Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

Ο αυτοκράτορας Βασίλειος ο Α' και ο εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους Σχολάριους και τους ντόπιους άρχοντες της Τραπεζούντας

Μετά τον Ανδρόνικο το Γίδο έγιναν αυτοκρά­τορες της Τραπεζούντας οι παρακάτω Κομνη­νοί: Ιωάννης Α' ο Αξούχος (1235-1241), Μανουήλ Α' ο Μέγας (1241-1263), Ανδρόνικος Β' (1263-1266), Αλέξιος Β' (1297-1330), Ανδρό­νικος Γ (1330-1332), Μανουήλ Β' (1332-1336) και Βασίλειος Α' (1336-1340).
Ο Βασίλειος ήταν γιος του Αλεξίου Β' Κο­μνηνού (1297-1330). Το 1332, όταν βασίλευε στην πρωτεύουσα του Πόντου ο ανεψιός του ο Μανουήλ Β' (1332-1336), ο ίδιος βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη. Με τη βοήθεια της αυλής του Βυζαντίου και την υποστήριξη των Σχολάριων, Κωνσταντινουπολίτικης καταγω­γής, αρχόντων της Τραπεζούντας, φτάνει στην Τραπεζούντα, εκθρονίζει τον ανεψιό του και σκοτώνει τους αρχηγούς των ντόπιων αρχόντων που ήταν αντίπαλοι του.
 Η άνοδος του στο θρό­νο ως Βασίλειος Α εγκαινιάζει την επικράτη­ση της επιρροής και του κύρους του Βυζαντί­ου πάνω στο κράτος των Κομνηνών της Τρα­πεζούντας. Πρώτη συνέπεια του γεγονότος αυ­τού ήταν ο υποχρεωτικός γάμος του με την Ει­ρήνη Παλαιολογίνα, κόρη του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου (1328-1341).
Με το γάμο αυτό θέλησαν οι Σχολάριοι να συνδέσουν και πάλι, όπως και παλαι­ότερα, τα συμφέροντα της αυλής της Τραπε­ζούντας με τα συμφέροντα της Κωνσταντινού­πολης, αλλά και τα δικά τους, τα προσωπικά.
Ωστόσο ο Βασίλειος, όπως και ο πατέρας του Αλέξιος Β', ήθελε να έχει πλήρη ελευθερία στην άσκηση της εξουσίας του, γι' αυτό αι­σθάνθηκε δυσφορία από τις σχέσεις του με την αυλή των Παλαιολόγων.
Η γυναίκα, εξάλλου, που παντρεύτηκε με την πίεση των Σχολάριων, του ήταν αντιπαθητική, γιατί του θύμιζε ότι εί­χε πάρει την εξουσία, όχι ομαλά και αντάξια με τις στρατηγικές του ικανότητες, αλλά με τη βοήθεια μιας μερίδας ξένων αρχόντων. Γι' αυ­τό έζησε λίγο μόνο χρόνο μαζί της.
 Κατόπιν την έδιωξε από το παλάτι και πήρε για σύζυγο του μιαν άλλη Ειρήνη, ντόπια γυναίκα από την Τραπεζούντα. Ο βυζαντινός ιστορικός Νικη­φόρος Γρηγοράς χαρακτηρίζει τη δεύτερη Ει­ρήνη «εταιρίδα» (πορνίδιο), και «μοιχαλίδα», αλλά ο χρονικογράφος της αυλής των Κομνη­νών της Τραπεζούντας Μιχαήλ Πανάρετος, στο Χρονικό του, την ονομάζει «δέσποινα» και λέει ότι ο γάμος της με τον Βασίλειο ευλογή­θηκε το 1339 από το μητροπολίτη της ποντια­κής πρωτεύουσας Ακάκιο.
Ο Ακάκιος, ωστό­σο, είχε ευλογήσει το γάμο, για να μην παρα­ταθεί η παράνομη συμβίωση του Βασιλείου με την Ειρήνη την Τραπεζούντια και για να κατασιγάσει την αγανάκτηση του λαού της πρω­τεύουσας, που ήταν αυστηρός στα ήθη του. Αναφέρεται ακόμα από τον ιστορικό Νικηφό­ρο Γρηγορά ότι ο Βασίλειος Α', αν δε φοβόταν την εκκλησία και το λαό, θα είχε θανατώσει την Παλαιολογίνα, γιατί εκείνη, μόλις διώ­χθηκε από το παλάτι, «επεββοάτο ουρανόν και γην και πάσιν εξήγγειλε τό της καρδίας πυρ» (επικαλούνταν τον ουρανό και τη γη και σ' ό­λους διαλαλούσε τη φωτιά της καρδιάς της).
  
Το 1340, όμως, αμέσως μετά το θάνατο του Βασιλείου, η Ειρήνη Παλαιολογίνα μπήκε στο παλάτι, πήρε όλη τη βασιλική εξουσία και έ­διωξε από αυτό την Ειρήνη την Τραπεζούντια. Κατόπιν την εξόρισε κιόλας οτην Κωνσταντι­νούπολη, μαζί με τα δυο παιδιά που είχε κάνει στο μεταξύ με τον Βασίλειο, δηλαδή τον Καλοϊωάννη και τον Αλέξιο.
Ταυτόχρονα η Πα­λαιολογίνα έστειλε μαζί τους και πρέσβεις προς τον πατέρα της Ανδρόνικο για να παραλάβουν και να συνοδεύσουν ως την Τραπεζούντα έναν άρχοντα του Βυζαντίου ο οποίος θα την πα­ντρευόταν και θα έπαιρνε και τη βασιλική ε­ξουσία.
Οι πρέσβεις όμως δε βρήκαν τον Πα­λαιολόγο στην Κωνσταντινούπολη, γιατί εκεί­νος είχε ήδη φύγει από τη Βασιλεύουσα και βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, όπου ξεκουρα­ζόταν για να συνεχίσει την εκστρατεία του ε­ναντίον των Αιτωλών και Ακαρνάνων.
Συνέxι­σαν το ταξίδι τους για τη Θεσσαλονίκη. Αλλά όταν έφτασαν εκεί, έμαθαν ότι ο αυτοκράτορας είχε αναχωρήσει από τη «vύμφη του Θερμαϊ­κού» και είχε πάει στην Ακαρνανία. Με τα πολλά, τον συνάντησαν, επιτέλους, έξω από την Άρτα, στο στρατόπεδο του, αλλά στο μεταξύ  είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος για την ειδική αποστολή τους, και τα πράγματα στην Τραπεζούντα προχώρησαν:
 Η Παλαιολογίνα δεν  μπόρεσε να διοικήσει το κράτος καλά και με  δύναμη, με αποτέλεσμα, οι ντόπιοι άρχοντες,  που είχαν νικηθεί στον αγώνα για τη διαδοχή  του Βασιλείου Α', επωφελούμενοι από την καθυστέρηση, ξεσήκωσαν το λαό για να ξανακερδίσουν το χαμένο έδαφος και το κύρος τους.
 Σκόπευαν να ανατρέψουν τους αντιπάλους τους, τους Σχολάριους, οι οποίοι ήθελαν να δώσουν την εξουσία της Τραπεζούντας σ' έναν ξένο άρχοντα, ευνοούμενο του βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ' Παλαιολόγου. Ύστερα από αυτά, η Παλαιολογίνα αναγκάστηκε  να στείλει με πλοία στην Κωνσταντινούπολη  τον ίδιο το μητροπολίτη Ακάκιο για να επισπεύσει την εκτέλεση του αιτήματος της
Στο μεταξύ, ενώ ο λαός και οι ντόπιοι άρχοντες ήταν ξεσηκωμένοι, η Παλαιολογίνα, μεθυσμένη από την εξουσία, δημιούργησε πα­ράνομο ερωτικό δεσμό με το μεγάλο δομέστιχο της αυλής (υπουργό των εσωτερικών) της Τραπεζούντας.
Ακολούθησε νέος ξεσηκωμός των ντόπιων αρχόντων και διχασμός του πλή­θους, που η μια μερίδα του υποστήριζε το δομέστιχο, ενώ η άλλη το ντόπιο πλούσιο και δυ­νατό άρχοντα Σεβαστό Ζανιχίτη (ή Τζανιχίτη). Έτσι, άρχισε ένας νέος εμφύλιος πόλεμος.
Ο στασιαστής Σεβαστός Ζανιχίτης, που ήταν και μέγας στρατοπεδάρχης, μαζί με τους Σχολάριους τώρα, τους Μειζομάτες, τον Κωνσταντί­νο Δωρανίτη, τους Καβασίτες, τον Καμαχηνό, μερικούς λαϊκούς ανθρώπους και αρκετούς άν­δρες της έφιππης βασιλικής φρουράς, έπιασαν θέσεις και κράτησαν το μοναστήρι και την εκ­κλησία του Αγίου Ευγενίου, ενώ οι αντίπαλοι τους Αμυντζανταράτες, υπερασπιστές του θρό­νου και μερικοί της βασιλικής φρουράς, κρά­τησαν, μαζί με την Ειρήνη Παλαιολογίνα, την Ακρόπολη και το παλάτι.
Βρισκόμαστε στο μήνα Ιούλιο του 1340 και ο εμφύλιος πόλεμος έχει ανάψει για καλά. Ο μέγας δούκας Ιωάννης, άρχοντας του φρουρί­ου των Λιμνίων, που εξουσίαζε 13 πόλεις- φρούρια μεταξύ Οινόης, Φαδισάνης και Ιασόνιου ακρωτηρίου, ήρθε με πολυάριθμο στρα­τό στην Τραπεζούντα για να ενισχύσει την Ει­ρήνη Παλαιολογίνα.
Κοντά στο μοναστήρι του Αγίου Ευγενίου συγκρούστηκε με τις δυνάμεις του μεγάλου στρατοπεδάρχη Σεβαστού Ζανι­χίτη και τις νίκησε. Κατά τη διάρκεια της σφο­δρής μάχης, ο Ιωάννης είχε σύρει την πολιορ­κητική μηχανή του εναντίον του μοναστηριού και της εκκλησίας και χτύπησε.
Τα δύο κτίρια πήραν φωτιά και κάηκαν, μαζί με πολλά καλ­λιτεχνικά έργα που υπήρχαν μέσα. Στη συνέ­χεια, ο μέγας δούκας των Λιμνίων αιχμαλώτι­σε πολλούς από τους νικημένους άρχοντες, μα­ζί και τον αρχηγό τους Σεβαστό Ζανιχίτη, και τους μετέφερε στα Λιμνία. Εκεί τους περιόρι­σε στη φυλακή και αμέσως κατόπιν τους σκό­τωσε όλους.
Αλλά, καθώς γίνονταν τούτες οι εμφύλιες συ­γκρούσεις στην Τραπεζούντα, την ίδια χρονιά, 1340, μερικές νομαδικές ορδές Τούρκων από την Αμίδη (Διάρμπεκιρ), οι Αμιδιώτες «Ασπροπροβατάδες», («Λεύκαρνοι»), οι λεγόμενοι και Τουρκομάνοι, θέλοντας να προωθηθούν στις χλοερές και πλούσιες βοσκές της Γεωργίας και των οροπεδίων στα παράλια του Πόντου, μπή­καν στη χώρα των Κομνηνών και προχώρησαν ως τα πράσινα λιβάδια του Παρυάδρη, τα ο­νομαζόμενα «Παρχάριν».
Ο στρατός της Ειρή­νης Παλαιολογίνας κατάφερε να διώξει τους ε­πιδρομείς από τη χώρα και να κυνηγήσει τις ορδές τους έξω από τα σύνορά της. Αλλά, τον επόμενο χρόνο, 1341, τον Ιούλιο μήνα, οι Αμιδιώτες Ασπροπροβατάδες ξαναήρθαν δριμύ­τεροι.
Ο στρατός της Ειρήνης δέχτηκε σφοδρές και απαναπές επιθέσεις, με αποτέλεσμα να υ­ποχωρήσει. Η σύγχυση και η αναταραχή όμως μέσα στο παλάτι ήταν τόσο μεγάλη και η α­διαφορία των αρχόντων τόσο χτυπητή, ώστε οι ληστρικές εκείνες ορδές των Τουρκομάνων κα­τέλαβαν την Τραπεζούντα και την παρέδωσαν στη φωτιά, εκτός από το παλάτι και την Ακρό­πολη, που αντιστέκονταν ακόμα στις επιθέσεις.
Ένα μεγάλο πλήθος από τους κατοίκους, ιδι­αίτερα γυναίκες και παιδιά (σύμφωνα με το Χρονικό του Πανάρετου (σελ. 76) που μας περι­γράφει τον πόλεμο, καθώς και άλογα και άλλα ζωντανά, χάθηκαν μέσα στην πυρκαγιά της πό­λης. Τα μισοκαμένα πτώματα στη συνέχεια μό­λυναν την ατμόσφαιρα και προκάλεσαν επιδη­μία, η οποία, με τη σειρά της, έστειλε κι άλλους κατοίκους στο θάνατο. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς,έπεσε στην πόλη φοβερή πείνα που συμπλή­ρωσε την εικόνα της κόλασης.
Κατά το ίδιο διάστημα που συνέβαιναν αυ­τά στην Τραπεζούντα, ο αυτοκράτορας του Βυ­ζαντίου γυρνούσε από την Ακαρνανία, από την εκστρατεία του εναντίον του Δεσποτάτου της Ηπείρου.
Όταν έφτασε στην Κωνσταντινού­πολη, αρρώστησε βαριά και αμέσως μετά πέ­θανε, χωρίς να προφτάσει να αποφασίσει κά­τι για την υπόθεση της κόρης του Ειρήνης. Αλλά και ο μέγας δομέστιχος Ιωάννης Καντα­κουζηνός, που ανέλαβε να διοικήσει το Βυζά­ντιο, με τη θέληση της χήρας βασίλισσας Άννας, απασχολημένος με τα επείγοντα και σπουδαιότερα προβλήματα της διοίκησης του κράτους, δεν κατάφερε να ανταποκριθεί αμέ­σως στο αίτημα της Ειρήνης.
 Τελικά όμως, έ­στειλε τον άλλο γιο του Τραπεζούντιου αυτο­κράτορα Αλεξίου Β', τον Μιχαήλ Κομνηνό, για να παντρευτεί την Ειρήνη και να ανέβει οτο θρόνο του ποντιακού κράτους.
Κι ενώ ο Μιχαήλ βρισκόταν στο δρόμο για τον Πόντο, ξεσπάει νέα στάση στην Τραπε­ζούντα και η βασίλισσα Παλαιολογίνα χάνει την εξουσία. Στο θρόνο ανεβαίνει η Άννα Κομνηνή, η λεγόμενη και Αναχουτλού, θυγατέρα του Αλεξίου Β' και αδελφή του Μιχαήλ και του Βασιλείου.
Αυτή είχε ντυθεί προηγούμενα το μοναχικό σχήμα. Μόλις όμως ξέσπασαν οι τα­ραχές, πέταξε τα ράσα και πήγε στη Λαζία, ό­που έγινε βασίλισσα. Κατόπιν, με πολυάριθμο στρατό βάδισε προς την Τραπεζούντα, που τα ερείπιά της κάπνιζαν ακόμα από την επιδρο­μή των Αμιδιωτών Τουρκομάνων.
Φτάνοντας ε­κεί, με τη βοήθεια των ντόπιων αρχόντων, μπαίνει μέσα, ανεβαίνει στο παλάτι και ανα­κηρύσσεται βασίλισσα του Πόντου. Λίγες η­μέρες πιο ύστερα, στις 30 του Ιούλη του 1341, καταφτάνει στο λιμάνι και ο Μιχαήλ από την Κωνσταντινούπολη για να παντρευτεί την Πα­λαιολογίνα και να γίνει εκείνος αυτοκράτορας.
Τον συνοδεύουν άρχοντες, όπως ο Νικήτας Σχολάριος και ο Γρηγόριος Μειζομάτης. Ο μη­τροπολίτης Ακάκιος κατεβαίνει το βράδυ οτο λιμάνι με το ευαγγέλιο για να τον παραλάβει ως «αυθέντην», αλλά το πρωί ο λαός πιάνει και πε­ριορίζει τον Μιχαήλ, ενώ οι Λαζοί αιχμαλωτί­ζουν τα τρία πλοία της Κωνσταντινούπολης.
Τον Αύγουστο ο Μιχαήλ στέλνεται εξορία στην Οινόη και κατόπιν στα Λιμνία. Τον ίδιο μήνα εξορίζεται και η Ειρήνη Παλαιολογίνα στην Πόλη. Ωστόσο οι ταραχές, οι αλλαγές βα­σιλιάδων και οι επιδρομές απ' έξω συνεχίζονται ώσπου, μετά την Άννα (1341-1342), τον Ιωάννη Γ' (1342-1344) και τον Μιχαήλ Α' (1344-1349) ανεβαίνει στο θρόνο το 1349 ένας άξιος άντρας, ο Αλέξιος Γ' ο Μεγάλος Κομνη­νός, γιος του Βασιλείου Α' και της Ειρήνης της Τραπεζούντιας.

Χρήστος Σαμουηλίδης 
"ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ"
 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah