ΚΑΠΗΚΙΟΪ.
Ένα χωριό που απείχε γύρω στις πέντε ώρες από την Τραπεζούντα και που το κατοικούσαν Έλληνες απόγονοι των Κομνηνών. Στο χωριό αυτό το μυστήριο του γάμου γινόταν ως εξής : Την Πέμπτη, πριν την Κυριακή, οι συγγενείς των μελλονύμφων,
άρχιζαν μεγάλες προετοιμασίες.
Την Πέμπτη το πρωί καλούσαν από τους γείτονες επτά άτομα άντρες ή γυναίκες, κατά προτίμηση εκείνους που είχαν έλθει σε πρώτο γάμο (μονοστέφανοι), για να ετοιμάσουν το αλεύρι που ήταν για ζύμωση και προοριζόταν για τον γάμο δηλαδή έκαναν το κοσκίνισμα, κρατώντας όλοι μαζί το κόσκινο. Το αλεύρι αυτό χρησιμοποιούνταν για να κάνουν πίτες για το κάλεσμα των συγγενών, τους υπόλοιπους χωριανούς προσκαλούσαν στέλνοντας κεριά.
Η πρόσκληση γινόταν από δύο νέους, την Παρασκευή, με τη διανομή. Το Σαββατόβραδο από το μέρος του γαμπρού έστελναν ένα φόρεμα στο σπίτι της νύφης με μια μεγάλη πίτα. Το φόρεμα ήταν το δώρο του γαμπρού προς τη νύφη.
Σε αντάλλαγμα το σπίτι της νύφης έστελνε στο γαμπρό ένα χρωματιστό ζωνάρι το οποίο θα φορούσε την Κυριακή στον γάμο.
Τη Κυριακή μετά το τέλος της εκκλησίας πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού πρώτοι οι οργανοπαίκτες (ζουρνάς και νταούλι) και οδηγούνταν στον τόπο πού ήταν καθορισμένος για τον χορό.
Με τον πρώτο θόρυβο από τα όργανα όλοι οι χωρικοί έτρεχαν. Ήταν το σύνθημα κατά κάποιο τρόπο της έναρξης του γάμου. Κατά το μεσημέρι οι συγγενείς του γαμπρού με τον κουμπάρο οδηγούσαν τον γαμπρό στον τόπο του χορού και τον έβαζαν να καθίσει στη μέση και γύρω του στέκονταν όρθιοι εκείνοι.
Οι συγγενείς κρατούσαν ένα σεντόνι από τις άκρες του, απλωμένο μπροστά στον γαμπρό και ο κουμπάρος με το ξυράφι και την κουρευτική μηχανή στα χέρια προσποιούνταν ότι τον κουρεύει και τον ξυρίζει.
Μετά το προσποιητό ξύρισμα ο κουμπάρος κρατώντας ένα άσπρο μαντήλι το έβαζε στο κεφάλι του γαμπρού σταυρωτά φωνάζοντας «σαρτούμ» δηλ. «τυλίγω» οι παριστάμενοι συγγενείς φώναζαν: «σαράματουν», δηλ. δεν το τύλιξες. Αυτό λεγόταν τρεις φορές. Την τέταρτη φορά φώναζαν οι συγγενείς : «σαρτούν», δηλ. το τύλιξες. Ύστερα από το έθιμο αυτό ο γαμπρός σηκώνονταν και φιλούσε το χέρι των συγγενών.
Έπειτα ο κουμπάρος οδηγούσε τον γαμπρό σε μία γωνία του δωματίου του σπιτιού και φώναζε : «ο γαμπρόν χαρά θέλ'» και αμέσως έρχονταν πρώτα οι συγγενείς και μετά όλοι οι προσκεκλημένοι δώριζαν τον γαμπρό άσπρα μαντήλια τα οποία τοποθετούσαν πάνω στους ώμους του σταυρωτά τον φιλούσαν στο μέτωπο και ο γαμπρός ανταπέδιδε φιλώντας τα χέρια τους.
Μετά το «δώρισμα» στρώνονταν τραπέζι για φαγητό και πιοτό. Μετά το φαγοπότι ξεκινούσαν όλοι οι παρευρισκόμενοι για το σπίτι της νύφης (πήγαιναν για το "νυφέπαρμαν").
Προηγούνταν έφιπποι, ο παπάς, ο πατέρας του γαμπρού, ο γαμπρός,
Ένα χωριό που απείχε γύρω στις πέντε ώρες από την Τραπεζούντα και που το κατοικούσαν Έλληνες απόγονοι των Κομνηνών. Στο χωριό αυτό το μυστήριο του γάμου γινόταν ως εξής : Την Πέμπτη, πριν την Κυριακή, οι συγγενείς των μελλονύμφων,
άρχιζαν μεγάλες προετοιμασίες.
Την Πέμπτη το πρωί καλούσαν από τους γείτονες επτά άτομα άντρες ή γυναίκες, κατά προτίμηση εκείνους που είχαν έλθει σε πρώτο γάμο (μονοστέφανοι), για να ετοιμάσουν το αλεύρι που ήταν για ζύμωση και προοριζόταν για τον γάμο δηλαδή έκαναν το κοσκίνισμα, κρατώντας όλοι μαζί το κόσκινο. Το αλεύρι αυτό χρησιμοποιούνταν για να κάνουν πίτες για το κάλεσμα των συγγενών, τους υπόλοιπους χωριανούς προσκαλούσαν στέλνοντας κεριά.
Σε αντάλλαγμα το σπίτι της νύφης έστελνε στο γαμπρό ένα χρωματιστό ζωνάρι το οποίο θα φορούσε την Κυριακή στον γάμο.
Τη Κυριακή μετά το τέλος της εκκλησίας πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού πρώτοι οι οργανοπαίκτες (ζουρνάς και νταούλι) και οδηγούνταν στον τόπο πού ήταν καθορισμένος για τον χορό.
Με τον πρώτο θόρυβο από τα όργανα όλοι οι χωρικοί έτρεχαν. Ήταν το σύνθημα κατά κάποιο τρόπο της έναρξης του γάμου. Κατά το μεσημέρι οι συγγενείς του γαμπρού με τον κουμπάρο οδηγούσαν τον γαμπρό στον τόπο του χορού και τον έβαζαν να καθίσει στη μέση και γύρω του στέκονταν όρθιοι εκείνοι.
Οι συγγενείς κρατούσαν ένα σεντόνι από τις άκρες του, απλωμένο μπροστά στον γαμπρό και ο κουμπάρος με το ξυράφι και την κουρευτική μηχανή στα χέρια προσποιούνταν ότι τον κουρεύει και τον ξυρίζει.
Μετά το προσποιητό ξύρισμα ο κουμπάρος κρατώντας ένα άσπρο μαντήλι το έβαζε στο κεφάλι του γαμπρού σταυρωτά φωνάζοντας «σαρτούμ» δηλ. «τυλίγω» οι παριστάμενοι συγγενείς φώναζαν: «σαράματουν», δηλ. δεν το τύλιξες. Αυτό λεγόταν τρεις φορές. Την τέταρτη φορά φώναζαν οι συγγενείς : «σαρτούν», δηλ. το τύλιξες. Ύστερα από το έθιμο αυτό ο γαμπρός σηκώνονταν και φιλούσε το χέρι των συγγενών.
Έπειτα ο κουμπάρος οδηγούσε τον γαμπρό σε μία γωνία του δωματίου του σπιτιού και φώναζε : «ο γαμπρόν χαρά θέλ'» και αμέσως έρχονταν πρώτα οι συγγενείς και μετά όλοι οι προσκεκλημένοι δώριζαν τον γαμπρό άσπρα μαντήλια τα οποία τοποθετούσαν πάνω στους ώμους του σταυρωτά τον φιλούσαν στο μέτωπο και ο γαμπρός ανταπέδιδε φιλώντας τα χέρια τους.
Μετά το «δώρισμα» στρώνονταν τραπέζι για φαγητό και πιοτό. Μετά το φαγοπότι ξεκινούσαν όλοι οι παρευρισκόμενοι για το σπίτι της νύφης (πήγαιναν για το "νυφέπαρμαν").
Προηγούνταν έφιπποι, ο παπάς, ο πατέρας του γαμπρού, ο γαμπρός,
μερικοί από τους συγγενείς του γαμπρού, ο κουμπάρος έχοντας στο άλογο δισάκι που περιέχει πίτες και ιδιαιτέρως την πίτα της νύφης, ρούχο μεταξωτό για τη νύφη, τα παπούτσια (γεμενιά), μερικά φρούτα, και δυο μπουκάλια "ρακίν".
Ο γαμπρός είχε στη μέση του τριγωνικό ψωμί (τριγώνι) το οποίο του δένονταν από τον κουμπάρο. Στη συνέχεια ακολουθούσαν πεζοί οι παράνυφες, νεοπαντρεμένες δηλ. γυναίκες με τη νυφική τους στολή και ακολουθούσε όλος ο κόσμος. Την ακολουθία αυτή για το νυφέπαρμαν την έλεγαν "οψίκ".
Μόλις έφθανε η ακολουθία στο σπίτι της νύφης έβγαινε στην προϋπάντηση η μητέρα της νύφης και κατευθυνόμενη στον γαμπρό τον φιλούσε και του δώριζε φρούτα και αυτός ανταπέδιδε φιλώντας το χέρι της.
Μόλις έφθανε η ακολουθία στο σπίτι της νύφης έβγαινε στην προϋπάντηση η μητέρα της νύφης και κατευθυνόμενη στον γαμπρό τον φιλούσε και του δώριζε φρούτα και αυτός ανταπέδιδε φιλώντας το χέρι της.
Ο γαμπρός φθάνοντας μπροστά στο σπίτι της νύφης έβγαζε το μαχαίρι από την μέση του και αφού το γύριζε σταυρωτά τρεις φορές πάνω στη στέγη του σπιτιού το κάρφωνε στη στέγη και το σήκωνε αμέσως σε ένδειξη ικανότητάς του και έπειτα το τοποθετούσε στη μέση του.
Ο κουμπάρος οδηγώντας τον γαμπρό στην πόρτα του σπιτιού για να πάρουν τη νύφη συναντούσε αντίσταση από μέσα, από μέρους των συγγενών της νύφης, οι οποίοι αποτελούσαν κατά κάποιο τρόπο την φρουρά της και μάλιστα ένας από τους φρουρούς κρατούσε όπλο.
Ύστερα από ορισμένη διαδικασία ο κουμπάρος πλήρωνε στην φρουρά της νύφης 4-5 γρόσια σαν αμοιβή και εξαγορά της νύφης, οπότε επέτρεπαν την είσοδο στον γαμπρό. Έμπαινε τότε όλη η ακολουθία στο σπίτι της νύφης και καθόταν. Έβγαζε ο κουμπάρος τα δώρα από το δισάκι και τα άφηνε σ' ένα στρογγυλό τραπέζι τα έπαιρνε ένας εκ μέρους της νύφης και τα μετέφερε στο δωμάτιο στο οποίο έμενε εκείνη.
Σε λίγο ο κουμπάρος με το γαμπρό φθάνουν στο δωμάτιο που έμενε η νύφη και πριν την είσοδο της νύφης ο κουμπάρος φώναζε: "έχτρα εν" δηλαδή είναι «αιθρία» υπονοώντας πως η νύφη είναι ωραία. Για να επιτραπεί η είσοδος του γαμπρού και του κουμπάρου στο δωμάτιο της νύφης έπρεπε να πληρώσουν τη γυναίκα η οποία στόλισε τη νύφη, και αυτή η αμοιβή ήταν σε βάρος του κουμπάρου.
Ο κουμπάρος οδηγώντας τον γαμπρό στην πόρτα του σπιτιού για να πάρουν τη νύφη συναντούσε αντίσταση από μέσα, από μέρους των συγγενών της νύφης, οι οποίοι αποτελούσαν κατά κάποιο τρόπο την φρουρά της και μάλιστα ένας από τους φρουρούς κρατούσε όπλο.
Ύστερα από ορισμένη διαδικασία ο κουμπάρος πλήρωνε στην φρουρά της νύφης 4-5 γρόσια σαν αμοιβή και εξαγορά της νύφης, οπότε επέτρεπαν την είσοδο στον γαμπρό. Έμπαινε τότε όλη η ακολουθία στο σπίτι της νύφης και καθόταν. Έβγαζε ο κουμπάρος τα δώρα από το δισάκι και τα άφηνε σ' ένα στρογγυλό τραπέζι τα έπαιρνε ένας εκ μέρους της νύφης και τα μετέφερε στο δωμάτιο στο οποίο έμενε εκείνη.
Σε λίγο ο κουμπάρος με το γαμπρό φθάνουν στο δωμάτιο που έμενε η νύφη και πριν την είσοδο της νύφης ο κουμπάρος φώναζε: "έχτρα εν" δηλαδή είναι «αιθρία» υπονοώντας πως η νύφη είναι ωραία. Για να επιτραπεί η είσοδος του γαμπρού και του κουμπάρου στο δωμάτιο της νύφης έπρεπε να πληρώσουν τη γυναίκα η οποία στόλισε τη νύφη, και αυτή η αμοιβή ήταν σε βάρος του κουμπάρου.
Στη συνέχεια «δωρίζουν» τον γαμπρό οι συγγενείς της νύφης, επίσης άσπρα μαντήλια. Ύστερα από το δώρισμα οδηγείτε ο γαμπρός από τον κουμπάρο κοντά στη νύφη και παίρνοντας ο γαμπρός τη νύφη από το χέρι την οδηγεί στον τόπο όπου θα γίνει η στέψη (στην εκκλησία εάν ήταν κοντά ή στο σπίτι).
Μετά τη στέψη κατά τη μετάβαση στο σπίτι του γαμπρού τηρείται η ίδια η σειρά της πομπής των εφίππων πρώτα και ύστερα των παρανύφων κ.τ.λ. Αλλά τώρα στο άλογο που ίππευε ο γαμπρός ανεβάζουν τη νύφη, που την κρατάνε από τις δύο μεριές δύο συγγενείς της ενώ ο αδελφός της κρατά τα χαλινάρια του αλόγου.
Μετά τη στέψη κατά τη μετάβαση στο σπίτι του γαμπρού τηρείται η ίδια η σειρά της πομπής των εφίππων πρώτα και ύστερα των παρανύφων κ.τ.λ. Αλλά τώρα στο άλογο που ίππευε ο γαμπρός ανεβάζουν τη νύφη, που την κρατάνε από τις δύο μεριές δύο συγγενείς της ενώ ο αδελφός της κρατά τα χαλινάρια του αλόγου.
Στο δρόμο όπου συναντούσαν νερό (βρύση-ρυάκι κ.τ.λ.) τεμάχιζαν μία πίτα (την «πίτα της νύφης») και ο κουμπάρος τα τεμάχια αυτά τα πετούσε στον αέρα και όλοι που ακολουθούσαν τότε έτρεχαν για να τ' αρπάξουν.
Υπήρχε η πρόληψη πως μ' αυτό τον τρόπο εξουδετέρωναν τα κακοποιά στοιχεία της φύσης (νεράιδες-αράπηδες κ.τ.λ.) γι' αυτό και προτιμούσαν να ρίχνουν την πίτα κοντά σε νερό. Όταν έφθαναν στο σπίτι του γαμπρού, η πεθερά (η μητέρα του γαμπρού) υποδέχονταν τη νύφη της και τη δώριζε ο,τι καλύτερο και πολυτιμότερο δώρο ήταν δυνατό.
Μετά την υποδοχή αυτή και μπροστά στην πόρτα του σπιτιού η ακολουθία της νύφης ζητούσε ένα καζάνι από χάλκωμα. Το ακουμπούσαν τρεις φορές στο πόδι της νύφης ενώ αυτή ήταν ακόμη έφιππη, κατόπιν το χάραζαν στο πάνω μέρος τρεις φορές με το μαχαίρι και έριχναν μέσα σ' αυτό μερικά κέρματα τα οποία θα έπαιρνε εκείνος που θα μετέφερε το καζάνι στο εσωτερικό του σπιτιού. Μετά την κατέβαζαν από τ' άλογο και την πήγαιναν στο εσωτερικό του σπιτιού σε μία γωνία σ'ένα από τα δωμάτια που το ονόμαζαν «νυφείον», ενώ στη συνέχεια ακολουθούσε το καζάνι σε ένδειξη ότι αυτό είναι ήδη κτήμα της. Αρχίζει τώρα το γλέντι στο σπίτι του γαμπρού. Αφού το φαγοπότι εξακολουθούσε μία ή δυο ώρες κατόπιν σηκωνόταν «ο νυμφείος» από τον κουμπάρο, που καλούσε όλους για το δώρισμα, φωνάζοντας και πάλι: «Έχτρα εν» και ερχόντουσαν με τη σειρά οι γονείς του γαμπρού και μετά όλοι οι προσκεκλημένοι με τη σειρά. Μετά το δώρισμα όλοι έτρεχαν στον χορό και στο σπίτι του γαμπρού παρέμεναν μόνο το συμπεθεριό και εξακολουθούσε το γλέντι με τις λύρες μέχρι τις πρώτες ώρες της Δευτέρας.
Υπήρχε η πρόληψη πως μ' αυτό τον τρόπο εξουδετέρωναν τα κακοποιά στοιχεία της φύσης (νεράιδες-αράπηδες κ.τ.λ.) γι' αυτό και προτιμούσαν να ρίχνουν την πίτα κοντά σε νερό. Όταν έφθαναν στο σπίτι του γαμπρού, η πεθερά (η μητέρα του γαμπρού) υποδέχονταν τη νύφη της και τη δώριζε ο,τι καλύτερο και πολυτιμότερο δώρο ήταν δυνατό.
Μετά την υποδοχή αυτή και μπροστά στην πόρτα του σπιτιού η ακολουθία της νύφης ζητούσε ένα καζάνι από χάλκωμα. Το ακουμπούσαν τρεις φορές στο πόδι της νύφης ενώ αυτή ήταν ακόμη έφιππη, κατόπιν το χάραζαν στο πάνω μέρος τρεις φορές με το μαχαίρι και έριχναν μέσα σ' αυτό μερικά κέρματα τα οποία θα έπαιρνε εκείνος που θα μετέφερε το καζάνι στο εσωτερικό του σπιτιού. Μετά την κατέβαζαν από τ' άλογο και την πήγαιναν στο εσωτερικό του σπιτιού σε μία γωνία σ'ένα από τα δωμάτια που το ονόμαζαν «νυφείον», ενώ στη συνέχεια ακολουθούσε το καζάνι σε ένδειξη ότι αυτό είναι ήδη κτήμα της. Αρχίζει τώρα το γλέντι στο σπίτι του γαμπρού. Αφού το φαγοπότι εξακολουθούσε μία ή δυο ώρες κατόπιν σηκωνόταν «ο νυμφείος» από τον κουμπάρο, που καλούσε όλους για το δώρισμα, φωνάζοντας και πάλι: «Έχτρα εν» και ερχόντουσαν με τη σειρά οι γονείς του γαμπρού και μετά όλοι οι προσκεκλημένοι με τη σειρά. Μετά το δώρισμα όλοι έτρεχαν στον χορό και στο σπίτι του γαμπρού παρέμεναν μόνο το συμπεθεριό και εξακολουθούσε το γλέντι με τις λύρες μέχρι τις πρώτες ώρες της Δευτέρας.
Το πρωί της Δευτέρας στο σπίτι του γαμπρού παρέμεναν οι συγγενείς των νεόνυμφων και γλεντούσαν. Μετά το πρωινό αυτό γλέντι που διαρκούσε 2-3 ώρες άρχιζε ο χορός «θύμισμα» και κατ' άλλους «ζευγάρωμα». Στον χορό αυτό χόρευαν οι νεόνυμφοι πλάι-πλάι και στη συνέχεια πιάνονταν στο χορό οι νεοπαντρεμένοι κατά ζευγάρια, (τουλάχιστον επτά). Μετά τη διάλυση του χορού αναχωρούσαν οι συμπέθεροι συνοδευόμενοι από τους νεόνυμφους και τους οικείους του γαμπρού , οπότε οι συμπέθεροι δώριζαν την νύφη και έπαιρναν από το σπίτι του γαμπρού μια ψημένη κότα που την έτρωγαν όταν γύριζαν στο σπίτι της νύφης.
Το βράδυ της Δευτέρας καλούσε τους χωριανούς ο κουμπάρος για νέο γλέντι τα «πεθοστρόφια» λεγόμενα, που πολλές φορές το γλέντι διαρκούσε μέχρι τις πρωινές ώρες της Τρίτης. Η νύφη ήταν υποχρεωμένη να μην μιλάει στον πεθερό, πεθερά και τους υπόλοιπους , ιδίως γέροντες μέχρις ότου να τις δοθεί η σχετική άδεια. Αυτό γινόταν εκείνη την εποχή από σεβασμό. Λεγόταν «στίμνωμαν».
Κοντά στο Καπήκιοϊ βρισκόταν τουρκικός συνοικισμός Κιζερά. Οι κάτοικοι, Τούρκοι από καταγωγής, αφομοιώθηκαν με μας και απέκτησαν τα ίδια ήθη και έθιμα, γιόρταζαν μαζί μας σε όλες τις επίσημες γιορτές μας και τους γάμους τους, τελούσαν τις Κυριακές, για να μας είναι εύκολο να παραβρεθούμε και δεν έκαναν γάμο στις νηστείας μας, για να μην καταλύσουν την νηστεία.
Από αυτό φαίνεται η μεγάλη επίδραση του Ελληνικού στοιχείου επί των Τούρκων.
Από διήγηση : Γ. Λαμπριανίδου & Χαρ. Παπαδόπουλου.
Από διήγηση : Γ. Λαμπριανίδου & Χαρ. Παπαδόπουλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου