Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

Αποστολή στη Ρωσία

Αφού συγκεντρωθήκαμε τριανταπέντε άτομα, θαλασσι­νοί, ναυτικοί, με καπετάνιο τον Κακούλη, κατεβήκαμε στο Ατσάσαζι. Κατέβηκαν κι άλλοι διακόσιοι, για να μας βοη­θήσουν.
Παίρνουμε το λοιπόν ένα καράβι, αφού καθαρίσαμε τους Τούρκους. Κοπιάσαμε πολύ, να το βγάλουμε από το στόμιο του ποταμού, θα κάναμε και δυο τρεις ώρες, γιατί το στόμιο του ποταμού γεμίζει χώματα, άμμο και φράζει. 
Κατορθώ­σαμε (επιτέλους) και φύγαμε από την αμμουδιά, χωρίς φα­σαρία, κρυφά τους πλακώσαμε. Τραβήξαμε τα πανιά μ' ένα καλό αεράκι και φεύγαμε στο πέλαγος με ταχύτητα γύρω στα δεκαπέντε χιλιόμετρα την ώρα.
Τα πελάγη κρατιόντανε με προφυλάξεις χίλιες δυο. Περιμέναμε την κατάλληλη στιγμή. Ο καιρός έπρεπε να μην είναι αστροφεγγιά, να είναι σκοτάδι, τα πιστόλια στο χέρι, μή­πως παρουσιαστεί κανένας Τούρκος εκεί, μήπως καραδοκεί εκεί κανείς.
Ώρες ολόκληρες αγωνία, γιατί όλα αυτά, αυτή η διαδικασία, γίνεται έξω από τα λημέρια μας. Εκεί είναι Τούρκοι, ξένο έδαφος και έπρεπε όσο μπορούμε να αποφύγουμε τους κρότους και τις πιστολιές, χωρίς να μας πάρουν χαμπάρι, εκεί που κοιμούνται οι ναύτες. Αν μας πάρουν χαμπάρι πρέπει να τους χτυπήσουν με μαχαίρια.
Υπό αυτές τις συνθήκες αρπάζουμε την βάρκα, κι αφού μπαίνουμε μέσα, αγκαλιαζόμαστε με τους υπόλοιπους που μένανε όξω, γιατί ποιος ξέρει πού και πώς θα ξαναϊδωθούμε. «Καλό ταξίδι! Η Ρωσία θα ενδιαφερθεί και θα στεί­λει πολεμοφόδια και καράβια!» Αθώοι άνθρωποι: «Σύντομα, όσο μπορείτε να 'ρθείτε».
Ο πόλεμος γινόταν στον Καύκασο και ο ρωσικός στρα­τός ζύγωνε προς τα εδάφη μας.
Γκραβούρα της Τραπεζούντας

Έρχονταν τα ρωσικά πλοία, βομβάρδιζαν τις αποθήκες πετρελαίου της Αμισού, τα δικαστήρια και τους στρατώνες. Οι στρατιές των Ρώσων έφταναν μέχρι την Κερασούντα και λέγαμε, ότι σε ένα μήνα το πολύ θα είναι εδώ. Τώρα, δυο ολόκληρους μήνες, ούτε ίχνος πολεμικού ρωσικού καραβιού δεν φάνηκε, μόνο για τα πολεμοφόδια ερχόταν κανένα φορ­τηγό. Την αποστολή, που στείλαμε και την περιμέναμε, ούτε ίχνος! Και περιμέναμε άδικα τρεις μήνες!
Από την πόλη μαθαίναμε, από παραρτήματα που έβγαιναν, ότι τα στρατεύματά μας νικούν. Δεν το πολυπιστεύαμε, όμως και μ' αυτές τις συνθήκες πήραμε την απόφαση, να βγούμε παραέξω, να μάθουμε τι γίνεται και να πάρουμε και πολεμοφό­δια. Βρεθήκαμε σε απόγνωση, σε απελπιστική κατάσταση.
Ξεκινήσαμε το λοιπόν στο πέλαγος. Είχαμε δεκατρία βα­ρέλια του κονιάκ νερό μέσα στο καράβι, είκοσι ψωμιά, ένα τσουβάλι γαλέτες. Είχαμε και κάτι «τιζίμια», και κανά δυο οκάδες χαμψιά. 
Οι χωριάτες, που ήταν από τα τούρκικα χω­ριά, τα αγαπούσαν, ήταν σαν μαύρο χαβιάρι, σ' εκείνη την πε­ρίσταση και ακριβώς γι' αυτό μας προσφέρθηκαν από τις απο­θήκες των καπεταναίων. Στο λημέρι μια έγκυος γυναίκα με ένα κομματάκι χαμψί και λίγο καλαμποκίσιο ψωμί περνούσε.
Τραβήξαμε τα πανιά, είχαμε και καλό αέρα, γύρω στα τε­τρακόσια μέτρα από την μύτη του Τσαρτσαμπά, βγαίναμε στο πέλαγος. Κατά τα ξημερώματα, βλέπουμε να μαυρίζουν τα βουνά της Αμισού. Σε μια στιγμή έριξα μια ματιά και είδα ένα μεγάλο βουνό, που είναι πίσω από την Αμισό, ονο­μαστό από τα χιόνια του. Από αυτό το βουνό κατέβαζαν πάγο, για το καλοκαίρι. Κατά τα τέλη του χειμώνα μάζευαν το χιόνι, το έριχναν μέσα σε λάκκους και αφού το πατούσαν καλά, το σκλήραιναν και το άφηναν.
 Κατά τον Απρίλιο, αρχινούσαν να το κόβουν φέτες, φέτες. Η κάθε μια φέτα ήταν ακριβώς σαν αυτές τις τεχνητές κολώνες, που βλέπουμε, και στο πά­χος τρεις φορές πιο χοντρές. Αυτό το τύλιγαν σε κάτι σκληρά πράσινα χόρτα, που βγαίνουνε πολύ στον Πόντο. Ήταν σαν δεντράκια, που έφταναν σχεδόν στο ανάστημα του ανθρώπου, φύτρωναν πάρα πολλά και μόνα τους. 
Τα τύλιγαν μέσα δυο δυο σε τσουβάλια και τα φόρτωναν στο γαϊδούρι. Αυτά τα πράσινα φύλλα ήταν κατάλληλα, για να κρατήσουν το χιόνι, να μη λιώσει. Κάθε νοικοκύρης είχε πέντε ως δέκα γαϊδού­ρια φορτωμένα με δυο κολώνες στο κάθε γαϊδούρι. Σχεδόν μ' αυτό ζούσαν τα χωριά στην περιφέρεια αυτή και πάνω στο βουνό. Και έβλεπες τα ξημερώματα μέσα στην Αμισό, σω­ρηδόν, να κατεβαίνουν τα γαϊδούρια. Το βράδυ ξεκινούσαν από τα χωριά τους, (στις) 5 1/2 - 6 και τα ξημερώματα έφταναν στην Αμισό, προτού πέσει ο ήλιος πάνω στον πάγο. 
Ήταν αγκαζαρισμένα σε διάφορα μπακάλικα, χασάπικα, γαλατά­δικα και ξεφόρτωναν σ' εκείνα. Ψώνιζαν τα απαραίτητα τους, αλάτια, πετρέλαια, πασμάδες και ίσαμε το βράδυ έφταναν στα χωριά τους. Στο γυρισμό ταξίδευαν μέρα.
Ρωμαλέα γαϊδούρια, γερά, μεγάλα και εκείνοι που τα οδη­γούσαν πελώριοι, αγαθοί άνθρωποι. Μου έκαναν εντύπωση, ντούκου ντούκου ο πάγος απάνω, λαχανιάζανε και πηγαίναμε.

Απ' αυτό το βουνό κατάλαβα πού πέφτει η Αμισός. Μισή ώρα κοίταζα, ρέμβαζα και έκλαψα. Ήταν το πρώτο βάπτι­σμα της ξενιτιάς, που έπαιρνα.
Θυμήθηκα την κακομοίρα τη μάνα μου. Μπας, για μένα, την τράβηξαν οι Τούρκοι σε κανένα μπουντρούμι; Πώς ζει; Πώς τα εξοικονομά;
Θυμόμουν τη γιαγιά μου, μια γριά γυναίκα, θρησκόληπτη. Και την Τετάρτη ακόμα, όχι μόνο δεν έτρωγε λάδι, αλλά και να της μύριζε, από κανένα άλλο σπίτι, Τετάρτη και Παρα­σκευή, νόμιζε πως εγκληματούσε!
Τη βδομάδα, απαραίτητα, πήγαινε στην εκκλησία τρεις φορές, Τετάρτη, Παρασκευή και Κυριακή. Πήγαινε στην Αγία Τριάδα της Αμισού, που ήταν μεγάλη και πλούσια εκκλησία. Στον αυλόγυρο της ήταν τέσσερα μεγάλα σχολεία και το γυμναστήριο. Ένα γυμναστήριο, που και σήμερα η Αθήνα θα το ζήλευε. Είχε διάφορα είδη εξαρτήματα, δερμάτινα όργανα, ακόντια, στεφάνια για τον νικητή, ότι έχουν εδώ τα γυμναστήρια, μπροστά σ' εκείνα της Αμισού, είναι σαν παιδικά παιχνιδάκια.
Τα σχολεία ήταν Δημοτικό και Αρρένων Γυμνάσιο. Όλα μαζί είχαν μια πολύ ωραία θέα. Είχαν δέντρα φυτεμένα που έδιναν μεγάλη ομορφιά.
Από την γιαγιά μου θυμήθηκα την εκκλησία. Ύστερα πήγε ο νους μου, στον μικρότερο αδελφό μου. Θα είχε γίνει τώρα 16 χρονών παλικάρι. Μετά, το πνεύμα μου, πήγε σε μερι­κούς παλιούς καλούς μου φίλους, σε μερικές συμπάθειες, σε κάτι γειτονοπούλες μου, σε μια μικρή μου συμμαθήτρια.
Θυμήθηκα τις ακροθαλασσιές που κολυμπούσα, τους δρό­μους που πήγαινα, χειμώνα-καλοκαίρι, στο σχολείο, με την τσάντα στο χέρι. Θυμήθηκα τις βρύσες, που έτρεχαν πότε θολό και πότε κρυσταλλένιο νερό και το θολό, απερίσκεπτα παι­διά, το πίναμε. Και τα καλοκαίρια, που έκανε πολύ ζέστη, έβαζα το κεφάλι μου κάτω από τη βρύση και καταβρεχό­μουνα. Έβρεχα και τα πουκάμισά μου, όλα, για να βρω λίγη δροσιά.
Έκλαψα πικρά. Έβγαλα ένα κουρελάκι από το στήθος μου βρόμικο και πενιχρό και σκούπισα τα δάκρυά μου! Έβγαλα, για μια στιγμή τα άρματά μου και ακουμπώντας λίγο, έπεσα και κοιμήθηκα.
Δεν θυμούμαι πόσο κοιμήθηκα, πάντως τις πρωινές ώρες ξύπνησα από τα κουνήματα της βάρκας (καϊκιού) και από κάτι φωνές.
Ο ήλιος ήταν μεσούρανα, πεντέμισι η ώρα, κοιμήθηκα ως εντεκάμισι ώρες. Άκουσα τον καπετάνιο να λέει, ότι μας έπιασε «καλάσι». Στη Μαύρη Θάλασσα, χωρίς να φυσά, χωρίς σύννεφο, βγαίνει, συχνά, απότομα, τρικυμία και λέγεται «καλάσι».
Μ' όλο που ο καιρός μας έδινε την ελπίδα ότι θα είναι πε­ραστικό, η τρικυμία φούντωνε. Και διήρκεσε οκτώ μέρες και οκτώ νύχτες! Ήταν τόσο μεγάλη η τρικυμία, που το καράβι έστεκε, από το κύμα, κατακόρυφο. Και άλλοτε το ύψωνε τόσο πολύ, που βλέποντας όξω, έλεγα, η θάλασσα έχει βουνά!
Οχτώ νύχτες και οχτώ μέρες, ούτε ένα μέτρο δεν πήγαμε μπροστά, αλλά προσπαθούσε ο καπετάνιος, ούτε ένα μέτρο να πάμε πίσω. Αυτό το κατόρθωνε με το φλόκο, ένα πανί που είχε στη μύτη του καραβιού. Πρακτικοί, άφοβοι καπετάνιοι. Τα άλλα πανιά τα είχε μαζεμένα και έμενε μόνο ο φλόκος.
Εγώ, που ήμουν ναυτικός και μερικοί άλλοι, τα ρουχαλά­κια μου τα λιγοστά, τα είχα στον ώμο, μη γένοιτο και βου­λιάξουμε. Κοίταγα την απόσταση στην ξηρά και «κανόνιζα» τη μύτη του Τσαρτσαμπά, που ήταν το πιο κοντινό μέρος εκεί. Να προσπαθήσω να φτάσω βέβαια (σημ.: σε περίπτωση ναυαγήσεως) δεν ήταν ανθρωπίνως κατορθωτό. Και όμως, ο άν­θρωπος πρέπει να ελπίζει, έστω και με ένα τοις εκατό, ότι θα ζήσει. Δεν λογάριαζα τα κύματα μόνο, (αλλά) δεν μπο­ρούσα να πιστεύσω, πως θα γλιστρήσω από τους Τούρκους και πως δεν θα με πιάσουν στην ακροθαλασσιά.

Οι χωριάτες μισολιποθυμισμένοι από την ναυτία, δεν φα­ντάζονταν τι μπορούσε να συμβεί και φώναζαν: «Δώστε το στην ξηρά! Θα πνιγούμε!... Θα μας φάνε τα ψάρια!» και όλο την «ξηρά» φώναζαν αυτοί.
Εγώ φώναζα από τους πρώτους: «Καλύτερα να πεθάνουμε στην θάλασσα, παρά να μας καταδικάσουν σε θάνατο οι Τούρκοι». Κι αν δεν είναι Τούρκοι, θα μας τσακίσουν τα κύ­ματα, που «σπάνε στην παραλία». Βαπόρι να 'ταν θα το θρυμμάτιζαν, πόσο μάλλον άνθρωπο, πάνω στα βράχια.
Το ευτύχημα, ήταν, επειδή ήταν ζαλισμένοι και άρρωστοι, δεν έγινε τίποτα κακό μεταξύ μας. Και αυτή η συζήτηση συ­νέχιζε πέντε με έξι μέρες, στο χρονικό διάστημα αυτό ο Θόδωρος έκανε εμετό.
Νερό δεν είχαμε, όλο κι όλο, δυο τρία ποτήρια! Το νερό το χαλούσαμε με απερισκεψία, οι χωριάτες το πίνανε ασυλλόγιστα, ούτε ήταν δυνατόν, σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές να γίνει οικονομία στο νερό.
Μετά οχτώ μέρες άρχισε να κοπάζει η τρικυμία και τη δέκατη μέρα η θάλασσα ήταν γυαλί, ούτε κυματάκι αισθα­νόσουν.
Έκανε πολύ ζέστη, αέρας τίποτα, καθόλου δεν φυσούσε.
Εμείς οι ναυτικοί αρχίσαμε να τραβάμε κουπί, να μη χάνουμε τον καιρό μας. Η λάζικη βάρκα είναι τριάντα δύο πιθαμές, έχει επτά μέτρα μάκρος και τέσσερα πλάτος. Σαν μαχαίρι κατεβαίνει το μπρος μέρος και γίνεται μυτερό. Το πίσω μέ­ρος είναι φαρδύ και αντέχει στην τρικυμία. 
Πλέει με τέσσερα κουπιά, ζήτημα είναι αν έπαιρνε δέκα μέτρα σε μια ώρα, μ' όλο που είχε και τα πανιά και το φλόκο. Το νερό είχε σωθεί, είχαμε κίνδυνο και από τα ψάρια, αν εμείς οι ναυτι­κοί πετιόμασταν στο πέλαγος και κολυμπούσαμε. Στη Μαύρη Θάλασσα, όμως δεν είναι επικίνδυνα τα ψάρια, τα μεγαλύ­τερα είναι το δελφίνι και η φώκια και αυτά δεν πειράζουν άνθρωπο.
Κατ' αυτόν τον τρόπο, περάσαμε δυο μέρες και δυο νύχτες. Την τρίτη μέρα, ο καπετάνιος, μας είπε: «Έρχεται αέ­ρας, γιατί αρχίνισε να μαυρίζει η θάλασσα, από πίσω μας». Πράγματι, σε λίγο, μας έπιασε τα πανιά ο αέρας. Ήμασταν τριάντα δύο άτομα σε μια πλευρά του καραβιού. Από μέσα ήταν ξαπλωμένοι οι χωριάτες. Εμείς καβαλήσαμε το αντί­θετο πλευρό του καραβιού για να μην αναποδογυρίσει. Τόσο δυνατός ήταν ο αέρας, που έγερνε και πάλι.
Ο καπετάνιος έλεγε, να μη χάσουμε την ευκαιρία. Μπορεί να είναι η φαντασία μου, αλλά όπως έτριζε, όπως πετούσε τα νερά, υπολογίζω ότι κάναμε εικοσιπέντε, μπορεί και τριά­ντα χιλιόμετρα την ώρα. Έβλεπες το νερό που έσκαγε, σαν ξύλο το έκοβε το καράβι και ακούγοντας όπως έφευγε: τσα... τσα... τσα..., όχι το συνηθισμένο χλου... χλου... χλου..., του νε­ρού που σπρώχνεται.
Σε ορισμένες στιγμές ο αέρας πετούσε δύο μέτρα, τρία, τέσσερα το κύμα. Το άλλο κύμα το 'φτανε και το πλάκωνε. Τρέχαμε τόσο πολύ, που ξεπερνούσαμε το πρώτο κύμα.
Στο αμπάρι είχαμε χαλίκι και άμμο, αλλά εμείς δεν έπρεπε να μετακινηθούμε. Καρφωθήκαμε σε μια πλευρά, για να μην παλαντζάρουμε, να μην τουμπάρουμε.
Κατ' αυτό τον τρόπο ταξιδέψαμε δυο μέρες. Ούτε γου­λιά νερό, ούτε ψωμί. Όποιος τολμούσε και έτρωγε χαμψιά έπινε ύστερα το θαλασσινό νερό και αλίμονο του! μετά δυο ώρες άναβε μέσα του το αλμυρό νερό, κοκκίνιζαν τα μάτια του και υπέφερε φοβερά. Δεν μπορούσε, ούτε για την φυ­σική του ανάγκη, να βγει, και στούμπωνε. Και με όλα τούτα, και πάλι έπινε το κρυσταλλένιο νερό της θάλασσας, η ίδια κατάσταση συνέχιζε.
Όλα αυτά, δεν μας φαίνονταν τίποτα, όσο ξέραμε ότι εί­μαστε στα ρωσικά νερά, είχαμε μια κρυφή χαρά στη ψυχή μας. Δυο μερόνυχτα συνεχώς ταξιδεύαμε. Ο καπετάνιος μας έλεγε, ότι, αν συνεχιστεί αυτός ο καιρός, αύριο κατά τις δυόμισι, μετά το μεσημέρι, θα δούμε τα ρωσικά βουνά. Μιλούσε θετικά, χωρίς να 'χει ούτε πυξίδα, ούτε ρολόι, που γράφει τα χιλιόμετρα. Με το πρακτικό του το μάτι κατόρθωνε να δει, ότι πάμε τόσα μίλια και κανόνιζε και έλεγε «αύριο, τέτοια ώρα θα φτάσουμε εκεί».
Εκείνη τη νύχτα αγωνιούσαμε, πότε θα ξημερώσει. Μ' όλο που ήμασταν εξαντλημένοι και αξύριστοι, όλα αυτά δεν μας φαίνονταν τίποτα, όσο συλλογιζόμασταν την ώρα δύο, που θα φτάναμε. Και μόλις την άλλη μέρα ο ήλιος έφθασε κατακόρυφος, λέγαμε, ότι η ώρα είναι δέκα, δωδεκάμισι και έπρεπε να μαυρίσει ο ορίζοντας, για μας, να δούμε το βουνό, που θα μαύριζε.

Τέλος, εκεί που σκεφτόμασταν αυτά, απορούσαμε, γιατί δεν συναντήσαμε ένα Ρώσο, ένα καράβι, στην Τουρκία πλημ­μύριζαν και στον τόπο τους κανείς;


Δημοσθένης Κελεκίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah