Παρασκευή 22 Μαΐου 2015

ΤΑΤΙΑΝΑ ΓΚΡΙΤΣΗ – ΜΙΛΛΙΕΞ “Η ΤΡΙΠΟΛΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ” (Απόσπασμα)

Για καλό μας…
Ήτανε μια Τετάρτη πρωί, σαν έφτασε ο διοικητής με τους χωροφύλακες και ανακοίνωσε την απόφαση της κυβέρνησής του που έλεγε πως μέσα σε τρεις μέρες όλοι οι Χριστιανοί κάτοικοι της πόλης πρέπει να είναι έτοιμοι να βαδίσουν προς το εσωτερικό.
Και τότε συλλογιστήκαμεν πως πριν ένα χρόνο έτσι ξεκληρίσανε τους συμπατριώτες μας τους Αρμεναίους κι έπεσε πάνω μας ο βουβαμός. Τις πρώτες ώρες είχαμε χάσει το νου μας και δεν ξέραμε ούτε τι να κάνουμε, ούτε τι να ετοιμάσουμε, μόνο όλος ο πόνος είχε ανεβεί στα μάτια και τα χέρια μένανε λυτά.
Ύστερα πήγαν οι Δημογέροντές μας και ζητήσανε από τον Καϊμακάμη να μας αφήσουνε στην πόλη μας ή να μας πουν αν μας περίμενε η τύχη των Αρμεναίων. Καλύτερα να πεθαίναμε πάνω στο χώμα μας.
Στο άκουσμα ο Διοικητής αγρίεψε και είπε πως για καλό μας μας παίρνανε από δω, για να μην είμαστε συνέχεια κάτω από τα πυρά των εχθρών, μάλιστα υποσχέθηκε κι αγώγια για να μεταφέρουμε τα ρούχα μας, τους γέρους και τα παιδιά μας που θα τα πλήρωνε η τούρκικη κυβέρνηση.

Και μείνανε στους φούρνους ζεστά ψωμιά…
Και ενώ όλοι φτιάχναμε τα πακέτα μας με την κρυφήν ελπίδα πως κάποιο θάμα θα γενεί και θα τα ξαναλύσουμε, λίγο πριν απολύσει η εκκλησιά, στις 13 του Νοέμβρη, όρμησε ξαφνικά μέσα στα σπίτια η χωροφυλακή κι αρχίνησε να χτυπάει, ν’ αρπάζει, να μακελεύει.
Όσους λείπανε από τα σπίτια τους δεν τους αφήσανε μέσα να μπουν, μόνε τους οδηγούσανε με τη βία στο Τερέ – Πασί. Και πάλι τότες σκεφτήκαμε τη σφαγή των Αρμεναίων και για να μην εξαγριώσουμε τους χωροφύλακες και υποστούμε την μοίρα εκεινών, αρπάξαμε ό,τι βρήκαμε πρόχειρο μπροστά μας και τραβούσαμε στο Τερέ – Πασί. Και μείνανε στους φούρνους ζεστά ψωμιά, το ζυμάρι μέσα στην πινακωτή να φουσκώνει, και φύγανε γυναίκες με το ζυμάρι ακόμα ζεστό πάνω στα δάχτυλα.

Σαν τα χαμένα αγρίμια
Κι ήτανε κάτι αφάνταστο η πορεία μέσα στη μαύρη νύχτα και στην ψιλή βροχή. Ένα δάσος που κινείται και καίεται από δαδιά, από κεριά, από αφάνες αναμμένες και τα κλάματα κι οι κραυγές των μανάδων που χάνανε τα παιδιά και μέσα σε κείνη τη φωτισμένη κόλαση να τα γυρεύουν, ενώ άλλοι βουλιάζανε μέσα στα ριζοτόπια του Τοματζλού κι άλλοι χάναν το δρόμο και το χέρι των δικών τους.
 Κι άκουγες σαν τα χαμένα αγρίμια να βγαίνουν ματωμένες από μέσα μας οι φωνές, Παναγή!!! Νικόλα!!! από κάτω… πιο δεξιά… μ’ ακούς παιδί μου; Κι ερχότανε η ηχώ, ώι… -ώι… μανίτσα.


Η υπόσχεση του Καϊμακάμη
Και η Πορεία εξακολουθεί. Περνούμε μέσα από ερημωμένα ελληνικά χωριά που έχουν αδειάσει πριν λίγο, οι πατημασιές τους είναι ακόμα πάνω στο υγρό χώμα της γης τους και ο ύπνος πάνω στο μαξιλάρι τους.
Σταματήσαμε στο χωριό Καραέρικ 8 χλμ. περίπου από την Έσπια κι όταν εφτάσαμε καίγανε ακόμα κούτσουρα στα τζάκια κι ήταν η χόβολη ζεστή. Ζεστάναμε την παγωμένη ανάσα μας στη φωτιά τους κι η παρουσία τους ήταν ακόμα παντού. Ώχου… και τα δικά μας τζάκια ίσως ακόμα θα ‘χανε κάποια μικρή φωτιά.
Εδώ μείναμε οχτώ μέρες, όπου και μας καταγράψανε, μας δώσανε κι ένα χαρτί με όλα τα μέλη της οικογένειας πάνω γραμμένα και με μια σφραγίδα, δήθεν για να μας κόψουν επίδομα, όπως στους Τούρκους πρόσφυγες, και να το χρησιμοποιούμε και σαν δελτίο για τρόφιμα.
Και οι μέρες περνούσανε, κι όλο έβρεχε, κι όλο μας βιάζανε οι χωροφύλακες να σηκωθούμε, κι εμείς όλο αντιστεκόμαστε περιμένοντας να έρθει ο Καϊμακάμης με τ’ αγώγια, καθώς μας το είχε υποσχεθεί. Έτσι ο Καϊμακάμης που παρακολουθούσε κρυφά την κατάσταση υποχρεώθηκε να παρουσιαστεί. Μας συμβούλεψε τότε να συνεχίσουμε την πορεία μας για να φτάσουμε μιαν ώρα πιο γλήγορα στον προορισμό μας, γιατί ο χειμώνας έφτανε και σ’ αυτά τα μέρη είναι βαρύς.
Του θυμίσαμε τότε τ’ αγώγια που μας είχε υποσχεθεί.
-Τα έχει όλα κατασχέσει το κράτος.
-Μα έχουμε λεχούσες, μωρά και πολύ γέρους.
-Τραβάτε, και στο δρόμο θα πορευτείτε.

Το Πιρκ
Και μείναμε στο Πιρκ. Στο Πιρκ που στάθηκε το απέραντο νεκροταφείο χιλιάδων χριστιανών, στο Πιρκ που σαν το συλλογιστούμε βλέπουμε έναν τεράστιο ξύλινο σταυρό, στο Πιρκ που αφήσαμε ό,τι είχαμε πιο αγαπημένο, πατεράδες γέρους και τρυφερά παιδιά, τις μάνες μας και τις γυναίκες μας.
Έτσι αρχίνησε η τραγωδία του Πιρκ:
Ήτανε 18 του Δεκέμβρη, δεν είχαμε καλά καλά εγκατασταθεί κι αρχίνησε το χιόνι να πέφτει και να σκεπάζει όλα ένα γύρο. Με το χιόνι γίνηκε αμέσως αισθητή η έλλειψη του ψωμιού. Τα γύρω χωριά τελείως έρημα και για να βρεθεί τροφή έπρεπε να πάμε στα Κούρδικα χωριά τρεις τέσσερις μέρες μακριά, με δρόμους απότομους, επικίνδυνους και με ληστές. 
Για τούτους τους λόγους οι Κούρδοι δε συναλλάσσονταν με χάρτινα χρήματα παρά μόνο με κέρματα που ήτανε δυσεύρετα και στοιχίζανε έξι φορές πιο πολύ από τα χάρτινα. Πληρώναμε λοιπόν στην αρχή 8 μεταλλικά γρόσια το ψωμί, ίσαμε που το χάσαμε και τελείως. Μα και τα σπίτια ήτανε τελείως αλλιώτικα από τα δικά μας. 
Ένα πολύ μεγάλο δωμάτιο, και συνέχεια ο αχυρώνας και ο σταύλος. Μέσα στο κεντρικό δωμάτιο ένας μεγάλος λάκκος που χρησίμευε για τζάκι, για φούρνος, για θερμάστρα. Εκεί ανάβανε τα ξύλα και σαν χωνεύανε τα σκεπάζανε με τη στάχτη. Απάνω βάζανε το φαγητό ή το ψωμί να ψηθεί και μαζευόντουσαν στον γύρο του και ζεσταινόντουσαν.
 Τα “ταντούρια”, έτσι λένε αυτά τα τζάκια, τα τρέφαμε με τις ξυλείες σπιτιών ακατοίκητων, πολλοί μάλιστα ξηλώνανε και τα ίδια τα σπίτια που μένανε, μην ξέροντας πως θα μείνουμε ακόμα καιρό εκεί. Μα και όταν ανάβαμε φωτιά δεν τη χαιρόμαστε, γιόμιζε ο τόπος καπνό, πονούσανε τα μάτια μας, κι έτσι εγκαταλείπαμε τη ζεστασιά και χωνόμαστε κάτω από τα σκεπάσματα.
 Μα το χειρότερο ήτανε που δεν είχαμε αποχωρητήριο – σ’ αυτά τα μέρη της ανατολής είναι άγνωστα αυτά τα πράγματα – και η ανάγκη μάς έκανε να χρησιμοποιούμε ένα μέρος του σπιτιού και τον δρόμο. Δίχως νερά, μέσα σ’ αυτή την διαρκή ακαθαρσία, όλοι είμαστε γιομάτοι ψείρα, κι αυτοί οι προεστοί και οι πιο καθαροί από μας, δεν μπορούσανε να εξαλείψουνε τη φοβερή τούτη πληγή. 
Έτσι, με τον συνωτισμό, με τη βρώμα, με την ψείρα, ετοιμάζαμε τις φοβερές επιδημίες που δεν αργήσανε να χτυπήσουνε την πόρτα μας. Πρώτη η δυσεντερία, έπειτα ο τύφος, στο τέλος η πανούκλα. Ο λευκός θάνατος που είχαν τόσο καλά ετοιμάσει οι Τούρκοι έπαιρνε κι έπαιρνε καθημερινά δεκάδες – δεκάδες χριστιανούς.
 Ελάχιστοι που προφτάσανε και πήγανε σ’ άλλο χωριό, όπως ο Κ. Ξυνόπουλος, ο Σ. Κυριακίδης και μερικοί άλλοι μόνο γλιτώσανε. Ενώ άλλοι που είχανε μείνει κοντά σε δικούς τους αρρώστους και προσπαθήσανε να φύγουνε, δε γλιτώσανε, γιατί φέρνανε μαζί τους το μικρόβιο και δεν έμεινε κανείς.
 Όλοι οι άλλοι δεν λέγαμε να το κουνήσουμε, είχαμε όλοι κάποιον αγαπημένο μας άρρωστο και δεν μας πήγαινε η καρδιά να τον εγκαταλείψουμε σαν το σκυλί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah