Την Τραπεζούντα κατέλαβε ο Μωάμεθ Β' στις 15 Αυγούστου 1461, τη διακοσιοστή επέτειο της επανάκτησης της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους. Το 1461 η άλωση της Τραπεζούντας σήμανε και την απώλεια της ανεξαρτησίας του Πόντου αλλά όχι και της εθνικής συνείδησης του, που τη διατήρησε αμείωτη στο πέρασμα των αιώνων.
Σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας έγιναν προσπάθειες εξισλαμισμού των Ελλήνων. Ορισμένοι που δεν άντεξαν υπέκυψαν και άλλοι εξισλαμίστηκαν επιφανειακά διατηρώντας στα κρυφά τη χριστιανική τους πίστη.
Η Ρωσία, που βρισκόταν σε συνεχείς πολέμους με τους Οθωμανούς, κατά τη λήξη τους συμπεριλάμβανε στις συνθήκες όρους προστασίας των χριστιανών, με αποτέλεσμα να υπάρχουν και περίοδοι ηρεμίας για τους Έλληνες του Πόντου.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι Τούρκοι δεν θέλησαν να διαλύσουν τους Έλληνες που κατοικούσαν στα παράλια του Πόντου, γιατί διεξήγαν το εμπόριο και ήταν κατασκευαστές καραβιών.
Αργυρούπολη |
Το ίδιο έκαναν και με τους Πόντιους της Αργυρούπολης, διότι μόνο αυτοί γνώριζαν την τέχνη της εξόρυξης και της επεξεργασίας των μετάλλων, και ιδιαίτερα του αργύρου, ασχολία που τους κατέστησε απαραίτητους.
Η
Αργυρούπολη βρισκόταν στην Αρχαία Χαλδαία, νότια της Παναγίας Σουμελά.
Εκεί αναπτύχθηκε πολύ η αστρολογία. Από τη Χαλδαία λένε ότι ήταν η
καταγωγή των μάγων με τα δώρα. Ίσως το γεγονός του ότι είχαν γίνει
απαραίτητοι οδήγησε στην ελευθερία που είχαν να κρατήσουν τη γλώσσα, τη
θρησκεία, καθώς και τα ήθη και τα έθιμα τους.
Με
την υποταγή όλων των ορθόδοξων ελληνοφώνων και μη στο Οικουμενικό
Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, η τελευταία έγινε το κέντρο της
οικουμενικότητας. Μετά την άλωση, εκπρόσωπος του θεού επί της γης δεν
είναι πλέον ο αυτοκράτορας αλλά ο Έλληνας πατριάρχης.
Η επιθυμία για νέες εξερευνήσεις και για αναζήτηση νέων ευκαιριών ώθησε πολλούς Έλληνες του Πόντου αλλά και της Άσπρης
θάλασσας (έτσι ονόμαζαν τη Μεσόγειο) να μεταναστεύσουν στις
παραδουνάβιες ηγεμονίες. Εκεί οι προσπάθειες τους απέδωσαν καρπούς τόσο
στον οικονομικό τομέα όσο και στον πολιτικό και πολιτιστικό.
Έτσι,
η εξέλιξη τους ήταν τόσο μεγάλη, που κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν την
διοίκηση των δυο ηγεμονιών στις περιοχές Βλαχίας και Μολδαβίας από το
1711 έως το 1821. Από τις ηγεμονίες αυτές οι Έλληνες ενίσχυαν τα διάφορα
μοναστήρια με χρυσά νομίσματα. Στο μοναστήρι του Σουμελά στον Πόντο
στην αρχή έστελναν 100 χρυσά νομίσματα για να καταλήξουν στα 160 το
χρόνο. Ο Τραπεζούντιος δάσκαλος Σεβαστός ήταν ο πρώτος καθηγητής της
Πριγκιπικής Ακαδημίας Βουκουρεστίου. Πολλοί Έλληνες πήγαιναν στις
πριγκιπικές ακαδημίες των ηγεμονιών να σπουδάσουν, αφού οι καθηγητές
τους ήταν Έλληνες και πολλές φορές οι ίδιοι οι ηγεμόνες.
Έτσι,
παρ' ότι ο ελληνισμός ήταν υπόδουλος πρωτοστατούσε στα γράμματα και στο
εμπόριο. Πράγματι, η περιοχή άκμασε, τα γράμματα και οι τέχνες άνθησαν.
Τα αμέτρητα ελληνικά σχολεία -με πιο φημισμένο το Φροντιστήριο της
Τραπεζούντας- δεν σταμάτησαν στιγμή να διδάσκουν στα παιδιά τον ελληνικό
πολιτισμό. Οι εφημερίδες, τα περιοδικά, τα τυπογραφεία, οι λέσχες και τα θέατρα μαρτυρούν το υψηλό πνευματικό επίπεδο των Ελλήνων του Πόντου. Είναι αυτοί που στη συνέχεια θα βοηθούσαν και με έμψυχο υλικό και οικονομικά στη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους.
Εκείνη την εποχή ο Πόντος δεν είχε προβλήματα. Αντίθετα, η οικονομική ανάπτυξη συνδυάστηκε με τη δημογραφική άνοδο. Στις αρχές του 1900 στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ζούσαν περίπου 600.000 Πόντιοι.
Χαρακτηριστικό είναι ότι στην περιοχή υπήρχαν μέχρι το 1922 έξι μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου ( Αμάσειας, Χαλδαίας, Νεοκαισαρείας, Ροδοπόλεως, Τραπεζούντος και Κολωνίας). Ωστόσο, τα χρόνια της ευημερίας έμελλε να τελειώσουν το 1914 με το σχέδιο εξόντωσης των χριστιανικών πληθυσμών, πρώτα των Αρμενίων και μετά των Ποντίων. Ακολούθησε το 1922, κατά τη διάρκεια του οποίου οι διωγμοί και ο ξεριζωμός αποτελείωσαν το δυναμικό ελληνικό πληθυσμό στον Πόντο.