Τέλη του Οκτώβρη του 1923 αγκυροβόλησε στο λιμάνι της Τραπεζούντας το Ελληνικό υπερωκεάνιο «Ωκεανός» που πήρε όλο τον υπόλοιπο προσφυγικό κόσμο της Τραπεζούντας και της Σαμψούντας και μας έφερε ίσια στη Θεσσαλονίκη.
Είμαστε 7-8 χιλιάδες πρόσφυγες, στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες μέσα στον "Ωκεανό". Ο μεγάλος συνωστισμός του προσφυγικού κόσμου στο βαπόρι δημιούργησε πολλά ζητήματα . Το ζήτημα των αποχωρητηρίων μάλιστα τρέλανε τους επιβάτες.
Είχαμε δύο αποχωρητήρια σε 8 χιλιάδες κόσμο! Η σύγχυση που επακολούθησε δεν περιγράφεται. Άλλο κακό και η ύδρευση. Φοβερός συνωστισμός του πλήθους κοντά στη βρύση. Επέμβαση των ναυτών, φωνές, βλαστήμιες, κακό! Τελευταία μας χάιδεψε το κεφάλι επικίνδυνα το καμουτσίκι ενός ναύτη που έβριζε θεούς και Δαίμονες!
Τις τρεις πρώτες μέρες του ταξιδιού κάθε ώρα και στιγμή σεργιανίζαμε άπ’ το κατάστρωμα του βαποριού τα παράλια της Μικρασίας τα γυρισμένα κατά τον Εύξεινο. Βλέπαμε πέρα για πέρα βουνοσειρές, και όχι παραλία ομαλή.
Μετά τρεις μέρες φτάσαμε στον Βόσπορο. Εκεί πια κορυφώθηκε το ενδιαφέρον μας. Όλοι μας με την ιδέα πώς θα δούμε σε λίγο την Κων/πολη, την πόλη των ονείρων μας, ήμαστε τρελά ενθουσιασμένοι. Το βαπόρι έκατσε στον όρμο Καβάκια, και η μία ώρα που μας καθυστέρησε εκεί μας φάνηκε αιώνας! Τέλος κατά το δειλινό της 1ης του Νοέμβρη κουνήθηκε ο «Ωκεανός» κατά την Πόλη.
Σαν φάνηκαν στα μάτια μας τα αμέτρητα προάστια της Πόλης από τις δυο όχθες του Βοσπόρου δεν ξέραμε τι να πρωτοθαυμάσουμε! Την φυσική καλλονή του Βοσπόρου, ή τα κομψά κτίρια των προαστίων, ή και όλα μαζί; Ύστερα από μιας ώρας διαδρομή με το βαπόρι αξιωθήκαμε ν’ αντικρίσουμε την Αγιά Σοφιά!
Εδώ σταματά το λογικό! Ώστε βρεθήκαμε μπροστά στο ίνδαλμα του έθνους, μπροστά στο σύμβολο του ελληνισμού και της Ορθοδοξίας! Είναι γεγονός αυτό; Μήπως ονειρευόμαστε; Μήπως σαλεύτηκε το λογικό μας; Δεκάδες γενεών στα βάθη του Πόντου το είχαμε καημό ν’ αντικρίσουμε για ένα δευτερόλεπτο την Αγιά Σοφιά και την Ακρόπολη, τους δύο αυτούς σταθμούς του ελληνικού πολιτισμού, και αυτοστιγμεί να πεθάνουμε!
Και τώρα; Τώρα έλαχε σε μας ο κλήρος να ψάξουμε με τα μάτια μας την δόξα και το καμάρι του έθνους μας! Και λέγαμε: Μα το θεό, αξίζει να πεθάνουμε αυτή τη στιγμή. Ας κλείσουμε τα μάτια μας για πάντα αυτή τη στιγμή που αντικρίζουμε το είδωλο του Έθνους.
Και ας τα κλείσουμε τώρα αμέσως, βιαστικά, τώρα που ταξιδεύουμε στο πέλαγος της ευτυχίας με την εκπλήρωση των ονείρων των περασμένων γενεών. Πόσο ωραίος είναι ο θάνατος με την Αγιά Σοφιά στην αγκαλιά!
Και αν πρόκειται να πεθάνουμε εμείς αυτή τη στιγμή εδώ απέναντι στην Αγιά Σοφιά, μήπως θα πεθάνει μαζί μας κι ο Ελληνισμός; Όχι, ο Ελληνισμός θα ζήσει, γιατί ζει και η Αγιά Σοφιά! Και αφού ζει η Αγιά Σοφιά, ζουν και οι Έλληνες Αυτοκράτορες του Βυζαντίου πού σκέφτηκαν μέσα σ’ αυτή, ζουν και οι Πατριάρχες που λειτούργησαν σ’ αυτή, ζει κι ο Κων/ντίνος ο Παλαιολόγος που κοινώνησε σ’ αυτή, ζει και ο παπάς που έκαμε την τελευταία λειτουργία σ’ αυτή, ζει και όλος ο λαός του Βυζαντίου που συγκεντρώθηκε δακρυσμένος την τελευταία μέρα σ’ αυτή για τη σωτηρία του!
Ώστε έχομε αντίκρυ μας Αυτοκράτορες, Πατριάρχες, πληθυσμό ελληνικό του Βυζαντίου, και δεν τους βλέπουμε! Χριστέ και Παναγιά! Έχομε την ίδια την Ελλάδα, το ίδιο το Έθνος μπροστά μας, και δεν τα βλέπουμε! Χριστέ και Παναγιά!
Οι σκέψεις αυτές μας βούβαναν όλους τους 8 χιλιάδες πρόσφυγες σε σημείο που κανείς δεν του πέρασε η ιδέα να φωνάξει Ζήτω η Αγιά Σοφιά! Μόλις νύχτωσε, το βαπόρι αγκυροβόλησε στο στόμιο του Κερατίου κατάντικρυ στην Αγιά Σοφιά και στην γέφυρα του Γαλατά. Θαυμάσαμε για λίγη ώρα το πανόραμα της βασιλίδος των πόλεων, μα δεν ικανοποιηθήκαμε γιατί θέλαμε να βγούμε στην ξηρά, να επισκεφθούμε τα Πατριαρχεία, να επισκεφθούμε τα κάστρα και την Πύλη του Ρωμανού, να δούμε όλες τις Βυζαντινές αρχαιότητες, ν’ απολαύσουμε από τους λόφους του Βυζαντίου όλη τη μαγεία του Κερατίου κόλπου και του Βοσπόρου, και να προσκυνήσουμε στη Αγιά Σοφιά· Αυτό το πράγμα δεν μας το επέτρεψαν οι Τούρκοι. Και σε ποιους δεν το επέτρεψαν; Στους νόμιμους και μόνους κληρονόμους του Βυζαντινού πολιτισμού.
Ύστερα από κάμποσες ώρες ο «Ωκεανός» κουνήθηκε νύχτα κατά την Προποντίδα, και το μεσημέρι της άλλης μέρας, 2 του Νοέμβρη, βρεθήκαμε στα Δαρδανέλια..Τον Ελλήσποντο κάπως τον φοβηθήκαμε γιατί μας φάνηκε μαύρος σκοτεινός και βαθύς, ενώ ο Βόσπορος μας φάνηκε γαλήνιος γελαστός φωτεινός.
Η ανάμνηση των μεγάλων ιστορικών γεγονότων που διαδραματίστηκαν στον Ελληνικό Ελλήσποντο μας συγκίνησε τότε, μας συγκλόνισε, μα στο τέλος τον αγκαλιάσαμε κι αυτόν νοερά σα δικό μας με θερμή αγάπη, με λατρεία.
Ένα πράγμα μας λύπησε εκεί· βλέπαμε στα δεξιά μας την Ευρωπαϊκή όχθη του Ελλήσποντου πετρώδη, ανηφορική, με κάποιο φτωχικό ψαράδικο χωριουδάκι στην παραλία, δηλ. σε τέλεια αντίθεση προς την Ασιατική όχθη, όπου είδαμε πολιτεία συγχρονισμένη τα Δαρδανέλια, κόμπους γόνιμους, δάση μαγευτικά. Μόλις περάσαμε τα Δαρδανέλια πρώτοι εμείς οι Σανταίοι και ύστερα όλοι οι άλλοι πετάξαμε στη θάλασσα τα φέσια μας, γιατί τα θεωρούσαμε σύμβολο της τουρκικής τυραννίας, ενώ δεν ήταν έτσι, γιατί το φέσι είχε Ελληνική την προέλευση. Αυτό και μόνον αποδεικνύει το απερίγραπτο μίσος των Ελλήνων του Πόντου εναντίον των Τούρκων. Όταν μπήκαμε στο Αιγαίο πέλαγος και φτάσαμε κατάντικρυ της Χαλκιδικής ανεβήκαμε όλοι μας στο κατάστρωμα για ν’ απολαύσουμε την μαγεία της χερσονήσου, του Αγίου Όρους, του Θερμαϊκού κόλπου και προ πάντων του αθάνατου Ολύμπου;
Η φαντασία μας οργίαζε τότε. Φανταζόμαστε πως ζούμε στον χρυσό αιώνα της Ελλάδας, στην εποχή των σπουδαίων γεγονότων της Χαλκιδικής, στην εποχή της ακμής και του μεγαλείου των 12 Ολυμπίων που μας κοίταζαν από ψηλά, στην εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. 'Eτσι αφηρημένοι όπως ήμαστε μπήκαμε στα στενό του Καραμπουρνού και αντικρίσαμε την νύφη του Θερμαϊκού. Μόλις αγκυροβόλησε ο «Ωκεανός» στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης περικύκλωσαν το βαπόρι διάφοροι βαρκάρηδες που πουλούσαν φρούτα ξερά, σταφύλια, πορτοκάλια, κλπ.
Κατεβάζαμε τότε με σχοινί τα μαντήλια μας αφού προσδέναμε σ’ αυτά τούρκικα λεφτά, και οι βαρκάρηδες αφού κρατούσαν τα λεφτά γέμιζαν με φρούτα τα μαντήλια μας, και μας έκαναν νόημα να τα τραβήξουμε πάνω.
Στο μεταξύ μας επισκέφτηκαν στο βαπόρι πολλοί γνωστοί μας Σανταίοι και άλλοι Πόντιοι εγκατεστημένοι στην Θεσσαλονίκη. Κατά το βράδυ βγήκαμε στην ξηρά και πολλοί από μας δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως πατούν το ελεύθερο χώμα της δοξασμένης Ελλάδας μας.
Άθελα μας ήρθε τότε στο νου η νοσταλγία και ο αφάνταστος καημός πολλών γενεών των προγόνων μας, που ήρθαν και πέθαναν με την ελπίδα πως θ' αντικρύσουν μια μέρα ελεύθερη Ελλάδα. Άθελα θυμηθήκαμε πως οι πατέρες μας στη Σάντα που πέθαναν με τη λέξη Ελλάδα στα χείλη, θα είχαν παραφρονήσει αν αντίκριζαν τον σημερινό ελεύθερο ήλιο της σημερινής ελεύθερης και μεγάλης Ελλάδας μας.
Ώστε ο Νοέμβρης του 1923 στάθηκε μήνας υπερτάτης ευδαιμονίας για μας που αξιωθήκαμε ν’ αντικρύσουμε ελεύθερη πατρίδα, ελεύθερο φως, ελεύθερο αέρα! Και η σκέψη πως η ελεύθερη Θεσσαλονίκη λίγα χρόνια πριν στέναζε κάτω από το βαρύ πέλμα ενός τυράννου που όμοιον του δεν γνώρισε ποτέ ο κόσμος, εξύψωνε την Θεσσαλονίκη στη συνείδησή μας και μας έκαμνε να ξεχάσουμε όλα τα δεινά που υποφέραμε από τους Τούρκους. Ζήτω ή Θεσσαλονίκη! Ζήτω ή ελευθερία!
Την άλλη μέρα πρωί πέρασαν οι υγειονομικές ’Αρχές όλα τα πράγματά μας από τον απολυμαντικό κλίβανο, και μας επέτρεψαν να εγκατασταθούμε στους _προσφυγικούς θαλάμους Καλαμαριάς. Ύστερα από λίγες μέρες σκορπίσαμε στα τέσσερα άκρα τής 'Ελλάδας, και εγώ μεν διορίστηκα δημοδιδάσκαλος στο σχολείο Παλαιοχωρίου—Γιδά, οι δε άλλοι εκ των δασκάλων εγκαταστάθηκαν αστικώς μεν σε πολλές πόλεις της Ελλάδας , αγροτικώς δε σε πολλά χωριά της Μακεδονίας και της Θράκης.
0ι Σανταίοι δάσκαλοι που πρωτοδιορίστηκαν στην Ελλάδα ήσαν:
Μιλτιάδης Νυμφόπουλος,
Άθανάσιος Σπυράντης,
Πίνδαρος Τεμιρτσόγλους,
Απόστολος Εφραιμίδης,
Γεώργιος Έφραιμίδης,
Δημήτριος Σοφιανός,
Νικόλαος Τοπαλίδης,
Θεόφιλος Σοφιανός,
Κοσμάς Χιονίδης,
Χαράλαμπος Χιονίδης,
Ευστάθιος Αθανασιάδης,
Μωυσής Χειμωνίδης,
Ευριπίδης Χειμωνίδης,
Ιωάννης Τριανταφυλλίδης,
Κωνσταντίνος Παυλίδης, και λίγοι άλλοι.
Σήμερα έχουμε εγκαταστημένους σε όλη την Ελλάδα πολλές χιλιάδες Σανταίους αστούς και αγρότες. Οι αστοί ζουν στην Αθήνα, στον Πειραιά, στην Θεσσαλονίκη, στην Δράμα, στο Κιλκίς, στα Γιοννιτσά, στην Βέροια και στην Αλεξανδρούπολη, και καταγίνονται στο εμπόριο στις επιστήμες και στις τέχνες, οι δε αγρότες ζουν στα χωριά Πεύκα και Αετοχώρι της περιφέρειας Αλεξανδρούπολης, στο χωριό Νέα Σάντα της περιφέρειας Κομοτινής, στα χωριά Κίργια, Κάτω Νευροκόπι, Δασωτόν, Οχυρόν και Χρυσοκέφαλος της περιφερείας Δράμας, στο χωριό Τριανταφυλλιά της περιφέρειας Νιγρίτης, στά χωριά Ράχοβα, Βεργίνα και Καστανιά της περιφέρειας Βεροίας, στα χωριά Νέα Σάντα και Αγιος Χαράλαμπος της περιφέρειας Κιλκίς, και ελάχιστοι στην περιφέρεια Κατερίνης.
Στον Καύκασο έχουμε σήμερα τόσους Σανταίους όσους έχουμε εδώ στην Ελλάδα, μα αυτοί χάθηκαν για τον Ελληνισμό γιατί αφομοιώθηκαν με το περιβάλλον κ.λ π.
Εμείς οι Σανταίοι, και πιθανόν και οι άλλοι Πόντιοι, δεν θεωρούμε χαμένο τον Πόντο, και πιστεύομε ακράδαντα πως μια μέρα οι απόγονοι μας θα παν να ζήσουν στη αγαπημένη μητέρα μας την Σάντα από ευλάβεια προς την μνήμη την δική μας πού κλαίμε νύχτα μέρα για το χαμό της Αγιας αυτής χώρας, που επί 16 αιώνες αγωνίστηκε σκληρά εναντίον των βαρβάρων στοιχείων του Πόντου για να περισώσει τον εθνισμό της και τη θρησκεία της.
Και η αγάπη μας αυτή στην γενέτειρά μας είναι ακατανίκητη και μας κατάντησε να πιστέψω με όλες τις ψευτιές του κόσμου που λέχθηκαν για την Σάντα και τους Σανταίους. Και απόδειξη ότι αρχή του 1944 μάθαμε πως πολλοί Σανταίοι της περιφέρειας Αλεξανδρούπολης δεν μπόρεσαν να συζήσουν με τους Βουλγάρους κατά την Κατοχή και έφυγαν τάχα στην αντίπερα όχθη του Έβρου όπου τούς περισυνέλεξαν οι Τούρκοι και τους έστειλαν στην Τραπεζούντα, πως οι Αρχές Τραπεζούντας τους εγκατέστησαν στο χωριό Αμπέλια κατάντικρυ της Γαλίανας, πως άνοιξαν σχολείο ελληνικό με δάσκαλο τον Αλκιβιάδη Τοπαλίδη, και πως ζήτησαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να τους στείλει ιερέα.
Οι ειδήσεις αυτές ήσαν εξωφρενικές βέβαια, μα τις πιστέψαμε τότε. Η πλάνη μας αυτή διαλύθηκε μετά την κατοχή.
Μιλτιάδης Νυμφόπουλος
Είμαστε 7-8 χιλιάδες πρόσφυγες, στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες μέσα στον "Ωκεανό". Ο μεγάλος συνωστισμός του προσφυγικού κόσμου στο βαπόρι δημιούργησε πολλά ζητήματα . Το ζήτημα των αποχωρητηρίων μάλιστα τρέλανε τους επιβάτες.
Είχαμε δύο αποχωρητήρια σε 8 χιλιάδες κόσμο! Η σύγχυση που επακολούθησε δεν περιγράφεται. Άλλο κακό και η ύδρευση. Φοβερός συνωστισμός του πλήθους κοντά στη βρύση. Επέμβαση των ναυτών, φωνές, βλαστήμιες, κακό! Τελευταία μας χάιδεψε το κεφάλι επικίνδυνα το καμουτσίκι ενός ναύτη που έβριζε θεούς και Δαίμονες!
Τις τρεις πρώτες μέρες του ταξιδιού κάθε ώρα και στιγμή σεργιανίζαμε άπ’ το κατάστρωμα του βαποριού τα παράλια της Μικρασίας τα γυρισμένα κατά τον Εύξεινο. Βλέπαμε πέρα για πέρα βουνοσειρές, και όχι παραλία ομαλή.
Μετά τρεις μέρες φτάσαμε στον Βόσπορο. Εκεί πια κορυφώθηκε το ενδιαφέρον μας. Όλοι μας με την ιδέα πώς θα δούμε σε λίγο την Κων/πολη, την πόλη των ονείρων μας, ήμαστε τρελά ενθουσιασμένοι. Το βαπόρι έκατσε στον όρμο Καβάκια, και η μία ώρα που μας καθυστέρησε εκεί μας φάνηκε αιώνας! Τέλος κατά το δειλινό της 1ης του Νοέμβρη κουνήθηκε ο «Ωκεανός» κατά την Πόλη.
Σαν φάνηκαν στα μάτια μας τα αμέτρητα προάστια της Πόλης από τις δυο όχθες του Βοσπόρου δεν ξέραμε τι να πρωτοθαυμάσουμε! Την φυσική καλλονή του Βοσπόρου, ή τα κομψά κτίρια των προαστίων, ή και όλα μαζί; Ύστερα από μιας ώρας διαδρομή με το βαπόρι αξιωθήκαμε ν’ αντικρίσουμε την Αγιά Σοφιά!
Εδώ σταματά το λογικό! Ώστε βρεθήκαμε μπροστά στο ίνδαλμα του έθνους, μπροστά στο σύμβολο του ελληνισμού και της Ορθοδοξίας! Είναι γεγονός αυτό; Μήπως ονειρευόμαστε; Μήπως σαλεύτηκε το λογικό μας; Δεκάδες γενεών στα βάθη του Πόντου το είχαμε καημό ν’ αντικρίσουμε για ένα δευτερόλεπτο την Αγιά Σοφιά και την Ακρόπολη, τους δύο αυτούς σταθμούς του ελληνικού πολιτισμού, και αυτοστιγμεί να πεθάνουμε!
Και τώρα; Τώρα έλαχε σε μας ο κλήρος να ψάξουμε με τα μάτια μας την δόξα και το καμάρι του έθνους μας! Και λέγαμε: Μα το θεό, αξίζει να πεθάνουμε αυτή τη στιγμή. Ας κλείσουμε τα μάτια μας για πάντα αυτή τη στιγμή που αντικρίζουμε το είδωλο του Έθνους.
Και ας τα κλείσουμε τώρα αμέσως, βιαστικά, τώρα που ταξιδεύουμε στο πέλαγος της ευτυχίας με την εκπλήρωση των ονείρων των περασμένων γενεών. Πόσο ωραίος είναι ο θάνατος με την Αγιά Σοφιά στην αγκαλιά!
Και αν πρόκειται να πεθάνουμε εμείς αυτή τη στιγμή εδώ απέναντι στην Αγιά Σοφιά, μήπως θα πεθάνει μαζί μας κι ο Ελληνισμός; Όχι, ο Ελληνισμός θα ζήσει, γιατί ζει και η Αγιά Σοφιά! Και αφού ζει η Αγιά Σοφιά, ζουν και οι Έλληνες Αυτοκράτορες του Βυζαντίου πού σκέφτηκαν μέσα σ’ αυτή, ζουν και οι Πατριάρχες που λειτούργησαν σ’ αυτή, ζει κι ο Κων/ντίνος ο Παλαιολόγος που κοινώνησε σ’ αυτή, ζει και ο παπάς που έκαμε την τελευταία λειτουργία σ’ αυτή, ζει και όλος ο λαός του Βυζαντίου που συγκεντρώθηκε δακρυσμένος την τελευταία μέρα σ’ αυτή για τη σωτηρία του!
Ώστε έχομε αντίκρυ μας Αυτοκράτορες, Πατριάρχες, πληθυσμό ελληνικό του Βυζαντίου, και δεν τους βλέπουμε! Χριστέ και Παναγιά! Έχομε την ίδια την Ελλάδα, το ίδιο το Έθνος μπροστά μας, και δεν τα βλέπουμε! Χριστέ και Παναγιά!
Σανταίοι πρώτης γενιάς στην Νέα Σάντα Κιλκίς |
Οι σκέψεις αυτές μας βούβαναν όλους τους 8 χιλιάδες πρόσφυγες σε σημείο που κανείς δεν του πέρασε η ιδέα να φωνάξει Ζήτω η Αγιά Σοφιά! Μόλις νύχτωσε, το βαπόρι αγκυροβόλησε στο στόμιο του Κερατίου κατάντικρυ στην Αγιά Σοφιά και στην γέφυρα του Γαλατά. Θαυμάσαμε για λίγη ώρα το πανόραμα της βασιλίδος των πόλεων, μα δεν ικανοποιηθήκαμε γιατί θέλαμε να βγούμε στην ξηρά, να επισκεφθούμε τα Πατριαρχεία, να επισκεφθούμε τα κάστρα και την Πύλη του Ρωμανού, να δούμε όλες τις Βυζαντινές αρχαιότητες, ν’ απολαύσουμε από τους λόφους του Βυζαντίου όλη τη μαγεία του Κερατίου κόλπου και του Βοσπόρου, και να προσκυνήσουμε στη Αγιά Σοφιά· Αυτό το πράγμα δεν μας το επέτρεψαν οι Τούρκοι. Και σε ποιους δεν το επέτρεψαν; Στους νόμιμους και μόνους κληρονόμους του Βυζαντινού πολιτισμού.
Ύστερα από κάμποσες ώρες ο «Ωκεανός» κουνήθηκε νύχτα κατά την Προποντίδα, και το μεσημέρι της άλλης μέρας, 2 του Νοέμβρη, βρεθήκαμε στα Δαρδανέλια..Τον Ελλήσποντο κάπως τον φοβηθήκαμε γιατί μας φάνηκε μαύρος σκοτεινός και βαθύς, ενώ ο Βόσπορος μας φάνηκε γαλήνιος γελαστός φωτεινός.
Η ανάμνηση των μεγάλων ιστορικών γεγονότων που διαδραματίστηκαν στον Ελληνικό Ελλήσποντο μας συγκίνησε τότε, μας συγκλόνισε, μα στο τέλος τον αγκαλιάσαμε κι αυτόν νοερά σα δικό μας με θερμή αγάπη, με λατρεία.
Ένα πράγμα μας λύπησε εκεί· βλέπαμε στα δεξιά μας την Ευρωπαϊκή όχθη του Ελλήσποντου πετρώδη, ανηφορική, με κάποιο φτωχικό ψαράδικο χωριουδάκι στην παραλία, δηλ. σε τέλεια αντίθεση προς την Ασιατική όχθη, όπου είδαμε πολιτεία συγχρονισμένη τα Δαρδανέλια, κόμπους γόνιμους, δάση μαγευτικά. Μόλις περάσαμε τα Δαρδανέλια πρώτοι εμείς οι Σανταίοι και ύστερα όλοι οι άλλοι πετάξαμε στη θάλασσα τα φέσια μας, γιατί τα θεωρούσαμε σύμβολο της τουρκικής τυραννίας, ενώ δεν ήταν έτσι, γιατί το φέσι είχε Ελληνική την προέλευση. Αυτό και μόνον αποδεικνύει το απερίγραπτο μίσος των Ελλήνων του Πόντου εναντίον των Τούρκων. Όταν μπήκαμε στο Αιγαίο πέλαγος και φτάσαμε κατάντικρυ της Χαλκιδικής ανεβήκαμε όλοι μας στο κατάστρωμα για ν’ απολαύσουμε την μαγεία της χερσονήσου, του Αγίου Όρους, του Θερμαϊκού κόλπου και προ πάντων του αθάνατου Ολύμπου;
Η φαντασία μας οργίαζε τότε. Φανταζόμαστε πως ζούμε στον χρυσό αιώνα της Ελλάδας, στην εποχή των σπουδαίων γεγονότων της Χαλκιδικής, στην εποχή της ακμής και του μεγαλείου των 12 Ολυμπίων που μας κοίταζαν από ψηλά, στην εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. 'Eτσι αφηρημένοι όπως ήμαστε μπήκαμε στα στενό του Καραμπουρνού και αντικρίσαμε την νύφη του Θερμαϊκού. Μόλις αγκυροβόλησε ο «Ωκεανός» στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης περικύκλωσαν το βαπόρι διάφοροι βαρκάρηδες που πουλούσαν φρούτα ξερά, σταφύλια, πορτοκάλια, κλπ.
Κατεβάζαμε τότε με σχοινί τα μαντήλια μας αφού προσδέναμε σ’ αυτά τούρκικα λεφτά, και οι βαρκάρηδες αφού κρατούσαν τα λεφτά γέμιζαν με φρούτα τα μαντήλια μας, και μας έκαναν νόημα να τα τραβήξουμε πάνω.
Στο μεταξύ μας επισκέφτηκαν στο βαπόρι πολλοί γνωστοί μας Σανταίοι και άλλοι Πόντιοι εγκατεστημένοι στην Θεσσαλονίκη. Κατά το βράδυ βγήκαμε στην ξηρά και πολλοί από μας δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως πατούν το ελεύθερο χώμα της δοξασμένης Ελλάδας μας.
Άθελα μας ήρθε τότε στο νου η νοσταλγία και ο αφάνταστος καημός πολλών γενεών των προγόνων μας, που ήρθαν και πέθαναν με την ελπίδα πως θ' αντικρύσουν μια μέρα ελεύθερη Ελλάδα. Άθελα θυμηθήκαμε πως οι πατέρες μας στη Σάντα που πέθαναν με τη λέξη Ελλάδα στα χείλη, θα είχαν παραφρονήσει αν αντίκριζαν τον σημερινό ελεύθερο ήλιο της σημερινής ελεύθερης και μεγάλης Ελλάδας μας.
Ώστε ο Νοέμβρης του 1923 στάθηκε μήνας υπερτάτης ευδαιμονίας για μας που αξιωθήκαμε ν’ αντικρύσουμε ελεύθερη πατρίδα, ελεύθερο φως, ελεύθερο αέρα! Και η σκέψη πως η ελεύθερη Θεσσαλονίκη λίγα χρόνια πριν στέναζε κάτω από το βαρύ πέλμα ενός τυράννου που όμοιον του δεν γνώρισε ποτέ ο κόσμος, εξύψωνε την Θεσσαλονίκη στη συνείδησή μας και μας έκαμνε να ξεχάσουμε όλα τα δεινά που υποφέραμε από τους Τούρκους. Ζήτω ή Θεσσαλονίκη! Ζήτω ή ελευθερία!
Την άλλη μέρα πρωί πέρασαν οι υγειονομικές ’Αρχές όλα τα πράγματά μας από τον απολυμαντικό κλίβανο, και μας επέτρεψαν να εγκατασταθούμε στους _προσφυγικούς θαλάμους Καλαμαριάς. Ύστερα από λίγες μέρες σκορπίσαμε στα τέσσερα άκρα τής 'Ελλάδας, και εγώ μεν διορίστηκα δημοδιδάσκαλος στο σχολείο Παλαιοχωρίου—Γιδά, οι δε άλλοι εκ των δασκάλων εγκαταστάθηκαν αστικώς μεν σε πολλές πόλεις της Ελλάδας , αγροτικώς δε σε πολλά χωριά της Μακεδονίας και της Θράκης.
0ι Σανταίοι δάσκαλοι που πρωτοδιορίστηκαν στην Ελλάδα ήσαν:
Μιλτιάδης Νυμφόπουλος,
Άθανάσιος Σπυράντης,
Πίνδαρος Τεμιρτσόγλους,
Απόστολος Εφραιμίδης,
Γεώργιος Έφραιμίδης,
Δημήτριος Σοφιανός,
Νικόλαος Τοπαλίδης,
Θεόφιλος Σοφιανός,
Κοσμάς Χιονίδης,
Χαράλαμπος Χιονίδης,
Ευστάθιος Αθανασιάδης,
Μωυσής Χειμωνίδης,
Ευριπίδης Χειμωνίδης,
Ιωάννης Τριανταφυλλίδης,
Κωνσταντίνος Παυλίδης, και λίγοι άλλοι.
Σήμερα έχουμε εγκαταστημένους σε όλη την Ελλάδα πολλές χιλιάδες Σανταίους αστούς και αγρότες. Οι αστοί ζουν στην Αθήνα, στον Πειραιά, στην Θεσσαλονίκη, στην Δράμα, στο Κιλκίς, στα Γιοννιτσά, στην Βέροια και στην Αλεξανδρούπολη, και καταγίνονται στο εμπόριο στις επιστήμες και στις τέχνες, οι δε αγρότες ζουν στα χωριά Πεύκα και Αετοχώρι της περιφέρειας Αλεξανδρούπολης, στο χωριό Νέα Σάντα της περιφέρειας Κομοτινής, στα χωριά Κίργια, Κάτω Νευροκόπι, Δασωτόν, Οχυρόν και Χρυσοκέφαλος της περιφερείας Δράμας, στο χωριό Τριανταφυλλιά της περιφέρειας Νιγρίτης, στά χωριά Ράχοβα, Βεργίνα και Καστανιά της περιφέρειας Βεροίας, στα χωριά Νέα Σάντα και Αγιος Χαράλαμπος της περιφέρειας Κιλκίς, και ελάχιστοι στην περιφέρεια Κατερίνης.
Στον Καύκασο έχουμε σήμερα τόσους Σανταίους όσους έχουμε εδώ στην Ελλάδα, μα αυτοί χάθηκαν για τον Ελληνισμό γιατί αφομοιώθηκαν με το περιβάλλον κ.λ π.
Εμείς οι Σανταίοι, και πιθανόν και οι άλλοι Πόντιοι, δεν θεωρούμε χαμένο τον Πόντο, και πιστεύομε ακράδαντα πως μια μέρα οι απόγονοι μας θα παν να ζήσουν στη αγαπημένη μητέρα μας την Σάντα από ευλάβεια προς την μνήμη την δική μας πού κλαίμε νύχτα μέρα για το χαμό της Αγιας αυτής χώρας, που επί 16 αιώνες αγωνίστηκε σκληρά εναντίον των βαρβάρων στοιχείων του Πόντου για να περισώσει τον εθνισμό της και τη θρησκεία της.
Και η αγάπη μας αυτή στην γενέτειρά μας είναι ακατανίκητη και μας κατάντησε να πιστέψω με όλες τις ψευτιές του κόσμου που λέχθηκαν για την Σάντα και τους Σανταίους. Και απόδειξη ότι αρχή του 1944 μάθαμε πως πολλοί Σανταίοι της περιφέρειας Αλεξανδρούπολης δεν μπόρεσαν να συζήσουν με τους Βουλγάρους κατά την Κατοχή και έφυγαν τάχα στην αντίπερα όχθη του Έβρου όπου τούς περισυνέλεξαν οι Τούρκοι και τους έστειλαν στην Τραπεζούντα, πως οι Αρχές Τραπεζούντας τους εγκατέστησαν στο χωριό Αμπέλια κατάντικρυ της Γαλίανας, πως άνοιξαν σχολείο ελληνικό με δάσκαλο τον Αλκιβιάδη Τοπαλίδη, και πως ζήτησαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να τους στείλει ιερέα.
Οι ειδήσεις αυτές ήσαν εξωφρενικές βέβαια, μα τις πιστέψαμε τότε. Η πλάνη μας αυτή διαλύθηκε μετά την κατοχή.
Μιλτιάδης Νυμφόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου