Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Το τσαντάϊ της Σαντάς

Στη φορεσιά θα πρέπει να κατατάξουμε και τα περίφημα «τσαντάγια», ταγάρια της Σαντάς.
Στα παλαιότερα χρόνια τα «τσαντάγια» ήσαν «κασικένα» δηλαδή από «κασίκια». Τα «Κασίκια» ήσαν λουρίδες υφασμένες με ειδικό εργαλείο «τα τσαπάρα» σε χτυπητά χρωματα και με διαφορα γεωμετρικα σχεδια.
Έραβαν τις λουριδες αυτές την μια διπλα στην άλλη και όταν εφταναν στο φάρδος που χρειαζονταν, εραβαν το «τσαντάι».
Τα «τσαντάγια» αυτά τα λεγανε και «τσαπαρένα». Ήσαν πολύ όμορφα, αλλα γύρω στα 1900 είχαν αρχίσει να είναι λιγοστα. Ισως επειδή είχαν πολύ κόπο, τα εγκατέλειψαν και έφτιαχναν «τσαντάγια» με υφαντό του αργαλειού.
Διατήρησαν όμως τις ρίγες με τα χτυπητά χρώματα και μονό το λουρί που είχε το ταγάρι για να κρεμούν στον ωμό ήταν από «κασίκια». Τα εραβαν με πολλή τέχνη , τα κρεμούσαν χάντρες και φουντίτσες και άφησαν εποχή για την ομορφιά και την κομψότητα τους.
Ήσαν περιζήτητα στα γύρω χωριά και κυρίως στις αγορές της Γεμουράς και των Σουρμένων.
Στην μια άκρη ήταν ραμμένο το «κασικένιο» λουρί και στην άλλη είχε μια θηλιά, όπου έμπαινε το λουρί και το κοντομάκραιναν όποτε ήθελαν.
Το «τσαντάι» ήταν απαραίτητο εξάρτημα γυναικών και ανδρών στη Σαντά. Το κρατούσαν στα χωράφια, στο βουνό, στα ταξίδια, μακρινά και κοντινά. Έβαζαν μέσα το ψωμί τους και ότι άλλο του χρειαζονταν. Τοσο συχνή ήταν η χρήση από τους Σανταίους, ώστε έγινε και ανέκδοτο:
Κάποτε ο Χρήστος Απτάλ’ από το χωριό Πινατάντων βρέθηκε στην παραλία της Τραπεζούντας και παρακολουθούσε πως βγάζανε τα «χαψία»,γαύροι.
Εκείνη την ώρα πέρασε κάποιος από ένα ξένο χωριό και τον ρώτησε:
«Πατριώτη, από πού είσαι;»
-Από την Σαντά ειπε ο Χρήστος.
«Και πως σε λένε;»
-Χρήστο, ειπε ο Σανταίος.
Ο χωρικός τον κοίταξε καλα-καλα, από την κορυφή ως τα νύχια και ειπε:
«Βρε πατριώτη! Σιτοφόρε (Χριστόφορε) δεν σε λένε, τσαρούχια δε φοράς, ταγάρι στον ώμο δεν κρατάς, τι σόι Σανταίος είσαι;»
Του έλειπαν δηλαδή τα κύρια χαρακτηριστικά των Σανταιων:
Τα τσαρούχια, το πολύ συνηθισμένο όνομα Σιτοφόρος και κυρίως το «τσαντάϊ».
Τελειώνοντας θα αναφερθώ σε μια ιστορία για το «κουλαπταλίν την τσόχαν», γιατί έχω κάποιον συναισθηματικό δεσμό μ’ αυτήν.
Όταν έγινε η ανταλλαγή, ο πατέρας μου με την οικογένεια του, δεν ήλθαν από την Τουρκία, αλλα από το Βατούμ της Ρωσίας, όπου είχε καταφύγει από το 1917.
Ετσι είχαν την δυνατότητα να φέρουν μαζί τους και το νοικοκυριό τους. Ανάμεσα σ’όλα ήταν και το «κουλαπταλίν η τσόχα» της μάνας μου. Ερχόμενοι στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν στη Νέα Σαντα του Κιλκίς.
Ύστερα από μερικά χρόνια η μανά μου έμεινε έγκυος και επειδή είχε μεγάλα παιδιά , ηδη η αδελφή μου η μεγάλη ήταν αρραβωνιασμένη, ντρεπόταν και για να κρύψει την κοιλιά της, φορούσε την τσόχα της που ήταν φαρδιά , με μια ποδιά από πανω.
Ετσι όταν γεννήθηκα, όλοι στο χωριό έμειναν άναυδοι. Και μάλιστα έλεγε η μάνα μου, ότι όλο το χωριό ήλθε στα «παραμόνια» για να την πειράξουν και να γελάσουν.
Την τσόχα εξακολουθούσε να την φοράει και τη θυμάμαι και εγω.
Μια γειτόνισσα μας η Μαρίκα η Γιαλαμά ήταν τότε μικρή και μου έλεγε τις προάλλες που πήγα στο χωριό και αναφερθήκαμε στα παλιά:
«Πόπη, εγω εθυμούμαι τη μάμα σ’ όνταν εφορ’νεν την τσόχαν άτ’ς . Μικρέσσα έμ’ και τα «κουλαπτάνα» εγυάλιζαν κι εγώ έστεκα κι ετέρν’άτεν»
Αργότερα ήρθαν δύσκολοι καιροί για την οικογένεια μας και τότε η μάνα μου έδωσε την τσόχα στην μοδίστρα την Ποινίκα του Ευριπίδη και μου έκανε παλτό. Το φορούσα σχεδόν όλα τα χρόνια της κατοχής και δεν έλεγε να παλιώσει.
Ετσι η τσόχα που με προστάτεψε στην κοιλιά της μάνας μου, με προστάτεψε και από το κρύο στα δύσκολα χρόνια του πόλεμου.
Μονο από το παρατσούκλι δεν μπόρεσε να με προστατέψει. Όλοι με λέγανε:
“Τη γραίας το κορίτσ’” κι εγω καθόμουν και έκλαιγα.
Και πόσο γρια ήταν η καημένη η μανούλα μου; Μόλις σαράντα ένα χρόνων!

Από το βιβλίο της Πόπης Τσακμακίδου-Κωτίδου
                                              «Οι γυναίκες της Σαντάς του Πόντου»
 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah