Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

Η Αλεξάνδρα Κτενίδου από την Οινόη ζει στην Καλαμαριά και θυμάται την πατρίδα

Αλεξάνδρα Κτενίδου
  «Τι  να θυμηθώ από τα παιδικά μου χρόνια στον Πό­ντο», λέει η Αλεξάνδρα Κτενίδου, κόρη του Κυριάκου Φι­λιππίδη, από την Οινόη του Πόντου, 96 ετών σήμερα, κάτοικος Καλαμαριάς. 
«Τους άντρες που μάζεψαν και τους έστειλαν εξορία; Τον πατέρα μου να θυμηθώ, που τον πήγαν στο Εμπερκίμ, αρκετά μακριά από εμάς που ζούσαμε στην Οινόη; Ή τον αδελφό του Γιώργο Φιλιπ­πίδη, τον πατέρα του Λάζαρου Φιλιππίδη; Πολλούς σκό­τωσαν και κρέμασαν.
 »0 πατέρας μου είχε τέσσερα αδέλφια, τρία αγόρια και ένα κορίτσι, και ζούσαν όλοι μαζί. Την εποχή εκείνη έκα­ναν ασφάλεια ζωής για την αδελφή τους, πληρώνοντας εκατό λίρες. Ο πατέρας μου ήταν ο μεσαίος από τους αδελφούς του και ο πιο ζωηρός.
   Ο πατέρας μου έκανε περιουσία
»Κάποια στιγμή θέλησε να φύγει από τη δουλειά τους και το σπίτι. Ζήτησε την ασφάλεια της αδελφής τους των εκατό λιρών και ό,τι άλλο ήθελαν. Και έφυγε. Έφτιαξε μια παράγκα, όπου έκανε τον έμπορο. Στην αρχή πουλού­σε γλάστρες πήλινες και σιγά σιγά με­γάλωσε τη δουλειά του. Έγινε ο Κυριά­κος εφέντης. Έκανε περιουσία.
»Πήρε μια μεγάλη έκταση στο δάσος, γύρω στα 700 στρέμματα, όπου δημιούργησε ένα μεγάλο εργαστήριο κατασκευής κουπιών για τις βάρκες. Δούλευαν αρκετές οικογένειες στη δουλειά του πατέρα μου. Έκοβαν ξύλα από το δάσος, τα επεξεργάζονταν και έκαναν τα κουπιά. Για να τα μεταφέρουν, χρησιμοποιούσαν τα νερά του ποταμού. Τα έδεναν, δηλαδή, σε δέματα τα κουπιά και τα έβαζαν στο ποτάμι, που τα κατέβαζε στη θάλασσα. Έκαναν και εξαγωγή κουπιών στη Βουλγαρία, στις πό­λεις Βάρνα και Πύργο. Είχε, ακόμη, ο πατέρας μου αντι­πρόσωπο στην Κωνσταντινούπολη τον Γεώργιο Πηλείδη, που ήρθε και εδώ.
»Όταν έστειλαν τον πατέρα μου εξορία στο Εμπερ­κίμ, εκεί έδειξε την καλοσύνη και την εργατικότητα του. Έτσι, ο αγάς τον ξεχώρισε και του έδωσε βοήθεια να κάνει εμπόριο. Και ενώ οι άλλοι εξόριστοι έπαιρ­ναν βοήθεια από τους δικούς τους, ο πατέρας μου μας έστελνε βοήθεια. Μας έγραφε συχνά γράμματα και μας συμβούλευε να μην φύγουμε. Έστω και μια οικογένεια αν μείνει, να είσαστε εσείς, μας έγραφε. Όταν θα έρθω εγώ, θα φύγουμε μαζί.
   Επίταξαν το σπίτι μας στην Οινόη
»Το 1922, με την ανταλλαγή, έφυγαν πολλοί. Μείνα­με λίγες οικογένειες. Το πολύ 15 ή 20. Το δικό μας σπί­τι το επίταξαν οι Τούρκοι, γιατί ήταν μεγάλο. Το έλε­γαν 'μουσαφίρ χανέ', δηλαδή χώρο φιλοξενίας. Έβαζαν μέσα τους πρόσφυγες μουσουλμάνους, που έρχονταν με την ανταλλαγή από την Ελλάδα. Τους κρατούσαν εκεί μέ­χρι να τους στείλουν στα χωριά. Όταν μαλάκωσαν κάπως τα πράγματα, ήρθε και ο πατέρας μου. Οι Τούρκοι έδει­χναν να τον αγαπάνε.
»Μαζί με το σπίτι που μας επίταξαν, πήραν και όλα τα πράγματα που είχαμε. Το μόνο που μάζεψε ο πατέ­ρας μου ήταν οι τίτλοι που αγόρασε τα κτήματα. Έβαλε τα χαρτιά σε ένα τσουβάλι και όταν ήρθε ο Λάμπρος Λαμπριανίδης** να συγκεντρώσει τις τελευταίες ελληνικές οικογένειες που δεν έφυγαν, μας βοήθησε και εμάς να φύ­γουμε για την Ελλάδα. Φύγαμε το 1924.
Η Οινόη (φωτο: Βασ. Σακελλαρίδης)
    
Η ζωή μας στην Οινόη
»Η Οινόη, θυμάμαι, ήταν μεγάλη πόλη και είχε κατοί­κους πολλούς Έλληνες, οι οποίοι είχαν όλες τις δουλειές. Είχαμε δύο εκκλησίες, τον Άγιο Νικόλαο, σε μια στροφή πιο πάνω από το σπίτι μας. Την άλλη εκκλησία, που βρι­σκόταν πιο κάτω από το σπίτι πήγαινα στον Άγιο Νικόλαο και βοηθούσα στο καθάρι­σμα την επιτροπή της εκκλησίας. μας, δεν τη θυμάμαι. Εγώ πήγαινα στον Άγιο Νικόλαο και βοηθούσα στο καθάρισμα την επιτροπή της εκκλησίας.
»Σχολεία είχαμε ελληνικά. Θυμάμαι τη δασκάλα μας. Την έλεγαν Παϊζάνα και ήταν Αρμένισσα. Ήμουν πολύ ζωηρή και με έλεγαν αγοροκόριτσο. Ήμουν, όμως, καλή μαθήτρια, έπαιρνα βαθμούς άριστα, και στη διαγωγή και στα μαθήματα. Ο πατέρας μου με αγαπούσε, γιατί ήμουν η μικρότερη. Η μεγαλύτερη από εμένα αδελφή μου, η Ει­ρήνη, με περνούσε δεκαπέντε χρόνια και ήταν παντρεμέ­νη στη Φάτσα. Είχα και τους δύο αδελφούς, τον Γιώργο και τον Σταύρο. Ο πατέρας μου ήταν της οικογένειας Γιώργου Φιλιππίδη. Ήταν τέσσερα αδέλφια, τρία αγόρια και ένα κορίτσι, η Ειρήνη. Τα αγόρια τα έλεγαν Φίλιππο, Κυριάκο και Θανάση. Η μητέρα μου ήταν από την Τρα­πεζούντα, από τα Εξώτειχα, της καλής οικογένειας Κωνσταντινίδη. Δεν ήξερε τουρκικά. Μας έπαιρνε και πηγαί­ναμε στη λαϊκή της Οινόης, στην παραλία. Τα σπίτια της Οινόης ήταν τα περισσότερα πετρόχτιστα.
     Η φυγή μας για την Ελλάδα
»Φύγαμε με μεγάλο βαπόρι, που μας κατέβασε στην Ηγουμενίτσα. Ο αδελφός μου, ο Γιώργος, που ήρθε νω­ρίτερα και εγκαταστάθηκε στη Δράμα, ήρθε και μας πήρε. Ο πατέρας μου πήγε στην Αθήνα και αγόρασε στο Πα­γκράτι ένα χωράφι έξι στρέμματα. Τότε, όλη η περιοχή εκεί ήταν χωράφια. Είχαμε λεφτά.
 Από τη Δράμα πήγα­με στην Καβάλα, όπου άνοιξε καφεκοπτείο. Οι βερεσέδες, όμως, τον ανάγκασαν να κλείσει το μαγαζί. Είδε ότι στην Καβάλα ζωή δεν γίνεται και μας έφερε στην Καλα­μαριά το 1927. Εδώ υπήρχαν πολλές μεγάλες παράγκες και λίγα σπίτια και γύρω όλο χωράφια.
 Αγόρασε ένα οικό­πεδο και χτίσαμε σπίτι. Ο εξάδελφος μου έλεγε στον πα­τέρα μου να μου μάθει γράμματα, να γίνω δασκάλα, αφού ήμουν καλή μαθήτρια. Ο πατέρας μου, όμως, του είπε, «εγώ την κόρη μου πουτάνα δεν την κάνω». Και αυτό, για να μην βγαίνω από το σπίτι. Τότε έτσι ήταν τα κορίτσια, ήταν για το σπίτι. Ήμουν δεκαέξι χρόνων. Έμαθα κοπτι­κή και ραπτική. Έραβα ό,τι μπορούσα, για να περνά­ει η ημέρα.
         Έραβα τα πιο όμορφα ρούχα
»0 πατέρας μου, που είδε ότι έχω καλή επίδοση στη ραπτική, με έστειλε στην εξαδέλφη μου, την Πηνελόπη Χρυσοβέργη, που ήταν καλή μοδίστρα στην Κατερίνη. Μέσα σε 25 ημέρες έμαθα πολλά και άρχισα να κάνω και δικά μου σχέδια. Όταν γύρισα στο σπίτι, ο πατέρας μου αγόρασε όλα τα σύνεργα της ράφτρας.
Η φιληνάδα της μητέρας μου, εδώ απέναντι, η γυναίκα του Ουστάμπαση, πάντρευε την ανεψιά της. Μου έφεραν να ράψω δύο ακριβά φορέματα και το νυφικό. Το είπα στη θεία μου, την Ελένη, και εκείνη μου έδωσε θάρρος. 'Μη φοάσαι, εσύ ράφ'ς καλά». Στον γάμο, όλοι ρωτούσαν ποιος έρα­ψε το νυφικό και τα ρούχα τους οι συγγενείς. Επειδή ήταν πολύ ωραία, ήθελαν να μάθουν τη μοδίστρα. Τους έλεγαν ότι τα έραψε ένα κορίτσι, που το σπίτι τους είναι εκεί μέσα στα χωράφια. Έτσι, άρχισαν να έρχονται πολλές, κρατώντας στη μασχάλη τα υφάσματα για ράψιμο. Χτυ­πούσαν την πόρτα και ζητούσαν την Αλεξάνδρα, τη μοδί­στρα. Ορισμένες έφευγαν, αλλά όταν έβλεπαν τα ρούχα που έραβα, ξανάρχονταν και περίμεναν στη σειρά.
»Οι συγγενείς και οι γνωστοί έλεγαν ότι μοιάζω του πα­τέρα μου, που ήταν μέσα σε όλα, και όχι της μάνας μου, που ήταν άβγαλτη. Όταν πέθαινε ο πατέρας μου, στα 87 του χρόνια, με φώναξε κοντά του και μου είπε: Όταν φέρ'νε βούτυρο, να παίρτς ατο 7 φράγκα και να πουλείς ατο 8 φράγκα.
Η Αλεξάνδρα Κτενίδου προκλήθηκε κατόπιν από εμάς να μιλήσει για τον άντρα της, τον Λάζαρο Κτενίδη, και πώς τον γνώρισε. Διηγείται:
 Τον άντρα μου Λάζαρο Κτενίδη τον γνώρισα όταν ήμουν δεκαοχτώ χρόνων. Για να με κάνει φίλη του, υπέφερε πάρα πολύ.. Όταν πήγαινα να αγοράσω φό­δρες, κλωστές και ό,τι άλλο χρειαζόμουν για τη δουλειά μου, τη ραπτική, αυτός με ακολουθούσε. Έμενε στο σπίτι της αδελφής του, που ήταν απέναντι από το δικό μας. Όλο διάβαζε, γιατί ήταν πρωτοετής φοιτητής. Μόλις με έβλεπε να βγαίνω, έτρεχε και με προλάβαινε. Αυτό έγινε μερικές φορές. Μια μέρα του λέω: «Τι θέλεις και δεν με αφήνεις να με κοιτάς;(δεν τον χώνευα). Το είπα στη φίλη μου, τη Διαλεκτή. Της είπα ότι δεν τον θέλω. Τον είχα ονομάσει «τερέα» (αυτός που κοιτάζει).
     Με είδε στην παραλία, αλλά με έχασε
Εγώ, τότε, έραβα πολλά ρούχα. Μια  μέρα, εκεί που βρισκόμουν με την κατά έξι χρόνια μεγαλύτερη φίλη μου, ήρθε από τη θάλασσα ένας Γερμανός στην πα­ραλία, με ένα μικρό σκάφος, που τότε το έβλεπαν όλοι σαν κάτι πολύ παράξενο. Όλοι οι Καλαμαριώτες κατέβαιναν να το δουν. Εμείς με τη φίλη μου κατεβήκαμε για λίγο να δούμε και να γυρίσουμε στο σπίτι, γιατί είχα πολλή δουλειά. Έπρε­πε, δηλαδή, να ετοιμάσω δουλειά για τα κορίτσια, που θα έρχονταν τη Δευτέρα.
Εκεί με είδε για πρώτη φορά ο κατοπινός άντρας μου, αλλά με έχασε. Ρώτησε τη φίλη μου: Εκείνο το κορίτσι, που φορούσε τα τάδε ρούχα και με κολιέ στο λαιμό της, πώς τη λένε και πού μένει;
Αυτό ήταν, κόλλησε και με παρακολουθούσε κανονικά. Δεν με άφηνε από τα μάτια του. Με παρακολουθούσε πά­ντα. Η οικογένεια του διέμενε στις Σέρρες. Καταλάβαινε ότι τον συνέφερε η γνωριμία μαζί μου. Φυσικά με αγάπησε. Τον αγάπησα και εγώ. Είχε φίλο τον Θανάση Αθανασιάδη, που ήταν έμπορος υποκαμίσων και τον έκανε και κουμπάρο. Τώρα μένει στο Πανόραμα.
Αρχίσαμε να βγαίνουμε συχνά μαζί. Μια μέρα με ρώτησε: «Γιατί έρχεσαι μαζί μου;». Εγώ του είπα για να σε γνωρίσω περισσότερο. Κάθε βράδυ που περνούσε από εδώ, σφύριζε να βγω, να ιδωθούμε ή να πάμε βόλτα. Εδώ κοντά είχε μια θεία και έναν εξάδελφο. Αυτός περνούσε από εδώ, χτυπού­σε παλαμάκια, για να πάμε βόλτα μαζί, ποτέ μόνοι, οι δυο μας. Όταν το έμαθε η μάνα του - η κατοπινή πεθερά μου - στενοχωρήθηκε, επειδή ήταν μικρός. Ο αδελφός του έστελνε χρήματα, αλλά μετά καταστράφηκε οικονομικά και σταμάτησε να του στέλνει.
Του εξασφαλίσαμε στέγη στο σπίτι μας
Ο πατέρας μου, βλέποντας τη δυσκολία που αντιμετώπιζε ο κατοπινός άντρας μου, του εξασφάλισε στέγη στο σπίτι μας. Εγώ, παρόλο που τον αγάπησα, τον βασάνισα πολύ. Έκανα χρόνια για να του πω το «σ' αγαπώ».
Στο σπίτι μας έμεινε, ως φοιτητής, πέντε χρόνια, τελείωσε και μετά πήγε στη σχολή δοκίμων, τελείωσε και τον στρατό και το 1937 παντρευτήκαμε.
Στον πόλεμο του 1940-1941, όταν ήρθαν οι Βούλγαροι και κατέλαβαν τις Σέρρες, οι γονείς του και τα αδέλφια του ήρθαν στη Θεσσαλονίκη. Τους φιλοξενήσαμε στο σπίτι μας, που έγινε «κέντρο διερχομένων». Πηγαινοέρχονταν οι δικοί του. Ο κουνιάδος μου ήταν στο μέτωπο και ο άντρας μου ήταν αξιωματικός και έπαιρνε μισθό. Μετά την απελευθέ­ρωση, οι συννυφάδες μου έφυγαν και έμειναν η πεθερά μου και η μικρή της κόρη, έως ότου παντρεύτηκε η μικρή, οπότε έφυγαν.
Σχέσεις καλές με την πεθερά μου
Η πεθερά μου με αγαπούσε πολύ, όπως κι εγώ. Ο άντρας μου δεν ήθελε να με βλέπει να ράβω. «Εγώ εσέν 'κι θα ελέπω σε καμίαν;», μου έλεγε. Έτσι, έκοψα τη ραπτική. Η πε­θερά μου ήταν από την οικογένεια Καπαγιαννίδη, με καλά οικονομικά. Ο πεθερός μου ήταν ορφανός. Αγαπήθηκαν, και επειδή δεν του την έδιναν, την έκλεψε. Όταν πέθανε ο πε­θερός μου, πήρα την πεθερά μου με εμάς και ζούσαμε πάρα πολύ καλά, αγαπημένοι όλοι μέχρι το τέλος. Και μέχρι τώρα αγαπιόμαστε με όλα τα ανέψια μου.
Οι σπουδές και οι σταδιοδρομίες των παιδιών
Όταν ήταν να στείλουμε για σπουδές στη Γερμανία την κόρη μου, όλοι θέλαμε, εκτός από τον πατέρα της. Δεν ήθελε να πάει στα ξένα κορίτσι μόνο του. Τελικά, τον πείσαμε, εγώ και τα δυο αγόρια μου. Ο άντρας μου ήταν σταθμάρχης στον σιδηροδρο­μικό σταθμό Ειδομένης. Εκεί γνώ­ρισε τον Καπετανίδη, πρεσβευτή της Ελλάδας στη Βόνη, τότε πρω­τεύουσα της Γερμανίας.
 Η κόρη μου δεν ήθελε να δώσει εξετάσεις εδώ. Έλεγε ότι στη Γερμανία, όπου πήγαν και άλλα κορίτσια, δεν έδιναν εξετάσεις. Ο πρεσβευτής, ο Καπετανίδης, στον οποίο απευ­θύνθηκε ο άντρας μου, του είπε ότι είναι καλά να σπουδάσει εκεί. «Εγώ θα είμαι κηδεμόνας του παι­διού σου» είπε. Έτσι, η κόρη μας πήγε και σπούδασε στη Γερμανία. Ο γιος μας, ο Μπάμπης, αφού πήγε στο γυμνάσιο, έγινε ένας καλός επαγγελματίας και νοικοκύ­ρης.
Ο μικρότερος, ο Χρύσανθος, ήταν άγγελος. Τον στείλαμε στην Ιταλία, όπου σπούδασε μηχανικός. Όταν χτίσαμε αυτήν την πολυκα­τοικία, ήρθε ο Φωστηρόπουλος, ο ανεψιός του άντρα μου, την είδε και είπε: «Πού είσαι, Λάζαρε, να δεις το έργο που έκανε ο λατρευ­τός σου γιος!».
     Ζω ευτυχισμένη με τους δικούς μου
Ο άντρας μου λάτρευε τα παιδιά μας, τα φώναζε «πουλάκια μου». Η θεία μου, η Ελένη Φιλιππίδου, μου είπε μια μέρα: «Αλεξάνδρα, εσύ φροντίζεις για όλα τα παιδιά σου και αυτά αγαπάνε πιο πολύ τον πατέρα τους». Έχω κοντά μου τη νύφη μου, την Ελένη, που είναι καταπληκτικό κορίτσι, και την εγ­γονή μου, την Αλεξάνδρα. Είμαι ευτυχισμένη μάνα, είμαι πολύ τυ­χερή. Αν και κουράστηκε, θα έρ­θεις και στα εκατό μου χρόνια να μιλήσουμε, Νίκο.


 Νίκος Τελίδης
Συλλέκτης παραδοσιακών αντικειμένων 

και κατα­γραφέας ζωντανών μαρτυριών.
  Γενάρης 2009









** σ. σ. Ο Λάμπρος Λαμπριανίδης, κατοπινός υπουργός στην Ελλάδα, πήρε την εντολή, το 1924, από την ελληνική κυβέρνη­ση να φροντίσει για τη φυγή των τελευταίων Ελλήνων ανταλλά­ξιμων προς την Ελλάδα.
 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah