Το 1770 οι Κολόσαληδες άρχισαν νέες εχθροπραξίες ενάντια στους Σανταίους και ζητούσαν να καταλάβουν το Σκορδέν. Οι Σανταίοι κατήγγειλαν αυτούς τότε στον Μεχμούτ εφέντη Γιαγμούρτερελην.
Αντιπρόσωποι των Σανταίων στη δίκη αυτή ήσαν τρεις κλωστοί και οχτώ χριστιανοί, αντιπρόσωποι δε των Koλοσάληδων πέντε Toύρκοι. Το δικαστήριο αφού εξέτασε τα χοτσέτια των Σανταίων, έδιωξε τους Κολόσαληδες και εξέδωσε κατά το χοτσέτι που επικύρωνε τα δικαιώματα των Σανταίων στο Σκορδέν.
Το 1774 οι Κολόσαληδες επανέλαβαν την δίκη μα και πάλι καταδικάστηκαν. Ο κατής Χαλήλ διέταξε τότε αυστηρά τους Κολόσαληδες να μην επεμβαίνουν αυθαίρετα στα σύνορα της Σάντας μα αυτοί δεν εννοούσαν να συμμορφωθούν.
Οι Σανταίοι τότε διαμαρτυρήθηκαν στον Εμίνη των μαντενίων ο οποίος απείλησε τους Κολόσαληδες και τους διέταξε να αφήσουν ανενόχλητους τους Σανταίους. Ερεθίστηκαν τότε οι Κολόσαληδες, και το 1801 με αρχηγό τον Σουρμενίτη λήσταρχο Τελή Απτή ογλού μπήκαν στη Σάντα, κατέλαβαν το Ζουρνατσάντων, κήρυξαν πως το Ζουρνατσάντων βρίσκεται μέσα στα σύνορα τους και ανήκει σ’ αυτούς, σκότωσαν και κακοποίησαν πολλούς.
Οι Σανταίοι διαμαρτυρήθηκαν έντονα στον Εμίνη, κι αυτός διέταξε τον Αγά Σάντας και Γιαγμούρτερε Χαφούζ Ζατέ Χασάν αγά να διώξει τους Κολόσαληδες απ' τη Σάντα. Μα και ο ναΐπης (κρατικός επίτροπος) Κιουμουσχανέ ειδοποίησε για τα γεγονότα την Υψηλή Πύλη και έστειλε αντίγραφο του εγγράφου της προσάρτησης, της Σάντας στον Καζά Κιουμουσχανέ , όπου αναφερόταν πως να είναι οι Σανταίοι ανενόχλητοι και να μην επεμβαίνουν οι ξένοι στα σύνορα τους.
Ο Σουλτάνος ρώτησε τον ναζίρη του νομισματοκοπείου αν είναι αυτή η αλήθεια και αφού ο ναζίρης (υπουργός) το βεβαίωσε, εκδόθηκε το 1802 Αυτοκρατορικό φιρμάνι που επισφράγιζε ακόμα μια φορά τα προνόμια των Σανταίων και έδινε στον Εμίνη των ματενίων το δικαίωμα να διώξει τον τελή Απτή ογλού απ’ τη Σάντα και να καθησυχάσει τους Σανταίους. Και έφυγαν μεν τότε οι Κολόσαληδες από τη Σάντα, μα δεν άφηναν και τις εχθροπραξίες τους.
Από τότε ως το 1813 οι σχέσεις των Σανταίων και των Κολόσαληδων οξύνθηκαν πολύ και άρχισαν και οι μεν και οι δε με τις επιδρομές τους να ζημιώσουν αλλήλους. Οι Κολόσαληδες μάλιστα το παράκαναν και τότε ανέβηκαν στο Ερζερούμ ο Ισχανανταίος Καφάλ και ο Πιστοφανταίος Ευστάθιος Σαρή Κεχαγιάς, παρουσιάσθηκαν στον βαλή, τον προσκύνησαν κι αφού είπαν τα παράπονά τους με δάκρυα έδωσαν στον βαλή όλα τα σχετικά με το Κωφολίβαδο έγγραφα.
Άμα είδε ο βαλής τα φιρμάνια και τα χοτσέτια του ιεροδικαστηρίου και ανάμεσα σ’ αυτά το χοτσέτι του παππού του Χατσή Αλή πασά βαλή Τραπεζούντας, διέταξε τον καπουτσή του να ξεκινήσει για τη Σάντα και να πάει να κάψει τις καλύβες των Κολόσαληδων. Ο καπουτσής(σ.σ κλητήρας) του βαλή έφτασε στη Σάντα στο Κολόσας γίρτ, μα επειδή τούδωσαν ρουσφέτια οι Κολόσαληδες δεν έκαψε τις καλύβες τους, αλλά προσκάλεσε εκεί όλους, Σανταίους και Κολόσαληδες, τάχα για να δικαστούν απ’ αυτόν.
Όταν άρχισε η δίκη και υβρίστηκαν για τα καλά αναμεταξύ τους οι Σανταίοι και οι Κολόσαληδες, λέγει ο καπουτσής στους Σανταίους : Πού γιαηλά ινκιαρηνήζ μη, γιόκσα ιχραρηνήζ τιρ; *
Ενώ οι Σανταίοι σκέπτονταν τι ν’ απαντήσουν, πετιέται ο Πινατανταίος Χαράλαμπος Τσαντέκ που δεν τον λογάριαζαν και τόσο οι σύντροφοι του και λέει: Που γεαηλά νε ινκιαρημήζ τιρ, νε ιχραρημήζ τιρ, εξ μαζημήζ τιρ(Δεν είναι ανάγκη ν' αρνηθούμε την αλήθεια , ούτε να την ομολογήσουμε, αφού είναι κτήμα μας καθ' εαυτού...) . Η απάντηση ήταν πολύ πετυχημένη και άρεσε πάρα πολύ στον Σαρη Κεχαγιά, ο οποίος είπε : «Απ' έμπρ' ντο ενεμένα τον λόγον απ' οπίσ' έκσα το». Από τότε βγήκε η παροιμία: Ασ’ όλα τα χωρία απ’ εις κι ασή Πινατάντων ήντς αν θέλτς ας εν. Τότε ο καπουτσής τα βρήκε σκούρα και δεν μπόρεσε να υποστηρίξει περαιτέρω τους Κολόσαληδες. Πήρε λοιπόν όλα τα έγγραφα των Κολόσαληδων, τα έβαλε στη φωτιά και τα έκαψε. Έπειτα διέταξε τους Σανταίους να κάψουν τις καλύβες των Κολόσαληδων, οι οποίες καλύβες έγιναν αμέσως στάχτη.
Την άλλη χρονιά οι Σανταίοι επειδή φοβήθηκαν να μην έρθουν οι Κολόσαληδες και εγκατασταθούν στο Κολόσας γίρτ, πήγαν και έχτισαν καλύβες εκεί. Οι Κολόσαληδες έκαναν τότε παρχάρι αλλού, στα Κιολλιάρια και από κει ξεκινώντας έκλεβαν τα ζώα των Σανταίων και τους λήστευαν. Μα και οι Σανταίοι με όμοιες επιδρομές κατέστρεφαν τα χωράφια των Κολόσαληδων, άρπαζαν τα ζευγάρια τους και τους ζημίωναν. Προ παντός ο Ζουρνατσανταίος Σπύρος Ταινιόγλου που είχε το παρατσούκλι Κούφος και ονομάστηκε για την παλικαριά του Ζορμπά Ισπύρ με τις πολλές επιδρομές του προξένησε στους Κολόσαληδες ζημίες ανυπολόγιστες.
Πολλές φορές οι Κολόσαληδες έστηναν ενέδρα να σκοτώσουν τον φοβερό αυτό εχθρό τους, μα αυτός γλιστρούσε σαν χέλι απ’ τα χέρια τους και συνέχιζε τις επιδρομές του στη χώρα τους. Μια μέρα οι Κολόσαληδες ήρθαν σ' ένα παρχάρι της Σάντας και επιχείρησαν να πειράξουν τις ρωμάνες.
Ο Ζορμπά Ισπύρ πήρε τότε μαζί του αρκετά παλικάρια απ' το Γιαννάντων (Τερζάντων) και χύμηξε καταπάνω τους στα Κιολλιάρια, χάλασε τις καλύβες και κακοποίησε τις γυναίκες τους. Τότε, μόλις έφαγαν γερό "χαστούκι" απ’ τους Σανταίους οι Κολόσαληδες, συνήλθαν και ζήτησαν να συμφιλιωθούν με τους Σανταίους. Και πράγματι ορκίστηκαν και τα δύο μέρη αιώνια φιλία και από τότε οι Κολόσαληδες έγιναν οι πλέον πιστοί φίλοι των Σανταίων και οι πλέον χρήσιμοι γειτόνοι τους
Έτσι τελείωσε πάνω στα 200 χρόνια η πάλη των Σανταίων με τους Κολόσαληδες. Η πάλη αυτή ανάγκασε τους Σανταίους να βγουν στο κλαρί, να ζουν πάνω στα βουνά χειμώνα καλοκαίρι, να περιφρονούν το κρύο και τις κακουχίες και έτσι να γίνουν επιδέξιοι πολεμιστές ικανοί να υπερασπίζονται την πατρίδα τους.
Μιλτιάδης Νυμφόπουλος
*Σ.Σ. Ο Τηλέμαχος Πελαγίδης λέει οτι το σωστό είναι: Που ιντιγιά ινκιαρουνούζ μι τουρ, γιόξα ιχραρουνούζ μι τουρ. Δηλ. Τον ισχυρισμό σας αυτό τον αρνείστε ή τον ομολογείτε.
Αντιπρόσωποι των Σανταίων στη δίκη αυτή ήσαν τρεις κλωστοί και οχτώ χριστιανοί, αντιπρόσωποι δε των Koλοσάληδων πέντε Toύρκοι. Το δικαστήριο αφού εξέτασε τα χοτσέτια των Σανταίων, έδιωξε τους Κολόσαληδες και εξέδωσε κατά το χοτσέτι που επικύρωνε τα δικαιώματα των Σανταίων στο Σκορδέν.
Το 1774 οι Κολόσαληδες επανέλαβαν την δίκη μα και πάλι καταδικάστηκαν. Ο κατής Χαλήλ διέταξε τότε αυστηρά τους Κολόσαληδες να μην επεμβαίνουν αυθαίρετα στα σύνορα της Σάντας μα αυτοί δεν εννοούσαν να συμμορφωθούν.
Οι Σανταίοι τότε διαμαρτυρήθηκαν στον Εμίνη των μαντενίων ο οποίος απείλησε τους Κολόσαληδες και τους διέταξε να αφήσουν ανενόχλητους τους Σανταίους. Ερεθίστηκαν τότε οι Κολόσαληδες, και το 1801 με αρχηγό τον Σουρμενίτη λήσταρχο Τελή Απτή ογλού μπήκαν στη Σάντα, κατέλαβαν το Ζουρνατσάντων, κήρυξαν πως το Ζουρνατσάντων βρίσκεται μέσα στα σύνορα τους και ανήκει σ’ αυτούς, σκότωσαν και κακοποίησαν πολλούς.
Το Παρχάρ' Dilaver Yayla |
Ο Σουλτάνος ρώτησε τον ναζίρη του νομισματοκοπείου αν είναι αυτή η αλήθεια και αφού ο ναζίρης (υπουργός) το βεβαίωσε, εκδόθηκε το 1802 Αυτοκρατορικό φιρμάνι που επισφράγιζε ακόμα μια φορά τα προνόμια των Σανταίων και έδινε στον Εμίνη των ματενίων το δικαίωμα να διώξει τον τελή Απτή ογλού απ’ τη Σάντα και να καθησυχάσει τους Σανταίους. Και έφυγαν μεν τότε οι Κολόσαληδες από τη Σάντα, μα δεν άφηναν και τις εχθροπραξίες τους.
Από τότε ως το 1813 οι σχέσεις των Σανταίων και των Κολόσαληδων οξύνθηκαν πολύ και άρχισαν και οι μεν και οι δε με τις επιδρομές τους να ζημιώσουν αλλήλους. Οι Κολόσαληδες μάλιστα το παράκαναν και τότε ανέβηκαν στο Ερζερούμ ο Ισχανανταίος Καφάλ και ο Πιστοφανταίος Ευστάθιος Σαρή Κεχαγιάς, παρουσιάσθηκαν στον βαλή, τον προσκύνησαν κι αφού είπαν τα παράπονά τους με δάκρυα έδωσαν στον βαλή όλα τα σχετικά με το Κωφολίβαδο έγγραφα.
Άμα είδε ο βαλής τα φιρμάνια και τα χοτσέτια του ιεροδικαστηρίου και ανάμεσα σ’ αυτά το χοτσέτι του παππού του Χατσή Αλή πασά βαλή Τραπεζούντας, διέταξε τον καπουτσή του να ξεκινήσει για τη Σάντα και να πάει να κάψει τις καλύβες των Κολόσαληδων. Ο καπουτσής(σ.σ κλητήρας) του βαλή έφτασε στη Σάντα στο Κολόσας γίρτ, μα επειδή τούδωσαν ρουσφέτια οι Κολόσαληδες δεν έκαψε τις καλύβες τους, αλλά προσκάλεσε εκεί όλους, Σανταίους και Κολόσαληδες, τάχα για να δικαστούν απ’ αυτόν.
Όταν άρχισε η δίκη και υβρίστηκαν για τα καλά αναμεταξύ τους οι Σανταίοι και οι Κολόσαληδες, λέγει ο καπουτσής στους Σανταίους : Πού γιαηλά ινκιαρηνήζ μη, γιόκσα ιχραρηνήζ τιρ; *
Την άλλη χρονιά οι Σανταίοι επειδή φοβήθηκαν να μην έρθουν οι Κολόσαληδες και εγκατασταθούν στο Κολόσας γίρτ, πήγαν και έχτισαν καλύβες εκεί. Οι Κολόσαληδες έκαναν τότε παρχάρι αλλού, στα Κιολλιάρια και από κει ξεκινώντας έκλεβαν τα ζώα των Σανταίων και τους λήστευαν. Μα και οι Σανταίοι με όμοιες επιδρομές κατέστρεφαν τα χωράφια των Κολόσαληδων, άρπαζαν τα ζευγάρια τους και τους ζημίωναν. Προ παντός ο Ζουρνατσανταίος Σπύρος Ταινιόγλου που είχε το παρατσούκλι Κούφος και ονομάστηκε για την παλικαριά του Ζορμπά Ισπύρ με τις πολλές επιδρομές του προξένησε στους Κολόσαληδες ζημίες ανυπολόγιστες.
Πολλές φορές οι Κολόσαληδες έστηναν ενέδρα να σκοτώσουν τον φοβερό αυτό εχθρό τους, μα αυτός γλιστρούσε σαν χέλι απ’ τα χέρια τους και συνέχιζε τις επιδρομές του στη χώρα τους. Μια μέρα οι Κολόσαληδες ήρθαν σ' ένα παρχάρι της Σάντας και επιχείρησαν να πειράξουν τις ρωμάνες.
Ο Ζορμπά Ισπύρ πήρε τότε μαζί του αρκετά παλικάρια απ' το Γιαννάντων (Τερζάντων) και χύμηξε καταπάνω τους στα Κιολλιάρια, χάλασε τις καλύβες και κακοποίησε τις γυναίκες τους. Τότε, μόλις έφαγαν γερό "χαστούκι" απ’ τους Σανταίους οι Κολόσαληδες, συνήλθαν και ζήτησαν να συμφιλιωθούν με τους Σανταίους. Και πράγματι ορκίστηκαν και τα δύο μέρη αιώνια φιλία και από τότε οι Κολόσαληδες έγιναν οι πλέον πιστοί φίλοι των Σανταίων και οι πλέον χρήσιμοι γειτόνοι τους
Έτσι τελείωσε πάνω στα 200 χρόνια η πάλη των Σανταίων με τους Κολόσαληδες. Η πάλη αυτή ανάγκασε τους Σανταίους να βγουν στο κλαρί, να ζουν πάνω στα βουνά χειμώνα καλοκαίρι, να περιφρονούν το κρύο και τις κακουχίες και έτσι να γίνουν επιδέξιοι πολεμιστές ικανοί να υπερασπίζονται την πατρίδα τους.
Μιλτιάδης Νυμφόπουλος
*Σ.Σ. Ο Τηλέμαχος Πελαγίδης λέει οτι το σωστό είναι: Που ιντιγιά ινκιαρουνούζ μι τουρ, γιόξα ιχραρουνούζ μι τουρ. Δηλ. Τον ισχυρισμό σας αυτό τον αρνείστε ή τον ομολογείτε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου