Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

Στη γη των προγονων...

Όλα σκουραίνουν εδώ, σ’ αυτά τα υψώματα. Η σιωπή, η ερημιά τον κυκλώνουν, στιγμές που γλιστρούν σαν ψάρια στα νερά του Αράξη, ένα τοπίο που μαζεύεται σαν κόμπος στο λαιμό, με το ζωνάρι της σκέψης να τον σφίγγει γύρω-γύρω και μόνο αφύλακτες διαβάσεις αισθημάτων ξέρουν πώς να το υπερβούν.
Κοιτάζει και τρέμει η ματιά, ακούει τους τριγμούς της ψυχής του, παίρνουν φωτιά όσα ρωτά, άλλα φτερά τον ταξιδεύουν. Ένα ρίγος τον πιάνει — γλώσσα που ξεπηδά μέσα του με το σκίρτημα, ανυπεράσπιστος χάνεται σ’ αλλοτινούς καιρούς. 
Σε αυτόν τον τόπο κατέφυγαν απ’ τον μικρασιατικό Πόντο οι πρόγονοί του, προσπαθώντας ν’ αποφύγουν τους τουρκικούς κατατρεγμούς, μετά το χίλια οκτακόσια ογδόντα ένα κι από εδώ ξεριζώθηκαν εκ νέου διαφεύγοντας στην Ελλάδα, όταν οι Σοβιετικοί παρέδωσαν το Καρς στον Μουσταφά Κεμάλ και στους Τούρκους.
«Εδώ, εδώ γεννήθηκε η γιαγιά Ροδιά, σ’ αυτά τα χώματα περπατούσαν οι δουλευτάδες πάπποι και προπάπποι μας» συλλογιέται, «σ’ αυτά τα μέρη τραγουδούσαν τις χαρές, τις λύπες και τα βάσανά τους».
Πλάτανα
 Άγρυπνος  περιφέρεται, «ποιος ξέρει πόσες βαφτίσεις κι αρραβώνες και γάμοι να έγιναν, πόσα πανηγύρια, πόσους σκέπασε αυτή η γη και τους ταξίδεψε στους ουρανούς» ρωτά τον εαυτό του κι απόκριση δεν παίρνει.
Επίμονα, εξαντλητικά, προσπαθεί να συνενώσει αποκόμματα διηγήσεων, ιστορήματα — σαν παραμύθια. «Ρήμαξε το χωριό, πού να ήταν άραγε το σπίτι του παππού» σκέφτεται,« τι απέγινε η μεγάλη βρύση της πλατείας, τα δυο σχολεία δεν υπάρχουν πια», θεόγυμνος στέκεται μπρος στα χαλάσματα του Αγίου Νικολάου, προσευχόμενος σ’ αγίους παλαιωμένους και πικραμένες Παναγίες.
Οι λιγοστοί κάτοικοι, Τούρκοι κι Αρμένιοι, τον κοιτούν απορημένα, ρωτά για παλιές τους ενθυμίσεις, παραθέτει ονόματα, γεγονότα, επιμένει να μάθει, να δει, να μυρίσει, να γευτεί, όλα όσα τρέφονται από την επιθυμία του, που δεν οπισθοχωρούν, που μεγεθύνονται και γίνονται ακαταπόνητα.
Ξεμακραίνει προς το μικρό λόφο με το αίμα ν’ αλωνίζει μες στο σώμα του και την ψυχή του θάλασσα αγριεμένη, όπου κυνηγημένοι πληθυσμοί προσπαθούν να κρατηθούν σε σαπιοκάραβα, φεύγοντας προς το άγνωστο, ματωμένοι, με τρομαγμένα μάτια, θρήνους κι αναστενάγματα. Πλησιάζει. Σταματά στο πρανές του δρόμου, εκεί που του υπέδειξαν. Γονατίζει. Σαν τον τυφλό που διαβάζει με τα δάχτυλα σκαλίζει πέτρες και χώματα. Σκαλίζει τα χώματα και σκάβει κι εντός του. Κόκαλα, διάσπαρτα ανθρώπινα κόκαλα, φανερώνονται σε λίγο μπροστά του.
«Τα μνήματα, εδώ ήταν τα μνήματα» ψελλίζει, βουρκώνει, κλάμα πνιχτό διαδέχεται το βούρκωμα, βουλιάζει, ίσκιοι σαλεύουν στην ενδοχώρα του νου του, πεφιλημένες φιγούρες τον αναρπάζουν τρυφερά.
Πέφτει ασήκωτο το απόγευμα στη γη των προγόνων του. Ο ήλιος κατηφορίζει προς τη δύση κοκκινίζοντας τον ορίζοντα. Ο Ιωάννης Καρυπίδης, ενήλικο εγγόνι των παππούδων της πρώτης γενιάς, στέκεται ακόμα εκεί, ταξιδιώτης ανάμεσα στον ουρανό και στη μνήμη, στοργικά κρατώντας λίγο χώμα για το χωριό του στην Ελλάδα, με τη ματιά να ξεμακραίνει πέρα απ’ την κοιλάδα και τις ράχες των βουνών. Κοντά σ’ αναμμένα κεριά, ψιθυρίζοντας πυρρίχιους, μόνος, κατάμονος και Πλήρης.




Δημήτριος Α. Δημητριάδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah