Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013

Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ TOΥ ΚΑΠΕΤΑΝ ΔΗΜΗΤΡΗ

ΛΙΓΟΝ ΚΑΙΡΟ ΜΕΤΑ το πέρασμα της μεγάλης μπόρας και το γυρισμό των ανταρτών στα λημέρια τους,o καπετάν Δημήτρης με πενήντα παλικάρια και το γαμπρό του καπε­τάν Παντελή, ξεκίνησε ένα βράδυ για το Χουζουρλί, με σκοπό να βοηθήσει τον καπετάν Χατζή πού αντιμετώπιζε την επίθεση τριακοσίων τσέτηδων του Τούρκου καπετάνιου Τσακίρογλου. Στο λημέρι τού Τσιμενλί άφησε τα γυναικό­παιδα και το γιο του καπετάν Θόδωρο, πού ήταν τραυματι­σμένος.
Περπάτησαν όλη τη νύχτα και τα χαράματα έφτασαν στο Χουζουρλί. Μπήκαν αμέσως στη μάχη. Έπειτα από ένα γερό τουφεκίδι πού άνοιξαν πίσω από τις πλάτες των Τούρκων, τούς τσάκισαν και τούς έβγαλαν από το χωριό.
 Οι πολιορκημένοι Ρωμιοί και οι αντάρτες τού καπετάν Χατζή έσμιξαν με τη δύναμη τού καπετάν Δημήτρη και πή­ραν στο κυνήγι τούς Τούρκους. Τούς κατέβασαν πέντε χι­λιόμετρα πιο πέρα και τούς διέλυσαν. 
Την ώρα όμως πού ετοιμάζονταν να γυρίσουν στο χωριό, είδαν από μακριά να έρχεται ένα τάγμα στρατού, πού ξεκίνησε από τη Σαμ­ψούντα για να ενισχύσει τούς άταχτους μουσουλμάνους. Ό καπετάν Δημήτρης πρόσταξε Τάο γαμπρό του να πιάσει θέ­σεις με την ομάδα του και να ετοιμαστεί για μια νέα μάχη.
O τούρκικος στρατός σίμωσε και σε λίγο άρχισε μια σκληρή και αιματηρή σύγκρουση πού κράτησε ως το βράδυ. 
Μόλις νύχτωσε, οι αντίπαλοι αποσύρθηκαν από το πεδίο της μάχης, χωρίς εδαφικά κέρδη. Ό απολογισμός ήταν αρκετά βαρύς για τούς Ρωμιούς: Σκοτώθηκαν τρεις αντάρτες και τραυματίστηκαν οι καπετάνιοι Δημήτρης και Χατζής. Ο πρώτος είχε χτυπηθεί στο στόμα από μια σφαίρα που του έσπασε την οδοντοστοιχία και του σφηνώθηκε στο αριστερό αυτί. O δεύτερος πληγώθηκε στην κοιλιά και καθώς τον κουβαλούσαν στο Χουζουρλί, τον έπιασε ακατάσχετη αιμορ­ραγία και ξεψύχησε!
O καπετάν Παντελής κάλεσε έναν ηλικιωμένο αντάρτη, πού έκανε τον πρακτικό γιατρό, να γιατρέψει τον πεθερό του. O άνθρωπος αγωνίστηκε κάμποση ώρα, ώσπου κατάφερε, με τη βοήθεια ενός ξυραφομάχαιρου να βγάλει τη σφαίρα και τη χαλασμένη οδοντοστοιχία. O καπετάν Δημήτρης γλύτωσε, μα ήταν σε κακά χάλια.
Έτσι την αρχηγία των ανταρτών τού καπετάν Δημήτρη και τού καπετάν Χατζή ανέλαβε o νεαρός καπετάνιος Παν­τελής. O άξιος γαμπρός τού Χαραλαμπίδη πρόσταξε να γίνει την ίδια νύχτα ή κηδεία και ή ταφή τού καπετάνιου και των τριών παλικαριών πού έπεσαν στη μάχη, και συνάμα να ετοιμαστούν τα γυναικόπαιδα τού Χουζουρλί για τη φυγή. Σκοπός του ήταν να ξεκινήσουν με το σκοτάδι, ώστε, πριν φέξει, να βρίσκονται μακριά από την απειλή των Τούρκων.
Οι διαταγές τού νέου καπετάνιου εκτελέστηκαν με συν­τομία και ακρίβεια. Το καραβάνι των γυναικόπαιδων και των ανταρτών, μετά τα μεσάνυχτα, μπήκε στο δρόμο και τράβηξε για το λημέρι. Βαδίζοντας αδιάκοπα όλη την υπό­λοιπη νύχτα και την ή μέρα, έφτασε κατά το μεσημέρι στο Τσιμενλί.
Μπαίνοντας στο χωριό, ό καπετάν Παντελής βομβαρδί­στηκε από θλιβερά μαντάτα: Κατά την απουσία των δύο καπετάνιων, έγινε κάποια προδοσία και οι Τούρκοι πάτη­σαν ξαφνικά το λημέρι. Όπως ήταν Απροστάτευτο σχεδόν, περικύκλωσαν τα καλύβια του και πυροβολώντας, μπήκαν μέσα.
 Έπιασαν πολλές γυναίκες και γέρους. Ανάμεσα τους και τη γυναίκα τού καπετάν Δημήτρη, τη Βικτωρία, και τη νύφη του Φωτεινή. O γιος τού Χαραλαμπίδη, ο καπε­τάν Θόδωρος, πού ήταν τραυματισμένος στο αριστερό χέρι, δε μπόρεσε να υπερασπίσει τα γυναικόπαιδα γιατί ή επίθεση έγινε αναπάντεχα. Επιχείρησε να φύγει o ίδιος πυροβολών­τας τούς Τούρκους με το πιστόλι του, αλλά, βγαίνοντας έξω από το χωριό, έπεσε πάνω σε ενέδρα και σκοτώθηκε .
O καπετάν Παντελής, συντριμμένος και απαρηγόρητος, κλείστηκε μέσα σ' ένα καλύβι και έκλαψε πικρά. Δε Θέλησε να πει τίποτε στον πεθερό του, ούτε άφησε κανέναν άλλο να τον πληροφορήσει για τη μαύρη συμφορά πού βρήκε ξανά την οικογένεια του, γιατί, στην κατάσταση πού βρισκόταν, με τα αίματα και τούς πόνους στο στόμα, θα ήταν δύσκολο να αντέξει το χαμό του δεύτερου παιδιού του και την αρπαγή της γυναίκας και της νύφης του. Όταν αργότερα βγήκε από την καλύβα, άρχισε αμέσως την έρευνα για να ανακαλύψει τον προδότη.
Σαμψούντα : Όπως φαίνεται από την παραλία σήμερα

Ανάκρινε όλα τα άτομα πού είχε την παραμικρή υπό­νοια για το ποιόν τους. Κατόπιν ζήτησε να μάθει ποιος έλειψε από το χωριό το προηγούμενο μερόνυχτο. Ανάμεσα στα τρία πρόσωπα πού δε βρίσκονταν στο Τσιμενλί το κρίσιμο εικοσι­τετράωρο, ήταν και ένας ξεπεσμένος καπνέμπορος, παλιός αντίζηλος τού καπετάν Δημήτρη στην καπναγορά της Σαμ­ψούντας. Λεγόταν Σαρρής Αλέξης. 
Τον πήρε ιδιαίτερα και τον ανέκρινε επί πολλές ώρες, ώσπου κατάφερε να τον κά­νει να ομολογήσει την προδοσία του. Ο Σαρρής 'Αλέξης πέ­ρασε από το δικαστήριο των δημογερόντων τού χωριού, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε την ίδια μέρα!
ΜEΤΑ ΑΠO ΈΝΑ δεκαπενθήμερο, στο λημέρι του Τσιμενλί, όπου είχαν μαζευτεί χιλιάδες κατατρεγμένα γυναικό­παιδα, η πείνα άρχισε να σφίγγει για καλά. Ο κόσμος έτρωγε μόνο χόρτα και άγρια φρούτα. Πολλοί κινδύνευαν να πεθά­νουν και μόλις κρατιόταν στη ζωή με τη φροντίδα των συγ­γενών τους πού τούς παραχωρούσαν τη νερόβραστη σούπα τους. Η αντοχή του άμαχου πληθυσμού περνούσε τη μεγα­λύτερη δοκιμασία, γιατί, επί πλέον, ή επαφή με την Τραπε­ζούντα και τους Ρώσους κόπηκε εδώ και μήνες, έτσι πού έσβησε κάθε ελπίδα για απελευθέρωση και βοήθεια.
Στο μεταξύ, ο καπετάν Δημήτρης έμαθε τα τραγικά γεγονότα πού συνέβησαν στην οικογένεια του και κόντεψε να χάσει το λογικό του. Μόνο ή δυνατή ψυχή του και η με­γάλη αφοσίωση πού είχε στην υπόθεση τού Πόντου τον συγκράτησαν. Ωστόσο μόλις συνήλθε, αποφάσισε να φύ­γει για την Τραπεζούντα, για να έρθει σε επαφή με τον Αρτάτωφ. Επειδή όμως οι Ρώσοι δε φαίνονταν πια στη Μαύρη Θάλασσα, διάλεξε το δρόμο της στεριάς. Κατέστρωσε ένα έξυπνο σχέδιο και το έβαλε σε εφαρμογή αμέσως. Κάλεσε στο λημέρι του δύο παλιούς Τούρκους φίλους του από το κοντινό χωριό Κοβτζέτερε, τον Τοπούζογλου και το Μουσταφά Σαχπάζ, για να τούς μιλήσει.
Την ίδια μέρα, οι δύο Τούρκοι βρίσκονταν στο Τσιμενλί, φέρνοντας μαζί τους και τρόφιμα για τούς άρρωστους και τα παιδιά.Ο καπετάν Δημήτρης τούς ευχαρίστησε και τούς πήρε Ιδιαίτερα στο καλύβι του.
—Αγαπητοί και παλιοί μου φίλοι, τούς είπε. Στην πε­ριοχή της Πάφρας οι δικοί μας οι αντάρτες έκαναν ένα έγ­κλημα φοβερό. Το ξέρετε;
— Ναι, Τηρμήτ αγά, απάντησε ό Τοπούζογλου. Φο­βερό έγκλημα. Έκαψαν το χωριό Τσαντούρ μαζί με τούς κατοίκους του!
—Αγάδες μου, κανένας μας δεν το συγχωρεί αυτό. Και πιο πολύ εγώ. Αλλά πρέπει να παραδεχτείτε ότι οι δικοί σας έκαναν την αρχή. Οι δικοί σας έκαναν και κάνουν τα χει­ρότερα. Μην ξεχνάτε το ομαδικό έγκλημα σε βάρος των αθώων γυναικόπαιδων τού Ότκαγια. Από την εποχή της σφαγής των Αρμενίων και δώθε, δύο ολόκληρα χρόνια, οι δικοί σας οργιάζουν με κάθε τρόπο φριχτά σε βάρος όλων των ρωμαίικων χωριών της Σαμψούντας και της Πάφρας. Έκαψαν, βίασαν, έσφαξαν, εξόρισαν, ρήμαξαν. Το ξέρετε κι αυτό;
—  Ναι, Τηρμήτ αγά, το ξέρουμε, ξανάπε ο Τοπούζογλου. Έγιναν φοβερά πράματα πού o νους δεν τα χωρεί. Πώς καταντήσαμε να γίνουμε θηρία και να τρώμε ό ένας
τον άλλο; O Αλλάχ να βάλει το χέρι του. Περνούσαμε τόσο αγαπημένα πριν από τον πόλεμο. Σαν αδέλφια ζούσαμε. Τί­ποτε δε μας χώριζε.
—  Ναι, αγαπητοί μου αγάδες και φίλοι, τίποτε δε μας χώριζε. Τώρα όμως γίναμε οι χειρότεροι εχθροί. Εγκλήματα πάνω στα εγκλήματα. Μα αυτό πού έκαναν οι δικοί μας, δε μπορώ να το χωνέψω. Δεν το σηκώνει ή χριστιανική συνείδησή μου. Γιαυτό αποφασίσαμε να κάνουμε ανάκριση για να δούμε ποια κακοποιά στοιχεία πρωτοστάτησαν και παρέσυραν και τούς άλλους στο ομαδικό έγκλημα. Θα πάω εγώ ό ίδιος στην περιοχή της Πάφρας για να κάνω έρευνα. Όταν βρω τούς ένοχους, θα τούς τιμωρήσω αυστηρά.
—Άφεριμ! Άφεριμ, Τηρμήτ εφέντη, είπαν και οι δύο Τούρκοι. Μπράβο! Πολύ μας χαροποιεί αυτή σου η απόφαση.
—Ετοιμάστε μου λοιπόν δέκα άλογα για να πάω με δέκα παλικάρια μου στην περιοχή της Πάφρας.
— Ευχαρίστως, Τηρμήτ έφέντη, ευχαρίστως, είπε ο Μουσταφά Σαχπάζ.
— Και κάτι άλλο. Θέλω να σας παρακαλέσω για κάτι προσωπικό.
—Ότι θέλεις έφέντη, ότι θέλεις. Εμείς είμαστε ευγνώμονες πού δεν πειράξατε τα χωριά της περιοχής μας, πού μας προστατέψατε. Θα σας εφοδιάσουμε με ο,τι βγαί­νει από το χέρι μας.
— Θέλω να κάνετε ενέργειες στις αρχές της Σαμψούν­τας για να αφήσουν ελεύθερη τη γυναίκα μου και τη νύφη μου. Ξέρετε, έχασα τα δυο παιδιά μου και δεν έχω άλλον στον κόσμο.
— Θα κάνουμε, εφέντη. θα κάνουμε, είπε ό Μουσταφά Σαχπάζ. Θα πάμε οι ίδιοι στο μουτασαρίφη να τον παρα­καλέσουμε. Θα δώσουμε παράδες για να το πετύχουμε.
— Σας θυμίζω, αγαπητοί μου φίλοι, ότι οι στρατιω­τικές αρχές κρατάνε τις δύο γυναίκες ως ομήρους για να με αναγκάσουν να παραδοθώ. Εγώ όμως, αγάδες μου, δε θα παραδοθώ ποτέ. Επομένως, μάταια τις κρατάνε στη φυλακή.
— Σωστά, είπαν και οι δύο Τούρκοι. Άδικα ταλαιπω­ρούν τις γυναίκες
Σαμψούντα 1984

Κουβέντιασαν λίγη ώρα ακόμα για διάφορα άλλα πρά­ματα, θυμήθηκαν τον παλιό καλό καιρό και το μεσημέρι ό καπετάν Δημήτρης τούς έκανε τραπέζι. Έμειναν ως το βράδυ στην καλύβα του και μόλις άρχισε να βραδιάζει, οι δύο αγάδες έφυγαν στο χωριό τους.
Από την άλλη μέρα κιόλας άρχισαν οι ετοιμασίες τού καπετάν Δημήτρη για το μακρινό ταξίδι, όχι όμως προς τα δυτικά, αλλά προς τα ανατολικά, προς την Τραπεζούντα. Όσα είπε στους αγάδες είχαν σκοπό, από τη μια μεριά να τούς παραπλανήσουν, και μαζί τους και τις τουρκικές αρχές, και από την άλλη να τούς καταφέρει να του προμηθέψουν τα άλογα πού χρειαζόταν για την αποστολή του. 
Διάλεξε εικο­σιπέντε παλικάρια πιστά, πού θέλανε να τον ακολουθούσουν στο μακρινό και επικίνδυνο χερσαίο ταξίδι του, ετοίμασε τον κατάλληλο οπλισμό για να μπορεί να αντιμετωπίσει κάθε ενδεχόμενο, μοίρασε στο κάθε παλικάρι από δύο χειροβομ­βίδες και, όταν μετά από τρεις μέρες ήρθαν τα άλογα των Τούρκων, ξεκίνησε.
Οι εικοσιπέντε καβαλάρηδες, πού συνόδευαν τον καπε­τάνιο, αποχαιρέτησαν τούς συγγενείς και φίλους τους και πήραν την κατεύθυνση προς τα ορεινά της περιφέρειας τού Τσαρσαμπά. Από κει θα τραβούσαν, περνώντας από βουνό σε βουνό, στην περιφέρεια της Οινόης, κατόπιν της Φάτσας, των Κοτυώρων, της Κερασούντος και της Τρίπολης, και ανάμεσα από τις τουρκικές γραμμές τού μετώπου, θα διά­βαιναν το Χαρσιώτη ποταμό, και θα βρίσκονταν στο ρωσοκρατούμενο Πόντο.
Στο λημέρι τού Τσιμενλί έμεινε οπλαρχηγός ό καπετάν Παντελής. Την ίδια βδομάδα ό νεαρός καπετάνιος ήρθε σε επαφή με τούς άλλους οπλαρχηγούς της περιοχής, τον κα­πετάν Παπούλα, τον καπετάν Ανέστη Πατμάν, τον καπετάν Τσαγκάλη και τον καπετάν Στύλο. Σε μια σύσκεψη πού έγινε στο λημέρι τού καπετάν Παπούλα, αποφασίστηκε, με εισήγηση του Παντελή, να μην πειράξουν στο εξής τα τουρκοχώρια.
πείνα ωστόσο στα ορεινότερα διαμερίσματα της περι­φέρειας έσφιγγε αβάσταχτα.  Μερικοί Ρωμιοί αντάρτες, παρ' όλη την απόφαση των καπετάνιων, δεν καταλάβαιναν για ποιο λόγο έπρεπε να αφήσουν να πεθάνουν από το λιμό τα γυναικόπαιδα πού προστάτευαν. Άρχισαν, λοιπόν, να κάνουν επιδρομές στα πλούσια τουρκοχώρια τού κάμπου τού Τσαρσαμπά και να τα λεηλατούν, μόλο πού οι μουσουλμάνοι κάτοικοι τους ήταν οπλισμένοι γερά και αντιστέκονταν δί­νοντας σκληρές μάχες.
Ό καπετάν Παντελής έβλεπε κάθε βράδυ, χαμηλά στον κάμπο, τις φλόγες πού έβγαιναν από τα καμένα τουρκοχώρια και πολύ συχνά άκουγε τον αχό από τούς πυκνούς πυρο­βολισμούς και τις συγκρούσεις. Κάθε βράδυ το ίδιο θέαμα σε διαφορετικά σημεία τού κάμπου: Φωτιές, φλόγες πού ανέβαιναν στο νυχτερινό ουρανό και μπαταριές από τις μάχες. Οι Τούρκοι των γειτονικών στο Τσιμενλί χωριών έβλεπαν και εκείνοι τις φωτιές και τα αποτελέσματα των νυχτερινών επιδρομών και έτρεμαν μην έρθει και ή δική τους ή σειρά.
 Ιδιαίτερα τρανή ήταν ή ταραχή πού κυρίεψε τα δύο μεγάλα κοντινά τουρκοχώρια, το Κοβτζέτερε και το Πεγιουκλί. Οι αγάδες τους ζήτησαν επαφή με τον καπετάν Παντελή για να εξασφαλίσουν τη ζωή και την περιουσία τους. Να προ­λάβουν το κακό.Ο καπετάνιος δέχτηκε ευχαρίστως, και ή συνάντηση έγινε στο ελληνικό χωριό Φουρουντζάντων, μια ώρα από το Τσιμενλί. Ήρθαν από το Κοβτζέτερε ό Μου­σταφά Σαχπάζ και ο Τοπούζογλου και από το Πεγιουκλί ό Ομέρ αγάς και ο Χοκέλ αγάς μαζί με τον τσορμπατζή Σεκίρ έφέντη.
Αντάμωσαν στο μουσαφίρ οντά τού μουχτάρη των Φουρουντζάντων, χαιρετίστηκαν μ' όλους τούς τύπους πού συνηθίζουν οι μουσουλμάνοι: Χειραψίες, χειρονομίες με κίνηση της δεξιάς παλάμης από το κεφάλι στην καρδιά και από την καρδιά στη γη, τεμενάδες και μακρόσυρτους χαιρετισμούς, επιφωνήματα και αφειδώλευτες ευχές. Οι ξένοι κάθισαν πάνω στα στρωμένα μαλακά μιντέρια και άρχισαν αμέσως τη συζήτηση. Πρώτος μίλησε ό Σεκίρ εφέντης:
— Παντέλ αγά, είπε απευθυνόμενος στον καπετάν Παν­τελή, πού καθόταν απέναντι του, είσαι μορφωμένος άν­θρωπος και άξιος γαμπρός τού καπετάν Δημήτρη πού μας έφυγε για την Πάφρα. Η κατάσταση τού πολέμου μας έχει φέρει άνω κάτω και δε γνωρίζει πια ό αδελφός τον αδελφό και ό φίλος το φίλο. Κινδυνεύουν οι Ρωμιοί, κιν­δυνεύουν οι Τούρκοι, το βιός καταστρέφεται, ή ζωή έγινε το φτηνότερο πράμα.
 Είμαστε γείτονες και, δόξα να έχει ό 'Αλλάχ, μέχρι σήμερα δεν κάναμε κακό ο ένας τού αλλουνού. Με αυτό το δεδομένο πήραμε το θάρρος να έρθουμε και να ζητήσουμε την προστασία σου από κάθε επιδρομή. Ζητούμε να μας φυλάξετε για να μη γίνουν αρπαγές των ζώων μας, των τροφίμων μας και των αγαθών μας από τούς δικούς σας, όπως γίνεται πέρα στα χωριά τού Τσαρσαμπά. Δε σας πειράξαμε ποτέ, δε μας πειράξατε ποτέ. Ας μείνει αυτή ή κατάσταση.

Ο καπετάν Παντελής άκουσε με προσοχή τα λόγια του τσορμπατζή και ετοίμασε την απάντηση του. Μα δεν την είπε αμέσως. Ζήτησε να μιλήσουν και οι άλλοι Τούρκοι. Κι όταν μίλησαν και εκείνοι, επαναλαμβάνοντας σχεδόν τα ίδια λόγια, πήρε το λόγο και είπε:
—'Ακούστε, αγάδες μου, τι έχω να σας πω κι εγώ. Κατ' αρχήν πρέπει να σας βεβαιώσω πώς δεν αρέσουν και σε μας οι αρπαγές και οι πυρπολήσεις των χωριών σας. Αλλά και οι αδελφοί μας πού ξεπέφτουν σ' αυτό το επίπεδο, το κά­νουν από ανάγκη." Τα χωριά τους είναι καμένα από καιρό, το βιός τους λεηλατημένο, ή πείνα και ή παγωνιά θέρισε δε­κάδες και δεκάδες ψυχές, ό στρατός τούς κυνηγάει και τούς σκοτώνει ή τούς στέλνει στις εξορίες. Σήμερα πεθαίνουν και
δε μπορούν να σταθούν στη ζωή, τι να κάνουν; Πέστε μου.
—Έχεις δίκιο, Παντέλ αγά. Σωστά μιλάς, είπαν όλοι μουρμουριστά.
— Λοιπόν, τώρα, έρχεστε και σεις και μας παρακαλάτε να μη σας πειράξουμε. Σας απαντώ: Δε θα ήταν δύσκολο να σας το υποσχεθούμε, άν βέβαια αναλαμβάνατε και σεις μερικές υποχρεώσεις.
— Τι θέλεις, Παντέλ αγά; Τί θέλεις, λέγει είπαν και οι δυο μαζί, ο Σεκίρ έφέντης και ό Τοπούζογλου.
— Να φροντίσετε να μη μας ενοχλήσει ο στρατός.
Οι Τούρκοι κοιτάχτηκαν απορημένοι μεταξύ τους και κατόπιν κάρφωσαν τα βλέμματά τους στο πρόσωπο τού κα­πετάν Παντελή προσπαθώντας να μαντέψουν τι εννοούσε με τα λόγια του. Τέλος ό Μουσταφά Σαχπάζ ρώτησε:
— Πώς να φροντίσουμε; Τί να κάνουμε, Παντέλ αγά; Πες μας.
—  Να! Άμα δείτε να ανεβαίνει στρατός από τη Σαμ­ψούντα προς τα εδώ, να του φράξετε το δρόμο και να μην αφήσετε να έρθει στα χωριά μας, γιατί αλλιώς, άν έρθει και πειράξει τα γυναικόπαιδά μας, θα ξεσπάσουμε αργότερα πάνω σας! Θα κάψουμε τα χωριά σας. . . .
— Καλά , Καλά! Θα κάνουμε αυτό πού λες. Να είσαι ήσυχος, είπαν όλοι μαζί.
— Αυτή είναι ή μια υποχρέωση σας, συνέχισε ό καπετάν Παντελής. Ή άλλη είναι να αναλάβετε την τροφοδοσία μας. Όπως ξέρετε τα αγαθά μας αρπάχτηκαν όλα από το στρατό. καινούργια σοδειά αργεί να φανεί ακόμα. Πώς θα ζήσουμε ως τό θέρος; Άμα σφίξει ή πείνα περισσότερο, θα αναγκαστούμε και μείς να ριχτούμε στις αρπαγές. Δεν υπάρχει άλλη διέξοδος.
— Θα το κάνουμε κι αυτό, Παντέλ αγά, είπε ο Ομέρ αγάς.
— Θα το αναλάβουμε. Μείνε ήσυχος , πρόσθεσε και ο Μουσταφά Σαχπάζ. Θα συνεννοηθούμε μεταξύ μας, στα χωριά μας, και θα κανονίσουμε ποιοι θα σας τροφοδοτούν και πότε θα φέρνουνε τα τρόφιμα. Σύμφωνοι;
— Σύμφωνοι, απάντησε ό καπετάν Παντελής.
— Να συντάξουμε και ένα πρακτικό και να υπογράψουμε, πρότεινε ο Σεκίρ έφέντης.
— Να συντάξουμε.
— Σύνταξέ το, λοιπόν, εσύ, Παντέλ αγά, είπε ο Ομέρ αγάς. Εσύ ξέρεις καλύτερα τα τούρκικα, γιατί πήγες στο Γυμνάσιο.
—Ας είναι, είπε χαμογελώντας ό καπετάν Παντελής, και στρώθηκε αμέσως στο γράψιμο.
Όταν τελείωσε το γραφτό, το υπόγραψε πρώτος, μετά ό Ρωμιός μουχτάρης και κατόπιν όλοι οι Τούρκοι. Κράτησαν από ένα αντίγραφο και οι δύο μεριές και ύστερα έπιασαν το κουβεντολόι για διάφορα πράματα, για φίλους και γνω­στούς.
— Τι έγινε ο Τηρμήτ αγάς, ο πεθερός σου, ρώτησε σε μια στιγμή o Χοκέλ αγάς. Δε γύρισε ακόμα;
—  Πήγε στην Πάφρα, όπως ξέρετε, απάντησε ό καπε­τάν Παντελής. Κάνει ανακρίσεις για τη σφαγή τού Τσαντούρ.
Μια ολιγόλεπτη σιγή έπεσε στον οντά μετά από τα λό­για τούτα τού Ρωμιού καπετάνιου. Στα πρόσωπα των Τούρκων πλανιόταν μια δυσπιστία και κάποια αδιόρατη αμφιβολία, μα δεν τη φανέρωσαν με καμιά σύσπαση των προσώπων τους. Απαθείς και ανέκφραστοι σαν αγάλματα, κοιτούσαν το νεαρό καπετάνιο παίζοντας τα κομπολόγια τους. Ο καπετάν Παντελής ερεθίστηκε από την προκλη­τική σιωπή τους και έκανε αντεπίθεση:
—Αλήθεια, αγάδες μου, θαρρώ πώς είχατε υποσχεθεί στον πεθερό μου ένα πράμα και δεν το κάνατε.
—  Ποιό; Ποιό; έκαναν όλοι αλλάζοντας έκφραση και διάθεση.
—'Υποσχεθήκατε να φροντίσετε για την αποφυλάκιση της γυναίκας και της νύφης του.
— Φροντίσαμε, πώς! είπε ό Μουσταφά Σαχπάζ.
— Τί κάνατε ακριβώς;
— Κάναμε μια αίτηση στο μουτασαρίφη και στον εσκεριέ κουμαντάν και την υπογράψαμε τρία χωριά, χίλια εξακόσια άτομα. Ζητήσαμε την απελευθέρωση των γυναι­κών, υπογραμμίζοντας ότι, άν δεν αφεθούν ελεύθερες, μπο­ρεί να πάθουν και τα δικά μας χωριά σαν το Τσαντούρ.
— Πολύ καλά, είπε ό καπετάν Παντελής Ικανοποιημέ­νος. Να δούμε τι θα απογίνει. Αν τα καταφέρετε, θα ζήσετε ήσυχα και με ασφάλεια εκ μέρους μας.
Οι Τούρκοι αγάδες σηκώθηκαν σε λίγο, έσφιξαν τα χέ­ρια τού καπετάν Παντελή και τού μουχτάρη των Φουρουντζάντων και ανταλλάζοντας χαιρετισμούς και ευχές, βγή­καν έξω. Τράβηξαν για τα χωριά τους και διέδωσαν τη συμφωνία στους Τούρκους της περιοχής, πράγμα πού τούς προκάλεσε μεγάλη ανακούφιση.

Χρήστος Σαμουηλίδης
Απόσπασμα από το βιβλίο: "ΜΑΥΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah