Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Η ΚΑΛΗ ΕΚΕΙΝΗ ΕΠΟΧΗ


Ο Τούρκος δικαστής ήταν πολύ σοβαρός. Μόνος επάνω στην έδρα του, με το φέσι στο κεφάλι κι ένα σαρίκι γύρω γύρω, κοίταζε τα χαρτιά του, φυσομανούσε κι έξυνε πότε πότε στοχαστικά την χοντρή κόκκινη μύτη του. Δεν ήταν αστεία η υπόθεση που είχε να δικάσει. Επρόκειτο για εσχάτη προδοσία.
—Βάι γκιαούρ ογλού γκιαούρ! έλεγε κάθε τόσο και τα μάτια του άστραφταν από εθνική οργή και αγανάκτηση.
Δεν εννοούσαν, βλέπετε, να ησυχάσουν αυτοί οι άπιστοι γκιαούρηδες, που όλο και βρίσκαν τρόπους σατανικούς, όλο και βρίσκαν μέσα για να υπονομεύσουν την εθνική ασφάλεια και την ακεραιότητα του μεγαλόψυχου τουρκικού μιλετιού, που τους επέτρεπε να κρατούν ακόμα τα κεφάλια τους επάνω στα κορμιά τους! Όλο συνωμοσίες, όλο προδοσίες, όλο μυστικές συνεννοήσεις με κείνο το άτιμο το κράτος των Ελλήνων, το ασπροθαλασσίτικο Γιουνανιστάν, που είθε ο μεγάλος Αλλάχ και ο προφήτης αυτού Μωάμεθ να εξολοθρεύανε από το πρόσωπο της γης!
Τι ήταν αυτό που αποτόλμησαν πάλι μπροστά στα μάτια μας και κάτω από τη μύτη μας; Ιστέ, ογλούμ, ήταν στ' αλήθεια κάτι τόσο φοβερό που να τ' ακούς και να σου φεύγη το φέσι μαζί με το καφάσι! Οργανώσανε κι επρόκειτο να δώσουν μια θεατρική παράσταση για να μαζέψουν γρόσια και να τα στείλουν εκεί κάτω στην Ελλάδα, όπου θα γινόντουσαν —τα ωραία και τίμια γροσάκια μας— κανόνια και ντουφέκια στα χέρια των άτιμων Γιουνάνηδων, που θα χτυπούσαν την Τουρκιά.
—Βάι, βάι, γκιαούρ ογλού γκιαούρ!
Το αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς —το «καρακόλι»— είχε ενημερώσει την κεντρική Δικαιοσύνη με τ' άγρυπνα σαΐνια του για την μεγάλη προδοσία που ετοιμαζόταν και ο αρμόδιος αστυνομικός πράκτορας έδινε τις τελευταίες κατατοπιστικές πληροφορίες του στον δικαστή:
—Είχαν τυπώσει και εισιτήρια, εφέντη μου, για να μαζέψουνε τα γρόσια.
—Και τι νομίζεις εσύ, ότι θα τα κάνανε αυτά τα γρόσια;
—Δεν συζητείται, εφέντη μου, θα τα στέλναν στην Ελλάδα για να φτιάξουν έναν καινούργιο «Αβέρωφ»!
Από  την  εποχή  της  ναυμαχίας  της  Έλλης  —των  Βαλκανικών  πολέμων—  το  θωρηκτό
«Αβέρωφ» συγκέντρωνε όλο το μίσος και τον φανατισμό των Τούρκων, ώστε και τ' όνομά του μόνο να φέρνει αλλεργία στον κάθε τίμιο Οθωμανό. Έσφιξε, λοιπόν, τις γροθιές του ο δικαστής, έτριξε τα δόντια του, κιτρίνισε κι ύστερα από λίγο συνέχισε τις ερωτήσεις του:
—Και που θα δινόταν αυτή η παράσταση;
—Εκεί στα φράγκικα, εφέντη μου.
—Υπάρχει θέατρο εκεί;
—Όχι, εφέντη μου, δεν υπάρχει.
—Μέσα σε σπίτι θα γινόταν;
—Όχι, εφέντη μου, δεν θα γινότανε σε σπίτι.
—Αλλά που θα δίναν αυτή την παράσταση, κιοπόγλου κιοπεκλέρ;
«Κιοπόγλου κιοπέκ» —μια από τις πιο κοινόχρηστες κι αγαπημένες φράσεις των Τούρκων— σημαίνει «σκύλος υιός του σκύλου» και το «κιοπόγλου κιοπεκλέρ» είναι ο πληθυντικός, δηλαδή «σκύλοι υιοί των σκύλων». Το αστυνομικό όργανο δυσκολεύτηκε λιγάκι να περιγράψει τον χώρο όπου επρόκειτο να τελεσθεί το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, αλλά στο τέλος κατάφερε να δώσει μια εικόνα του τοπίου:
—Εκεί, κοντά στην φράγκικη εκκλησία, εφέντη μου, στον δρόμο με τα σκαλάκια που πάει προς τον γιαλό, υπάρχουν κάτι χαλάσματα από παλιά πυρκαϊά, χορταριασμένα. Μέσα σ' αυτά είναι κι ένας μεγάλος χώρος ίσιος, με λίγα δέντρα και γρασίδι, ένα ανοιχτό οικόπεδο, να πούμε, εφέντη μου, όπου και κουβαληθήκανε σκαμνάκια και καρέκλες απ' τα γύρω σπίτια για να κάθωνται οι μουστερήδες που θα πηγαίνανε στο θέατρο.
—Ιστέ, λοιπόν;
—Ιστέ, λοιπόν, στο βάθος αυτού του οικοπέδου κρέμασαν έναν μπερντέ που ανοιγόκλεινε με σκοινιά και πίσω απ' τον μπερντέ θα ήσαν αυτοί οι άτιμοι προδότες που θα παίζαν θέατρο και θα κάναν τα καραγκιοζιλίκια τους για να μαζέψουνε τα γρόσια.
—Βάι, εσόγλου εσεκλέρ!
«Εσόγλου εσέκ» σημαίνει «γάιδαρος υιός γαϊδάρου» και το «εσόγλου εσεκλέρ» είναι ο πληθυντικός, δηλαδή «γάιδαροι υιοί γαϊδάρων» — κι αυτή η έκφραση είναι μια απ' τις πιο αγαπημένες και κοινόχρηστες των Τούρκων που διακρίνονται ιδιαίτερα για την φινέτσα της γλώσσας και των τρόπων.
Το δικαστήριο ενημερώθηκε, η δικογραφία είχε καταρτισθεί, συμπληρωμένη μάλιστα μ' ένα μεγάλο σωρό από γράμματα που κατασχέθηκαν στο σπίτι ενός απ' τους εγκληματίες. Τα γράμματα αυτά, γραμμένα όλα ελληνικά, δεν είχαν διαβαστεί ακόμα, αλλά όταν θα διαβαζόντουσαν θ' αποκαλύπτανε σίγουρα τις μυστικές συνεννοήσεις των γκιαούρηδων της Τραπεζούντας με τους γκιαούρηδες της Ελλάδας. Δεν χρειαζόντουσαν περισσότερα, καιρός ήταν ν' αρχίσει η δίκη —ο δικαστής κοίταξε τα χαρτιά του άλλη μια φορά και φώναξε το πρώτο όνομα:
—Ντιμίτρι Πσατάς!
Από το πλαϊνό γραφείο, όπου περίμεναν οι κατηγορούμενοι, βγήκε ο πρώτος εγκληματίας. Ήταν ένα  παιδί μόλις δεκατεσσάρων χρόνων, με  κουρεμένο κεφάλι κι  ένα  σακκάκι με κουμπιά κουμπωμένα μέχρι τον λαιμό, που προχώρησε δειλά, διστακτικά προς τον Τούρκο δικαστή. Εκείνος σήκωσε τα μάτια και το κοίταξε απορημένος:
—Σένσουν, μπε;
«Εσύ είσαι, μωρέ;».
—Ντιμίτρι Πσατάς;
Επανάλαβε ξανά τονίζοντας το όνομα μήπως τυχόν και είχε γίνει κανένα λάθος. Ο διερμηνέας, όμως, διαβεβαίωσε, ότι δεν είχε γίνει λάθος κι ότι αυτός ο Ντιμίτριος Ψαθάς ήταν ένας απ' τους κυριότερους οργανωτές της θεατρικής παράστασης που επρόκειτο ν' αποδώση τα προδοτικά χρήματα στην άτιμη Ελλάδα. Ξεροκατάπιε ο δικαστής, κοίταξε τον αστείο εκείνον κατηγορούμενο από πάνω ως κάτω —ήταν φανερό ότι δεν του γέμιζε το μάτι. 
Άλλωστε, ο κατηγορούμενος δεν ανήκε καν στην κατηγορία των ζωηρών παιδιών που δείχνουν  από  την  εξωτερική εμφάνισή τους,  ότι  είναι  ικανά  για  όλα.  Ήταν  μαζεμένος, χλωμός,  με  τα  χέρια  σταυρωμένα  εμπρός  και  τα  μάτια  απορημένα  και  φοβισμένα. Ξερόβηξε δυσαρεστημένος ο δικαστής, κατάλαβε ότι θα επρόκειτο μάλλον για παιδί που χρησιμοποιούσαν οι μεγάλοι για θελήματα στο σατανικό έργο που ανέλαβαν και φώναξε το δεύτερο όνομα:
—Χαράλαμπος Καλλιφατίδης.
Η πόρτα του πλαϊνού γραφείου άνοιξε πάλι κι ο ζαπτιές —ο αστυνομικός— έσουρε μέσα και οδήγησε προς τον δικαστή ένα δεύτερο παιδί ακόμα μικρότερο από το πρώτο. Νέα έκπληξη:
—Σένσουν, μπε;
«Εσύ είσαι μωρέ;». Ο δεύτερος κατηγορούμενος ντυμένος με τον ίδιο τρόπο και με το ίδιο φοβισμένο ύφος του πρώτου, έκανε καταφατικό νόημα, ενώ ο διερμηνέας διαβεβαίωνε ότι... έβετ εφέντη μ', μάλιστα, αυτός ήταν ο δεύτερος κατηγορούμενος. Φυσικά, ούτε κι αυτός γέμισε το μάτι του δικαστή, που αρκετά νευριασμένος φώναξε τρίτο όνομα:
—Μερόπη Καλλιφατίδη!...
Για τρίτη φορά άνοιξε η πόρτα και πρόβαλε τώρα μια μικρή κοπελίτσα, μελαχρινή, προχώρησε, ζωηρούλα και πεταχτούλα, προς την έδρα, χωρίς καμιά συναίσθηση της σοβαρότητας της φοβερής εκείνης στιγμής, χαμογελώντας μάλιστα στους γύρω. Περισσότερο νευριασμένος τώρα ο Τούρκος δικαστής, είπε πάλι:
—Σένσουν μπε;
Και προσθέτοντας απογοητευμένος ένα «Αλλάχ, Αλλάχ», φώναξε κι άλλο όνομα:
—Γκεόργκης Στεφανίντης.
Ένας ζωηρός πιτσιρίκος ξεπετάχτηκε από την πόρτα και προχώρησε κι αυτός θαρραλέα προς τον δικαστή — φρύδια σμιχτά, μάτια γελαστά και διεισδυτικά, κανένας φόβος ούτε υποψία για την κρεμάλα που είχε ετοιμάσει μέσα στην φαντασία του ο Τούρκος δικαστής για τους εγκληματίες υπονομευτές της ασφαλείας και της ακεραιότητας του Τουρκικού κράτους.
—Σένσουν μπε;
Και αγανακτημένος τώρα πια  με  τα  καλά του, φώναξε πεντέξι ονόματα ακόμα για  να παρουσιαστούν, επίσης, άλλα κοριτσάκια και πιτσιρίκοι και να προσθέσουν νέα απογοήτευση στο ήδη ξεχειλισμένο ποτήρι της απογοήτευσης του Τούρκου δικαστή.
Ήταν  φανερό,  ότι  το  πράγμα  δεν  πήγαινε  καλά  —ενώ  είχε  αρχίσει  τόσο  ωραία  και σοβαρά— ατμόσφαιρα αμηχανίας και φαιδρότητας άρχισε να σχηματίζεται στο δικαστήριο. Δεν ήταν, όμως, δυνατόν. Έπρεπε να γίνει η δίκη κι ο δικαστής δείχνοντας το εδώλιο, διέταξε:
—Καθίστε εκεί!...
Και τότε έγινε κάτι ακόμα πιο αστείο. Το εδώλιο όπου μας υποδείχθηκε να καθίσουμε ήταν ένα μακρύ σανίδι, τόσο όμως ψηλό, που όταν στρωθήκαμε επάνω και στριμωχθήκαμε για να χωρέσουμε —τσούρμο οι κατηγορούμενοι— τα πόδια μας δεν φτάνανε στο πάτωμα και μερικοί, μάλιστα, τα κουνούσαμε ανέμελα και τα παίζαμε, με πλήρη ανυποψία για την σοβαρότητα της στιγμής και για το πιθανότατα τραγικό αποτέλεσμα της δίκης.
Αλλά πώς ήταν και βρεθήκαμε κατηγορούμενοι σ' εκείνο το δικαστήριο; Η αναπάντεχη τούτη περιπέτεια ήταν συνέπεια μιας έντονης θεατρικής δραστηριότητας που είχα αναπτύξει εκείνο τον καιρό —θα ήμουν τότε στην εβδόμη τάξη του δημοτικού σχολειού— μαζί με τ' άλλα τα παιδιά της συντροφιάς μας. Πώς, όμως, κι από που —αναρωτιέμαι κι εγώ ο ίδιος— μου ήρθε η ιδέα να κάνω θέατρο;
 Στην Τραπεζούντα υπήρχε, βέβαια, ένα ωραίο κτίριο θεάτρου, αλλά δεν το πρόλαβα ποτέ μου σε λειτουργία — απ' τον καιρό που το θυμόμουν, μάλιστα, ήταν πάντα κλειστό κι άκουγα μονάχα να λένε ότι στα παλιότερα χρόνια ερχόντουσαν θίασοι απ' την Αθήνα και παίζαν εκεί μέσα ωραία δράματα και κωμωδίες. 
Θυμάμαι, επίσης, ένα περίεργο αίσθημα λύπης που μ' έπιανε όταν περνούσα έξω απ' την κλεισμένη πόρτα του κι έβαζα στο μυαλό μου τον καιρό που λειτουργούσε, σαν μια εποχή ονείρου που έσβησε και πάει και που δεν είχα, αλλοίμονο, την τύχη να την ζήσω.
Περίεργη, αλήθεια, είναι η μοίρα του ανθρώπου! Χωρίς κανένα προηγούμενο, χωρίς καμιά παράδοση ή έστω ατμόσφαιρα θεατρική, νάτο που είχα φτιάξει ένα θίασο που είχε κι όλας δώσει μια παράσταση κωμωδίας, σαν ένα παιχνίδι μεταξύ μας, όπου, όμως, τρέξαν και οι μεγάλοι και γέλασαν και χειροκρότησαν — τέτοια επιτυχία είχε!
Η κωμωδία, ιδιαίτερα, θα πρέπει ν' ασκούσε επάνω μου μια ιδιαίτερη επίδραση, αλλιώς δεν εξηγείται πώς μου άρεσε να διαβάζω μ' ευχαρίστηση όποιο βιβλίο με κωμωδίες έπεφτε στα χέρια μου.
 Τι έργα είχα διαβάσει δεν θυμάμαι, όμως μένουν ζωηρά στην μνήμη μου όχι μονάχα οι σκηνές αλλά και λόγια ακόμα από μια φάρσα που ήταν γραμμένη σε ποντιακή γλώσσα —«Ο χοτλάξ»— και που μου άρεσε τόσο, ώστε ανάλαβα να... την διδάξω μαζί με την παρέα μου.
«Χοτλάξ» στα ποντιακά σημαίνει βρυκόλακας και το πρόσωπο που έπαιζα ήταν ο πρωταγωνιστής του έργου, ένας αγράμματος χωριάτης που φοβόταν τους βρυκόλακες και σε μια σκηνή της κωμωδίας έπαιρνε τα μέτρα του:
—Ας καπατεύω, είπα, αούτα τα τρυπία γιατί λέγνε πως ο χοτλάξ πάζκερεν γίνεται και αέρας κι εμπέν ούμπιαν θέλ'!
«Ας κλείσω, δηλαδή, αυτές τις τρύπες γιατί λένε, ότι ο βρυκόλακας καμιά φορά γίνεται και αέρας και μπαίνει απ' όπου θέλει».
Εφοδιασμένος με τα σχετικά μουστάκια και ντυμένος μ' ένα μακρύ νυχτικό, θα πρέπει να ήμουν ό,τι αξιοθρήνητο μπορούσε κανείς να φανταστεί —στην πρόχειρη ισόπεδη σκηνούλα που στήσαμε επάνω στο οικόπεδο με το γρασίδι— γι' αυτό και ήσαν ανεξάντλητα τα γέλια του κοινού και θριαμβευτική η επιτυχία. Όχι μονάχα του πρωταγωνιστή, μάλιστα, αλλά και όλου του θιάσου, που είχε το ίδιο χάλι και χειρότερο.
Μετά, όμως, τα θερμά χειροκροτήματα και τα συγχαρητήρια των συγγενών και φίλων, τα πράματα σοβάρεψαν, κι όλος μαζί ο θίασος —αγόρια και κορίτσια— νομίσαμε ότι έφτασε πια η στιγμή να παίξουμε... αρχαία τραγωδία, για την οποίαν κρίναμε απόλυτα ώριμους τους εαυτούς μας. 
Μερικές δυσκολίες —ελάχιστες βέβαια— που παρουσίαζε η φιλοδοξία μας, ανάλαβε να τις βολέψει ο Θόδωρος Μοιρόπουλος, που μετά την ανακωχή είχε γυρίσει πάλι πίσω στην Τραπεζούντα. Νεαρός τότε, κι εκείνος, αλλά τουλάχιστο κατά 1012 χρόνια μεγαλύτερός μας, είχε ανάμεσα στ' άλλα ενδιαφέροντά του και σκηνοθετικές φιλοδοξίες και μας βοήθησε στο ανέβασμα —ούτε πολύ ούτε λίγο— της τραγωδίας «Ιφιγένεια εν Ταύροις»!
Δεν επρόκειτο για καμιά απ' τις γνωστές μεταφράσεις του Ευριπίδη, αλλά για μια φοβερή, καθαρευουσιάνικη μετάφραση του έργου, απ' το οποίον, μάλιστα, αποφασίσαμε να παίξουμε μια μοναχά σκηνή —την πιο δυνατή— την αναγνώριση της Ιφιγένειας και του Ορέστη. Για την διανομή δεν δυσκολευτήκαμε καθόλου —ευκολότατα βολεύτηκαν όλων μας οι φιλοδοξίες— και στο χειρόγραφο πρόγραμμά μας φιγούραραν με κεφαλαία γράμματα τα ονόματά μας:
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ: Μερόπη Καλλιφατίδου. ΟΡΕΣΤΗΣ: Δημήτριος Ψαθάς. ΠΥΛΑΔΗΣ: Γεώργιος Στεφανίδης. ΣΚΥΘΗΣ: Χαράλαμπος Καλλιφατίδης.
Υπήρχαν κι άλλα πρόσωπα, που μπορεί να μην είχε προβλέψει ο Ευριπίδης, αλλά με μια...
βελτίωση  του  κειμένου  φροντίσαμε  να  τακτοποιήσουμε, ώστε  καμιά  απ'  τις  ευγενικές φιλοδοξίες των ηθοποιών να μη μείνει ανικανοποίητη. 
Ο μόνος που γκρίνιαζε λιγάκι ήταν ο Χαράλαμπος Καλλιφατίδης —σήμερα ανώτερος υπάλληλος στην Ένωση Συντακτών— γιατί ο ρόλος του ήταν πολύ μικρός. Σαν Σκύθης αρχηγός έμπαινε στην σκηνή κι έλεγε μόνο:
—Έφθασε το πλοίον εκ της Ελλάδος!
Το γεγονός ότι η εμφάνισή του ήταν εντυπωσιακή και πομπώδης (αφού είχε τσούρμο ακολουθία από πίσω του) δεν τον ικανοποιούσε αρκετά και απαιτούσε να του βάλουμε κι άλλα λόγια, πολύ περισσότερο γιατί ήταν υποχρεωμένος για μια τόσο μικρή εμφάνιση να πασαλείβεται με καρβουνόσκονη έτσι, ώστε να φαίνεται γνήσιος Σκύθης! 
Δεν θυμάμαι ποιος ανάλαβε κι εδώ να διορθώσει τον... Ευριπίδη, πάντως στο τέλος ο Χάρης έπαψε να γκρινιάζει κι ευχαρίστως δεχόταν —σε κάθε πρόβα— την καρβουνόσκονη κι ύστερα έτρεχε κατ' ευθείαν  εκεί  κοντά  στη  θάλασσα  και  βουτούσε για  ν'  απαλλαγή από  τ'  ολόσωμο εκείνο... καρβουνομακιγιάζ!
Εν τάξει, λοιπόν, όλα. Ρολόι πήγαινε η δουλειά, ρολόι οι προετοιμασίες, ρολόι ακόμα και η εκμάθηση των ρόλων του ταλαίπωρου Ευριπίδη, που του είχαμε αλλάξει τα φώτα καταλλήλως, για να τον φέρουμε στα μέτρα μας. 
Υπήρχε, όμως, και το πρόβλημα των κοστουμιών. Όχι μεγάλες δυσκολίες και σ' αυτό. Τον ρόλο του ενδυματολόγου ανάλαβε ο Μοιρόπουλος και τα υφάσματα μας τα παραχώρησε μ' όλη του την καρδιά ο υφασματέμπορος   πατέρας   του...   Πυλάδη   —Ερμόφιλος   Στεφανίδης—   ένας   σωστός αρχοντάνθρωπος της Τραπεζούντας, που πέθανε τώρα τελευταία στην Θεσσαλονίκη. 
Ειδική μοδίστρα επιστρατεύθηκε για το ράψιμο των αρχαίων κοστουμιών κι ο σκηνοθέτης μας φρόντισε και για την σκηνή, για τον βωμό —ένα μικρό κρασοβάρελο έκανε τη δουλειά μας— για τα σκηνικά και για την αυλαία, ν' ανοίγει και να κλείνει κανονικά.
Δεν  βούηξε,  βέβαια,  η  πόλη  μας  με  το  καταπληκτικό  εκείνο  θεατρικό  γεγονός,  που επρόκειτο να «λάβη χώραν» μέσα στην ερειπωμένη και χορταριασμένη περιοχή των Φράγκικων —καμιά κατσίκα και κανένα προβατάκι συνήθως έβοσκαν εκεί πέρα— αλλά η γειτονιά μας, τουλάχιστο, ήταν στο πόδι. 
Καρέκλες, σκαμνάκια και πολυθρόνες κουβαλήθηκαν απ' τα γύρω σπίτια και είχαν τυπωθεί και εισιτήρια. Τα χρήματα, όπως τ' αποφασίσαμε και το δηλώσαμε σε όλους, θα τα διαθέταμε για φιλανθρωπικό σκοπό.
Ζωηρότατη ήταν η κίνηση την ορισμένη μέρα. Η μικροσκοπική Ιφιγένεια πρόβαρε με χαρά τον κάτασπρο χιτώνα της, εμείς οι άλλοι τις χλαμύδες μας και ο Χάρης κοπανούσε μέσα σ' ένα μπρούτζινο γουδί κάρβουνα για την καρβουνόσκονη, με την οποία θα πασαλειβότανε ο ίδιος και θα πασάλειβε επίσης την ακολουθία του. Το γουδί εκείνο επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί και για κουδούνι ή για γκογκ.
Με πολλές ελπίδες άρχισε νάρχεται και το κοινό, όταν ξαφνικά ανησυχία και σούσουρο ακούσθηκε:
—Ζαπτιέδες!
Κι ως που να καταλάβουμε αν ήταν αληθινή ή όχι η πληροφορία, νάτο που είδαμε μπροστά μας αγριεμένους τους Τούρκους αστυνομικούς.
—Τι κάνετε εσείς εδώ, κιοπόγλου κιοπεκλέρ; Γρήγορα βάλτε τα ρούχα σας, συλλαμβάνεσθε όλοι! Άιντε, τσαμπούκ, γκιαούρ ογλού γκιαούρ!
«Τσαμπούκ» θα πει γρήγορα, αλλά και να θέλαμε ν' αργοπορήσουμε δεν είχαν, φυσικά, καμιά διάθεση να μας το επιτρέψουν οι αγριεμένοι ζαπτιέδες. Απορημένοι όλοι γι' αυτή την ανεξήγητη επέμβαση των αστυνομικών σ' ένα τέτοιο καλλιτεχνικό γεγονός που θάπρεπε, βέβαια, ν' αποτελεί τιμή για την πόλη —κατά την κρίση μας— αρχίσαμε να πετάμε τις χλαμύδες και τους χιτώνες και να ξαναφορούμε τα κανονικά μας ρούχα.
—Ελάτε όλοι!
—Που;
—Στο καρακόλι!
Χωρίς  πολλές  διατυπώσεις  μας  τράβηξαν  —όλους  μαζί  τους  ευγενείς  ερμηνευτές  του
Ευριπίδη— στην Αστυνομία και από κει βρεθήκαμε, ...ντουγρού, μπροστά στον δικαστή.
Μπορεί να ήταν ένας φανατικός Οθωμανός ο δικαστής μας, όμως φαίνεται ότι είχε και μυαλό  —κουτός  δεν  ήταν—  αλλά  επί  πλέον  δικαστική  συνείδηση  και  καλοσύνη.  
Μας κοίταξε και μας ξανακοίταξε καθώς καθόμαστε στριμωγμένοι σ' εκείνο το μακρύ εδώλιο και κουνούσαμε τα πόδια μας κι η αγανάκτησή του, όπως αποδείχτηκε, δεν ήταν για μας. Το μόνο ύποπτο στοιχείο που έμενε ήσαν εκείνα τα γράμματα που κατασχέθηκαν στο σπίτι ενός απ' τους κατηγορουμένους και ζήτησε μεταφραστή. Ήλθε και ο μεταφραστής, άνοιξε το πρώτο γράμμα και διάβασε.
—Τι λέει;
—Λέει, για φασόλια και για φουντούκια.
—Διάβασε άλλο.
Διάβασε κι άλλο ο μεταφραστής.
—Τι λέει;
—Λέει, για μια θεία Παλάσα που είναι άρρωστη στο χωριό Χολομάνα και θα πρέπει να κατεβεί στην Τραπεζούντα για να κάνει εγχείρηση.
—Διάβασε άλλο.
Διάβασε κι άλλο ο μεταφραστής.
—Τι λέει;
—Λέει, ότι η νύφη τους η Βαρβάρα γέννησε ένα ωραίο κοριτσάκι, αλλά ο πατέρας του είναι πεθαμένος απ' το κακό του επειδή ήθελε αγόρι.
Για μια φορά ακόμα θύμωσε ο δικαστής και είπε:
—Μπρακ!

Με μια νευρική κίνηση μάζεψε τον σωρό τα γράμματα, τα τύλιξε στην εφημερίδα, τα έδεσε με τον σπάγκο τους κι ύστερα απευθύνθηκε στον δικηγόρο.
—Λέγε!
Ο Τούρκος δικηγόρος, που φρόντισαν ανήσυχοι να μας προμηθεύσουν οι μεγάλοι, προχώρησε ένα βήμα μπροστά, έσιαξε το φέσι στο κεφάλι του, ύστερα γύρισε σ' εμάς τους κατηγορούμενους, μας έδειξε και είπε:
—Σοφότατε δικαστά, δεν πρόκειται να απασχολήσω τις πολύτιμες ώρες σας με αγορεύσεις. Το έγκλημα για το οποίον κατηγορούνται αυτά τα παιδάκια είναι, βέβαια, πολύ σοβαρό, αλλά η κατηγορία δεν είναι σοβαρή. Χιτς, τίποτα, εφέντη δικαστή, δεν πρόκειται να πω.
 Θα σας παρακαλέσω μόνο με όλη την ευλάβεια που προκαλεί η ευγενής σας φυσιογνωμία, να καταδεχθείτε να ρίξετε μια ματιά σ' αυτά τα παιδάκια και να δείτε απλώς και μόνο πώς κουνάνε τα πόδια τους, που δεν φτάνουν ούτε καν στο πάτωμα να το πατήσουν. 
Από αυτό και μόνο θα καταλάβετε, με την σοφία που σας διακρίνει, ευγενέστατε και φιλάνθρωπε δικαστά, ότι τα παιδάκια αυτά ούτε διανοούνται καν, ότι είναι δυνατόν να έχουν κάνει ένα έγκλημα για το οποίον οι σοφοί μας νόμοι προβλέπουν την κρεμάλα. Τίποτε άλλο δεν έχω να πω, σοφώτατε δικαστά. Αφήνω την απόφαση στην κρίση σας.
Και η απόφαση ήταν:
—Άιντε γκίτινιζ!...
«Άντε πηγαίνετε». Κι επειδή εμείς δεν καταλάβαμε ότι τέλειωσε η δίκη, χαμογέλασε ο δικαστής και πρόσθεσε:
—Άιντε, άιντε να παίξετε!
Έτσι φύγαμε απ' το δικαστήριο και πήγαμε να παίξουμε — αθώοι οι κατηγορούμενοι... της εσχάτης προδοσίας!
Ανάστατη η μητέρα μου κάτω στο γιαλό, κοίταζε την ταραγμένη θάλασσα —καθώς σκοτείνιαζε— κι επειδή τίποτα δεν έβλεπε, την έπιανε απελπισία:
—Παναγία μου, το παιδίν!...
Ανάστατοι κι από το σπίτι του Γιώργου, κοίταζαν τα κύματα και μη βλέποντας πουθενά κανένα παρήγορο σημάδι, αγωνιούσαν:
—Θεέ μου, πούντους; Τι γίνηκαν;
Το ίδιο κι από το σπίτι του Χάρη, μαζί με άλλους γείτονες, είχαν καρφωθεί εκεί στην παραλία που όλο και αγρίευε καθώς νύχτωνε.
—Πούντους;
—Τι γίνηκαν;
—Που χάθηκαν;
Κι όσο περνούσε η ώρα, τόσο μεγάλωνε η αγωνία κι είχαν μαζευτεί κι άλλοι φίλοι και γνωστοί μας και δεν ξέραν τι να κάνουν, πώς να ψάξουν. Ο ήλιος ήταν ψηλά ακόμα όταν πέσαμε στη θάλασσα κι όπως πάντα ξανοιχτήκαμε, αλλά ενώ τις άλλες φορές γυρνούσαμε νωρίς —ύστερα από καμιά ωρούλα— σήμερα είχε δύσει κι όλας ο ήλιος, άναψαν βυσσινιές φωτιές στα σύννεφα, εκεί στο ακρωτήρι —προς τα Πλάτανα— σβήσανε οι φωτιές, μαυρίσανε τα σύννεφα, σκοτείνιαζε το πέλαγος, δυνάμωνε ο αέρας, αφρίζανε τα κύματα... κι εμείς πουθενά.
 Είμαστε η ίδια πάντα παρέα, ο Γιώργος Στεφανίδης, ο Χάρης Καλλιφατίδης, ο  Γιώργος ο  Καλλίνικος κι  εγώ, κολυμβητές γενναίοι και ατρόμητοι που αψηφούσαμε και κίνδυνο και κούραση!
Ευλογημένη ηλικία! Σήμερα καθώς κολυμπώ στην Βουλιαγμένη, πέντε ή δέκα μέτρα από την παραλία, μια μαρίδα και μόνο να μ' αγγίξει, ανατριχιάζω σαν να ήρθα σ' επαφή με καρχαρία κι επιστρατεύω τις δυνάμεις μου για να σωθώ. Σε ηλικία 14 χρονών μπορούσα να ξανοιχτώ με την παρέα μου σε τόσο βάθος που δεν φαινόταν πια ο γιαλός μας παρά μονάχα  τα  υψώματα  της  πόλης.  Και  σε  ποια  θάλασσα;  Σε  κείνην,  ακριβώς,  που  την τρόμαξαν από αρχαιοτάτων χρόνων ακόμα και οι ποντοπόροι πρόγονοί μας και την βάφτισαν εύξεινη —αυτήν την τόσο άξενη— για να την καλοπιάσουν και να μη θυμώνει τους άγριους θυμούς της.
Πόσο την αγαπούσα εκείνη την θάλασσα! Ώρες ώρες ήταν τόσο γαλανή και τόσο ήσυχη, που έλεγες  πώς είναι η πιο αθώα και η πιο καλοσυνάτη θάλασσα του κόσμου, η πιο όμορφη, προ πάντων όταν την χρύσωνε τα πρωινά ο ήλιος ή την κοκκίνιζε τα δειλινά. Έτσι ασάλευτη που στεκόταν δεν άκουγες τίποτα, ούτε το πλιφ πλαφ για να πεις, τουλάχιστον, ότι κοιμάται κι ανασαίνει. Μόνο κανένα χελιδονόψαρο πηδούσε που και που έξω απ' τα νερά της και τα τσαλάκωνε ή πιο μακριά κοπάδια δελφινιών σηκώνανε αφρό, καθώς κυλιόντουσαν χαρούμενα μέσα στην γαλανή της απεραντοσύνη.
Άλλοτε, όμως, λες και την έπιανε μανία κι αναταραζόταν, θύμωνε, μαύριζε, ούρλιαζε και σήκωνε βουνά τα κύματά της, που σπάζανε στα βράχια όλο λύσσα —σαν κανονιές— κι όχι μονάχα χιμούσανε και φτάναν μέχρι ψηλά στον δρόμο, αλλά μπορούσαν να σπάσουν και τις πόρτες των σπιτιών μας και να πλημμυρίσουν τις αυλές μας.
Αγαπούσα εκείνη την θάλασσά μας, προ πάντων έτσι άγρια όπως ήταν, κι όχι μονάχα δεν την φοβόμουν —κανένα απ' τα παιδιά δεν την φοβόμαστε— παρά χαιρόμουν να την βλέπω στους θυμούς της κι όσο πιο αγριεμένη ήταν, τόσο με γοήτευε. Άκουγα να λένε, ότι μια χρονιά —χειμώνα— την είχε σπάσει την πόρτα του σπιτιού όπου καθόμαστε και λαχταρούσα:
—Θεέ μου, πότε θα την ξανασπάσει πάλι;
Εκείνη τη χρονιά —λέγαν οι μεγάλοι— ήταν μεγάλο το κακό που είχε γίνει στον γιαλό και οι άνθρωποι ξυπνώντας το πρωί τρόμαξαν και τα χάσαν καθώς είδαν τα νερά ν' αφρίζουν και να σφυρίζουν μέσα στις αυλές τους απειλώντας να ρίξουν τα σπίτια. Ω, τι ωραία που θα ήτανε, αλήθεια!
Αν, όμως, δεν αξιώθηκα να δω την πόρτα μας σπασμένη και την φουρτούνα μέσα στην αυλή μας —τι κρίμα!— είχα, ωστόσο, την χαρά ν' απολαμβάνω άλλα θεριέματα της θάλασσάς μας, έστω και μικρότερα, και ν' ακούω συνεπαρμένος το βουητό της. Πόσες και πόσες νύχτες του χειμώνα δεν με νανούρισε το άγριο ούρλιασμά της και το βροντολόγημα στα βράχια του γιαλού μας.
Δεν αγρίευε, όμως, η θάλασσά μας μόνο το χειμώνα. Μέσα στο ντάλα καλοκαίρι καμιά φορά, την εποχή που κάναμε τα μπάνια μας, άφριζε ξαφνικά και τότε τρέχαμε τα παιδιά με μεγαλύτερη χαρά να κολυμπήσουμε, να παίξουμε, να τρυπάμε με κεφαλιές τα κύματα ή να τα καβαλάμε και να κυλάμε επάνω στους αφρούς. Μας άρπαζαν, βέβαια, συχνά και μας χτυπούσαν με οργή σαν χταποδάκια πάνω στην άμμο, αλλά αυτό δεν πείραζε.
Σε  μέρες  πιο  ήσυχες  ξανοιγόμαστε  βαθιά,  προ  πάντων  όταν  πέρα  μακριά  φερμάραμε κανένα μεγάλο κορμό δέντρου, από κείνους που κατέβαζε το ποτάμι του Ντερμέν ντερέ, σαν τύχαινε καλοκαιριάτικα να φουσκώνει από βροχές και μπόρες. Ήταν μεγάλη η χαρά μας,  όταν  το  πετυχαίναμε  Ένα  τέτοιο  κελεπούρι,  γιατί  το  καβαλούσαμε  και  κάνοντας κουπιά τα χέρια μας, φτάναμε θριαμβευτικά στην παραλία με ύφος ποντοπόρων.
Έναν τέτοιο κορμό, λοιπόν, —θεόρατο— είχαμε πετύχει εκείνο το απόγευμα οι τέσσερις γενναίοι κολυμβητές. Αλλά το κακό ήταν ότι είχε σηκώσει αέρα κι όλο το κυνηγούσαμε κι όλο μας έφευγε. Λαχανιασμένοι απ' το πολύωρο κολύμπι αρχίσαμε ν' ανησυχούμε τούτη τη φορά, γιατί ο ήλιος είχε πέσει κι η θάλασσα σκοτείνιαζε. Βάρκα καμιά τριγύρω, έρημο το πέλαγος. Άλλη ελπίδα, επομένως, δεν έμενε παρά εκείνο το μονόξυλο, μοναδική σανίδα σωτηρίας.
—Κουράγιο!
—Α και το φτάσαμε!
Το φτάσαμε κάποτε πραγματικά —δόξα Σοι ο Θεός που αγαπά τα θαρραλέα κι ανόητα παιδιά! Με πολύ κόπο καταφέραμε ν' ανεβούμε επάνω σαν ναυαγοί κι αρχίσαμε απεγνωσμένο αγώνα για να το κουμαντάρουμε, γιατί δεν ήταν ευκολοκυβέρνητο το άθλιο εκείνο κι ατίθασο μονόξυλο! Πότε ο ένας μας έπεφτε στα κύματα και τόσπρωχνε, ενώ οι άλλοι  κωπηλατούσανε με  τα  χέρια,  πότε  ανέβαινε  εκείνος  και  πέφταμε  δυο  μαζί  και σπρώχναμε για να του δώσουμε την κατάλληλη πορεία.
—Κουράγιο, παιδιά. Λίγο ακόμα... Άντε και ζυγώνουμε.
Ζυγώναμε όμως; Η πόλη φαινόταν κατάφωτη απέναντι, αλλά ο γιαλός μας ήταν θεοσκότεινος —ψυχή δεν βλέπαμε— και μόνο ύστερα από πολλή ώρα αρχίσαμε ν' ακούμε μάκρυνες φωνές που μας τις έφερνε ο αέρας:
—Μίμηηηηη!
—Γιώργοοοοο!
Όταν φτάσαμε στον γιαλό, ψόφιοι στην κούραση, μας υποδέχτηκαν οι δικοί μας, πρώτα με δάκρυα και χαρές κι ύστερα με κατσάδες:
—Ανάθεμά σας παλαλά! Ανάθεμά σας αφορισμένα!
Όμως, εμείς είμαστε περήφανοι, γιατί φέραμε σε αίσιο πέρας ένα τέτοιο κατόρθωμα.
Με τον επίζηλον βαθμόν άριστα και διαγωγή αρίστη είχα τελειώσει και την έβδομη τάξη του Δημοτικού και τώρα ήμουν μαθητής —μεγάλος πια— της πρώτης Γυμνασίου.
 Δεν ήταν δα απλώς ένα πέρασμα απ' το δημοτικό σχολειό στο Γυμνάσιο για όσους μαθαίναμε τα γράμματα στο φημισμένο «Φροντιστήριον Τραπεζούντος». Ήταν ένα βαρυσήμαντο γεγονός για την μαθητική ζωή, ένας σταθμός, μια κρίσιμη καμπή, όπου ο μαθητής ένοιωθε μια γενική αλλαγή της ατμόσφαιρας μαζί μ' ένα γερό ταρακούνημα νεύρων.
Εκεί, στην πρώτη Γυμνασίου, δεν είχαμε πια συντρόφια μας τους καλόβολους συγγραφείς των «Νεοελληνικών Αναγνωσμάτων», τον Παπαδιαμάντη, τον Ξενόπουλο, τον Καρκαβίτσα, τον Ροΐδη, τον Νιρβάνα, ούτε τον Σολωμό, τον Παλαμά και τον Βαλαωρίτη. Στην πρώτη Γυμνασίου μας περίμενε ο Ξενοφών, μας περίμεναν τα βαριά, χοντρά βιβλία με τις στερεότυπες εκδόσεις των αρχαίων κειμένων, μας περίμεναν τα «εις μι και περισπώμενα» και, προ πάντων, μας περίμενε ο καθηγητής Χρυσουλίδης —η δόξα και το φόβητρο του
«Φροντιστηρίου Τραπεζούντος»— που ήταν γνωστός με το παρατσούκλι «ο Σκορπιός».
Ποντιακά τον λέγαμε «ο Χρυσούλτ'ς», ή «ο Σκορπόν».
Ολοζώντανος ακόμα προβάλλει στη θύμισή μου — Θεός σχωρέστον. Ένα πρόσωπο τριγωνικό, χοντροφτιαγμένο, γεμάτο γωνιές, που κατέληγε σ' ένα μυτερό γενάκι. Χρυσά γυαλάκια, μάτια διαπεραστικά, φρύδια χοντρά, χέρια ευκίνητα και χοντρές δραστήριες παλάμες. Τα μαλλιά του ψαρά και αραιά, χτενισμένα προς τα πίσω και λίγο ανορθωμένα πάντα, το μέτωπο πλατύ, δύσκαμπτο μάλλον το κορμί του —μονοκόμματο— αλλά πολύ ευκίνητα τα μάτια, τα χέρια κι οι παλάμες.
Μας δίδασκε αρχαία ελληνικά και κυρίως την Κύρου Ανάβαση, που διάβαζε με μια φωνή μακρόσουρτη και παθιασμένη, τραβώντας τραγουδιστά όλες τις λέξεις με τα δυο σύμφωνα
—Έλληνες—για να  υποδηλώνει την  ορθογραφία, ενώ  κυκλοφορούσε  είτε  μπροστά στην έδρα, είτε ανάμεσα στα θρανία.
—Επεί  δε  οι  στρατηγοί συνειλημμένοι ήσαν  (παύση) και  των  στρατηγών  και  των στρατιωτών οι συνεπισπόμενοι απολώλεσαν (παύση) εν πολλή δη απορία ήσαν οι Έλληνες...
Απότομα σταματούσε και ρωτούσε έναν μαθητή:
—Δη!
Τάχανε ο μαθητής, οπότε άστραφταν τα μάτια του Χρυσουλίδη.
—Κοιμάσαι, βλαξ; Την εξήγηση θέλω. Τι σημαίνει «δη»;
Κι ενώ ο μαθητής ξερόβηχε και προσπαθούσε να βρει την ακριβή εξήγηση της λέξης, την έλεγε εκείνος:
—«Ως ήτο επόμενον», βλαξ! Αυτό σημαίνει το δη! Εις πολλήν δε αμηχανίαν ευρίσκοντο οι Έλληνες...
Και γκαπ!... βαρούσε μια στο κεφάλι με το χοντρό βιβλίο, προσθέτοντας:
—Ως ήτο επόμενον!
Κι ως που να συνέλθει ο μαθητής... γκουπ, βαρούσε άλλη μια:
—Ως ήτο επόμενον... κοιμισμένε, ανόητε, απρόσεκτε, αμελέστατε...
Η πιο πρόχειρη τιμωρία που μας έβαζε ο Χρυσουλίδης, ήταν ν' αντιγράψουμε πέντε ή δέκα φορές «τα εις μι και περισπώμενα» και η χειρότερη οι μπάτσοι του, εκείνη η φοβερή ειδικότητα που είχε να φέρνει την παλάμη κοντά στο πρόσωπο —ποτέ δεν άπλωνε το χέρι του για να πάρει φόρα— κι άξαφνα τσαφ, να καίη το μάγουλό μας και να το τσουρουφλίζει.
Είχα δοκιμάσει πολλές φορές εκείνους τους μπάτσους, παρ' όλον ότι μ' αγαπούσε ο Χρυσουλίδης, ίσως γιατί ήμουν καλός μαθητής, αλλά και ίσως γιατί έψελνα στο Μετόχι, όπου εκκλησιαζόταν κι ο ίδιος τους εσπερινούς του Σαββάτου, κι έψελνε —έξω απ' το στασίδι μας των ψαλτών— μόνο, όμως, ένα τροπάρι:
Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν Σου, έπαρσις των χειρών μου
θυσία εσπερινή.
Τόλεγε κατανυκτικά, με μια φωνή αρκετά παράτονη, βραχνή και με το κεφάλι του που τιναζόταν ελαφρά  προς  τα  πίσω  σε  κάθε  φράση.  Ήταν  —όπως  λέγανε—  ένας  χρυσός άνθρωπος στο βάθος του, σοφότατος φιλόλογος, αλλά άγριος στο μάθημά του, επειδή έτσι πίστευε ότι θα μαθαίναμε γράμματα κι επειδή αυτή κρινόταν η καλύτερη μέθοδος διδασκαλίας στα χρόνια εκείνα.
Αυτός, λοιπόν, ο Χρυσουλίδης —ο «Σκορπόν»— καθώς ζύγωνε το Πάσχα, τώρα, δήλωσε αυστηρά στην τάξη μας:
—Αλλοίμονον εις εκείνον που θα πιάση φουσέκια κατά το Πάσχα. Αλλοίμονον εις εκείνον που θα κατασκευάσει! Για όποιον πληροφορηθώ θα τον αποβάλω οριστικώς εκ του σχολείου.
Εμβρόντητοι είχαμε μείνει όλοι μ' αυτή την απαγόρευση, που δεν μπορούσε να χωρέση στο μυαλό μας! Τι έλεγε ο Σκορπόν; Τρελλάθηκε; Μα ήταν δυνατόν ποτέ, για όνομα του Θεού, να καταλάβουμε Πάσχα χωρίς φουσέκια;
Ίσα    ίσα  που  έπρεπε  να  καεί  το  πελεκούδιΔεν  ήταν  δυνατόν  να  φανταστούμε  ότι μπορούσε να γίνει Ανάσταση χωρίς μπαρούτι, «φουσέκια», τρακατρούκες, κουμπουριές και κάθε  λογής  πυροτεχνήματαπου  να  χαλάνε  τον  κόσμο  —μπαμμπουμ—  άλλα  να σφυρίζουν και να παίζουν σαν δαιμονισμένα μέσ' στα πόδια μας κι άλλα να φεύγουν ψηλά και να σκάζουν βροντολογώντας στα ουράνια.
Αυτό, μάλιστα, δεν ήταν καθόλου μια δουλειά ανεύθυνη στα χέρια του καθενός, αλλά υπεύθυνη κι  οργανωμένη απ'  τους  επιτρόπους των  εκκλησιών,  που  ανάμεσα  στ'  άλλα καθήκοντά τους είχαν και την ευγενή φροντίδα της συγκέντρωσης των πυρομαχικών, που θα χρειαζόντουσαν για να τιμηθή δεόντως η Ανάσταση του Κυρίου. Έτσι απ' την Μεγάλη Βδομάδα κιόλας έβγαζαν έκτακτο δίσκο:
—Δια τα φουσέκια του Πάσχα!∙..
Κι οι πιστοί, ενώ παρακολουθούσαν με κατάνυξη τα Πάθη του Κυρίου, ρίχναν ευλαβώς τα χρήματά  τους  για  να  συγκεντρωθεί  το  ποσόν  που  θα  χρειαζόταν για  το  πασχαλιάτικο μπουμπουνητό. Η κάθε ενορία μάλιστα φιλοδοξούσε να ξεπεράσει την άλλη ή να φανεί αντάξια της παράδοσης κι έτσι στον δίσκο εκείνο «δια τα φουσέκια του Πάσχα» δεν πέφταν πενταροδεκάρες, αλλά χοντρά νομίσματα.
Παράλληλα, ωστόσο, με τον υπεύθυνο κι επίσημο, να πούμε, εφοδιασμό των εκκλησιών, ανάπτυσσε  την  δραστηριότητά της  και  η  ιδιωτική  πρωτοβουλία, της  οποίας  φιλότιμοι παράγοντες ήμαστε κι εμείς τα παιδιά που κάναμε πάντα το κατά δύναμιν για να συγκεντρώσουμε το  απαραίτητο απόθεμα των  φουσεκιών. Ήμαστε καλά  μυημένοι στα μυστικά της πυροτεχνουργικής και κατασκευάζαμε μονάχοι μας τα μέσα για την ενεργό συμμετοχή μας στο μεγάλο πασχαλιάτικο πανηγύρι.
Ολόκληρη την Μεγαλοβδομάδα μας έπιανε ακατάσχετη δραστηριότητα και χρόνο με τον χρόνο γινόμαστε άσσοι στην δουλειά. Όχι πως θα το παινευτώ, αλλά ήμουν κι εγώ ένας πολύ καλός τεχνίτης. Ήξερα, δηλαδή, όχι μόνο ν' αλέθω προσεκτικά το χοντρό μπαρούτι στον μύλο του καφέ, αλλά, αλέθοντας και το κάρβουνο, μπορούσα να φτιάχνω άριστα το πιο κατάλληλο χαρμάνι, ώστε όταν θάναβε το φουσέκι, να φεύγει ωραία, να παίζει, να σφυρίζει κι ύστερα μπαμ να σκάζει δυνατά.
Η απαγόρευση εκείνη, είχε θεωρηθεί τουλάχιστο αστεία από όλους μας, αλλά πολύ περισσότερο από μένα που είχα  κιόλας προμηθευτή εγκαίρως το  μπαρούτι μου —μια οκά!— και περίμενα πώς και πώς τις διακοπές για να «δουλέψω» με την συντροφιά μου.
—Τι είπε ο Σκορπόν;
—Τρελός είναι!
Μόλις, λοιπόν, έκλεισε το σχολειό —Μεγάλη Τρίτη— συγκεντρωθήκαμε η παρέα των πυροτεχνουργών κι απ' την Μεγάλη Τετάρτη πρωί πρωί αρχίσαμε την εργασία στο σπίτι μου. Είχε μπροστά μια στενόμακρη αυλή το σπίτι —με καρφωμένα βοτσαλάκια— κι από πίσω ένα κήπο με μερικά δέντρα και μια μεγάλη συκιά. 
Εκεί κάτω απ' την συκιά καθόμαστε η  συντροφιά και  δουλεύαμε ασταμάτητα, όλη  τη  μέρα.  Είχαμε τα  «καλούπια» μας  — ξυλάκια στρογγυλά με μια λαβή— τυλίγαμε σ' αυτά το χοντρό χαρτί, το στρογγυλεύαμε, ύστερα το κολλούσαμε με τσιρίσι, κατόπιν περνούσαμε την άκρη του από μια θηλιά σπάγγου και στριφογυρίζοντάς το, το «πνίγαμε», για να σχηματισθεί η τρυπίτσα όπου θάμπαινε το φυτίλι.
Είχα  φροντίσει  μόνος  μου  για  το  άλεσμα  του  μπαρουτιού  και  του  κάρβουνου,  είχα κανονίσει το χαρμάνι κι απ' αυτό γεμίζαμε τα φουσέκια, πατικώνοντάς τα και βάζοντας στην άκρη τρία τέσσερα χοντρά κομματάκια μπαρούτι, για το σκάσιμο.
—Εν τάξει, Χάρη;
—Εν τάξει.
—Πώς πας, Γιώργο;
—Μια χαρά!
Το μισό μπαρούτι κιόλας ήταν αλεσμένο κι έμεινε το άλλο μισό που το τύλιξα στην σακούλα του καλά και τόκρυψα στη ρίζα της συκιάς, σκεπάζοντάς το με μερικές πέτρες για πλήρη σιγουριά.
Αργά το απόγεμα το αποτέλεσμα της παραγωγής μας ήταν απολύτως ικανοποιητικό και τ' άλλα παιδιά φύγαν για να ξανάρθουν την επομένη το πρωί να συνεχίσουμε. Μένοντας μόνος στον κήπο είπα προτού να φύγω κι εγώ να συγυρίσω λίγο και να σκουπίσω, ώστε να μη φωνάζη η μητέρα μου ότι τα κάναμε πάλι άνω κάτω. 
Ο κήπος ήταν σπαρμένος πέρα για πέρα με αραιά πιτσιλίσματα απ' το χαρμάνι κι επειδή ήταν μπελάς να χρησιμοποιήσω σκούπα, σκέφθηκα —ευφυέστατα!— ότι θάκανα καλύτερα την δουλειά μου μ' ένα σπίρτο. Μ' ένα πουφ, όλο αυτό το χαρμάνι του μπαρουτιού —ακίνδυνο καθώς ήταν ανακατεμένο με το κάρβουνο— θα... σκουπιζόταν μοναχό του.
Άναψα, λοιπόν, σ' απόσταση πέντε έξη μέτρων απ' την συκιά το σπίρτο και μόλις τ' ακούμπησα στο χώμα —ένας κρότος— μια φλόγα φοβερή με στράβωσε κι ένοιωσα στο μούτρο  μου  ένα  τσουρούφλισμα.  
Αστραπιαία κατάλαβα, ότι  οι  σκόνες  του  χαρμανιού χρησίμεψαν για  φυτίλι στην σακούλα με  το  μπαρούτι, αλλά  ήταν κάπως αργά. Τέτοιο κάψιμο ένοιωθα στο πρόσωπό μου, που έτρεξα, έχωσα το κεφάλι μου σ' ένα βαρέλι με βροχόνερο που βρισκότανε στον κήπο κι ύστερα σαν τρελός ώρμησα μέσα στο σπίτι για να δω στον καθρέφτη τι είχε γίνει.
Κοίταξα και τρόμαξα. Κάποια άγνωστη φάτσα με κοιτούσε από μέσα, ένα μούτρο απαίσιο,
φουσκωμένο, κατακόκκινο, δίχως φρύδια, δίχως τσίνουρα. Φωνές ακούστηκαν:
—Παναγιά μου!
—Χριστέ μου!
Ήταν ο κόσμος που είχε ακούσει την έκρηξη και έτρεξε, η μητέρα κι οι αδελφές μου που μ' έβλεπαν και χτυπιόντουσαν.
Ω τι καημός εκείνη τη χρονιά! Όχι, βέβαια, γιατί κατακάηκε το μούτρο μου, αλλά γιατί δεν μπορούσα να ολοκληρώσω την δουλειά μου κι έτσι έμεινα χωρίς φουσέκια, στο περιθώριο, αλλοίμονο, του γενικού μπουμπουνητού! Η μόνη μου παρηγοριά ήταν, ότι ανάμεσα απ' τις γάζες πρόβαλλε λίγο και η μύτη μου και από εκεί μπορούσα, τουλάχιστο, να παίρνω την μυρουδιά του μπαρουτιού που μοσχοβολούσε στον πασχαλιάτικο αέρα.
Εποχή των θαυμάτων είναι τώρα —έτος 1919— όλο και πιο καταπληκτικά είναι τα νέα που μας έρχονται και κάποια μέρα μια βόμβα χαράς πέφτει στην πόλη μας και την τραντάζει: Ο Πόντος θα γίνει ένα ελληνικό κράτος ανεξάρτητο —Ανεξάρτητη Δημοκρατία του Πόντου, λένε— με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα.
Ο καλός και εύτακτος μαθητής της Α' τάξεως του Φροντιστηρίου Τραπεζούντος πιστεύει ότι το πράγμα είναι πολύ απλό γιατί δεν ξέρει, βέβαια, το τι σκληροί αγώνες χρειάζονται για τέτοιου είδους ζητήματα κι ούτε υποψιάζεται το τι μάχες δίνονται στο μεγάλο τραπέζι της ειρήνης, όπου οι Μεγάλοι κόβουν και ράβουν για να φτιάξουν τον καινούργιο κόσμο που θα βγει από τον πόλεμο.
Άλλωστε, τώρα είναι κι ο καιρός των διαγωνισμών —ετοιμαζόμαστε για ένα σπουδαίο σκαλί ακόμα παραπάνω, την Β' Γυμνασίου— που να βρεθεί καιρός για άλλα ενδιαφέροντα μέσα στις τόσες έγνοιες του σχολειού. Διαβάσματα, ξενύχτια με την λάμπα του πετρελαίου
—γαλήνη έξω και νέκρα— τίποτα να μην ακούεται παρά το ρόπαλο του νυχτοφύλακα καθώς αφήνει τους ξερούς του κρότους μέσα στη νυχτιά:
—Τακ, τακ, τακ, τακ.
Ξυπνά καμιά φορά η μητέρα, που πάντα λαγοκοιμάται, μετρά τις ώρες κι ύστερα φωνάζει σιγανά:
—Άιντε, έλα, έλα να πέσης. Αύριον πα ήμερα εν!
Κι αύριο μέρα του Θεού είναι, σώνει πια το διάβασμα. Αλλά ο καλός κι εύτακτος μαθητής δεν τ' αποφασίζει ν' αποτραβηχτεί γιατί οι διαγωνισμοί έχουν αρχίσει κιόλας κι έγιναν όλα σοβαρά —πάρα πολύ— μέσα στο σχολείο, αγρίεψε η ατμόσφαιρα κι άλλαξαν τα μούτρα των καθηγητών, ακόμα και των πιο καλοσυνάτων.
Μα έχουν μια επισημότητα αυτοί οι ευλογημένοι τις μέρες των διαγωνισμών! Λες και γίνονται εχθροί μας, ξαφνικά, τύραννοι, ιεροεξεταστές, καθώς μπαίνουν σοβαροί κι αγέλαστοι μέσα στην τάξη, ξεροβήχουν αυστηρά και ρίχνουν γύρω τριγύρω την ματιά τους σ' όλους μας, χωρίς να νοιάζονται για την αγωνία και τα χτυποκάρδια:
—Ησυχία.
Και σαν να μη φτάνει, δόστου και να λένε ότι αλλοίμονον εις εκείνον, όστις θα κοιτάξει το γραφτό του πλαϊνού του κι αλλοίμονον εις εκείνον, όστις θ' ανακαλυφθεί έχων εις τας τσέπας του σημειώσεις και τα τοιαύτα!
Ούτε καν παίρνουν υπ' όψει τους το τι κόπο κατέβαλαν εκείνοι οι καημένοι συμμαθητές μας που κάθισαν και φτιάξαν τις σημειωσούλες, μικρά μικρά χαρτάκια, με ψιλά ψιλά γραμματάκια,   ψείρες,   λες   και   σπούδασαν   την   τέχνη   της   ψειρογραφίας   απ'   τους Βυζαντινούς μαστόρους, που μπορούσαν να γράψουν επάνω σ' ένα αυγό ολόκληρο το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο.
Κι οι άλλοι που έχουν γράψει στις παλάμες και στα χέρια, στα στυπόχαρτα κι οι άλλοι που έχουν τα χαρτάκια μέσα στα πουκάμισα, όχι δεν είναι πολλοί, αλλά όλο και βρίσκονται κάμποσοι με ταλέντο εφευρέτη που έχουν κάνει εγκαταστάσεις στα θρανία με λαστιχάκια, τραβούν το λαστιχάκι και νάτο το χαρτάκι, αλλά καθώς ζυγώνει ο καθηγητής, τσακ το λαστιχάκι και πάει το χαρτάκι!...
Ο καλός, όμως, και εύτακτος μαθητής ποτέ δεν κάνει τέτοια —τίποτα— έφαγε όλες τις καπνιές της λάμπας και τώρα μαζεμένος στο θρανίο με την καρδιά του να χτυπά και με την άσπρη κόλλα μπροστά του —σ' όλα τα θρανία οι άσπρες κόλλες— ακούει την επίσημη φωνή:
—Ζήτημα πρώτον!
Λέει ο καθηγητής και γαληνεύει η καρδιά, δόξα σοι ο Θεός, αυτό το ξέρει κι η πέννα τρέχει χαρούμενη επάνω στο χαρτί.
—Ζήτημα δεύτερον!
Ω, τι μαυρίλα! Ήταν ακριβώς εκείνο το κεφάλαιο που το πήδησε διαβάζοντας κι όσες φορές άνοιγε το βιβλίο, ο διάβολος τάφερνε να τ' αφήνει γι' αργότερα. Η πέννα βαραίνει, όπως και το χέρι.
—Ζήτημα τρίτον!
Έλαμψε και πάλι ο ήλιος — ανακούφιση! Το καταραμένο «ζήτημα δεύτερον» θα μείνη στην μπάντα κι έτσι με τα δύο άλλα θα βολευτεί και το μάθημα τούτο μια χαρούλα.
Γράφει η τάξη. Κι ο ιεροεξεταστής μας όλο και φέρνει βόλτα, πίσω, μπρος —πηγαίνει κι έρχεται— κοιτά, και μόλις στρέφει τις πλάτες ακούω υπόκωφο ψίθυρο αγωνίας απ' τον πλαϊνό μου:
—Γύρνα, γύρνα λιγάκι από δω!...
Κι όταν δεν γυρνάω, μπραφ, μπραφ, το πόδι του να με χτυπά κάτω απ' το θρανίο, κι όταν κάνω να γυρίσω νάτο που έχω κατάφατσά μου τη φάτσα του καθηγητή και το ακοίμητό του μάτι. Ησυχία. Παγωνιά. Όλα τα κεφάλια σκυμμένα στα χαρτιά, άλλες πέννες να τρέχουν, άλλες να σκοντάφτουν, μερικοί να ξύνονται με τραγική αμηχανία, άλλοι να στριφογυρίζουν στο θρανίο κι αμέσως η φωνή:
—Τι συμβαίνει εκεί;
Είναι βέβαια μερικοί καθηγητές που δεν δίνουν σημασία και —Θεός σχωρέσ' τα πεθαμένα τους—  ζυγώνουν  στα  παράθυρα  και  με  στραμμένες  τις  πλάτες,  απολαμβάνουν  το πανόραμα της θάλασσας, τους γλάρους, τους ψαράδες, άλλοι, όμως, που να κοιτάξουν τέτοιες ώρες τέτοια θεάματα!
Μερικοί συμμαθητές αρχίζουν κιόλας να δίνουν τα γραφτά τους με ύφος ευχαριστημένο. Πότε από δω, πότε από κει όλο και σηκώνεται κανένας, αφήνει την κόλλα του επάνω στην έδρα — εν τάξει— και πορεύεται προς την έξοδο άλλος γελαστός, άλλος συννεφιασμένος.
Με θαρραλέο βήμα νάτος που προχωρά και ο κουμπούρας προς την έδρα. Απορία του καθηγητή:
—Μπα; Τέλειωσες εσύ;
Αλλά βλέποντας την κόλλα, σουφρώνει τα φρύδια:
—Κάτασπρη!
Παρθένα την παραδίνει την κόλλα του ο κουμπούρας κι απολογιέται άνετα:
—Τι να κάνω, κ. καθηγητά; Μου τύχαν όλο θέματα άγνωστα.
Κουνά τα κεφάλι ο καθηγητής, το κουνά κι ο θαυμαστός κουμπούρας και καθώς φεύγει, μας βγάζει την γλώσσα γελαστός, πολύ ευχαριστημένος ότι τέλειωσε κι αυτό το μάθημα και γλύτωσε.
Εποχή μεγάλης δραστηριότητας εκείνη, αλλά και μεγάλης έγνοιας, προσωπικά για μένα. Μετά τον θάνατο του πατέρα μου λαμπρό στάδιο δόξας βιοπαλαιστή ανοιγότανε μπροστά μου κι έπρεπε ν' ασκηθώ καλά για να μπορέσω να σηκώσω τα βάρη του οικογενειάρχη, που του μέλλονταν ωραίοι κι αξιέπαινοι αγώνες...
Δεν μας είχε αφήσει μεγάλους πόρους ο δύστυχος πατέρας μου που τα τελευταία χρόνια του είχε ατυχήσει στις δουλειές του, εξ αιτίας της μεγάλης του καλοσύνης και της χριστιανικής νοοτροπίας του, που, ως γνωστόν, δεν είναι τόσο απαραίτητα στο εμπόριο. Ένα η δυο χρόνια πριν από τον θάνατό του μόλις κατάφερε να εξασφαλίζει τ' απαραίτητα σε μια οικογένεια από πέντε κορίτσια κι ένα γιο κι έτσι όλο το βάρος έπεφτε τώρα στην καημένη τη μητέρα μου, στη μεγάλη μου αδερφή που είχε μάθει, ευτυχώς, μοδίστρα, και σε μένα. Ήμουν ο μόνος άντρας μιας οικογένειας ξεκρέμαστης κι αμήχανης.
Μόλις, λοιπόν, τελείωσε κι εκείνη η σχολική χρονιά και πήρα το ενδεικτικό μου, έπρεπε κάπου να πάω να δουλέψω γιατί οι καλοκαιρινές διακοπές και τα παιχνίδια ήσαν μια πολυτέλεια για μένα τώρα πια, που δεν μου την επέτρεπαν οι περιστάσεις. Η τύχη —μπορεί όμως και η προηγούμενη εμπειρία μου— μ' έφερε πάλι σ' ένα τυπογραφείο.
Δεν  ήμουν  ποτέ  χαρακτήρας  «τεθλιμμένος»,  αλλά  πηγαίνοντας  για  πρώτη  φορά  στη δουλειά από ανάγκη ερχόταν στο μυαλό μου επίμονα ένα ποίημα του αναγνωστικού μας που ο ευφυής ποιητής του τιτλοφορούσε «Το ορφανό» κι όπου περιέγραφε την τραγική κατάσταση του θύματός του με στίχους τόσο σπαρακτικούς, που μου κόβανε τα γόνατά μου και με γεμίζανε με θλίψη:
Εις τον προθάλαμόν σας περίλυπος εμβαίνω
με μάτι δακρυσμένο και πρόσωπο ωχρό.
Χωρίς το ευφυέστατο εκείνο ποίημα ούτε το πρόσωπό μου θα ήταν ωχρό, ούτε το μάτι μου δακρυσμένο, αλλά πλήρωνα, δυστυχώς, τον φόρο μου στον οίστρο του μεγαλοφυούς εκείνου ποιητή που θάταν, σίγουρα, περήφανος για το αριστούργημά του, αλλά και των άλλων σοφών ανθρώπων που το διάλεξαν για το αναγνωστικό, μη τυχόν υπήρχαν ανάμεσα στα παιδιά και ορφανά που δεν είχαν αντιληφθεί την τραγική κατάστασή τους κι έπρεπε να την νοιώσουν καλά και να γίνει η καρδιά τους περιβόλι.
Το περιβάλλον του τυπογραφείου δεν μου ήταν άγνωστο. Γνωστή μου ήταν η ατμόσφαιρα, γνωστή η δυσάρεστη μυρουδιά, γνωστές, επίσης, εκείνες οι μεγάλες ξύλινες «κάσες» με τα μικρά  τετραγωνάκια  όπου  υπήρχαν  τα  τυπογραφικά  στοιχεία.  Ήξερα  ακόμα,  ότι  οι άνθρωποι    εκείνοι    που    στεκόντουσαν    όρθιοι    μπροστά    στις    «κάσες»    ήσαν    οι «στοιχειοθέτες»,  ότι  το  είδος  της  μικρής  σιδερένιας  θήκης  που  κρατούσαν  λεγόταν
«συνθετήριο» κι ότι το χέρι τους που ανεβοκατέβαινε ασταμάτητα απ' τα τετραγωνάκια της κάσας στο συνθετήριο, δεν έκανε άλλο παρά να μαζεύει ένα ένα τα τυπογραφικά στοιχεία απ' τα κουτάκια τους και να τ' αραδιάζει το ένα κοντά στο άλλο μέσα στη θήκη για να σχηματισθούν οι λέξεις,  οι φράσεις κι ύστερα οι αράδες που θα τυπωνόντουσαν στην εφημερίδα.
Όλ' αυτά τα είχα δει πολλές φορές πριν από λίγα χρόνια στο τυπογραφείο του Σεράση και δεν μπορούσαν, επομένως, να μου προκαλέσουν απορίες. Η μόνη διαφορά ήταν, ότι τότε έκανα γούστο τους  εργάτες, χάζευα  την  περίεργη  δουλειά  τους  και  σκεφτόμουν  πόση υπομονή θάπρεπε νάχουν για να μαζεύουν ένα ένα τα γραμματάκια ολόκληρης εφημερίδας, ενώ τώρα θάπρεπε νάχω κι εγώ την ίδια υπομονή, να στέκωμαι επίσης όρθιος επί ώρες και να μαζεύω ένα ένα τα τυπογραφικά στοιχεία στο συνθετήριό μου.
Αγαθός και καλοσυνάτος ο αρχιεργάτης —ο Λουκάς— με είχε στήσει μπροστά σε μια κάσα, μου έδειξε πώς να κρατώ το συνθετήριο κι ύστερα μούδειχνε ένα ένα τα κουτάκια και μου εξηγούσε τι γράμμα βρισκόταν στο καθένα.
—Το βλέπεις αυτό;
—Το βλέπω.
—Εδώ είναι το άλφα το μικρό. Για πάρε ένα να το δεις καλά.
Άλλα κουτάκια ήσαν μεγαλύτερα, άλλα μικρότερα, αλλού ήσαν τα απλά γράμματα χωρίς τόνους, αλλού ήσαν με τους τόνους, αλλού οι ψιλές και οι δασείες για τα κεφαλαία, αλλού ήσαν τα καφαλαία, οι  αριθμοί κι  ολόκληρη η  αναρίθμητη ποικιλία των  στοιχείων που χρειάζονται για να γίνουν σωστές οι λέξεις, οι φράσεις κι οι αράδες.
Όλ' αυτά ήσαν ωραία και καλά, τα μάθαινα σιγά σιγά, μόνο που συναντούσα μεγάλη δυσκολία στο επάνω μέρος της κάσας —δυο κομμάτια αποτελούσαν την κάθε μια— όπου δεν έφτανε το χέρι μου, επειδή τύχαινε νάμαι πολύ κοντός ακόμα κι ως που να μεγαλώσω και να ψηλώσω, έπρεπε κάθε φορά να σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών μου και να τεντώνω το κορμί μου για να φτάνει το χέρι μου μέχρι εκεί ψηλά στα μακρινά κουτάκια.
 Ήμουν ο πιο μικρός εργάτης —μαθητευόμενος στοιχειοθέτης— μέσα στο τυπογραφείο του
«Ελευθέρου Λόγου» και οι άλλοι «συνάδελφοι» με περιέβαλλαν με πολλή συμπάθεια, επειδή ήξεραν, ότι η δουλειά εκείνη ήταν για την ηλικία μου σκληρή. Σκληρή, ξεσκληρή, όμως,  έπρεπε  να  την  συνηθίσω  και  να  την  αντέξω,  επειδή  δεν  μ'  έφερε  μέσα  στο
τυπογραφείο η ανάγκη της αλλαγής του αέρα μου, αλλά —τούτη τη φορά— η σκληρή ανάγκη της ζωής.
 Άκουγα όλους τους γνωστούς μας να λένε:
 —Τι καλό παιδί!
 Όμως, ακόμα και σήμερα, θυμάμαι τι μου στοίχιζαν εμένα εκείνες οι ατέλειωτες ώρες της ορθοστασίας του «καλού παιδιού», το μούδιασμα των χεριών μου, το λύγισμα των ποδιών μου, η ζάλη που μούφερνε η μυρουδιά του πετρελαίου και του αντιμονίου. Όταν σχολούσα αργά το απόγευμα, νόμιζα ότι μου χάριζαν τον παράδεισο. Αλλά υπήρχε και μια μέρα βαθύτατης ικανοποίησης και περηφάνειας. Το Σάββατο τ' απόγευμα με φώναζε ο αρχιεργάτης.
 —Έλα!
 Έχωνε το χέρι του στην τσέπη, έβγαζε ένα πάκο χρήματα και απ' αυτά μου πλήρωνε το βδομαδιάτικό μου. Όλους τους κόπους της βδομάδας τους ξεχνούσα τότε μονομιάς, κι ένοιωθα πολύ ευτυχισμένος όταν σε λίγο έφτανα στο σπίτι και βγάζοντας κι εγώ από την τσέπη μου τα χρήματα, τα έδινα στη μητέρα μου.
 Με την σκληρή δουλειά του τυπογραφείου δεν μπόρεσα να τα βγάλω πέρα επί πολύ καιρό
—ήταν αληθινά εξοντωτική και μ' εξαντλούσε— κι έτσι νάμαι τώρα σε άλλη εφημερίδα, την
«Εποχή» του Νίκου Καπετανίδη.
 Ήταν ένας νέος άνθρωπος, ο Νίκος Καπετανίδης, όλος ζωή και δράση, βίαιος, ορμητικός στα άρθρα του, γεμάτος από φλόγα πατριωτική και όνειρα για μια ελεύθερη και ανεξάρτητη πατρίδα.  Αγαπούσε  με  πάθος  την  Ελλάδα,  είχε  πολιτική  τελείως  αντίθετη  με  τους Σεράσηδες κι αντιμαχόταν με βιαιότητα τον «Φάρο της Ανατολής».
 Με πολλή συμπάθεια κι αγάπη με πήρε στα γραφεία της Εποχής» για να κάνω, ό,τι μπορούσε να βγαίνει από το χέρι μου και να μεταφέρω τα χειρόγραφά του στο τυπογραφείο.
 Αυτή η δουλειά ήταν πολύ πιο ξεκούραστη κι είχε και ενδιαφέρον γιατί έβλεπα τον κόσμο που μπαινόβγαινε στο γραφείο, άκουγα τόσες και τόσες συζητήσεις.
 Απίστευτο! Ένα ελληνικό πολεμικό καράβι μας ερχόταν απ' την Ελλάδα! Να, τώρα φαινόταν καθαρά και η σημαία του: Ελληνική σημαία! Άναυδοι είχαμε μείνει κάτω στο γιαλό και το κυττούσαμε καθώς έσκιζε τα νερά καμαρωτό καμαρωτό και τραβούσε ήσυχα προς το λιμάνι. Πολλά απίστευτα, βέβαια, γίνηκαν αληθινά εκείνο τον καιρό, πολλά θαύματα ακούγαμε και βλέπαμε, αλλά τούτο εδώ ξεπερνούσε τα όρια της φαντασίας.
 Με κομμένη την ανάσα δεν χορταίναμε να το κυττάμε. Δεν ήταν ένα συνηθισμένο πολεμικό καράβι εκείνο κι ούτε είχε τον όγκο των καταδρομικών, των δρέδνωτ, που λίγα χρόνια πριν ξερνούσαν τη φωτιά τους επάνω στην πόλη μας και μας τρόμαζαν με την άγρια τη θωριά τους. Ήταν ένα πολύ μικρότερο καράβι —μικρό σαν την Ελλάδα μας— αλλά γεμάτο δόξα, θρύλους, θαύματα, ένα πολεμικό καράβι γεμάτο απ' την «ανδρείαν του Κανάρη» κι είχε
«του Βότση την ψυχή», που τον δυστυχή εχθρόν τρομάζει και δεν τολμά να κινηθή! Τραντάχτηκε η πόλη μας και βούηξε απ' το απίστευτο μαντάτο — το νέο μεταδόθηκε σαν αστραπή:
—Ελληνικό πολεμικό!
 Βούηξαν τα σπίτια, τα σχολεία, η αγορά, οι γειτονιές. Πανζουρλισμός και τρέλλα έπιασε τον κόσμο και πολλοί άρχισαν να τρέχουν προς το Ντερμέν ντερέ όπου μαθεύτηκε, ότι άραξε το
«Βέλος».
 —«Βέλος» λέγνα 'το;
 —«Βέλος», «Βέλος»!
 —Να λελέβα 'το, ντ' έμορφον όνομαν πα εχ!
 Ώστε «Βέλος» το λένε; ρωτούσαν οι γυναικούλες — να το χαρώ και τι ωραίο όνομα που έχει! Άλλοι αγκαλιαζόντουσαν, άλλοι δάκρυζαν, άλλοι φιλιόντουσαν. Δικαιολογημένη κι η χαρά κι η τρέλλα κι ο πανζουρλισμός. Το «Βέλος» ήταν το πρώτο ελληνικό πολεμικό καράβι που  έφτανε  στην  πρωτεύουσα των  Κομνηνών από  τότε  που  είχε  σκλαβωθή από  τους Τούρκους εδώ και τετρακόσια τόσα χρόνια! 
Θεέ μου, πώς θα αναγάλλιαζαν οι ψυχές των αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας, πώς θα ριγούσαν από συγκίνηση τα τείχη και τα κάστρα τους, που τόσα χρόνια τα βλέπαμε θλιμμένα, μελαγχολικά, είτε απέναντί μας κάτω στο γιαλό — εκεί προς τον Ποζ Τεπέ, είτε βγαίνοντας πέρα, δυτικά, προς τα Εξώτειχα.
 Από τα πιο μακρυνά σημεία της Τραπεζούντας ξεσηκώθηκαν όλοι και τραβούσαν προς το Ντερμέν ντερέ —άντρες, γυναίκες και παιδιά με χαρές, τραγούδια και λουλούδια— για να δουν από κοντά, να καμαρώσουν, να χαρούν και να θαυμάσουν το κομμάτι εκείνο της δοξασμένης μας πατρίδας που μας έστελνε η μητέρα Ελλάδα. Χτυπούσαν οι καρδιές, δακρύζανε τα μάτια, πιανόταν η ανάσα — αχ τι ωραίο, τι υπέροχο που ήταν το αξιαγάπητο εκείνο πολεμικό καράβι και πόσο περήφανα ανέμιζε στο κατάρτι η πολυπόθητη και πολυαγαπημένη εκείνη, η τρισένδοξη ελληνική σημαία.
 Αμέ τα κανόνια του; Ζύγωναν και τα χαϊδεύαν. Τι αξιαγάπητα που ήσαν!
 —Όποιος σκοτούται απ' ατά, πάει στον παράδεισον!
 Ήταν σίγουρη η γυναικούλα που τώπε: Όποιος σκοτώνεται απ' τα κανόνια αυτά πηγαίνει κατ' ευθείαν στον παράδεισο! Αμέ οι ναύτες; Αμέ οι αξιωματικοί; Πόσο καλόβολοι, πόσο όμορφοι ήσαν όλοι τους, γελαστοί μέσα στις χιονάτες φορεσιές τους και τι ωραία που μιλούσαν τα ελληνικά! Είχαν μια αλλιώτικη προφορά αυτοί, αλλιώς τα λέγαν, με άλλο τρόπο άλλες λέξεις.
 Θα πρέπει η σκέψη να κάνει μια αναδρομή, να πάη πολλούς αιώνες πίσω, για να μπορέση να μετρήσει σωστά και να βρει την σημασία της επίσκεψης του «Βέλους» και των μεγάλων γεγονότων, με τα οποία ήταν δεμένη η παρουσία του στην πόλη μας.
 Αναδρομή στην εποχή των Κομνηνών —τότε που η Τραπεζούντα ήταν αυτοκρατορία ανεξάρτητη—  αφού  για  ανεξαρτησία  επρόκειτο  και  τώρα  κι  αυτής  της  ανεξαρτησίας χελιδόνι μαντατοφόρο ήταν το ελληνικό καράβι.
 Πόσα χρόνια πέρασαν απ' τον καιρό που η ανεξάρτητη εκείνη αυτοκρατορία των Κομνηνών έπεσε στα χέρια των Τούρκων; Πόσα χρόνια από τότε που σκλαβώθηκε ο ελληνισμός της Τραπεζούντας; Βλέποντας το «Βέλος» με την ελληνική σημαία του ν' ανεμίζεται περήφανα και τα κανόνια του ν' αγναντεύουνε την πόλη μας —όλο σοβαρότητα και νόημα— το μυαλό
μας ανάτρεχε στα περασμένα με την βοήθεια του μαθήματος που μας έκανε ο Τσιράχ στις μεγάλες  τάξεις  του  δημοτικού  σχολείου.  Συγκινημένος  πάντα  όταν  έφτανε  σε  τέτοια θλιβερά κεφάλαια της Ιστορίας ο δάσκαλός μας, έπαιρνε ένα ύφος πιο επίσημο απ' το συνηθισμένο και η φωνή του αντηχούσε σαν πνιγμένη μέσα στην τάξη μας.
 Αν η «άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως» ήταν για μας ένα απ' τα πιο λυπητερά μαθήματα, η «άλωσις της Τραπεζούντος», όμως, ασκούσε επάνω μας μια συγκλονιστική επίδραση γιατί απέναντί μας ήταν η θάλασσα απ' όπου είχαν έλθει οι Τούρκοι, γύρω μας ήσαν τα κάστρα που φυλάγανε τους Κομνηνούς, σωζόντουσαν και τάφοι ακόμα αυτοκρατόρων κι εκκλησιές που γινήκανε τζαμιά. Μέσα σε νεκρική ησυχία, κρεμασμένοι από τα χείλια του Τσιράχ, ακούαμε:
 —Οκτώ  έτη  μετά  την  αλωσιν  της  Κωνσταντινουπόλεως,  ο  Μωάμεθ  Β'  ο  Πορθητής,
απεφάσισε να καταστρέψη την αυτοκρατορία της Τραπεζούντος και τον Ιούλιον του έτους
1461  ενεφανίσθη  εις  τον  ορίζοντα της  πρωτευούσης ισχυρότατος στόλος  μετά  πολλού στρατού. Αυτοκράτωρ της Τραπεζούντος ήτο τότε ο Δαυίδ Κομνηνός, γενναίος πολεμιστής, έχων υπό τας διαταγάς του περί τους 20.000 μαχητάς και 30 πολεμικά πλοία με καλώς εξησκημένα πληρώματα. Η πόλις, εξ άλλου, επροστατεύετο υπό τειχών και θα ηδύνατο, βεβαίως, να δοθεί η εσχάτη μάχη προς υπεράσπισίν της από του επιδρομέως. Τόσον ο αυτοκράτωρ, όσον και οι ευγενείς μετά των πολλών τιτλούχων, πάνοπλοι, ήσαν έτοιμοι να πέσουν επί των επάλξεων καθώς αντίκρυζον τον τουρκικόν στόλον να καταφθάνη εις την ιστορικήν  πρωτεύουσαν  των  Κομνηνών,  η  οποία  είχε  φιλοξενήσει,  ως  γνωστόν,  τους μυρίους του Ξενοφώντος. Αλλά...
 Εδώ ένας κόμπος ανέβαινε στον λαιμό του δασκάλου μας, έκανε μια παύση, έβγαζε τα χρυσά γυαλάκια του και τα σκούπιζε με το μαντήλι του για να συνεχίσει:
 —Αλλά... εντός ολίγου ενεφανίσθη αιφνιδίως εκ του νότου, ο ίδιος ο Μωάμεθ με πολύν στρατόν. Η δύναμίς του εκρίνετο ακαταμάχητος...
 Πολύ περισσότερο γιατί —όπως μας εξηγούσε συνεχίζοντας— οι Τούρκοι άρχισαν να λεηλατούν τα περίχωρα, έσφαζαν, σκότωναν, έκαιαν κι ερήμωναν τα πάντα. Αν και πάρα πολύς κόσμος χριστιανών είχε τρέξει στα τείχη για να σωθή, ωστόσο έμεναν πολλοί και δοκίμαζαν την λύσσα και το μαχαίρι του επιδρομέα.
 —Σήκω, Ψαθά!
 Και σηκωνόμουν απ' το θρανίο.
 —Λέγε...
 Με συγκίνηση κι εγώ επαναλάμβανα το μάθημα όπως ακριβώς το είχα ακούσει απ' τον
Τσιράχ.
 —Βλέπων ο Δαυίδ Κομνηνός την τραγικήν κατάστασιν, ήτις είχε δημιουργηθή περί την πόλιν της Τραπεζούντος και συγχρόνως τον πανίσχυρον στρατόν και στόλον του Μωάμεθ έκρινε, ότι θα εγίνετο πλέον τρομακτική και άδικος αιματοχυσία εις βάρος του πληθυσμού και δια τον λόγον τούτον, αφού επολέμησε γενναίως επί τινας ημέρας, ενόμισε σκοπιμώτερον εν τέλει να έλθη εις διαπραγματεύσεις μετά του Μωάμεθ, δια να αποφύγει την κυρίευσιν της πόλεως εξ εφόδου και την εντελώς άσκοπον υπό τας συνθήκας εκείνας αιματοχυσίαν.  Ελθών,  λοιπόν,  εις  επαφήν  μετά  των  Τούρκων  υπέγραψε  μετ'  αυτών
συμφωνίαν παραδόσεως της Τραπεζούντος υπό όρους: Να μην πειραχθή ο πληθυσμός, να μη θιγούν οι ιεροί ναοί, να διατηρηθούν υπέρ των Ελλήνων ορισμένα δικαιώματα.
 —Κανναβόπουλος!
 Σηκωνόταν.
 —Ετήρησαν τους όρους της συμφωνίας ταύτης οι Τούρκοι;
 —Όχι.
 —Εξακολούθει.
 —Οι Τούρκοι, συνέχιζε εκείνος, άπιστοι, επίορκοι και δόλιοι, ως πάντοτε, ευθύς μετά την παράδοσιν της Τραπεζούντος επεδόθησαν εις αγρίους διωγμούς και λεηλασίας εις βάρος των κατοίκων, εφόνευσαν πολλούς και κατέκαυσαν πολλάς οικίας, διαφυλάξαντες τας μεγαλυτέρας εξ αυτών δια τους ουλεμάδες, μετέβαλον επίσης την μητρόπολιν, τας σχολας και τας βιβλιοθήκας της πόλεως εις κατοικίας αγάδων, τας ιεράς εκκλησίας εις μουσουλμανικά τεμένη και τα ανάκτορα των Κομνηνών όρισαν δια κατοικίαν του Τούρκου διοικητού, πρώτος δε τοιούτος υπήρξεν ο Χιτίρ μπέης της Αμασείας. 
Ο Δαυίδ Κομνηνός αφέθη  να  μεταβή  εις  Κωνσταντινούπολη, όπου  και  μετέβη  πράγματι,  ομού  μετά  των ευγενών και των οικογενειών των. Από τους υπολοίπους δε κατοίκους, 800 άριστοι νέοι, επιλεγέντες κατά διαταγήν του Μωάμεθ, κατετάγησαν βιαίως εις το τάγμα των γενιτσάρων. Τοιούτον υπήρξε  το  τραγικόν τέλος  της  αυτοκρατορίας της  Τραπεζούντος, ο  ελληνικός πληθυσμός της οποίας έκτοτε παραμένει υπό τον ζυγόν του Τούρκου δυνάστου.
 Είχαν περάσει, λοιπόν, 458 χρόνια από τότε που ο ελληνισμός «παρέμενε υπό τον ζυγόν του Τούρκου δυνάστου» και τώρα ερχόταν για πρώτη φορά —ύστερα από τεσσερισήμισυ αιώνες σκλαβιάς— τούτο το ελληνικό αντιτορπιλλικό για να μας φέρη το μεγάλο μήνυμα της λευτεριάς, που περιλαμβανόταν στο σχέδιο της ίδρυσης «Ανεξαρτήτου Δημοκρατίας του Πόντου». Αυτό το σχέδιο υπηρετούσε το αντιτορπιλλικό «Βέλος» και γι' αυτό τον σκοπό μας είχε κάνει την εμφάνισή του τόσο ξαφνικά —την εποχή εκείνη των θαυμάτων— ξεκινώντας απ' την Κριμαία, όπου μονάδες του ελληνικού στόλου με επικεφαλής το θρυλικό
«Κιλκίς», παίρναν μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις της Μαύρης θάλασσας στο πλευρό του συμμαχικού στόλου.
 Για  την  ίδρυση της Ανεξάρτητης Δημοκρατίας του Πόντου ήταν ανάγκη να  ενισχυθή ο ελληνικός πληθυσμός σε αριθμό, και γι' αυτό έγινε η σκέψη να μεταφερθή στην Τραπεζούντα το πλήθος των προσφύγων που είχαν φύγει στην Κριμαία και τις άλλες πόλεις της Ρωσίας. Το «Βέλος» ήταν επιφορτισμένο να εξετάση τον τρόπο και τα προβλήματα της στέγασης των Ελλήνων που επρόκειτο να μας έλθουν και για την μεταφορά των οποίων είχαν κιόλας ετοιμαστή μεγάλα εμπορικά καράβια.
 Πως να μη πιάση πανζουρλισμός τον κόσμο με όλα αυτά τα όνειρα αιώνων, που σήμερα γινόντουσαν πραγματικότητα; Αναγάλλιαζαν σίγουρα  στους  τάφους  τους  οι  ψυχές  των αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας, αναγάλλιαζαν τα τείχη και τα κάστρα τους, αλλά περισσότερο αναγάλλιαζε ο λαός των Ελλήνων που επιζούσε και κρατούσε άσβηστο στην ψυχή  του  —αιώνες ολόκληρους— τον  πόθο  της  λευτεριάς  μαζί  με  την  ανάμνηση  των περασμένων, όσο μακρινά κι αν ήσαν.
 Οι ναύτες του «Βέλους» γινόντουσαν ανάρπαστοι όπου κι αν πηγαίνανε:
—Τους είδατε; Τους είδατε;
 —Τους είδαμε! Τους είδαμε!
 —Ντ' έμορφοι πα είναι!
 Και τι όμορφοι που είναι! Η δοξολογία στον μητροπολιτικό ναό πήρε μορφή λαϊκού συναγερμού, έτρεχε ο λαός, χαλούσαν τον κόσμο οι καμπάνες. Γαλανόλευκες ομοιόμορφες φορεσιές ράφτηκαν στα γρήγορα για τα κορίτσια των σχολείων, που είχαν παραταχθή για την  υποδοχή  του  κυβερνήτη  και  των  αξιωματικών. Μέσα  σε  κατανυκτική σιγή  και  με βυζαντινή λαμπρότητα έγινε η δοξολογία.
 Ακολούθησαν γιορτές, υποδοχές ολούθε, ολόκληρη η Τραπεζούντα ήταν βουτηγμένη στο ασπρογάλανο κι ο κόσμος δεν κουραζόταν να τρέχη προς το Ντερμέν ντερέ για να δει από κοντά το «Βέλος». Έτυχε, μάλιστα, τις μέρες εκείνες να φτάση κι ένα εγγλέζικο θωρηκτό στην πόλη μας —το «Σιδηρούς Δουξ»— κι αμέσως κάλπασε η φαντασία και πήρε δρόμο:
 Ήλθε και ο Αβέρωφ!
 —Ο Αβέρωφ;
 —Ναι, ήλθε, ήλθε!
 Προτού διαπιστωθή, ωστόσο, ότι δεν ήταν αλήθεια αυτό, νάσου και φτάνει ανάμεσα στο πλήθος και μια γριούλα από μια πολύ μακρινή γειτονιά της Τραπεζούντας και κατατσακισμένη, λαχανιασμένη ζητά να μάθη:
 —Να λελέβα 'το, που εν ο Αβέρωφ;
 Να το χαρώ —έλεγε— που είναι ο Αβέρωφ; Κι όταν της είπαν ότι, δυστυχώς, είχε γίνει λάθος, δεν ήταν ο Αβέρωφ, αλλά ένα πολύ μεγάλο και ωραίο εγγλέζικο θωρηκτό που άξιζε τον κόπο να το δει, μια κι έκανε τόσο δρόμο, απάντησε, με μεγάλη απογοήτευση κι έσχατη περιφρόνηση:
 —Αφού κι εν τ' εμέτερον ο Αβέρωφ, τηδέν πα κι εν!
 Αφού, δηλαδή, δεν είναι ο δικός μας ο Αβέρωφ τίποτα δεν αξίζει! Και ξαναγύρισε πίσω στην  μακρινή  της  γειτονιά  απαξιώνοντας  να  ρίξη  έστω  και  μια  ματιά  στο  εγγλέζικο θωρηκτό.
 Αλλά να και το μοιραίο περιστατικό που θα ρίξει τον ίσκιο του πένθους μέσα σε τούτη τη χαρά.  Βράδυ.  Δεξίωση  στην  εμπορική  Λέσχη.  Κατάφωτο  το  κτίριο,  πλήθος  απ'  έξω,  η μπάντα να παίζη ασταμάτητα κι οι καλεσμένοι να φτάνουν χαρούμενοι, επιστήμονες, τραπεζίτες, μεγαλέμποροι —όλα τα μεγάλα ονόματα της πόλης μας— και μαζί φυσικά και οι   επίσημοι,   οι   αρμοστές   της   Αγγλίας,   της   Γαλλίας,   οι   Αμερικανοί  σύνδεσμοι,  οι στρατιωτικές αρχές του τόπου. Φωνές του κόσμου στο δρόμο:
 —Έρχονται, έρχονται!
 —Πούντοι;
—Νάτοι, νάτοι!...
 Κάτασπρες φάνηκαν μέσα στο μισοσκόταδο οι στολές των αξιωματικών του «Βέλους». Η μπάντα αρχίζει αμέσως τον εθνικό ύμνο. Οι άσπρες στολές ζυγώνουν κιόλας προς την είσοδο της Λέσχης
 —Ζήτω η Ελλάς!
 Όμως η κραυγή κόβεται μονομιάς απ' όσα έγιναν αστραπιαία. Μέσα απ' το πλήθος είχε φανή απότομα ένα πιστόλι να σημαδεύει έναν απ' τους αξιωματικούς του «Βέλους». Την ίδια στιγμή, αντήχησαν οι πιστολιές κι ένα παιδί δικό μας κυλίστηκε στο χώμα.
 Αναστάτωση. Αναβρασμός. Δεν φεύγει ο κόσμος, ούτε παθαίνει πανικό. Χυμά σαν τρελλός να δει μήπως χτυπήθηκε κανείς απ' τους αξιωματικούς του «Βέλους».
 —Κανείς!
 —Όλοι εν τάξει;
 —Εν τάξει, εν τάξει.
 Μόνο ο ντόπιος μας βρισκόταν ξαπλωμένος στο δρόμο, πλημμυρισμένος στο αίμα. Είχε κάνει το θαύμα του ο Μεμέτης. Η χαρά γύρισε στο πένθος. Με βαρειά καρδιά οι Έλληνες αξιωματικοί κι οι καλεσμένοι της δεξίωσης φύγαν απ' τον τόπο του δράματος. Τα φώτα έσβησαν. Ο δρόμος ερημώθηκε. Την άλλη μέρα έγινε η κηδεία του άτυχου νέου. Δάκρυα, λουλούδια για το θύμα και κατάρες για τον φονιά.
 Ύστερα έφυγε και το «Βέλος». Βαριά η ατμόσφαιρα. Μαύρα προμηνύματα μιας κάποιας μπόρας μακρινής, που έσπρωχνε και προς εμάς τα σύννεφά της.

Δημητρης Ψαθας

" Η ΓΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ"



 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah