τσεσμέ Μαχαλά και είχε λίγα τουρκικά σπίτια το χωριό μεγάλωσε από τους πρόσφυγες Πόντιους και λίγους Θρακιώτες, καλλιεργούσαν σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκια και καπνά. Πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν και στα γύρω χωριά, τη Νυμφόπετρα, τη Βόλβη, τον Ασκό, την Ανοιξιά, τη Φιλαδέλφεια, τον Ξηροπόταμο και τη Μαυρούδα. Στο Κοκκινοχώρι μείναμε ως το 1947. Μετά συγχωνεύτηκε με τη Νυμφόπετρα. Ο στρατός έκανε το χωριό μας πεδίο βολής. Εγώ υπηρέτησα το 1933, γιατί στη στρατολογία με είχαν δέκα χρόνια μικρότερο. Το 1940 πολέμησα στην Αλβανία. Εκεί, πέρασα παγωμένα ποτάμι και βουνά και έπαθα κρυοπαγήματα. Πολλοί τότε πέθαναν. Στον εμφύλιο,το 1947, τραυματίστηκα στο πόδι σοβαρά, από επίθεση ανταρτών. Με πήγαν στο 424 στρατιωτικό νοσοκομείο, στη Θεσσαλονίκη, και κατόπιν, επειδή το τραύμα μου ήταν σοβαρό, με πήγαν στην Αθήνα, όπου με εγχείρισαν και με έστειλαν στο νοσοκομείο της Καλαμαριάς, που ήταν γεμάτο τραυματίες και ασθενείς. Έκανα πέντε χρόνια στον στρατό και έξι χρόνια αντάρτης, στα βουνά της Πάφρας».
Παντρεύτηκε δύο φορές. Με την πρώτη γυναίκα, τη Μαρία, απέκτησαν τη Σοφία, την Κίτσα (Κυριακή) και την Κατίνα. Η Μαρία πέθανε και ο ίδιος ξαναπαντρεύτηκε. Με τη δεύτερη, την Κατίνα, απέκτησε τον Νίκο, τη Μαρία και τον Βασίλη. Τώρα έχει 12 εγγόνια και τρία τρισέγγονα. Μετά τον θάνατο της γυναίκας του, έμεινε μερικά χρόνια στη Νυμφόπετρα. Ύστερα, τον πήρε κοντά της η κόρη του στον Ασκό, όπου παντρεύτηκε και ζει η οικογένειά της.
Νίκος Τελίδης
Συλλέκτης και συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου