Η Θάλεια Φλωρά-Καραβία, ζωγράφος με παγκόσμια ακτινοβολία και γλαφυρή συγγραφέας συνδύαζε στην προικισμένη της προσωπικότητα την ευγενική ιέρεια της τέχνης με τον ατρόμητο στρατιώτη στην πρώτη γραμμή των εθνικών μας αγώνων.
Στη Σιάτιστα ανήκει η τιμή ότι χάρισε στο έθνος τη μεγαλύτερη Ελληνίδα του καιρού μας, τη Θάλεια Φλωρά — Καραβία.
Πολύπλευρο, πολυσύνθετο, μεγάλο το έργο της, όπως και η προσωπικότητά της, καλύπτει την εθνική και καλλιτεχνική ζωή του 20ού αιώνα.
Γεννημένη στη Σιάτιστα το 1871, στερνοπαίδι του ιερέα Χριστόδουλου Φλωρά, από τη γενέτειρά της, τη Σιάτιστα, που τόσο αγαπούσε και νοσταλγικά διατήρησε την ανάμνησή της σε όλη της τη ζωή, νεαρή κοπελίτσα η Θάλεια Φλωρά είχε το θάρρος να ξεκινήσει για να βρει τον δρόμο που υπαγόρευε η ψυχή της. Τον δρόμο της πνευματικής προκοπής και της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Να εκπληρώσει τα ιδανικά που λάτρευε και να φέρει σε πέρας τον σκοπό που γι’ αυτόν ένιωθε ταγμένη.
Στην τουρκοκρατούμενη, τότε, Μακεδονία, στην απομακρυσμένη μικρή πολιτεία της Σιάτιστας, ποια κοπελίτσα, αλήθεια, μπορούσε να έχει τόσο τολμηρά όνειρα και τόσο θάρρος;
Μα για τη Θάλεια εμπόδια δεν υπήρχαν στον δρόμο της. Μόνον σκοποί και θέληση υπήρχαν. Με αυτή την τολμηρή παρόρμηση ξεκίνησε και πέτυχε το θαύμα. Η τόλμη της την οδήγησε στην επιτυχία, που έστεψε το μέτωπό της με το αμάραντο στεφάνι της δόξας.
Η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου η Θάλεια φοίτησε στο Ζάππειο παρθεναγωγείο, το πνευματικό φυτώριο που ανάστησε τόσες άξιες Ελληνίδες.
Η επίδοσή της στα γράμματα ήταν αξιοθαύμαστη, αφού η Θάλεια υπήρξε συγχρόνως και λογοτέχνης και νους φωτισμένος.
Αλλά εκείνο που, κυρίως, μάγευε τους καθηγητές της ήταν το ταλέντο της στον χρωστήρα. Ένιωθαν ότι ήταν έξοχα προικισμένη από τη φύση και ότι έπρεπε να καλλιεργήσει το θείο δώρο. Έτσι την προέτρεψαν και τη βοήθησαν να φύγει για το εξωτερικό και να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών του Μονάχου.
Τα πράγματα γίνονται δύσκολα, όμως, γιατί πεθαίνει, στο μεταξύ, ο πατέρας της. Ο αδελφός της Λάζαρος την ενθαρρύνει, αλλά στη Σχολή Καλών Τεχνών του Μονάχου δεν γίνονται δεκτές γυναίκες. Έτσι παρακολουθεί ιδιωτικά μαθήματα στα εργαστήρια των μεγάλων ζωγράφων Νάουεν, Άζμπε και Βάλτερ Τορ και Φερ. Και συνδέθηκε με τον ζωγράφο Νικόλαο Γκύζη.
Στο μεγάλο αυτό καλλιτεχνικό κέντρο της Ευρώπης εκείνης της εποχής (Μόναχο), η νεαρή Σιατιστινή διέπρεψε. Η εξέλιξή της υπήρξε ραγδαία. Το πηγαίο ταλέντο της, η προικισμένη φύση της, η επίδοση, η επιμέλεια, το πάθος την έταξαν από την πρώτη στιγμή ανάμεσα στους πιο εκλεκτούς της Τέχνης.
Οργανώνει στο Μόναχο το 1905 την πρώτη της έκθεση. Ήταν η πρώτη Ελληνίδα της νεότερης Ελλάδας, που ύψωσε το ανάστημά της για να κατακτήσει μια επίζηλη θέση στον διεθνή καλλιτεχνικό στίβο. Η έκθεση αυτή υπήρξε πραγματικός θρίαμβος. Οι κριτικές στις εφημερίδες αφιέρωσαν εγκωμιαστικές στήλες και τα έργα της έγιναν ανάρπαστα από τους φιλότεχνους.
Ενθαρρυμένη από την επιτυχία της, με την καρδιά ζεστή από τον ενθουσιασμό, οργάνωσε εκθέσεις και σε άλλες μεγάλες πόλεις της Γερμανίας. Παντού η ίδια θερμή υποδοχή, οι ίδιοι έπαινοι, ο ίδιος θαυμασμός, που δόξαζαν το όνομα της Ελλάδας. Η φήμη της είχε στερεωθεί από το πρώτο της ξεκίνημα.
Γεμάτη όνειρα, πηγαίνει στην Αθήνα και σε λίγο εγκαθίσταται στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου ανθούσε ελληνική παροικία. Εκεί έστησε τα καβαλέτα της, άπλωσε τους μουσαμάδες της, τα χρώματα και τα πινέλα της και ήρεμα και με χαρά επιδόθηκε στην τέχνη της ανάμεσα σε μια κοινωνία που λάτρευε.
Εκεί η τύχη τής επιφυλάσσει και ένα άλλο ακριβό δώρο τη φέρνει κοντά στον αγαπημένο της, τον δημοσιογράφο και εκδότη εφημερίδας Νίκο Καραβία, που έγινε άξιος σύντροφος της ζωής της. Προικισμένος με πνευματικά χαρίσματα, άρχοντας αληθινός, μορφή ευγενική και ωραία, ο Νίκος Καραβίας στάθηκε στο πλευρό της με αφοσίωση και τη βοήθησε στον ωραίο και δύσκολο δρόμο της τέχνης. Δεν απέκτησαν παιδιά. Παιδιά τους ήταν τα έργα τους.
Έζησαν με λατρεία ο ένας στον άλλο και έφυγαν μαζί από αυτόν τον κόσμο.
Το ατελιέ της Θάλειας Φλωρά — Καραβία στην Αλεξάνδρεια γίνεται φωτεινός φάρος, που ρίχνει φως σε όλον τον πολιτισμένο κόσμο. Διακεκριμένες προσωπικότητες, όμορφες κυρίες, παιδιά και νέοι φιλοδοξούσαν να έχουν ένα πορτρέτο από τα χέρια της. Η φήμη τη σήκωσε στα φτερά της. Συμμετέχει σε εκθέσεις ή εκθέτει ατομικά τα έργα της σε μεγάλα καλλιτεχνικά κέντρα της Ευρώπης, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Αργεντινή, σε πολλά σημεία της γης.
Τιμούσε παντού το όνομα της Ελλάδας και επέστρεφε από τις καλλιτεχνικές της περιοδείες πάντα φορτωμένη δάφνες, αλλά και ολοένα πιο σεμνή, πιο ταπεινή, πιο μετριόφρων, με πιο βαθιά συναίσθηση των υποχρεώσεών της, πάντα έτοιμη να εργαστεί ακόμη πιο σκληρά, γιατί γνώριζε καλά ότι στην Τέχνη δεν μπορεί κανείς να επαναπαύεται στις κατακτημένες δόξες του, αλλά απαιτείται εντονότερη προσπάθεια, εργασία, έρευνα, αναζήτηση, δημιουργικό άγχος·
Δεν ήταν μόνον η χαρά της δημιουργίας, ήταν και η χαρά της δράσης μέσα στη φύση της Θάλειας Φλωρά - Καραβία. Αυτή η δράση δεν την άφηνε στιγμή αργή, την ωθούσε πάντα στα μεγάλα, στα ωραία και τα άξια. Έτσι, όταν η πατρίδα κίνησε για τους δύσκολους πολέμους της, τους βαλκανικούς, η ψυχή της σκίρτησε. Εκεί όπου πρωτοείδε το φως της ζωής, εκεί στη Μακεδονία, ο ελληνικός στρατός έγραφε σελίδες δόξας, εκεί ήταν η θέση της.
Αφήνει το ατελιέ της στην Αίγυπτο, φορά το χακί ταγιέρ της εκστρατείας, παίρνει υπουργική άδεια από την Αθήνα, μπλοκ και μολύβια και πηγαίνει στη Μακεδονία να ζήσει, να δει νίκες και να τις απαθανατίσει. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος πληροφορείται την παρουσία της στην πρώτη γραμμή του πυρός, την καλεί στο επιτελείο του και μαζί μπαίνουν στις πόλεις που απελευθερώνονται.
Το όραμα αυτού του νικηφόρου πολέμου που ξανοίγεται μπροστά στα έκθαμβα μάτια της ξεχύνεται σε τριακόσια και πλέον σκίτσα, σχέδια, ελαιογραφίες, υδατογραφίες, πορτρέτα και σκηνές.
Τα περισσότερα που ανήκουν στο Γ' Σώμα Στρατού, εκτίθενται στο περίπτερο της μόνιμης έκθεσής του ή διακοσμούν αίθουσες του στρατηγείου. Όλα εκ του φυσικού, όπως τα είδε και τα έζησε η καλλιτεχνική της ευαισθησία.
Δεν αρκείται, όμως, μόνον στα σχέδια. Γράφει, επίσης. Γράφει τις εντυπώσεις της, περιγράφει τα συναισθήματά της από το πολεμικό μέτωπο με την απαράμιλλη πένα της, με το λαμπρό λογοτεχνικό της ύφος.
Σελίδες που αργότερα, το 1936, καταχώρησε στο βιβλίο της, με τίτλο «Εντυπώσεις από τον πόλεμο του 1912-1913 (Μακεδονία, Ήπειρος)», μαζί με πολλά από τα ωραία σκίτσα της. Το βιβλίο αυτό παραμένει μνημειώδες. Στις σελίδες του είναι διάχυτος ο πατριωτικός παλμός της.
Ένας εύγλωττος απολογισμός μιας από τις πιο δοξασμένες περιόδους της ελληνικής ιστορίας. Ένα εθνικό ευαγγέλιο.
Μετά το νικηφόρο τέλος του πολέμου, η Θάλεια Φλωρά — Καραβία επιστρέφει στην καλλιτεχνική της δημιουργία και οι εκθέσεις διαδέχονται η μία την άλλη, ώσπου, το 1918, κηρύσσεται η μικρασιατική εκστρατεία.Η πατριωτική της φλόγα την πυρπολεί. Της επιτάσσει και πάλι να βρεθεί στην πρώτη γραμμή για να ζήσει και να απαθανατίσει όλες τις θλιβερές στιγμές του άτυχου εκείνου πολέμου.
Στέλνει συγκλονιστικές ανταποκρίσεις στην εφημερίδα του συζύγου της και ζωγραφίζει αδιάκοπα. Τόσο που ο χρονογράφος της «Εσπερινής» στις 10 Ιανουαρίου 1922 γράφει: «Δεν εγνώρισα παραγωγικότερον τάλαντον. Διότι η Καραβία ζωγραφίζει παντού και πάντοτε. Τη φαντάζεται κανείς με το πινέλο πάντοτε στο χέρι».
Όταν τελειώνει ο πόλεμος, προσπαθεί να ξεχάσει τον πόνο της καταστροφής με καλλιτεχνικά ταξίδια και γράφει το βιβλίο «Ταξιδεύοντας», όπου με λυρισμό αποδίδει τις ομορφιές των χωρών της Ευρώπης και της Αμερικής που επισκέπτεται. Το 1934 πραγματοποιεί προσκύνημα στους Αγίους Τόπους και έπειτα εκδίδει βιβλίο με τίτλο «Ταξιδεύοντας λίγες μέρες στην Παλαιστίνη».
Έτσι, τα χρόνια περνούν γεμάτα δράση και δημιουργία. Τα μαλλιά λευκαίνουν. Και το 1940, το ζεύγος Καραβία αποχαιρετά την Αλεξάνδρεια, για να κάνει αραξοβόλι των γηρατειών του ένα όμορφο διαμέρισμα στην οδό Γ' Σεπτεμβρίου, στην Αθήνα.
Στην Αθήνα οργανώνει και πάλι το ατελιέ της και το ανοίγει για κάθε φιλότεχνο. Αλλά την πατρίδα νέες συμφορές την περιμένουν. Τον Οκτώβριο του 1940, η Ιταλία κηρύσσει τον πόλεμο κατά της Ελλάδας.
Η Θάλεια είναι ήδη εβδομήντα ετών και αρκετά ηλικιωμένη για να βρεθεί στην πρώτη γραμμή του μετώπου, όπως πολύ θα το επιθυμούσε. Όμως και στα μετόπισθεν υπάρχει πεδίο δράσης για μια ηρωίδα. Δεν μένει, λοιπόν, αδρανής.
Μπορεί και δίνει τη δική της μάχη σε νοσοκομεία, στη φανέλα του στρατιώτη, στην περίθαλψη των ορφανών και σκορπώντας απλόχερα αγάπη, σημαδεύει την παρουσία της στο εθνικό προσκλητήριο, ενώ με αξιόλογα έργα αποτυπώνει και πάλι την ατμόσφαιρα των ιστορικών στιγμών.
Ακολουθούν τα μαύρα χρόνια της εχθρικής κατοχής. Το 1943, η κυβέρνηση (Σημ. σύνταξης η κυβέρνηση του δωσίλογου πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλο), αναγνωρίζοντας την αξία της, μελετά τη συνταξιοδότησή της. Αλλά η ίδια, όταν το πληροφορείται, ζητά με αξιοπρέπεια να σταματήσει κάθε ενέργεια.
Μετά την απελευθέρωση, το 1945, η Ακαδημία Αθηνών της απονέμει αργυρό μετάλλιο και το 1954, ο βασιλιάς Παύλος τον Σταυρό του Ταξιάρχη του τάγματος ευποιίας.
Στο μεταξύ, οι εκθέσεις διαδέχονται η μία την άλλη. Το 1950 γίνεται στη Θεσσαλονίκη αναδρομική παρουσίαση των πολεμικών της έργων, που όλα τα αγοράζει το Γ’ΣΣ ως ιστορικά ντοκουμέντα.
Για τελευταία φορά παίρνει μέρος σε ομαδική έκθεση προσωπογράφων το 1959. Τον ίδιο χρόνο χάνει και τον σύντροφό της Νίκο Καραβία. Και τότε η αδάμαστη αισθάνεται να συντρίβεται.
Έτσι, στις 17 Ιανουαρίου του 1960 τον ακολουθεί στον τάφο, σε ηλικία 89 ετών, αφήνοντας πίσω της έργο λαμπρό: την προσφορά στην πατρίδα, τρία βιβλία και 2.500 πίνακες εγκατεσπαρμένους σε μουσεία, δημόσια κτίρια και ιδιωτικές συλλογές, σε όλο τον κόσμο.
Πόπης Πολύζου- Παπαδοπούλου
Στη Σιάτιστα ανήκει η τιμή ότι χάρισε στο έθνος τη μεγαλύτερη Ελληνίδα του καιρού μας, τη Θάλεια Φλωρά — Καραβία.
Πολύπλευρο, πολυσύνθετο, μεγάλο το έργο της, όπως και η προσωπικότητά της, καλύπτει την εθνική και καλλιτεχνική ζωή του 20ού αιώνα.
Γεννημένη στη Σιάτιστα το 1871, στερνοπαίδι του ιερέα Χριστόδουλου Φλωρά, από τη γενέτειρά της, τη Σιάτιστα, που τόσο αγαπούσε και νοσταλγικά διατήρησε την ανάμνησή της σε όλη της τη ζωή, νεαρή κοπελίτσα η Θάλεια Φλωρά είχε το θάρρος να ξεκινήσει για να βρει τον δρόμο που υπαγόρευε η ψυχή της. Τον δρόμο της πνευματικής προκοπής και της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Να εκπληρώσει τα ιδανικά που λάτρευε και να φέρει σε πέρας τον σκοπό που γι’ αυτόν ένιωθε ταγμένη.
Στην τουρκοκρατούμενη, τότε, Μακεδονία, στην απομακρυσμένη μικρή πολιτεία της Σιάτιστας, ποια κοπελίτσα, αλήθεια, μπορούσε να έχει τόσο τολμηρά όνειρα και τόσο θάρρος;
Μα για τη Θάλεια εμπόδια δεν υπήρχαν στον δρόμο της. Μόνον σκοποί και θέληση υπήρχαν. Με αυτή την τολμηρή παρόρμηση ξεκίνησε και πέτυχε το θαύμα. Η τόλμη της την οδήγησε στην επιτυχία, που έστεψε το μέτωπό της με το αμάραντο στεφάνι της δόξας.
Η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου η Θάλεια φοίτησε στο Ζάππειο παρθεναγωγείο, το πνευματικό φυτώριο που ανάστησε τόσες άξιες Ελληνίδες.
Η επίδοσή της στα γράμματα ήταν αξιοθαύμαστη, αφού η Θάλεια υπήρξε συγχρόνως και λογοτέχνης και νους φωτισμένος.
Αλλά εκείνο που, κυρίως, μάγευε τους καθηγητές της ήταν το ταλέντο της στον χρωστήρα. Ένιωθαν ότι ήταν έξοχα προικισμένη από τη φύση και ότι έπρεπε να καλλιεργήσει το θείο δώρο. Έτσι την προέτρεψαν και τη βοήθησαν να φύγει για το εξωτερικό και να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών του Μονάχου.
Τα πράγματα γίνονται δύσκολα, όμως, γιατί πεθαίνει, στο μεταξύ, ο πατέρας της. Ο αδελφός της Λάζαρος την ενθαρρύνει, αλλά στη Σχολή Καλών Τεχνών του Μονάχου δεν γίνονται δεκτές γυναίκες. Έτσι παρακολουθεί ιδιωτικά μαθήματα στα εργαστήρια των μεγάλων ζωγράφων Νάουεν, Άζμπε και Βάλτερ Τορ και Φερ. Και συνδέθηκε με τον ζωγράφο Νικόλαο Γκύζη.
Στο μεγάλο αυτό καλλιτεχνικό κέντρο της Ευρώπης εκείνης της εποχής (Μόναχο), η νεαρή Σιατιστινή διέπρεψε. Η εξέλιξή της υπήρξε ραγδαία. Το πηγαίο ταλέντο της, η προικισμένη φύση της, η επίδοση, η επιμέλεια, το πάθος την έταξαν από την πρώτη στιγμή ανάμεσα στους πιο εκλεκτούς της Τέχνης.
Οργανώνει στο Μόναχο το 1905 την πρώτη της έκθεση. Ήταν η πρώτη Ελληνίδα της νεότερης Ελλάδας, που ύψωσε το ανάστημά της για να κατακτήσει μια επίζηλη θέση στον διεθνή καλλιτεχνικό στίβο. Η έκθεση αυτή υπήρξε πραγματικός θρίαμβος. Οι κριτικές στις εφημερίδες αφιέρωσαν εγκωμιαστικές στήλες και τα έργα της έγιναν ανάρπαστα από τους φιλότεχνους.
Ενθαρρυμένη από την επιτυχία της, με την καρδιά ζεστή από τον ενθουσιασμό, οργάνωσε εκθέσεις και σε άλλες μεγάλες πόλεις της Γερμανίας. Παντού η ίδια θερμή υποδοχή, οι ίδιοι έπαινοι, ο ίδιος θαυμασμός, που δόξαζαν το όνομα της Ελλάδας. Η φήμη της είχε στερεωθεί από το πρώτο της ξεκίνημα.
Γεμάτη όνειρα, πηγαίνει στην Αθήνα και σε λίγο εγκαθίσταται στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου ανθούσε ελληνική παροικία. Εκεί έστησε τα καβαλέτα της, άπλωσε τους μουσαμάδες της, τα χρώματα και τα πινέλα της και ήρεμα και με χαρά επιδόθηκε στην τέχνη της ανάμεσα σε μια κοινωνία που λάτρευε.
Εκεί η τύχη τής επιφυλάσσει και ένα άλλο ακριβό δώρο τη φέρνει κοντά στον αγαπημένο της, τον δημοσιογράφο και εκδότη εφημερίδας Νίκο Καραβία, που έγινε άξιος σύντροφος της ζωής της. Προικισμένος με πνευματικά χαρίσματα, άρχοντας αληθινός, μορφή ευγενική και ωραία, ο Νίκος Καραβίας στάθηκε στο πλευρό της με αφοσίωση και τη βοήθησε στον ωραίο και δύσκολο δρόμο της τέχνης. Δεν απέκτησαν παιδιά. Παιδιά τους ήταν τα έργα τους.
Έζησαν με λατρεία ο ένας στον άλλο και έφυγαν μαζί από αυτόν τον κόσμο.
Το ατελιέ της Θάλειας Φλωρά — Καραβία στην Αλεξάνδρεια γίνεται φωτεινός φάρος, που ρίχνει φως σε όλον τον πολιτισμένο κόσμο. Διακεκριμένες προσωπικότητες, όμορφες κυρίες, παιδιά και νέοι φιλοδοξούσαν να έχουν ένα πορτρέτο από τα χέρια της. Η φήμη τη σήκωσε στα φτερά της. Συμμετέχει σε εκθέσεις ή εκθέτει ατομικά τα έργα της σε μεγάλα καλλιτεχνικά κέντρα της Ευρώπης, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Αργεντινή, σε πολλά σημεία της γης.
Τιμούσε παντού το όνομα της Ελλάδας και επέστρεφε από τις καλλιτεχνικές της περιοδείες πάντα φορτωμένη δάφνες, αλλά και ολοένα πιο σεμνή, πιο ταπεινή, πιο μετριόφρων, με πιο βαθιά συναίσθηση των υποχρεώσεών της, πάντα έτοιμη να εργαστεί ακόμη πιο σκληρά, γιατί γνώριζε καλά ότι στην Τέχνη δεν μπορεί κανείς να επαναπαύεται στις κατακτημένες δόξες του, αλλά απαιτείται εντονότερη προσπάθεια, εργασία, έρευνα, αναζήτηση, δημιουργικό άγχος·
Δεν ήταν μόνον η χαρά της δημιουργίας, ήταν και η χαρά της δράσης μέσα στη φύση της Θάλειας Φλωρά - Καραβία. Αυτή η δράση δεν την άφηνε στιγμή αργή, την ωθούσε πάντα στα μεγάλα, στα ωραία και τα άξια. Έτσι, όταν η πατρίδα κίνησε για τους δύσκολους πολέμους της, τους βαλκανικούς, η ψυχή της σκίρτησε. Εκεί όπου πρωτοείδε το φως της ζωής, εκεί στη Μακεδονία, ο ελληνικός στρατός έγραφε σελίδες δόξας, εκεί ήταν η θέση της.
Αφήνει το ατελιέ της στην Αίγυπτο, φορά το χακί ταγιέρ της εκστρατείας, παίρνει υπουργική άδεια από την Αθήνα, μπλοκ και μολύβια και πηγαίνει στη Μακεδονία να ζήσει, να δει νίκες και να τις απαθανατίσει. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος πληροφορείται την παρουσία της στην πρώτη γραμμή του πυρός, την καλεί στο επιτελείο του και μαζί μπαίνουν στις πόλεις που απελευθερώνονται.
Το όραμα αυτού του νικηφόρου πολέμου που ξανοίγεται μπροστά στα έκθαμβα μάτια της ξεχύνεται σε τριακόσια και πλέον σκίτσα, σχέδια, ελαιογραφίες, υδατογραφίες, πορτρέτα και σκηνές.
Τα περισσότερα που ανήκουν στο Γ' Σώμα Στρατού, εκτίθενται στο περίπτερο της μόνιμης έκθεσής του ή διακοσμούν αίθουσες του στρατηγείου. Όλα εκ του φυσικού, όπως τα είδε και τα έζησε η καλλιτεχνική της ευαισθησία.
Δεν αρκείται, όμως, μόνον στα σχέδια. Γράφει, επίσης. Γράφει τις εντυπώσεις της, περιγράφει τα συναισθήματά της από το πολεμικό μέτωπο με την απαράμιλλη πένα της, με το λαμπρό λογοτεχνικό της ύφος.
Σελίδες που αργότερα, το 1936, καταχώρησε στο βιβλίο της, με τίτλο «Εντυπώσεις από τον πόλεμο του 1912-1913 (Μακεδονία, Ήπειρος)», μαζί με πολλά από τα ωραία σκίτσα της. Το βιβλίο αυτό παραμένει μνημειώδες. Στις σελίδες του είναι διάχυτος ο πατριωτικός παλμός της.
Ένας εύγλωττος απολογισμός μιας από τις πιο δοξασμένες περιόδους της ελληνικής ιστορίας. Ένα εθνικό ευαγγέλιο.
Μετά το νικηφόρο τέλος του πολέμου, η Θάλεια Φλωρά — Καραβία επιστρέφει στην καλλιτεχνική της δημιουργία και οι εκθέσεις διαδέχονται η μία την άλλη, ώσπου, το 1918, κηρύσσεται η μικρασιατική εκστρατεία.Η πατριωτική της φλόγα την πυρπολεί. Της επιτάσσει και πάλι να βρεθεί στην πρώτη γραμμή για να ζήσει και να απαθανατίσει όλες τις θλιβερές στιγμές του άτυχου εκείνου πολέμου.
Στέλνει συγκλονιστικές ανταποκρίσεις στην εφημερίδα του συζύγου της και ζωγραφίζει αδιάκοπα. Τόσο που ο χρονογράφος της «Εσπερινής» στις 10 Ιανουαρίου 1922 γράφει: «Δεν εγνώρισα παραγωγικότερον τάλαντον. Διότι η Καραβία ζωγραφίζει παντού και πάντοτε. Τη φαντάζεται κανείς με το πινέλο πάντοτε στο χέρι».
Όταν τελειώνει ο πόλεμος, προσπαθεί να ξεχάσει τον πόνο της καταστροφής με καλλιτεχνικά ταξίδια και γράφει το βιβλίο «Ταξιδεύοντας», όπου με λυρισμό αποδίδει τις ομορφιές των χωρών της Ευρώπης και της Αμερικής που επισκέπτεται. Το 1934 πραγματοποιεί προσκύνημα στους Αγίους Τόπους και έπειτα εκδίδει βιβλίο με τίτλο «Ταξιδεύοντας λίγες μέρες στην Παλαιστίνη».
Έτσι, τα χρόνια περνούν γεμάτα δράση και δημιουργία. Τα μαλλιά λευκαίνουν. Και το 1940, το ζεύγος Καραβία αποχαιρετά την Αλεξάνδρεια, για να κάνει αραξοβόλι των γηρατειών του ένα όμορφο διαμέρισμα στην οδό Γ' Σεπτεμβρίου, στην Αθήνα.
Στην Αθήνα οργανώνει και πάλι το ατελιέ της και το ανοίγει για κάθε φιλότεχνο. Αλλά την πατρίδα νέες συμφορές την περιμένουν. Τον Οκτώβριο του 1940, η Ιταλία κηρύσσει τον πόλεμο κατά της Ελλάδας.
Η Θάλεια είναι ήδη εβδομήντα ετών και αρκετά ηλικιωμένη για να βρεθεί στην πρώτη γραμμή του μετώπου, όπως πολύ θα το επιθυμούσε. Όμως και στα μετόπισθεν υπάρχει πεδίο δράσης για μια ηρωίδα. Δεν μένει, λοιπόν, αδρανής.
Μπορεί και δίνει τη δική της μάχη σε νοσοκομεία, στη φανέλα του στρατιώτη, στην περίθαλψη των ορφανών και σκορπώντας απλόχερα αγάπη, σημαδεύει την παρουσία της στο εθνικό προσκλητήριο, ενώ με αξιόλογα έργα αποτυπώνει και πάλι την ατμόσφαιρα των ιστορικών στιγμών.
Ακολουθούν τα μαύρα χρόνια της εχθρικής κατοχής. Το 1943, η κυβέρνηση (Σημ. σύνταξης η κυβέρνηση του δωσίλογου πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλο), αναγνωρίζοντας την αξία της, μελετά τη συνταξιοδότησή της. Αλλά η ίδια, όταν το πληροφορείται, ζητά με αξιοπρέπεια να σταματήσει κάθε ενέργεια.
Μετά την απελευθέρωση, το 1945, η Ακαδημία Αθηνών της απονέμει αργυρό μετάλλιο και το 1954, ο βασιλιάς Παύλος τον Σταυρό του Ταξιάρχη του τάγματος ευποιίας.
Στο μεταξύ, οι εκθέσεις διαδέχονται η μία την άλλη. Το 1950 γίνεται στη Θεσσαλονίκη αναδρομική παρουσίαση των πολεμικών της έργων, που όλα τα αγοράζει το Γ’ΣΣ ως ιστορικά ντοκουμέντα.
Για τελευταία φορά παίρνει μέρος σε ομαδική έκθεση προσωπογράφων το 1959. Τον ίδιο χρόνο χάνει και τον σύντροφό της Νίκο Καραβία. Και τότε η αδάμαστη αισθάνεται να συντρίβεται.
Έτσι, στις 17 Ιανουαρίου του 1960 τον ακολουθεί στον τάφο, σε ηλικία 89 ετών, αφήνοντας πίσω της έργο λαμπρό: την προσφορά στην πατρίδα, τρία βιβλία και 2.500 πίνακες εγκατεσπαρμένους σε μουσεία, δημόσια κτίρια και ιδιωτικές συλλογές, σε όλο τον κόσμο.
Πόπης Πολύζου- Παπαδοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου