Η τουρκική διοίκηση, τόσο η αυτοκρατορική (Σεραγάτ), αλλά άλλο τόσο και η κεμαλική (ιδίως αυτή) κινητοποιούσαν κάθε τόσο ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις με στόχο την εξόντωση και τον αφανισμό των ανταρτών.
Ο σκοπός των Τούρκων δεν ήταν να δαμάσουν τους ανυπότακτους και ατίθασους Έλληνες αντάρτες, αλλά να εξοντώσουν τόσο τους ίδιους όσο και τις οικογένειες τους. Έτσι, τα ανταρτικά σώματα βρίσκονταν μαζί με τις οικογένειες τους σε συνεχή κίνηση στους ορεινούς όγκους των ποντιακών βουνών και λίγες ήταν οι περιπτώσεις της ανάπαυλας. Όταν όμως δίνονταν κάποια ευκαιρία, τότε τα παλικάρια έστηναν αμέσως το χορό και η ποντιακή λύρα και οι τοπικές μελωδίες και οι ρυθμοί, ήταν το βάλσαμο της καρδιάς των σκληροτράχηλων πολεμιστών.
Στις περιπτώσεις που οι κεμαλικές δυνάμεις αντιμετωπίζονταν νικηφόρα, αντιλαλούσε στα βουνά, αλλά και στα ελληνικά χωριά η ψαλμωδία που ακούγονταν σαν πολεμικός θούριος με επικεφαλής τους Ιερείς που ζούσαν κι αυτοί με τις οικογένειές τους στα βουνά, συνοδεύοντας κυρίως τα γυναικόπαιδα. “Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια, ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια”.
Πόνο, θλίψη και υπερηφάνεια διακρίνει κανείς στα τραγούδια των ανταρτών. Συνθέτες και μελοποιοί, αλλά και εκτελεστές των πολεμικών τραγουδιών, ήταν κυρίως οι ίδιοι οι πολεμιστές. Ως έμπνευσή τους είχαν τους ίδιους τους αγώνες τους. Όπως και αλλού αναφέρθηκε, την άνοιξη του 1921, ο στρατηγός Λίβα πασάς, ξεκινά με πολυάριθμο στρατό για εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στα λημέρια του Κοτζά Αναστάς. Τα παλικάρια του μεγάλου αρχηγού σύνθεσαν τότε μελοποίησαν και τραγουδούσαν ομαδικά το πιο κάτω τραγούδι μετά τη λαμπρή νίκη τους κατά των δυνάμεων του Λίβα πασά:
“Κέλμε Λιβά πασά, Πενήμ Ιστυμέ,
Αλαμανί ταχτίμ μπεν σολ γολουά,
Κοτζά Αναστάς
τελλέρ πενήμ ισμημέ”.
Μην τολμάς Λίβα πασά και έρχεσαι εναντίον μου,
το γερμανικό μου (όπλο) έχω αναρτημένο στον αριστερό μου ώμο.
(Γκοτζά) Μεγάλε Αναστάση είναι το όνομά μου.
Όπως λέχθηκε και αλλού για τον οπλαρχηγό Αντών αγά ή Αντών πασά που ήταν μόλις 22 ετών και κατ’ άλλους 25 ετών, ακόμα και σήμερα στις γειτονιές των χωριών που κατοικούνται από τους τουρκόφωνους παλαιούς πολεμιστές της εποχής εκείνης, ακούγεται το ατέλειωτο τραγούδι με πολλούς στίχους, μερικοί από τους οποίους είναι:
Αντών τετηκλερί μπιρ γεγήτ ουσάχ
πιρ ομού ζ’ ταν πιρ ομουζά,
μπην μπες γιουζ φυσέκ...
Αντωνούν Πασήντα
Ζαπιτίν φεσί Ιστικαμτάν
κελίορ Αντωνούν σεσί,
αντωνούν γολουντά Ζαπίτ νησανί,
Πάφραι βεριλέν Αντωνούν Σανί (SCHANI)
Αντωνούν εβιντέ κεικ ποσσλαρί,
αντωνού βουρανάρ Κεντί τοστλαρί.
Αυτός που λέγεται Αντώνης,
ήταν ένα γενναίο παλικάρι.
Χιαστί είχε τη ζώνη
με χίλιες πεντακόσιες σφαίρες.
Στο πηλίκιο του Αντώνη,
υπάρχει το σήμα του αξιωματικού,
ενώ η φωνή του ακούγεται από τα χαρακώματα.
Στους βραχίονες του Αντώνη
φαίνονταν τα διακριτικά
που δείχνουν την ιδιότητά του.
Για τον οπλαρχηγό Χαμδή μπέη (Χαρ. Κοντοβραχιονίδη) η λαϊκή μούσα του αφιέρωσε το πιο κάτω λαϊκό τραγούδι:
“Χαμδή πεγίν τουφεγί
γιαντάν ατάρ φυσεγί
γιετί ταγίν ουστηνέ
Χαμδή πεγίν τοσεγί”
Το όπλο του Χαμδή μπέη,
ρίχνει τις σφαίρες από τα πλάγια,
πάνω σε επτά βουνά
που είναι απλωμένο το κρεβάτι του.
Το πιο πάνω τραγούδι, τραγουδιόταν όχι μόνο από τους Έλληνες, αλλά ακόμα και από τους Τούρκους στις περιοχές που ,δρα από το 1915 ο Κοντοβραχιονίδης Χαράλαμπος που ήταν αγαπητός και στους εχθρούς του ακόμα.
Για τον Ευκλείδη, το γενναίο οπλαρχηγό της Σάντας που πέθανε στη Νέα Σάντα του Κιλκίς στις 10 Φεβρουάριου 1937 σε ηλικία 57 ετών, η λαϊκή μούσα αφιέρωσε τους στίχους:
Πέντε χρόνια σ’ ανταρτικά,
ση Σάντας τα ρασία (βουνά) .
Ευκλείδης τρομοκράτανεν,
τα τουρκικά τα ψία (ψυχές)
Σιαπάν Μουσά, Σεβίτ αγάς
Κάλφας ο Γιομουρέτες
ετρόμαζαν που άκουαν
Ευκλείδης ο Σαντέτες.
Ο Ευάγγελος Ιωαννίδης, γνωστός εργοστασιάρχης στην Αθήνα και οπλαρχηγός τότε σε ηλικία μόλις 23 ετών, έδρασε με το όνομα Ελβάν μπέης ή Καπετάν Βαγγέλης. Η φήμη του είχε ξεπεράσει τα σύνορα του Πόντου.
Ελβάν μπέης ονομάστηκε από τους Τούρκους, που σημαίνει “Φωτεινός μπέης” δηλ. μυαλωμένος (σοφός) άνθρωπος και με σωφροσύνη. Ενώ οι Έλληνες τον ονόμαζαν “Αϊ-Γιώργη”, τόσο γιατί είχε άσπρο άλογο όσο και για τις κεραυνοβόλες επεμβάσεις του για τη σωτηρία των κατατρεγμένων.
“Ει.... Αερήμ Αγληγορήμ” δηλ. Αϊ-γιώργη μου γρήγορε”, ήταν η λαϊκή ευχή, η προσευχή και επίκληση των ραγιάδων, για να προφτάσει ο καπετάνιος, να σώσει τους κατατρεγμένους από τα νύχια του δυνάστη.
Αλλά, η λαϊκή μούσα δεν άφησε χωρίς αφιερώματα τη Σάντα, την Κρώμνη, τις Σταυροπηγιακές μονές Σουμελά, Βαζελώνος, Περιστερεώτα, Αϊ-Γιώργη κ.ά. που 200 και πλέον χρόνια' πριν από την ελληνική επανάσταση κρατούσαν μια “ελεύθερη Ελλάδα”, κρατούσαν ένα άσβεστο φάρο, που φώτιζε τον ελληνισμό της ανατολής στο δύσκολο δρόμο του.
Ο σκοπός των Τούρκων δεν ήταν να δαμάσουν τους ανυπότακτους και ατίθασους Έλληνες αντάρτες, αλλά να εξοντώσουν τόσο τους ίδιους όσο και τις οικογένειες τους. Έτσι, τα ανταρτικά σώματα βρίσκονταν μαζί με τις οικογένειες τους σε συνεχή κίνηση στους ορεινούς όγκους των ποντιακών βουνών και λίγες ήταν οι περιπτώσεις της ανάπαυλας. Όταν όμως δίνονταν κάποια ευκαιρία, τότε τα παλικάρια έστηναν αμέσως το χορό και η ποντιακή λύρα και οι τοπικές μελωδίες και οι ρυθμοί, ήταν το βάλσαμο της καρδιάς των σκληροτράχηλων πολεμιστών.
Στις περιπτώσεις που οι κεμαλικές δυνάμεις αντιμετωπίζονταν νικηφόρα, αντιλαλούσε στα βουνά, αλλά και στα ελληνικά χωριά η ψαλμωδία που ακούγονταν σαν πολεμικός θούριος με επικεφαλής τους Ιερείς που ζούσαν κι αυτοί με τις οικογένειές τους στα βουνά, συνοδεύοντας κυρίως τα γυναικόπαιδα. “Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια, ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια”.
Πόνο, θλίψη και υπερηφάνεια διακρίνει κανείς στα τραγούδια των ανταρτών. Συνθέτες και μελοποιοί, αλλά και εκτελεστές των πολεμικών τραγουδιών, ήταν κυρίως οι ίδιοι οι πολεμιστές. Ως έμπνευσή τους είχαν τους ίδιους τους αγώνες τους. Όπως και αλλού αναφέρθηκε, την άνοιξη του 1921, ο στρατηγός Λίβα πασάς, ξεκινά με πολυάριθμο στρατό για εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στα λημέρια του Κοτζά Αναστάς. Τα παλικάρια του μεγάλου αρχηγού σύνθεσαν τότε μελοποίησαν και τραγουδούσαν ομαδικά το πιο κάτω τραγούδι μετά τη λαμπρή νίκη τους κατά των δυνάμεων του Λίβα πασά:
“Κέλμε Λιβά πασά, Πενήμ Ιστυμέ,
Αλαμανί ταχτίμ μπεν σολ γολουά,
Κοτζά Αναστάς
τελλέρ πενήμ ισμημέ”.
Μην τολμάς Λίβα πασά και έρχεσαι εναντίον μου,
το γερμανικό μου (όπλο) έχω αναρτημένο στον αριστερό μου ώμο.
(Γκοτζά) Μεγάλε Αναστάση είναι το όνομά μου.
Σανταίοι Αντάρτες |
Αντών τετηκλερί μπιρ γεγήτ ουσάχ
πιρ ομού ζ’ ταν πιρ ομουζά,
μπην μπες γιουζ φυσέκ...
Αντωνούν Πασήντα
Ζαπιτίν φεσί Ιστικαμτάν
κελίορ Αντωνούν σεσί,
αντωνούν γολουντά Ζαπίτ νησανί,
Πάφραι βεριλέν Αντωνούν Σανί (SCHANI)
Αντωνούν εβιντέ κεικ ποσσλαρί,
αντωνού βουρανάρ Κεντί τοστλαρί.
Αυτός που λέγεται Αντώνης,
ήταν ένα γενναίο παλικάρι.
Χιαστί είχε τη ζώνη
με χίλιες πεντακόσιες σφαίρες.
Στο πηλίκιο του Αντώνη,
υπάρχει το σήμα του αξιωματικού,
ενώ η φωνή του ακούγεται από τα χαρακώματα.
Στους βραχίονες του Αντώνη
φαίνονταν τα διακριτικά
που δείχνουν την ιδιότητά του.
Για τον οπλαρχηγό Χαμδή μπέη (Χαρ. Κοντοβραχιονίδη) η λαϊκή μούσα του αφιέρωσε το πιο κάτω λαϊκό τραγούδι:
“Χαμδή πεγίν τουφεγί
γιαντάν ατάρ φυσεγί
γιετί ταγίν ουστηνέ
Χαμδή πεγίν τοσεγί”
Το όπλο του Χαμδή μπέη,
ρίχνει τις σφαίρες από τα πλάγια,
πάνω σε επτά βουνά
που είναι απλωμένο το κρεβάτι του.
Το πιο πάνω τραγούδι, τραγουδιόταν όχι μόνο από τους Έλληνες, αλλά ακόμα και από τους Τούρκους στις περιοχές που ,δρα από το 1915 ο Κοντοβραχιονίδης Χαράλαμπος που ήταν αγαπητός και στους εχθρούς του ακόμα.
Για τον Ευκλείδη, το γενναίο οπλαρχηγό της Σάντας που πέθανε στη Νέα Σάντα του Κιλκίς στις 10 Φεβρουάριου 1937 σε ηλικία 57 ετών, η λαϊκή μούσα αφιέρωσε τους στίχους:
Πέντε χρόνια σ’ ανταρτικά,
ση Σάντας τα ρασία (βουνά) .
Ευκλείδης τρομοκράτανεν,
τα τουρκικά τα ψία (ψυχές)
Σιαπάν Μουσά, Σεβίτ αγάς
Κάλφας ο Γιομουρέτες
ετρόμαζαν που άκουαν
Ευκλείδης ο Σαντέτες.
Βαγγέλης Ιωαννίδης |
Ελβάν μπέης ονομάστηκε από τους Τούρκους, που σημαίνει “Φωτεινός μπέης” δηλ. μυαλωμένος (σοφός) άνθρωπος και με σωφροσύνη. Ενώ οι Έλληνες τον ονόμαζαν “Αϊ-Γιώργη”, τόσο γιατί είχε άσπρο άλογο όσο και για τις κεραυνοβόλες επεμβάσεις του για τη σωτηρία των κατατρεγμένων.
“Ει.... Αερήμ Αγληγορήμ” δηλ. Αϊ-γιώργη μου γρήγορε”, ήταν η λαϊκή ευχή, η προσευχή και επίκληση των ραγιάδων, για να προφτάσει ο καπετάνιος, να σώσει τους κατατρεγμένους από τα νύχια του δυνάστη.
Αλλά, η λαϊκή μούσα δεν άφησε χωρίς αφιερώματα τη Σάντα, την Κρώμνη, τις Σταυροπηγιακές μονές Σουμελά, Βαζελώνος, Περιστερεώτα, Αϊ-Γιώργη κ.ά. που 200 και πλέον χρόνια' πριν από την ελληνική επανάσταση κρατούσαν μια “ελεύθερη Ελλάδα”, κρατούσαν ένα άσβεστο φάρο, που φώτιζε τον ελληνισμό της ανατολής στο δύσκολο δρόμο του.
Αχιλλέας Στ. Ανθεμίδης
Διδάκτορας Νομικής του Πανεπιστημίου Gottingen
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου