Την Κυριακή, πριν από το στεφάνωμα, γινόταν η πρόσκληση πρώτα του κέλαρου και έπειτα του κουμπάρου με ιδιαίτερη επισημότητα. Επάνω σε δίσκο τοποθετούσαν τα προς τον κουμπάρο δώρα, δηλ. φρούτα, ψωμί, ρακί σκεπασμένα με μαύρο ή κίτρινο τσίτι, μαντήλα και ο κόσμος οργανοπαίκτες (λυριτζής, ταουλτζής, ζουρνατζής και αγγειτζής), γαμπρός, παράνυμφοι, τονανματζήδες, άνδρες και γυναικόπαιδα ξεκινούσαν για να πάρουν τον κουμπάρο.
Ότι το τύμπανο ήταν απαραίτητο στο γάμο, το φανερώνει η παροιμιακή φράση: Ο γάμον θέλει τύμπανα κι' η εκκλησία ψάλτεν.
Τα όργανα έπαιζαν, οι τραβωδάν' τραγουδούσαν, οι τονανματζήδες πυροβολούσαν στον αέρα, ο κέλαρος διέταζε να κεράσουν και τ' οψίκ' (ο γαγόστολος στα παλιά χρόνια) σιγά, σιγά έφθανε μπροστά στο σπίτι του κουμπάρου.
Αυτός έβγαινε για να υποδεχθεί τον κόσμο, έπαιρνε τα δώρα και έβαζε πιοτό σκεπασμένο με άσπρο τσίτι και μαζί με τους δικούς του, άνδρες και γυναίκες, ξεκινούσαν για το σπίτι του γαμπρού.
Φθάνοντας εκεί κάθονταν, διασκέδαζαν και χόρευαν ως το νυφέπαρμαν. Ο χορός γινόταν στο ευρύχωρο διαμέρισμα του σπιτιού. Αν όμως ο καιρός ήταν καλός χόρευαν και έξω στην αυλή, στο αλώνι.
Κατά το μεσημέρι ή λίγο αργότερα ξεκινούσαν για το νυφέπαρμαν αν τύχαινε να βρέξει έλεγαν: Έλειξαν τά κουτάλια (οι νεόνυμφοι).
Μπροστά πήγαιναν οι τονανματζήδες, από πίσω τα όργανα, οι τραβωδιάν', ο κουμπάρος, ο γαμπρός, οι συγγενικές νυφάδες (παρανύφ'σες), και ο λαός.
Τα πρώτα χρόνια πήγαιναν καβάλα πολλοί, ο γαμπρός, ο κουμπάρος, οι παρανύφ'σες' αργότερα που δεν είχαν πια άλογα στη Σαντά, πήγαιναν όλοι πεζοί.
Έτσι έφθαναν μπροστά στο σπίτι της νύφης. Απάνω στην πόρτα στέκονταν μερικοί στενοί συγγενείς της νύφης (χαζνιαπιάρ), κρατώντας απάνω στο κεφάλι τους δίσκο, πάνω στον οποίο ήταν μελεβούτορον, δηλ. μια φέτα ψωμί με βούτυρο και μέλι. Το μελεβούτορον ήταν προορισμένο για τους φίλους του γαμπρού, έπρεπε όμως να καταβληθεί η αξία του κι' αυτή ήταν ή κανένα ζωνάρι ή κότες ή 1 0—20 γρόσια.
Ύστερα από συζήτηση κατέβαλλαν το τίμημα, έπαιρναν το μελεβούτορον και η είσοδος ήταν ελευθέρα.
Έμπαινε μέσα ο γαμπρός με τον κουμπάρο και προχωρούσαν ως την πόρτα του νυφείου, εκεί έφερναν και τη νύφη, κουκουλωμένη με τσιαρκούλ', σάλι μεταξωτό πολύχρωμο, και στα τελευταία αραχνοΰφαντο ύφασμα με πολλές τρέμουσες, το τρέμον.
Η σπιτονοικοκυρά φιλούσε το γαμπρό και του έδινε μερικά μήλα ή πορτοκάλια ή αυγά, λέγοντας: Έσέν' έδέκα τόν Θεόν κι' άτέν έδέκα έσέν.
Επειδή συνήθως η νύφη έκλαιε, τραγουδούσαν τους παρακάτω στίχους:·
«Μή κλαις, κόρη, μη κλαίς, κόρη κι' εφτάς εμέν και κλαίω,
τ' εμόν η κάρδια γεραλουν, κι' αν κλαίω θα ματούται,
κι' αν κλαίω, κλαίω αίματα, κι' άν φλίουμαι φαρμάκια,
κι' αν κλαίς εσύ κλαίω κι' εγώ, κλαίει κι' ο κόσμος όλεν».
Έτσι ξεκινούσαν. Τη νύφη βαστούσε η παρανύφ'σα, στενή συγγενής της, πού έμενε κοντά της ως το βράδυ της Δευτέρας, και ακολουθούσαν και άλλοι συγγενείς και παραδέλφια, οι παρανύφ'σες' οι γονείς της νύφης και μερικοί στενοί συγγενείς (χαζνιαπιάρ) δεν ακολουθούσαν.
Το ξεκίνημα για την εκκλησία είχε κάτι το επιβλητικό, το γιορταστικό, το πανηγυρικό, πού γεννούσε συναισθήματα χαράς και λύπης μαζί, ενθουσιασμού και συγκίνησης.
Οι συχνοί πυροβολισμοί, οι επευφημίες, τα κλάματα, οι χαρμόσυνες φωνές ανακατεύονταν με τα εύθυμα ή παραπονιάρικα δίστιχα των τραβωδιάνων.
Οι πυροβολισμοί γίνονταν πυκνότεροι, ο σκοπός τής λύρας και των δύο λυριτζήδων (του γαμπρού και της νύφης) ήταν διαφορετικός, το αχπαστόν:
Πατέρα δόσ' με τήν εύχήσ' θα πάγω στεφανούμαι,
εύχήν, εύχήν και τού Χριστού και πάντων των αγίων.
Οι περισσότεροι από τούς άνδρες ήσαν πια κεϊφλήδες (πιωμένοι) και πολλοί μεθυσμένοι, πού κατά καιρούς έκλειναν το δρόμο ζητούντες πιοτό ή κάτι άλλο, έτσι που η πορεία προς την εκκλησία γινόταν με πολλή βραδύτητα κι' επειδή ήταν χειμώνας , οι γυναίκες , τα παιδιά και μερικοί άνδρες που δεν έπιναν , πάγωναν από το κρύο.
Σε μερικούς γάμους έπαιζαν και τα μαχαίρια (γαράγουλαχ, δηλ. μεγάλα καμπυλωτά μαχαίρια) και καθυστερούσαν το στεφάνωμα.
Η παρανύφ'σα έπρεπε να προσέχει μην τυχόν περάσει κανένας ανάμεσα από τη νύφη και το γαμπρό, γιατί αυτό ήταν γρουσουζιά (εδέσκουσαν δηλ. γίνονταν ανίκανοι για τεκνοποιία ή δεν ζούσαν αρμονικά).
Αν την ίδια μέρα γινόταν και άλλος γάμος και ήταν ανάγκη να περάσουν μπροστά από το σπίτι της άλλης νύφης, έπρεπε αυτή να κατεβεί στο δρόμο και να φιληθούν, για να μη πατίουνταν.
Ο παπάς περίμενε στην πόρτα της εκκλησίας και μόλις έμπαιναν, έκαμνε τον αρραβώνα, και ύστερα από αυτόν, οδηγούσε τους νεόνυμφους κάτω από τον πολυέλαιο, όπου γινόταν η στέψη, το στεφάνωμαν.
Φωνές και οχλαγωγία που δεν συμβιβάζονταν με το μυστήριο, διότι οι περισσότεροι ήσαν μεθυσμένοι.
Κατά το «Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι» ζητούσαν να πιούν και οι άλλοι και προπάντων οι ανύπαντροι νέοι και νέες για να έρθει το τυχερό τους, να παντρευτούν.
Κατά δε το «Ησαΐα χόρευε» μπροστά ο παπάς βαστώντας τον κουμπάρο από το χέρι, ο κουμπάρος τό νέγαμον (νεόνυμφο), ο νέγαμος τη νεγάμ'σαν και η νεγάμ'σα την παρανύφ'σαν, γύριζαν γύρω από το τραπέζι.
0ι νεόνυμφοι φιλούσαν τις 4 γωνίες του Ευαγγελίου. Αφού γύριζαν τρεις φορές, κάθε συγγενής και φίλος του γαμπρού και της νύφης, φιλούσε ή χαιρετούσε το γαμπρό και τη νύφη πού φιλούσε το χέρι τους, και δωρούσε στον παπά.
Μετά τη στέψη ξεκινούσαν για το σπίτι του γαμπρού από άλλο δρόμο για να μη δέσκουνταν (γίνουν ανίκανοι για τεκνοποιία). Οι γονείς και συγγενείς της νύφης (χαζνιαπιάρ) γύριζαν στο σπίτι της νύφης.
Η βραδύτητα ήταν απελπιστική έξ αιτίας των μεθυσμένων. Αν ο καιρός ήταν καλός, στην αυλή του γαμπρού γινόταν το χάρισμα, όπως γινόταν στα κοριτσιακά. Στο διάστημα αυτό οι πυροβολισμοί γίνονταν συχνότεροι, αν όμως ο καιρός ήταν κακός, το χάρισμα γινόταν μέσα μετά το τραπέζι.
Απάνω στην πόρτα στέκονταν μερικοί που εμπόδιζαν την είσοδο ζητώντας τή χάρ' τή μαέρτσας, από τον κουμπάρο. Μόλις την έπαιρναν, άφηναν ελεύθερη την είσοδο και η νύφη έμπαινε στο σπίτι, δρασκελούσε το κατωθύρ' με το δεξί πόδι για γούρι, ή δε πεθερά της έσπαζε μπροστά στα πόδια της ένα πήλινο σκεύος νά παίρ' τή γατάν άτς (να προλάβει τα ατυχήματα), τη φιλούσε και της ευχόταν καλωσόρισες, καλορίζικος κ.λ.π. και την οδηγούσαν με την παρανύφ'σαν στο νυφείον.
Μόλις καθόταν, τοποθετούσαν επάνω στα γόνατά της ένα αγοράκι, να γομών' τ' οσπίτ' αγούρια, γιατί τα καημένα τα κορίτσια ήταν σε ανυποληψία.
Αμέσως κάθονταν όλοι, χώρια οι άνδρες και χώρια οι γυναίκες και τα παιδιά για να φάνε. Οι εμπροϊστοί ή μειζετέρ' και ο ποπάς κάθονταν σε χωριστό δωμάτιο, είχαν και λυριτζήν, αλλά τραγουδούσαν καθιστικά τραβωδίας συνήθως τούρκικα.
Τ' ασιούχ Κιαριάμ, τ' ασιούχ Καρίπ κ.ά.
Έτσι ο γάμος στη Σαντά ήταν πολυέξοδος και όμως όλοι φτωχοί ή όχι, από φιλοτιμία προθυμοποιούνταν να κάμουν δαπανηρότερο γάμο. Επειδή δε και τα νυφικά κόστιζαν επάνω από 10 λίρες, γι' αυτό ο γαμπρός αν δεν έφερνε από την ξενιτιά αρκετά χρήματα, στο τέλος βρισκόταν χρεωμένος μ' αρκετά σημαντικό ποσό.
Μετά το φαγί άρχιζε ο χορός: Τ' όμάλια, το τίκ, το λαγκευτόν, το τρομαχτόν, και τελευταία τ' αρμενίτζας, τη τρυγόνας, τό κοτσαγγέλ', τή σέρας.
Αφού νύχτωνε, έρχονταν και οι συγγενείς της νύφης (χαζνιαπιάρ), τους έβαζαν να καθήσουν σε χωριστό δωμάτιο (αν υπήρχε) ή χωριστά και τους έστρωναν τραπέζι. Πριν να έρθουν αυτοί, δεν είχε δικαίωμα κανείς να βάλει τη νύφη στο χορό.
Μετά τα μεσάνυχτα θύμιζαν ή χόρευαν τό θυμιστόν ήταν χορός αργός με ιδιαίτερο τραγούδι και σκοπό:
Όσήμερον μαύρος ούρανός, σήμερον μαύρ' ήμερα
όσήμερον χωρίεται, μάνα και θυαγατέρα.
Σήμερον τ' ήλεκόρασιον δύο καρδίας βάλλει,
τ' έναν αφήνει σή κυρού και τ' άλλο παίρ' και πάει.
Αφη, κόρη, τήν μάνα σου και ποίσον άλλεν μάναν.
Αφη, κόρη, τ' άδέλφια σου και ποίσον αλλ' αδέλφια.
Τίμα, κόρη, τον πεθερό σ' να είσαι τιμιμέντζα.
Τίμα, κόρη, την πεθερά σ' νά εισ' αγαπιμέντζα.
Τίμα, κόρη, τ' αντραδέλφια σ' να εισ' παινεμέντζα.
Μάθα, κόρη, τήν άγρυπνιάν και τήν κακοπειρίαν,
αυρί όντες πάς σή πεθερού σ' νά είσαι μαθεμέντζα.
Μακρύν σκοινίν μή δίτε άτεν, σα ξύλα μη απολυτεάτεν,
η κόρ' εντροπιαρία εν φορτούτ' όλεν το όρος.
Τρανόν σταμνίν μή δίτεάτεν, σό νερόν μη απολυτεάτεν,
η κόρ' εντροπαρία έν, τσουρώνει τό πεγάδι.
Χόρευαν δε το θυμιστόν 7 ζευγάρια, καταχρηστικά δε και 9, 11, 13, 15... αν δεν είχε κανείς εκεί τη γυναίκα του έπαιρνε στο χορό καμιά συγγενική.
Κάθε ζευγάρι κρατούσε και δυο κεριά, μπροστά στους νεόνυμφους κρατούσαν δυο λαμπάδες ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Αν όμως κρατούσε τις λαμπάδες ένα παιδί, έπρεπε να κρατήσει τα χέρια σταυρωτά. Ύστερα από 7 στροφές άλλαζαν το χορό οπότε έμπαιναν και άλλοι.
Η νύφη έπρεπε να στέκεται σαν ανδρείκελο, χαμηλοβλεπούσα, χωρίς να σηκώσει ούτε μια φορά τα μάτια να δει γύρω της, ούτε και να χαμογελάσει, αλλιώς οι κακές γλώσσες διέδιδαν ότι η νύφε επερδάνιζεν δηλ. κοίταζε τον καπνοδόχο, εδώ κι' εκεί.
Στα παλιά τα χρόνια μετά το θύμιγμαν, ο παπάς αφού ξαναέβαζε στο κεφάλι των νεονύμφων τα στέφανα, έπεκαμάρωνε την νύφεν, δηλ. αφαιρούσε τον πέπλο της· αργότερα ο παπάς δεν έπαιρνε μέρος και τη νύφεν έπεκαμάρωνεν ο σύντεκνον μετά το θύμιγμαν, οπότε κάθε συγγενής του γαμπρού χόρευε με τη νύφη, και κάθε συγγενής της νύφης με τον γαμπρόν, όπως και στο λογόπαρμαν.
Προς τα ξημερώματα οι χαζνιαπιάρ αφού έπαιρναν μερικές κότες ή πετεινούς, έφευγαν και οι γεροντότεροι, έμεναν όμως οι νεώτεροι που συνέχιζαν και ως το βράδυ, οπότε διαλύονταν έμενε μόνο η παρανύφ'σα που περίμενε να έρθει το σαντούχ (κάσα) με την προίκα, τα τσεΐζια. Μπροστά σε μερικούς και προπάντων μερικές συγγενείς του γαμπρού άνοιγε το σαντούχ και έβγαζε τα δώρα που προορίζονταν για τον καθένα (πεθερικά και κουμπάρο).
Εκείνη πού έφερνε το σαντούχ έπαιρνε δώρο ένα μετζίτι 1/5 της λίρας).
Το βράδυ της Δευτέρας η παρανύφ'σα αφού φρόντιζε για το κρεβάτι της νύφης και της έδιδε τις τελευταίες συμβουλές έφευγε. Εκείνη την εβδομάδα δεν επιτρεπόταν στους νεόνυμφους να βγαίνουν έξω τη νύχτα για σωματική ανάγκη, ούτε να χύνουν έξω νερό, ούτε να ομιλούν μ' εκείνους που τους φώναζαν απ' έξω, ούτε και ν' ανοίγουν την πόρτα και να βάλουν μέσα κανένα, διότι επατείουσαν .
Μετά μια ή δυο μέρες η νύφη έπλυνε τα πόδια του πεθερού τα οποία και φιλούσε!
Επίσης της πεθεράς και ηλικιωμένου ανδραδέλφου ή άνδραδέλφης, και χάριζε στον καθένα και το δώρο του (υποκάμισο, σαλβάρι, ορτάρια, κάλτσες), εκείνοι δε την αντάμοιβαν με ένα ρούβλι ως ένα μετζίτι. Από κει και πέρα έπλυνε τα πόδια μόνο του πεθερού.
Ήταν όμως υποχρεωμένη να στέκεται ολόρθη στο δωμάτιο πού κάθονταν όλοι, με τα χέρια σταυρωμένα και χωρίς μιλιά, ωσότου να κοιμηθούν όλοι.
Πόσες φορές η καημένη νύσταζε και έγερνε να πέσει, διότι οι γέροι, που συνήθως υποφέρουν από αϋπνία , εμεσανυχτίουσαν (κάθονταν ως τα μεσάνυχτα)
Ότι το τύμπανο ήταν απαραίτητο στο γάμο, το φανερώνει η παροιμιακή φράση: Ο γάμον θέλει τύμπανα κι' η εκκλησία ψάλτεν.
Τα όργανα έπαιζαν, οι τραβωδάν' τραγουδούσαν, οι τονανματζήδες πυροβολούσαν στον αέρα, ο κέλαρος διέταζε να κεράσουν και τ' οψίκ' (ο γαγόστολος στα παλιά χρόνια) σιγά, σιγά έφθανε μπροστά στο σπίτι του κουμπάρου.
Αυτός έβγαινε για να υποδεχθεί τον κόσμο, έπαιρνε τα δώρα και έβαζε πιοτό σκεπασμένο με άσπρο τσίτι και μαζί με τους δικούς του, άνδρες και γυναίκες, ξεκινούσαν για το σπίτι του γαμπρού.
Φθάνοντας εκεί κάθονταν, διασκέδαζαν και χόρευαν ως το νυφέπαρμαν. Ο χορός γινόταν στο ευρύχωρο διαμέρισμα του σπιτιού. Αν όμως ο καιρός ήταν καλός χόρευαν και έξω στην αυλή, στο αλώνι.
Κατά το μεσημέρι ή λίγο αργότερα ξεκινούσαν για το νυφέπαρμαν αν τύχαινε να βρέξει έλεγαν: Έλειξαν τά κουτάλια (οι νεόνυμφοι).
Μπροστά πήγαιναν οι τονανματζήδες, από πίσω τα όργανα, οι τραβωδιάν', ο κουμπάρος, ο γαμπρός, οι συγγενικές νυφάδες (παρανύφ'σες), και ο λαός.
Τα πρώτα χρόνια πήγαιναν καβάλα πολλοί, ο γαμπρός, ο κουμπάρος, οι παρανύφ'σες' αργότερα που δεν είχαν πια άλογα στη Σαντά, πήγαιναν όλοι πεζοί.
Έτσι έφθαναν μπροστά στο σπίτι της νύφης. Απάνω στην πόρτα στέκονταν μερικοί στενοί συγγενείς της νύφης (χαζνιαπιάρ), κρατώντας απάνω στο κεφάλι τους δίσκο, πάνω στον οποίο ήταν μελεβούτορον, δηλ. μια φέτα ψωμί με βούτυρο και μέλι. Το μελεβούτορον ήταν προορισμένο για τους φίλους του γαμπρού, έπρεπε όμως να καταβληθεί η αξία του κι' αυτή ήταν ή κανένα ζωνάρι ή κότες ή 1 0—20 γρόσια.
Ύστερα από συζήτηση κατέβαλλαν το τίμημα, έπαιρναν το μελεβούτορον και η είσοδος ήταν ελευθέρα.
Έμπαινε μέσα ο γαμπρός με τον κουμπάρο και προχωρούσαν ως την πόρτα του νυφείου, εκεί έφερναν και τη νύφη, κουκουλωμένη με τσιαρκούλ', σάλι μεταξωτό πολύχρωμο, και στα τελευταία αραχνοΰφαντο ύφασμα με πολλές τρέμουσες, το τρέμον.
Η σπιτονοικοκυρά φιλούσε το γαμπρό και του έδινε μερικά μήλα ή πορτοκάλια ή αυγά, λέγοντας: Έσέν' έδέκα τόν Θεόν κι' άτέν έδέκα έσέν.
Επειδή συνήθως η νύφη έκλαιε, τραγουδούσαν τους παρακάτω στίχους:·
«Μή κλαις, κόρη, μη κλαίς, κόρη κι' εφτάς εμέν και κλαίω,
τ' εμόν η κάρδια γεραλουν, κι' αν κλαίω θα ματούται,
κι' αν κλαίω, κλαίω αίματα, κι' άν φλίουμαι φαρμάκια,
κι' αν κλαίς εσύ κλαίω κι' εγώ, κλαίει κι' ο κόσμος όλεν».
Έτσι ξεκινούσαν. Τη νύφη βαστούσε η παρανύφ'σα, στενή συγγενής της, πού έμενε κοντά της ως το βράδυ της Δευτέρας, και ακολουθούσαν και άλλοι συγγενείς και παραδέλφια, οι παρανύφ'σες' οι γονείς της νύφης και μερικοί στενοί συγγενείς (χαζνιαπιάρ) δεν ακολουθούσαν.
Το ξεκίνημα για την εκκλησία είχε κάτι το επιβλητικό, το γιορταστικό, το πανηγυρικό, πού γεννούσε συναισθήματα χαράς και λύπης μαζί, ενθουσιασμού και συγκίνησης.
Οι συχνοί πυροβολισμοί, οι επευφημίες, τα κλάματα, οι χαρμόσυνες φωνές ανακατεύονταν με τα εύθυμα ή παραπονιάρικα δίστιχα των τραβωδιάνων.
Οι πυροβολισμοί γίνονταν πυκνότεροι, ο σκοπός τής λύρας και των δύο λυριτζήδων (του γαμπρού και της νύφης) ήταν διαφορετικός, το αχπαστόν:
Πατέρα δόσ' με τήν εύχήσ' θα πάγω στεφανούμαι,
εύχήν, εύχήν και τού Χριστού και πάντων των αγίων.
Οι περισσότεροι από τούς άνδρες ήσαν πια κεϊφλήδες (πιωμένοι) και πολλοί μεθυσμένοι, πού κατά καιρούς έκλειναν το δρόμο ζητούντες πιοτό ή κάτι άλλο, έτσι που η πορεία προς την εκκλησία γινόταν με πολλή βραδύτητα κι' επειδή ήταν χειμώνας , οι γυναίκες , τα παιδιά και μερικοί άνδρες που δεν έπιναν , πάγωναν από το κρύο.
Σε μερικούς γάμους έπαιζαν και τα μαχαίρια (γαράγουλαχ, δηλ. μεγάλα καμπυλωτά μαχαίρια) και καθυστερούσαν το στεφάνωμα.
Η παρανύφ'σα έπρεπε να προσέχει μην τυχόν περάσει κανένας ανάμεσα από τη νύφη και το γαμπρό, γιατί αυτό ήταν γρουσουζιά (εδέσκουσαν δηλ. γίνονταν ανίκανοι για τεκνοποιία ή δεν ζούσαν αρμονικά).
Αν την ίδια μέρα γινόταν και άλλος γάμος και ήταν ανάγκη να περάσουν μπροστά από το σπίτι της άλλης νύφης, έπρεπε αυτή να κατεβεί στο δρόμο και να φιληθούν, για να μη πατίουνταν.
Ο παπάς περίμενε στην πόρτα της εκκλησίας και μόλις έμπαιναν, έκαμνε τον αρραβώνα, και ύστερα από αυτόν, οδηγούσε τους νεόνυμφους κάτω από τον πολυέλαιο, όπου γινόταν η στέψη, το στεφάνωμαν.
Φωνές και οχλαγωγία που δεν συμβιβάζονταν με το μυστήριο, διότι οι περισσότεροι ήσαν μεθυσμένοι.
Κατά το «Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι» ζητούσαν να πιούν και οι άλλοι και προπάντων οι ανύπαντροι νέοι και νέες για να έρθει το τυχερό τους, να παντρευτούν.
Γάμος σην Νέα Σάντα |
0ι νεόνυμφοι φιλούσαν τις 4 γωνίες του Ευαγγελίου. Αφού γύριζαν τρεις φορές, κάθε συγγενής και φίλος του γαμπρού και της νύφης, φιλούσε ή χαιρετούσε το γαμπρό και τη νύφη πού φιλούσε το χέρι τους, και δωρούσε στον παπά.
Μετά τη στέψη ξεκινούσαν για το σπίτι του γαμπρού από άλλο δρόμο για να μη δέσκουνταν (γίνουν ανίκανοι για τεκνοποιία). Οι γονείς και συγγενείς της νύφης (χαζνιαπιάρ) γύριζαν στο σπίτι της νύφης.
Η βραδύτητα ήταν απελπιστική έξ αιτίας των μεθυσμένων. Αν ο καιρός ήταν καλός, στην αυλή του γαμπρού γινόταν το χάρισμα, όπως γινόταν στα κοριτσιακά. Στο διάστημα αυτό οι πυροβολισμοί γίνονταν συχνότεροι, αν όμως ο καιρός ήταν κακός, το χάρισμα γινόταν μέσα μετά το τραπέζι.
Απάνω στην πόρτα στέκονταν μερικοί που εμπόδιζαν την είσοδο ζητώντας τή χάρ' τή μαέρτσας, από τον κουμπάρο. Μόλις την έπαιρναν, άφηναν ελεύθερη την είσοδο και η νύφη έμπαινε στο σπίτι, δρασκελούσε το κατωθύρ' με το δεξί πόδι για γούρι, ή δε πεθερά της έσπαζε μπροστά στα πόδια της ένα πήλινο σκεύος νά παίρ' τή γατάν άτς (να προλάβει τα ατυχήματα), τη φιλούσε και της ευχόταν καλωσόρισες, καλορίζικος κ.λ.π. και την οδηγούσαν με την παρανύφ'σαν στο νυφείον.
Μόλις καθόταν, τοποθετούσαν επάνω στα γόνατά της ένα αγοράκι, να γομών' τ' οσπίτ' αγούρια, γιατί τα καημένα τα κορίτσια ήταν σε ανυποληψία.
Αμέσως κάθονταν όλοι, χώρια οι άνδρες και χώρια οι γυναίκες και τα παιδιά για να φάνε. Οι εμπροϊστοί ή μειζετέρ' και ο ποπάς κάθονταν σε χωριστό δωμάτιο, είχαν και λυριτζήν, αλλά τραγουδούσαν καθιστικά τραβωδίας συνήθως τούρκικα.
Τ' ασιούχ Κιαριάμ, τ' ασιούχ Καρίπ κ.ά.
Έτσι ο γάμος στη Σαντά ήταν πολυέξοδος και όμως όλοι φτωχοί ή όχι, από φιλοτιμία προθυμοποιούνταν να κάμουν δαπανηρότερο γάμο. Επειδή δε και τα νυφικά κόστιζαν επάνω από 10 λίρες, γι' αυτό ο γαμπρός αν δεν έφερνε από την ξενιτιά αρκετά χρήματα, στο τέλος βρισκόταν χρεωμένος μ' αρκετά σημαντικό ποσό.
Μετά το φαγί άρχιζε ο χορός: Τ' όμάλια, το τίκ, το λαγκευτόν, το τρομαχτόν, και τελευταία τ' αρμενίτζας, τη τρυγόνας, τό κοτσαγγέλ', τή σέρας.
Αφού νύχτωνε, έρχονταν και οι συγγενείς της νύφης (χαζνιαπιάρ), τους έβαζαν να καθήσουν σε χωριστό δωμάτιο (αν υπήρχε) ή χωριστά και τους έστρωναν τραπέζι. Πριν να έρθουν αυτοί, δεν είχε δικαίωμα κανείς να βάλει τη νύφη στο χορό.
Μετά τα μεσάνυχτα θύμιζαν ή χόρευαν τό θυμιστόν ήταν χορός αργός με ιδιαίτερο τραγούδι και σκοπό:
Όσήμερον μαύρος ούρανός, σήμερον μαύρ' ήμερα
όσήμερον χωρίεται, μάνα και θυαγατέρα.
Σήμερον τ' ήλεκόρασιον δύο καρδίας βάλλει,
τ' έναν αφήνει σή κυρού και τ' άλλο παίρ' και πάει.
Αφη, κόρη, τήν μάνα σου και ποίσον άλλεν μάναν.
Αφη, κόρη, τ' άδέλφια σου και ποίσον αλλ' αδέλφια.
Τίμα, κόρη, τον πεθερό σ' να είσαι τιμιμέντζα.
Τίμα, κόρη, την πεθερά σ' νά εισ' αγαπιμέντζα.
Τίμα, κόρη, τ' αντραδέλφια σ' να εισ' παινεμέντζα.
Μάθα, κόρη, τήν άγρυπνιάν και τήν κακοπειρίαν,
αυρί όντες πάς σή πεθερού σ' νά είσαι μαθεμέντζα.
Μακρύν σκοινίν μή δίτε άτεν, σα ξύλα μη απολυτεάτεν,
η κόρ' εντροπιαρία εν φορτούτ' όλεν το όρος.
Τρανόν σταμνίν μή δίτεάτεν, σό νερόν μη απολυτεάτεν,
η κόρ' εντροπαρία έν, τσουρώνει τό πεγάδι.
Χόρευαν δε το θυμιστόν 7 ζευγάρια, καταχρηστικά δε και 9, 11, 13, 15... αν δεν είχε κανείς εκεί τη γυναίκα του έπαιρνε στο χορό καμιά συγγενική.
Κάθε ζευγάρι κρατούσε και δυο κεριά, μπροστά στους νεόνυμφους κρατούσαν δυο λαμπάδες ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Αν όμως κρατούσε τις λαμπάδες ένα παιδί, έπρεπε να κρατήσει τα χέρια σταυρωτά. Ύστερα από 7 στροφές άλλαζαν το χορό οπότε έμπαιναν και άλλοι.
Η νύφη έπρεπε να στέκεται σαν ανδρείκελο, χαμηλοβλεπούσα, χωρίς να σηκώσει ούτε μια φορά τα μάτια να δει γύρω της, ούτε και να χαμογελάσει, αλλιώς οι κακές γλώσσες διέδιδαν ότι η νύφε επερδάνιζεν δηλ. κοίταζε τον καπνοδόχο, εδώ κι' εκεί.
Στα παλιά τα χρόνια μετά το θύμιγμαν, ο παπάς αφού ξαναέβαζε στο κεφάλι των νεονύμφων τα στέφανα, έπεκαμάρωνε την νύφεν, δηλ. αφαιρούσε τον πέπλο της· αργότερα ο παπάς δεν έπαιρνε μέρος και τη νύφεν έπεκαμάρωνεν ο σύντεκνον μετά το θύμιγμαν, οπότε κάθε συγγενής του γαμπρού χόρευε με τη νύφη, και κάθε συγγενής της νύφης με τον γαμπρόν, όπως και στο λογόπαρμαν.
Προς τα ξημερώματα οι χαζνιαπιάρ αφού έπαιρναν μερικές κότες ή πετεινούς, έφευγαν και οι γεροντότεροι, έμεναν όμως οι νεώτεροι που συνέχιζαν και ως το βράδυ, οπότε διαλύονταν έμενε μόνο η παρανύφ'σα που περίμενε να έρθει το σαντούχ (κάσα) με την προίκα, τα τσεΐζια. Μπροστά σε μερικούς και προπάντων μερικές συγγενείς του γαμπρού άνοιγε το σαντούχ και έβγαζε τα δώρα που προορίζονταν για τον καθένα (πεθερικά και κουμπάρο).
Εκείνη πού έφερνε το σαντούχ έπαιρνε δώρο ένα μετζίτι 1/5 της λίρας).
Το βράδυ της Δευτέρας η παρανύφ'σα αφού φρόντιζε για το κρεβάτι της νύφης και της έδιδε τις τελευταίες συμβουλές έφευγε. Εκείνη την εβδομάδα δεν επιτρεπόταν στους νεόνυμφους να βγαίνουν έξω τη νύχτα για σωματική ανάγκη, ούτε να χύνουν έξω νερό, ούτε να ομιλούν μ' εκείνους που τους φώναζαν απ' έξω, ούτε και ν' ανοίγουν την πόρτα και να βάλουν μέσα κανένα, διότι επατείουσαν .
Μετά μια ή δυο μέρες η νύφη έπλυνε τα πόδια του πεθερού τα οποία και φιλούσε!
Επίσης της πεθεράς και ηλικιωμένου ανδραδέλφου ή άνδραδέλφης, και χάριζε στον καθένα και το δώρο του (υποκάμισο, σαλβάρι, ορτάρια, κάλτσες), εκείνοι δε την αντάμοιβαν με ένα ρούβλι ως ένα μετζίτι. Από κει και πέρα έπλυνε τα πόδια μόνο του πεθερού.
Ήταν όμως υποχρεωμένη να στέκεται ολόρθη στο δωμάτιο πού κάθονταν όλοι, με τα χέρια σταυρωμένα και χωρίς μιλιά, ωσότου να κοιμηθούν όλοι.
Πόσες φορές η καημένη νύσταζε και έγερνε να πέσει, διότι οι γέροι, που συνήθως υποφέρουν από αϋπνία , εμεσανυχτίουσαν (κάθονταν ως τα μεσάνυχτα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου