Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

Ένα επεισόδιο στο δρόμο του Καράπερτσιν


Στο δρόμο του Καράπερτσιν, μέσα στα χωράφια, ήταν κα­τασκηνωμένοι τσιγγάνοι. Αυτοί κάνανε κόσκινα και τα που­λούσαν.
Εμείς, σαν παιδάκια, παίζαμε στο δρόμο, ανεβαίναμε στα δένδρα, χτυπούσαμε πουλιά και φτάναμε στο Σαπάχ.
Το Σαπάχ ήταν κάτι σαν πλατεία, με μια βυσσινιά στο μέ­σο του δρόμου.
Είδαμε (λοιπόν) τις πεντέξι σκηνές των τσιγγάνων, εί­δαμε τα μαύρα και άγρια μούτρα τους, τα σκουλαρίκια στη μύτη τους, στα αυτιά τους, είδαμε την μάντρα με τ' άλογά τους, τα σκυλιά τους. Και μόλις τους είδαμε κατατρομοκρατηθήκαμε, γιατί στην παιδική μας φαντασία πιστεύαμε πως τρώνε ανθρώπους.
Καλά καλά δεν πήραμε την απόφαση να φύγουμε και οι δυο άντρες όρμησαν εναντίον μας, με τα μαχαίρια στο χέρι. Ήταν έρημα τα χωριά προς τα κάτω. Ούτε φαινόμαστε, ούτε τίποτα πέρναγε στο δρόμο. Τρέχαμε και φωνάζαμε βοήθεια! Ο ένας τσιγγάνος, με το μαχαίρι στο χέρι και ο άλλος ήλθε να μας κόψει το δρόμο. 
Πέρασε το χωράφι, αλλά κοίταξε να περάσει το φράχτη, που ήταν από κλαδιά σφιχτοπλεγμένα. Εμείς περάσαμε από κοντά τους. Αυτός κράδαξε το μαχαίρι και φώναζε: «Σταθήτε! Μη φύγετε!».
Αφού μας κυνήγησαν αρκετά και είδαν ότι κοντεύαμε να φθάσουμε στο χωριό, γύρισαν πίσω.
Παρχάρια στη Σαντά

Εμείς κατατρομαγμένοι και λαχανιάζοντας φθάσαμε στην εκκλησία, στο κέντρο του χωριού. Εκεί ήταν και μερικοί χωριάτες, μας είδαν έτσι αναμαλλιασμένους και φουντωμένους από το τροχάδην και μας ρώτησαν τι πάθαμε. Τους είπαμε τι συνέβη κι εκείνοι πήραν τα κυνηγετικά τους όπλα, γίνανε καμιά εικοσαριά άντρες και άλλοι με ξύλα και άλλοι μ ότι βρέθηκε μπροστά τους, προχώρησαν προς την κατασκήνωση των τσιγγάνων.
Μόλις φθάσαμε εκεί (οι οπλισμένοι χωρικοί που ήρθαν μαζί μας) μας ρώτησαν, ποιοι ήταν αυτοί που μας κυνήγη­σαν. Οι τσιγγάνοι φοβήθηκαν μην τους σκοτώσουν και (τότε) βγήκε στη μέση ο πιο φιλήσυχος, ο πιο γέρος, ο μάγος τους, και είπε: «όχι, όχι, δεν κάναμε τίποτα εμείς, εμείς εί­μαστε καλοί άνθρωποι, δεν είχαμε κακή πρόθεση». Οι χωρικοί δεν τους πίστεψαν, γιατί χάνονταν κάποτε παιδιά και ζώα.
Σε μια στιγμή, αρπάζει ο γέρος ένα παιδί, πεντέξι μηνών, από την αγκαλιά της μάνας του, το ρίχνει κάτω, παίρνει μια αξίνα και σαν αστραπή τη σήκωσε για να το χτυπήσει. Και τους λέει: «Αν δεν με πιστεύετε θα το σφάξω και θα έχετε την αμαρτία». Oι δικοί μας, που ήταν Χριστιανοί κι αθώοι σταμάτησαν και κάναν πως το πίστεψαν, και μόνο που τους είπαν: «μαζέψτε τα στα γρήγορα». Και πράγματι, φύγαν οι τσιγγάνοι και υποσχέθηκαν, πως δεν θα ξαναπατήσουν σ' αυτά τα μέρη. Τότε, εμείς τα δυο παιδάκια, ανακουφιστή­καμε για την εκδίκηση που πήραμε με το φευγιό των τσιγγάνων.
Αυτή η εικόνα μου έμεινε στην ανάμνηση μου. 
Κατεβαί­νοντας (λοιπόν και τώρα) απ' αυτόν τον δρόμο, έριξα μια μα­τιά σ' αυτή την τοποθεσία και το 'φερα στη μνήμη μου. Και μ' όλο που ήταν ένα τραγικό σημείο της ζωής μου αισθανό­μουν σαν κάτι το ευχάριστο. Γιατί μου θύμιζε την καλή εποχή μπροστά σ' αυτή την καταραμένη, τη σημερινή.
Προχωρούσα κι ολοένα το λησμονούσα, έφτανα πια στο Καράπερτσιν. Πήγα στα πατρικά μου σπίτια, που γύρω γύρω ήταν ο κήπος με τα σαλάτσια. Μόλις τα είδα κατεστραμμένα και τα χωράφια κρυφά κρυφά και πού και πού καλλιεργη­μένα άρχισα ν' ανησυχώ.
Προχώρησα, άνοιξα μια πρόχειρη ξύλινη πόρτα απ' αυτές που πιάνουν το δρόμο στις αγελάδες και είναι ανάμεσα σε χωράφια, λαχανικά και τέτοια, προχώρησα πάλι λίγο, αλλά τίποτα, κανένας, ησυχία!
Όταν έφτασα στα καμένα σπίτια, θυμήθηκα, κατά το Πά­σχα, που πήγαινα να βαΐσω, να περάσω την Κυριακή των Βαΐων. Καμιά φορά, τον Απρίλιο μήνα, έπεφτε πολύ χιόνι και ο θείος μου με έπαιρνε και χτυπούσε κυνήγια, λαγούς,μπεκάτσες και διάφορα άλλα άγρια πουλιά και αγριογού­ρουνα. Στο δρόμο μας βρίσκαμε, στις ρίζες στους φράχτες, ακανθόχοιρους. Ο ακανθόχοιρος βόσκει και σαν δει τον κίν­δυνο κουλουριάζεται. Ο κυνηγός τότε η τον τυλίγει μ' ένα πανί και τον πιάνει και τον δένει μ' ένα σκοινάκι (κι ο ακαν­θόχοιρος) σπαρταρά και δεν σηκώνει το κεφάλι ή τον χτυπά στη γη και αυτός βγάζει το λαιμό (οπότε) τον τσιμπά (απ' αυ­τόν) από πίσω, τον χτυπά κάτω και ήσυχος τον παίρνει.
Ο αγριόχοιρος κάνει ωραία σούπα, με πιπέρι, είναι όμορφη όταν κάνει κρύο κι εκεί στα μέρη μας έκανε παγωνιές και χιόνια. Θυμόμουν τα χιονισμένα δένδρα και πού και πού τις ραγαμάδες. Έβλεπα το λάχανο φορτωμένο στο χιόνι, η αντί­θεση της φύσης, το λάχανο θέλει χιόνι, γίνεται τρυφερό, με μια βράση έβραζε, μου άρεσε πολύ, γι' αυτό το θυμούμαι.
Εκεί, στις ρωγμές πέφτανε τα άγρια πουλιά, που σκαλίζανε τα λάχανα, μήπως βρούνε τίποτα και φάνε. Αυτά τα βλέ­παμε ζεσταμένοι, πίσω από τα παράθυρά μας. Στις ρωγμές, που άφηνε το χιόνι φαινότανε λίγο μαύρο χώμα, κοπρισμένο και μαύρο, έτσι το 'ριχνε ο Θεός, για να βρει να φάει και το πουλί από κει δα.
Karakapan

Πετούσαν, πετούσαν, πετούσαν, χτυπημένα από την κα­κοκαιρία, να βρούνε τροφή και σαν μπαίνανε στη ρωγμή, ένοιωθα ανάπαψη στην ψυχή μου. Έλεγα, τώρα θα βρει τροφή, θα τσιμπολογήσει το λάχανο και θα ζήσει. Μέσα το τζάκι έκαιγε, εμείς με τα ξαδέλφια μου παίζαμε, από το τα­βάνι κρεμότανε σκοινιά και κάναμε κούνια. Ωστόσο η κα­κοκαιρία μας ανησυχούσε. Κοιτάζαμε από τα παραθυράκια το χιόνι, που απλώνονταν παντού, το σύθαμπο ουρανό και τα αγριοπούλια, που σπάθιζαν τον αέρα.
Κάθομαι και θυμούμαι τώρα, γκρεμισμένα αυτά τα σπί­τια, που άλλοτε ήμουνα μέσα, τόσο ευτυχισμένος, τώρα ήμουνα όξω και σε τι κατάσταση!
Εριχνα μιά ματιά από το πεζούλι στα καρποφόρα δέντρα, που τα 'βλεπα από το παραθυράκι και θυμόμουν το ποτάμι, που έτρεχε άγριο σαν λιώνανε τα χιόνια και κουβαλούσε ξυ­λεία και διάφορα. 
Θυμόμουν το Πάσχα, που η κάθε νοικο­κυρά έκανε τα τσουρέκια, τα αυγά, τα διάφορα. Θυμόμουν ξηρούς καρπούς, λεπτοκάρυα, απίδια, μήλα του φούρ­νου. Θυμόμουν τα καλοκαίρια, τα κρύα νερά, που πρασίνιζε ο τόπος και μοσχοβολούσε η περιφέρεια από την ευωδιά των αγριοτριαντάφυλλων και των φρούτων. 
Θυμόμουν τις αγε­λάδες, που έβοσκαν στα λιβάδια, που τις άρμεγαν οι ξαδέρφισσές μου και η θεία μου και έβαζαν το γάλα μέσα σε γανωμένα παρχάτσια, που ήταν μεγάλα και μικρά και τα λέ­γαμε «μικρό χαλκό» και «μεγάλο χαλκό».
 Θυμόμουν το θείο μου, τον λέγανε Νικόλαο Κελικίδη, (ήταν) καλός και αγαθός νοικοκύρης, τη θεία μου, τον Ανέστη, τον ξάδερφο μου, την ξαδέρφη μου Μυροφόρα, μια λυγερή μελαχρινή. Το Χατζή, επειδή κάποιος συγγενής μας πήγε και έγινε χατζής.
Ο Γιορίκας και δύο άλλες ξαδέλφες μου παντρεμένες, η μια στο Τραπεζανλί, το ψηλότερο οροπέδιο. Πήγα και εκεί και όσο έβλεπα την τέλεια αντίθεση, καμένα, ξεριζωμένα, να μη ζει κανείς, μου έπιανε στενοχώρια και συγκίνηση.
Κάθισα εκεί κάπου, να ξεκουραστώ και να μαζέψω τα μυαλά μου. Από πού ν' αρχινίσω και πού να τελειώσω; Νάσου και έρχεται ο Χατζής προς τα ερείπια! Μ' αγκάλιασε, με φίλησε και άρχισα να τον ρωτώ, πώς έγινε αυτή η κατα­στροφή και μου είπε την τραγωδία. 
Με λύπησε ο θάνατος του θείου μου και του ξαδέρφου μου και με πήγε δέκα λεπτά μακρύτερα, που ήταν η σπηλιά, εκεί ζούσαν οι γέροι και τα γυναικόπαιδα.
Από κάτω, από το κέντρο των ανταρτών, φώναζαν να φύ­γουμε, γιατί έρχονταν ο στρατός κι ο Χατζής μου είπε: «κάνε γρήγορα, για να πάμε στη σπηλιά!»
Πήγαμε στη σπηλιά, ψωμί λίγο, φαΐ λίγο, τρωγλοδίτικη ζωή. Σαπούνι δεν υπήρχε, χτένι δεν υπήρχε, η θεία μου χά­ρηκε λίγο που με είδε, αλλά από την άλλη μάντεψα στο πρόσωπο της ότι ανησυχούσε για την τροφή. Ύστερα από λίγες μέρες μου το 'πε: «να στερήσω τα παιδιά μου, όχι για σένα, αλλά για ένα ξένο;» Τι να γίνει ο φίλος μου; Θα εργαστεί, θα κάνει φράχτες, θα δουλέψει στα χωράφια, κάπου θα τον χρησιμοποιήσετε και θα βγάλει το ψωμί του. Έτσι, κοίταξα να βολέψω την κατάσταση.
Έμαθα για τον Ζαχαρία και τον Ευριπίδη, ότι ήταν κα­πετάνιοι ρωμαλέοι, ατίθασοι και άφοβοι. Επειδή ο πατέρας τους πέθανε νωρίς πήραν το δρόμο τους και βγήκαν στο κλαρί. Είχαν εξήντα ως εβδομήντα παληκάρια και πολεμούσαν.
Έμαθα, πού και πού, το μήνα μιά φορά, περνούσαν από κει.
Εκεί στη σπηλιά ήταν τ' άρματα του Ανέστη, που ήταν άλ­λοτε δάσκαλος στην Γαζαντζάντων. Ζώστηκα τ' άρματα, του­φέκι Μάνλιγχερ, κάμα, λάζικη ενδυμασία, τις σφαίρες, το πασλίκι. Το καλοκαίρι το «πασλίκι» το 'χουν για καπέλο, το χειμώνα το βάζουν στ' αυτιά τους και στον λαιμό, γιατί είναι ζεστό.
Είχαν ωμά δέρματα. Κόβω ένα κομμάτι, το τετραγωνίζω,το ράβω όμορφα, σαν τσαγκάρης που ήμουν, έκανα ένα ζευ­γάρι τσαρούχια και τα φόρεσα. Την άλλη μέρα το πρωί κα­τεβαίνω στην πλατεία προς την εκκλησία. Τον φίλο μου τον άφησα στην σπηλιά, δεν ήταν πολέμιος (δηλαδή δεν ήταν μαχητής), ήταν όμως πολύ καλός φίλος.
Εκεί γνωρίστηκα με τους παλιούς μικρούς φίλους, που τώρα ήταν αντάρτες σαν εμένα, αλλά και πολλοί είχαν σκο­τωθεί.
Η εκκλησία και όλα τα σπίτια ήταν ερείπια, αλλά είχε αρκετή κίνηση από τα άλλα χωριά. Ήταν το πραγματικό λη­μέρι, κάνανε σχέδια, έρχονταν και ξανάφευγαν.
Κατ' αυτό τον τρόπο κυλούσαν οι μέρες. Εγώ περίμενα τα ξαδέρφια μου, για να συνταχτώ στο τάγμα τους. Δεν είχαμε ησυχία. Τριάντα χιλιάδες τουφεκιές έριχναν οι Τούρκοι, για να μας βεβαιώνουν πως ήταν πολύ κοντά κάπως ώρα την ώρα θα κατέβαιναν. Προφυλακές υπήρχαν στα υψώματα και γίνονταν συνεννόηση, με τα άλογα, αστραπιαία. Στέλναν δύ­ναμη όπου χρειαζόταν, γιατί συνεχώς γίνονταν αψιμαχίες. Αυτού κάπου ηταν ο Ζαχαρίας και ο Ευριπίδης, σ' αυτά τα υψώματα. Στα χαμηλώματα ηταν το Τεκέκιοι και γύρω γύρω τουρκικά χωριά.
Το Τεκέκιοϊ είχε γύρω στα τριακόσια με τριακόσια πε­νήντα σπίτια και μαγαζιά. Ήταν πολη που ανθούσε, είχε πολύ κόσμο πλούσιο, τα δε 80% από τα καταστήματα και από τους κατοίκους ήταν Πόντιοι και το 20% ήταν Τούρκοι.
Στο Τεκέκιοϊ γίνονταν μεγάλο εμπόριο, αγόραζαν βόδια, πουλούσαν κάρα, αλέτρια, εργαλεία (όπως π.χ. σκεπάρνια, πριόνια, ξύλινους τροχούς αμαξιών με γύρω γύρω σίδερο χο­ντρό). Πουλούσαν ακόμη και υφάσματα, παπούτσια και δια­φόρων ειδών τρόφιμα. Τρεις χιλιάδες εμπορευόμενοι, κάθε μέρα, περνούσαν από την αγορά του Τεκέκιοϊ με καμήλες και άλογα φορτωμένα!
Αυτά τα χρόνια όμως, ούτε ένας Έλληνας δεν ζούσε μέσα, γιατί άλλους σφάξαν, άλλους κυνήγησαν και αναγκάστηκαν να φύγουν στα βουνά, αφήνοντας τα σπίτια τους και τα μα­γαζιά τους.
Απ' αυτά, άλλα πήραν οι Τούρκοι και σ' άλλα βάλανε πρό­σφυγες (δικούς τους) από τη Σεβάστεια, γιατί τα μέρη αυτά τα είχε πάρει η Ρωσία η και πρόσφυγες από τη Ρούμελη, που είχε καταλάβει η Ελλάδα. Το Τεκέκιοϊ ήταν προοδεμένος
τοπος, ειχε εκκλησία, σχολείο, οι άνθρωποι του έκαναν κουμπαριές με τους χωριάτες, διασκέδαζαν στα μαγαζιά τους, αντάλλαζαν διάφορα δώρα και ζούσαν ευτυχισμένοι.
Πιο κάτω ήταν ο Τσαρτσαμπάς, που έβγαζε μαύρο χα­βιάρι. Εκεί κατέβαινε το μεγάλο ποτάμι και είχε «μουρού­νες».



Δημοσθένης Κελεκίδης

"Το αντάρτικο του Πόντου"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah