Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Καθ' οδόν για το Αϊοντον

Σάνο & Αβραάμ την ημερα του γάμου τους . 24 Μαρτη 1925
ΑΪΜΠΑΣΤΙ, ΤΟΥΡΚΙΑ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1989

Στο μικρό μας ξενοδοχείο στους πρόποδες του βουνού που κάποτε ήταν αυτό που λέμε «πατρίδα» για τη μητέρα μου, έπεσα στο κρεβάτι μου κοντά στο δικό της και έσβησα τα φώτα.

 Για πρώτη φορά σε όλη μου τη ζωή, κατάλαβα ότι τη μητέρα μου δεν την ήξερα τελικά. Είναι πιο εύκολο να σκέφτεσαι ότι οι γονείς σου εμφανίστηκαν ξαφνικά από το πουθενά, ήδη ενήλικες, στο ρόλο των γονιών.
 Η μητέρα μου, ούτως ή άλλως, τον είχε παίξει τόσο καλά αυτό το ρόλο. Γύρισα να την κοιτάξω, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη στο μικρό τούρκικο κρεβάτι της. Τα άσπρα της μαλλιά διακρίνονταν στο αχνό φως που υπήρχε στο δωμάτιο.
«Ξέρεις», της είπα, «υπάρχουν τόσα πράγματα που δε μου έχεις πει».
«Για ποιο πράγμα, αγάπη μου;» ρώτησε η μητέρα μου.
«Για τα παιδικά σου χρόνια και πώς ήταν τότε. Μας έχεις πει κάποιες ιστορίες όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν, αλλά εγώ ξέρω ότι υπάρχουν και άλλες πολλές ακόμα. Κάναμε τόσο δρόμο για να ανακαλύψουμε το ταρελθόν σου και εγώ συνειδητοποίησα ότι δεν τους ξέρω όλους αυτούς που εσύ θεωρείς οικογένεια μας. Δεν ένιωσα ποτέ ότι ήταν και δικοί μου άνθρωποι, ότι ανήκουν και σε μένα. Αυτό που θυμάμαι πιο έντονα από όλα είναι απλά ότι εμένα με βάπτισες με το όνομα που είχατε δώσει στο μικρό μοσχαράκι σου».
Η μητέρα μου χαμογέλασε. «Δεν είναι εντελώς αλήθεια αυτό. Αλλά πράγματι είχα ονομάσει το μοσχαράκι Μάτα. Αυτό είναι χαϊδευτικό του ονόματος Μαθεία».
Στ’ αλήθεια, όσο ήμουν παιδί, την ιστορία της μητέρας μου για το μοσχαράκι τη θυμόμουν περισσότερο από ολες τις άλλες. Το ότι είχε ένα τόσο μεγάλο και ήρεμο Ζώο με είχε αφήσει έκθαμβη. Είχα μάθει απ’ έξω όλα τα ονόματα των μελών της οικογένειας της, αλλά αυτά παρέμεναν απλά ονόματα. Το όνομα της μητέρας της ήταν Παρθένα. Του πατέρα της Χαράλαμπος ή Λάμπος, όπως τον φωνάζανε. 

Ζούσαν με τον παππού της, τον Βλαδίμηρο, και τη θετή γιαγιά της. Ο θείος της, ο Κωνσταντίνος, και η γυναίκα του μαζί με το κοριτσάκι τους ζούσαν και αυτοί μαζί τους. Όλοι μαζί, σε μια καλύβα φτιαγμένη από κορμούς δέντρων. Είχε και ένα δεύτερο θείο, το Νικόλα, που ζούσε με τον αδελφό του παππού της. Οι άντρες της οικογένειας ήταν όλοι σιδεράδες, αλλά ο πατέρας της ήξερε να φτιάχνει και να παίζει κεμεντζέ*. Ο παππούς της έπαιζε σουραύλι**.
 Η μητέρα μου είχε μια αδελφή που την ελεγαν Χριστοδούλα, λίγα χρόνια μεγαλύτερή της, και έναν μόνο αδελφό που ήταν ένα χρόνο μικρότερος και τον ελεγαν Γιάννη.Επειτα, ήταν η μικρή Ναστασία που ήταν πέντε χρόνια μικρότερη από το Γιάννη. Τέλος, ήταν και οι μικρές δίδυμες: η Μαθεία, το όνομά της έδωσε η μητέρα μου σε μένα, και η Μαρία, που το όνομά της η μητέρα , μου το έδωσε στη μεγαλύτερη αδελφή μου, τη Μαριάμ.
 Οι λίγες ιστορίες της μητέρας μου για τη ζωή στο χωριό της είχαν και αυτές αποτυπωθεί στη μνήμη μου. Πώς οι γυναίκες ξάσπριζαν το πανί που είχαν υφάνει, απλώνοντάς το στο έδαφος και σκεπάζοντάς το με κοπριά αγελάδας γιατί αυτή είχε κάτι που έκανε το πανί ν' ασπρίζει,Μετά, το έπλεναν, ξανά και ξανά, μέχρι που γινόταν ολόασπρο.

 Μου εξήγησε τον τρόπο που η μητέρα της έφτιαχνε βούτυρο από το γάλα που μάζευε κάθε μέρα από τις δέκα αγελάδες τους. Πρώτα, το έβραζε για να μη χαλάσει. Μετά, όταν μάζευε αρκετό γάλα, έφτιαχνε γιαούρτι και από αυτό, ξεχώριζε το βούτυρο βάζοντας το γιαούρτι σε ένα βαρέλι που κρεμούσαν στη βεράντα από σχοινιά. Κουνούσε το βαρέλι, μέχρι που το βούτυρο μαζευόταν από πάνω. Μου έλεγε ακόμα πως ο πατέρας της πήγαινε στο δάσος το φθινόπωρο και μάζευε τεράστια σαλιγκάρια που έφερνε στο σπίτι σε ένα μεγάλο καλάθι και η οικογένεια τα έτρωγε, όπως τα τρώνε και οι Γάλλοι.
Φυσικά, γνώριζα ότι οι Τούρκοι τους είχαν διώξει από τα σπίτια τους, αλλά ακόμα και σε αυτό το ζήτημα οι γνώσεις μου ήταν περιορισμένες.
«Πες μου τι θέλεις να ξέρεις και θα σου πω», είπε η μητέρα μου.
«Τα μικρά πράγματα. Αυτά τα καθημερινά», απάντησα. «Και τα μεγάλα, βέβαια. Όμως, ποτέ δε μας είπες τις λεπτομέρειες».
«Τις λεπτομέρειες», είπε η μητέρα μου. «Ναι. Ποιες είναι οι λεπτομέρειες; Υποθέτω πως μια λεπτομέρεια είναι ο τρόπος που έπεφτε το φως της φωτιάς στο πρόσωπο της μητέρας μου. Ή η εικόνα του πατέρα μου να κάθεται στο καρεκλάκι του με τη λύρα στο γόνατο, παίζοντας και τραγουδώντας μετά το βραδινό φαγητό. Ή το άκουσμα των συζητήσεων που έφταναν μέχρι το κρεβάτι μου, όταν ήμουν ξαπλωμένη εκεί, στο σκοτάδι. Μια ανατολή. Μια δύση. Και μετά οι θάνατοι. Πάντα οι θάνατοι. Αυτούς δυσκολεύομαι να τους φέρω στη μνήμη μου, γιατί έτσι ξαναθυμάμαι όλα αυτά που έχασα. Τώρα, που είμαι εδώ, σε αυτή τη χώρα μετά από τόσα χρόνια, μου ξανάρχονται τόσες μνήμες. Από πού να αρχίσω;»
 
Σάνο & Ζόχρα (ορθιες), η Ναμνά κρατώντας την Αραξή και ο Αγκόπ κρατώντας τη Σόνια .Χαλέπι Συρίας 1925

Έκλεισα τα μάτια μου εκείνη τη στιγμή και συνέχισα να ακούω τη φωνή της μητέρας μου στο σκοτάδι. Ξανά, με πλημμύρισαν όλες οι θύμησες των δικών μου παιδικών χρόνων.
«Σου έχω πει ότι ζούσαμε σε καλύβες φτιαγμένες από κορμούς ξύλου στα χωριά μας;» ρώτησε η μητέρα μου. «Μαζευόταν ολόκληρο το χωριό και βοηθούσε στο χτίσιμο, αν ήταν να παντρευτεί κάποιο ζευγάρι που δεν είχε οικογένεια για να μείνει μαζί της.

 Οι γιοι συνήθως έμεναν στο πατρικό τους μετά το γάμο, ενώ οι νύφες πήγαιναν στα πεθερικά. Νομίζω ότι οι Τούρκοι δεν έχτιζαν τα σπίτια τους από κορμούς. Τουλάχιστον, δε θυμάμαι να είδα ποτέ τέτοιο σπίτι πουθενά, όταν μας έδιωξαν και αφήσαμε τα σπίτια μας. Στο βορρά είδα μερικά σπίτια που ήταν χτισμένα με σανίδες και στο νότο τα έχτιζαν με τούβλα από λάσπη, αλλά δεν είδα ποτέ κοριούς. Ακόμα και οι Τούρκοι που ζούσαν στα χωριά κοντά στα δικά μας δεν έχτιζαν καλύβες από κορμούς. Αναρωτιέμαι γιατί».
«Γιατί δε μας είπες ποτέ τι έγινε στα αλήθεια;» ρώτησα.
«Όταν πρωτοέφτασα στην Αμερική, προσπάθησα μερικές φορές να τα πω στο θείο σου τον

Ηλία, αλλά θύμωνε μαζί μου. Έλεγε: «Έλα τώρα, αδελφούλα! Ξέχασέ τα». Με έκανε να νιώθω τόσο... Δεν μπορώ να σκεφτώ κάποια λέξη που να περιγράφει πως ένιωθα. Ίσως ντροπή.
Η γυναίκα του, η Αγνή, ήταν Αρμένισσα, αλλά αυτοί ζούσαν στο Μπρονξ και έτσι σπάνια την έβλεπα. Δεν είχα και κανένα Πόντιο να μιλάω γι’ αυτά. Δεν μπορούσα να τα φορτώσω όλα αυτά στα μικρά μου τα παιδιά. Ηταν τόσο τρομερά, δε λεγόντουσαν. Στο τέλος, σταμάτησα να μιλάω γι’ αυτά.
 Αλλά ποτέ δεν έπαψα να σκέφτομαι την οικογένεια μου. Ποτέ δεν έπαψα να σκέφτομαι το σπίτι μας και τη γη μας και τον τρόπο που ζούσαμε εκεί. Έφτιαχνα εικόνες στο μυαλό μου με κάθε λεπτομέρεια, ξανά και ξανά, όλα αυτά τα χρόνια, για να μην ξεχάσω, για να ζήσουν στην καρδιά μου. Κλείνω τα μάτια τώρα και βλέπω το ωραίο μας τοπίο. Κλείνω τα μάτια και βλέπω την οικογένειά μου».
Η μητέρα μου σταμάτησε να μιλάει τότε. Ένιωσα τη σιωπή να γεμίζει το δωμάτιο.
«Είσαι καλά;» ρώτησα.
«Ας κοιμηθούμε τώρα», είπε. «Έχουμε τόσα πολλά να δούμε το πρωί».
«Να σου φέρω κάτι;»
«Όχι, αγάπη μου. Απλά κοιμήσου».

Υποθέτω πως το παρελθόν ήταν πάντα κάτι σαν ποίηση για μένα. Όλες οι ασήμαντες στιγμές της ζωής κάποιου χάνονται και μόνο οι πιο ουσιώδεις αναμνήσεις παραμένουν. Ακόμα και οι κακές αναμνήσεις έχουν την ποίησή τους. Ακόμα και αυτές έχουν τη δύναμη να γεμίζουν την καρδιά και το μυαλό με τις εμπειρίες μιας ζωής.
Τώρα στο Αϊμπάστι, στους πρόποδες του Αϊοντόν, την ώρα που ο Χάρρι και ο Αλί κοιμούνταν σε ένα δωμάτιο δίπλα στο δικό μας και η μητέρα μου και εγώ ήμασταν ξαπλωμένες στα κρεβάτια μας, μου ήταν δύσκολο να μην αναρωτιέμαι τι θα βρίσκαμε. Γνώριζα ότι ήταν αδύνατο να βρούμε την οικογένεια της μητέρας μου εκεί, αλλά από το μυαλό μου δεν έφευγαν οι λίγες εικόνες που είχα σχηματίσει γι’ αυτούς.
Λες και έβλεπα το μικρό μοσχαράκι της, όρθιο, δεμένο στην γέρικη μηλιά. Ενώ η μητέρα της και ο πατέρας της κάθονταν κοντά στη φωτιά. Βλέπω το φως της φωτιάς να φωτίζει ένα δάκρυ στα μάτια της γιαγιάς μου, καθώς σηκώνει έκπληκτη το βλέμμα της όταν καταλαβαίνει ποιοι είμαστε. Ο παππούς μου κρατάει τη λύρα στα γόνατα. Στο δεξί του χέρι ακίνητο είναι το δοξάρι, λες και περιμένει και αυτό πότε θα γλιστρήσει πάλι πάνω στις χορδές. 0 προπάππους μου κάθεται με το σουραύλι κοντά στα χείλη. 0 αδελφός της μητέρας μου και οι αδελφές της είναι και όλοι εκεί.

 Η Χριστοδούλα, ο Γιάννης, η Ναστασία, οι θείες και ο θείος μου, νέοι, όπως τότε που τους είδε τελευταία φορά η μητέρα μου πριν εβδομήντα χρόνια. Τρέχουν να μας υποδεχτούν, περίεργοι να μας γνωρίσουν, να δουν αν είμαστε πραγματικοί. Μας αγκαλιάζουν, μετά αρχίζουν να μιλάνε, ενώ εγώ στέκομαι με ένα παγωμένο χαμόγελο που μιλάει από μόνο του: «Δεν καταλαβαίνω λέξη από όσα λέτε, αλλά παρ’ όλ’ αυτά δοξάζω το Θεό που με αξίωσε να τα ακούσω».
«Ω! Θεέ μου!» σκέφτομαι. «Ας μπορούσε κάποιος να κάνει το χρόνο να μείνει ακίνητος. Ας μπορούσε κάποιος να σβήσει όλο τον τρόμο και όλη την απανθρωπιά που υπάρχει στον κόσμο».Στο τέλος, η μητέρα μου μου διηγήθηκε την ιστορία της. Την έχω γράψει, σε μια προσπάθεια να μοιραστώ τη ζωή της και το λαό της. Και παρόλο που δεν μπορώ να αλλάξω τη φρίκη, την έγραψα προσπαθώντας να ακινητοποιήσω το χρόνο. Είχα φέρει τη μητέρα μου σε ένα ταξίδι αναζήτησης της πατρίδας της, του σπιτιού της.

 Περίμενε μια ολόκληρη ζωή. Αλλά, εκείνο το βράδυ, ξαπλωμένη εκεί στο σκοτάδι του δωματίου μου στο ξενοδοχείο, κατάλαβα ότι αυτή η αναζήτηση ήταν και δική μου. Και εγώ περίμενα μια ζωή. Μια ζωή μέχρι να τη γνωρίσω και να γίνουν οι δικοί της άνθρωποι και δικοί μου.

 
*Κεμεντζές: Η ποντιακή Λύρα. (Σ.τ.Μ.)
“* Σουραύλι ή γαβάλ: Πνευστό του Πόντου που μοιάζει με φλάουτο. (Σ.τ.Μ.)




Thea Halo
Αποσπασμα απο το βιβλιο της : ΟΥΤΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ

Εκδοσεις Γκοβοστη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah