Η καπετάνισσα Παρασκευή Ουζουνίδου ήταν σύζυγος του καπετάνιου Δημοσθένη Ουζουνίδη, που είχε το προσωνύμιο Ντελή Τιμός, που σημαίνει «Τρελοδημοσθένης», λόγω των τολμηρών και επικίνδυνων επιλογών του σε ώρα μάχης, που μόνον τρελός έπρεπε να είναι κανείς για να τολμάει και δεν είχε την έννοια του τρελού. Καταγόταν από το χωριό Καπού Καγιά της Πάφρας.
Η Παρασκευή κατεχόταν από την αγιάτρευτη, την εποχή εκείνη, έξαρση, που λάβωνε τις καρδιές όλων των Ελλήνων, για τον άδικο χαμό εκατοντάδων αθώων, γυναικοπαίδων και γερόντων, και για τον φόρο αίματος που ήταν καθημερινό φαινόμενο. Το εκδικητικό πνεύμα της Παρασκευής κατά των Τούρκων κορυφωνόταν όλο και πιο πολύ και διψούσε για εκδίκηση και αντίποινα. Οι Τούρκοι είχαν σκοτώσει τους γονείς της, χωρίς αιτία, το σπίτι τους το είχαν κάψει και η ίδια κινδύνευε να συλληφθεί και να οδηγηθεί στις φυλακές ή την εξορία. Και ήταν μόλις 17 χρόνων, όταν το 1915 αναγκάστηκε να φύγει στο βουνό Γιουν Νταγ και στη συνέχεια στο Νεπιέν Νταγ της Πάφρας.
Στο βουνό ενσωματώθηκε στη δύναμη των ενόπλων ανδρών του οπλαρχηγού Δημοσθένη Ουζουνίδη, του οποίου, στη συνέχεια, έγινε σύζυγος και σύντροφος σε όλες τις επιθέσεις του κατά των Τούρκων. Ως σύζυγος καπετάνιου, θεωρούσε απαραίτητο να βρίσκεται δίπλα στον σύζυγό της, παρά να είναι κρυμμένη κάπου στο βουνό, μέσα σε κάποιο αμπρί ή καλύβα, μαζί με άλλες γυναίκες και μικρά παιδιά. Συμμετείχε σε όλες τις μάχες και πολεμούσε με γενναιότητα και, πολλές φορές, με κίνδυνο της ζωής της. Ο άνδρας της συχνά τη συμβούλευε να μην εκτίθεται τόσο πολύ την ώρα της μάχης, γιατί υπήρχε ο κίνδυνος να σκοτωθεί.
Όσο ζούσε ο άνδρας της, στεκόταν δίπλα του, καβάλα σε άλογο και φορώντας την περίφημη αντάρτικη ποντιακή στολή, δίνοντας, έτσι, την εντύπωση ενός παλικαριού, γιατί δεν μπορούσαν να διακρίνουν αν πρόκειται για γυναίκα ή άνδρα. Είχε, πάντα, δεμένον στην πλάτη της, και σε ώρα μάχης, τον τότε ενός χρόνου γιο τους Σάββα.
Την περίοδο εκείνη, ανάμεσα στο 1915 και το 1922, οι γυναίκες που πολεμούσαν δεν αποφάσιζαν να εγκαταλείψουν τα παιδιά τους σε ασφαλές σημείο και να συμμετάσχουν στη μάχη, επειδή συνέβη, πολλές φορές, τα γυναικόπαιδα να μετακινούνται επάνω στα βουνά και να μένουν, έτσι, πολλά παιδιά απροστάτευτα και να χάνονται. Με τον τρόπο αυτόν τα παιδιά, από πολύ μικρά, έπαιρναν το βάπτισμα της μάχης και συνήθιζαν στο κροτάλισμα των όπλων. Έτσι εξηγείται, γιατί οι Παφραλήδες είναι παλικάρια και γενναίοι πολεμιστές και η φήμη τους διαλαλείτο και εδώ στην Ελλάδα κατά τα δύσκολα χρόνια της γερμανοϊταλικής και βουλγαρικής κατοχής του 1941-1944.
Όταν, το 1920, πέθανε από τύφο ο σύζυγος της Παρασκευής, ο Ντελή Τιμός, παρέλαβε αυτή τη διοίκηση της ομάδας του και την πλαισίωσε με αρκετές τολμηρές και θαρραλέες γυναίκες από το χωριό της και από άλλα γειτονικά ελληνικά χωριά, που είχαν εκκενωθεί και κατά εκατοντάδες, τα γυναικόπαιδα είχαν καταφύγει στο βουνό.
Η Παρασκευή Ουζουνίδου επέζησε και ήρθε πρόσφυγας στην Ελλάδα, το 1924. Εγκαταστάθηκε με τον γιο της στον Βαθύτοπο Δράμας, όπου ξαναπαντρεύτηκε και απέκτησε άλλα εφτά παιδιά. Πέθανε σε βαθιά γεράματα.
Γιώργου Θ. Αντωνιάδη
Η Παρασκευή κατεχόταν από την αγιάτρευτη, την εποχή εκείνη, έξαρση, που λάβωνε τις καρδιές όλων των Ελλήνων, για τον άδικο χαμό εκατοντάδων αθώων, γυναικοπαίδων και γερόντων, και για τον φόρο αίματος που ήταν καθημερινό φαινόμενο. Το εκδικητικό πνεύμα της Παρασκευής κατά των Τούρκων κορυφωνόταν όλο και πιο πολύ και διψούσε για εκδίκηση και αντίποινα. Οι Τούρκοι είχαν σκοτώσει τους γονείς της, χωρίς αιτία, το σπίτι τους το είχαν κάψει και η ίδια κινδύνευε να συλληφθεί και να οδηγηθεί στις φυλακές ή την εξορία. Και ήταν μόλις 17 χρόνων, όταν το 1915 αναγκάστηκε να φύγει στο βουνό Γιουν Νταγ και στη συνέχεια στο Νεπιέν Νταγ της Πάφρας.
Στο βουνό ενσωματώθηκε στη δύναμη των ενόπλων ανδρών του οπλαρχηγού Δημοσθένη Ουζουνίδη, του οποίου, στη συνέχεια, έγινε σύζυγος και σύντροφος σε όλες τις επιθέσεις του κατά των Τούρκων. Ως σύζυγος καπετάνιου, θεωρούσε απαραίτητο να βρίσκεται δίπλα στον σύζυγό της, παρά να είναι κρυμμένη κάπου στο βουνό, μέσα σε κάποιο αμπρί ή καλύβα, μαζί με άλλες γυναίκες και μικρά παιδιά. Συμμετείχε σε όλες τις μάχες και πολεμούσε με γενναιότητα και, πολλές φορές, με κίνδυνο της ζωής της. Ο άνδρας της συχνά τη συμβούλευε να μην εκτίθεται τόσο πολύ την ώρα της μάχης, γιατί υπήρχε ο κίνδυνος να σκοτωθεί.
Όσο ζούσε ο άνδρας της, στεκόταν δίπλα του, καβάλα σε άλογο και φορώντας την περίφημη αντάρτικη ποντιακή στολή, δίνοντας, έτσι, την εντύπωση ενός παλικαριού, γιατί δεν μπορούσαν να διακρίνουν αν πρόκειται για γυναίκα ή άνδρα. Είχε, πάντα, δεμένον στην πλάτη της, και σε ώρα μάχης, τον τότε ενός χρόνου γιο τους Σάββα.
Την περίοδο εκείνη, ανάμεσα στο 1915 και το 1922, οι γυναίκες που πολεμούσαν δεν αποφάσιζαν να εγκαταλείψουν τα παιδιά τους σε ασφαλές σημείο και να συμμετάσχουν στη μάχη, επειδή συνέβη, πολλές φορές, τα γυναικόπαιδα να μετακινούνται επάνω στα βουνά και να μένουν, έτσι, πολλά παιδιά απροστάτευτα και να χάνονται. Με τον τρόπο αυτόν τα παιδιά, από πολύ μικρά, έπαιρναν το βάπτισμα της μάχης και συνήθιζαν στο κροτάλισμα των όπλων. Έτσι εξηγείται, γιατί οι Παφραλήδες είναι παλικάρια και γενναίοι πολεμιστές και η φήμη τους διαλαλείτο και εδώ στην Ελλάδα κατά τα δύσκολα χρόνια της γερμανοϊταλικής και βουλγαρικής κατοχής του 1941-1944.
Όταν, το 1920, πέθανε από τύφο ο σύζυγος της Παρασκευής, ο Ντελή Τιμός, παρέλαβε αυτή τη διοίκηση της ομάδας του και την πλαισίωσε με αρκετές τολμηρές και θαρραλέες γυναίκες από το χωριό της και από άλλα γειτονικά ελληνικά χωριά, που είχαν εκκενωθεί και κατά εκατοντάδες, τα γυναικόπαιδα είχαν καταφύγει στο βουνό.
Η Παρασκευή Ουζουνίδου επέζησε και ήρθε πρόσφυγας στην Ελλάδα, το 1924. Εγκαταστάθηκε με τον γιο της στον Βαθύτοπο Δράμας, όπου ξαναπαντρεύτηκε και απέκτησε άλλα εφτά παιδιά. Πέθανε σε βαθιά γεράματα.
Γιώργου Θ. Αντωνιάδη
πηγη: Περιοδικο "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου