Τα Μωμογέρια στον Πόντο και ιδια ίτερα στη Mατσούκα
και το Σταυρίν ήταν μια παραδοσιακή εκδήλωση στις μέρες του 12ημέρου
των Χριστουγέννων-Θεοφανίων. Ήταν , με λίγα λόγια, ένα παραδοσιακό
θέατρο, που παιζόταν στις αυλές των σπιτιών, στα σταυροδρόμια και τις
πλατείες. Ήταν ένα λιτό δραματικό και σατιρικό παιχνίδι, που ανάβλυζε
από το μακρινό παρελθόν της αρχαίας Ελλάδας.
Παλιό σπίτι στην Λιβερά |
Η
ονομασία τους που προέρχεται από την αρχαία λέξη μωμος=κοροϊδια και τη
λέξη γέρος, είναι πολύ χαρακτηριστική. Οι Βυζαντινοί ακολουθώντας τους
Ρωμαίους, γιόρταζαν την 1η Γενάρη τα Κάλανδα, με εύθυμες
εκδηλώσεις, συνήθιζαν να μεταμφιέζονται σε ζώα, τράγους, ελάφια,
γκαμήλες κ. ά. και να πειράζουν όσους συναντούσαν στο δρόμο. Σαν
θαυματοποιοί και μίμοι παρίσταναν διάφορους τύπους, γιατρούς, κάπηλους,
βασιλιάδες, δούλους και μοιχούς.
Στα
χρόνια της τουρκοκρατίας, τα Μωμογερια πλουτίστηκαν με νέα πρόσωπα,
όπως με ντερεμπέηδες (τοπικούς κακούς άρχοντες), κατήδες(δικαστές),
διαβόλους κ.α.
Στα
δρώμενα των μωμόγερων, βέβαια, υπήρχε πάντα και ένας συμβολισμός για το
καινούργιο και τον παλιό χρόνο, για τον θάνατο, για τη ζωή, και πολλά
αλλα. Τέτοια πρόσωπα, συνήθως, ήταν ο γέρος, ο διάβολος, ο αλογάς, ο
γιατρός, ο τζανταρμάς (χωροφύλακας), ο κατής κ. α.
Όμως στη Λιβερά και στο Καπίκιοϊ της Ματσούκας, τα Μωμογέρια είχαν άλλη
σύνθεση και μορφή. Το κυριότερο στοιχείο τους ήταν ένα σοβαρό
πειθαρχημένο σύνολο, μια χορευτική παράσταση δώδεκα ευσταλών νέων,
καλοντυμένων με φουστανέλες και περικεφαλαίες εξαιρετικά όμορφες, με
χίλια δυο στολίδια. Σε γενικές γραμμές, παρουσιαζόταν μια ελληνοπρεπής
χορευτική εμφάνιση, ένα ελληνικό χορευτικό συγκρότημα. Δεν φορούσαν
προσωπίδα(μάσκα), που στα ποντιακά λεγόταν μουτσούνα, ουτε ήταν
μασκαρεμένοι. Δεν προκαλούσαν το γέλιο και το αστείο. Αντίθετα, ήσαν
σοβαροί και περήφανοι, γεμάτοι παλικαριά και δύναμη. Όλοι μαζί συνέθεταν
ένα ωραίο σύνολο.
Οι
φιγούρες αυτές και όλος ο χορός γίνονταν ρυθμικά, σε εκτέλεση
παραγγελίας ορισμένων συνθημάτων, που δίνονταν απο τον κορυφαίο του
χορού. Βασικά γνωρίσματα του χορού ήταν ο συγχρονισμός των κινήσεων, η
ομαδική εκτέλεση, η πίστη εφαρμογή των παραγγελμάτων του κορυφαίου και η
ακριβής εκτέλεση των κινήσεων.
Το χορό των «κοτυαμανίων»- ετσι λεγόταν τα Μωμογέρια στη Λιβερά- τον πλαισίωνε η «νύφε»,
μια καλοντυμένη και καταστολισμενη νέα, που την παρίστανε άντρας,
φυσικά, και όχι γυναίκα, χωρίς μάσκα, με πολλές μπογιές και βαψίματα.
Τον χορό συνόδευε, συνήθως, το μουσικό όργανο γκάιντα- το αγγείον ,
ποντιακά- με τους δυνατούς και διαπεραστικούς ήχους, και όχι η γλυκόλαλη
και σιγανή λύρα.
Στο σύνολο των Κοτουuαμανίων προστίθενται και αλλα
πρόσωπα, παρμένα από τα πραγματικά Μωμογέρια, δηλαδή ένας ζαρωμένος και
κακοντυμένος γέρος, ο διάβολος με ουρά και κουδούνια, ένας τζανταρμάς
κ.ά. με σκοπό να διανθίσουν την όλη παράσταση με γέλια και αστεία, για
χάρη φυσικά των θεατών. Η απαγωγή της νύφης από κάποιον θεατή, η σύλληψη
και η τιμωρία του απαγωγέα, η πυρπόληση του κακόμοιρου γέρου, οι
γελοίες σκηνές του διάβολου και αλλα πολλά αποτελούσαν το κωμικό και το
εύθυμο στοιχείο των Κοτουαμανίων.
Αυτή
η πρωτότυπη μορφή των Μωμόγερων της Λιβεράς που εχει βασικό στοιχείο
του τον όμιλο των φουστανελάδων με περικεφαλαίες, κάνει τον καθένα να
σκεφτεί πως εκεί μακριά στον Πόντο, εμφανίζονται η γνωστή φουστανέλα και
περικεφαλαία και τι συμβολίζουν τα Κοτουαμάνια και ο χορός τους. Πολλές
εκδοχές υπάρχουν ως απάντηση των ερωτημάτων αυτών. Άλλοι θεωρούν ότι τα
δώδεκα παλληκάρια συμβολίζουν τους δώδεκα μήνες του ετους και ο γέρος,
τον γερο χρόνο που φεύγει. Μερικοί υποστηρίζουν ότι τα Κοτουαμάνια
συμβολίζουν μια διαρκή αντίσταση, μια εθνική προσδοκία για εθνεγερσία
και ελευθερία του γένους. Γεννιέται , επίσης, το ερώτημα αν είναι
ελλαδική, φερμένη από τον ελλαδικό χωρο. Αν δεχτούμε το δεύτερο, τίθεται
το ερώτημα πως μεταφέρθηκε και πως διαδόθηκε στον Πόντο.
Οι Λιβερίτες ξενιτεύονται, σχεδόν αποκλειστικά στην Κωνσταντινούπολη και όχι
στη Νότια Ρωσία. Στην Πόλη η ασχολία τους είναι η βιοτεχνία. Ήταν
παπλωματάδες, γανωτήδες, αρτοποιοί και γενικά μικροεπαγγελματίες. Εκει,
λογω της εργασίας τους και της εύκολης συναναστροφής τους με τους
αλλους Ελληνες, δέχονταν την επίδραση των συμπατριωτών τους, ζούσαν
γεγονότα εθνικού χαρακτήρα και συγκινήσεις πατριωτικού περιεχομένου. Με
την επιστροφή τους στη Λιβερά, είχαν την δυνατότητα να μεταφέρουν ότι
πατριωτικό είδαν ή έζησαν στην Πόλη, που ήταν το μεγάλο πνευματικό και
εθνικό κέντρο κατά τον 19ο αιώνα, στην εποχή δηλαδή των μεταναστεύσεων εκεί.
Μετα
το Χάττι Χουμαγιούν(1856), στην Κωνσταντινούπολη γίνονταν συχνά
θρησκευτικές γιορτές, με καλυμμένες εθνικές ενδυμασίες από τη λοιπή
Ελλάδα. Αυτές, ακριβώς, οι εκδηλώσεις και παραδόσεις μεταφέρθηκαν -κατά
την γνώμη μας- από τους ξενιτεμένους Λιβερίτες στη Λιβερά,
προσαρμόστηκαν , σε συνδυασμό με τα Μωμογέρια, στο νέο περιβάλλον και
έγιναν μια όμορφη λαϊκή εκδήλωση. Φανερή, βέβαια, και ανοιχτή εθνική
εκδήλωση ήταν αδύνατο να γίνει εξαιτίας του κατακτητή. Στο πλαίσιο,
όμως, των Μωμόγερων, που προϋπήρχαν από πολύ παλιά σαν γνήσια παράδοση
της αρχαιότητας και που έδιναν τη δυνατότητα να συγκαλυφθεί και η εθνική
εκδήλωση μέσα στο αστείο και το σατυρικό των Μωμόγερων, η ελληνική ψυχή
κατόρθωνε να εμφανίζεται αδούλωτη στα βουνά και τους κάμπους του
Πόντου.
Έχουμε
ετσι, τη γνώμη ότι η παραλλαγή των Μωμόγερων της Λιβεράς, τα
Κοτουαμάνια, αποτελεί ακόμη μια απόδειξη της εθνικής ενότητας του
ποντιακού και ελλαδικού χώρου.
Νίκος Λαπαρίδης