Ή
διάλεκτος τού Πόντου και πιο πολύ της Σαντάς είναι μία από τις
χαρακτηριστικότερες ελληνικές διαλέκτους· σώζει τό μεσαιωνικό, τό
βυζαντινό χαρακτήρα, μέ πολλούς γλωσσικούς και γραμματικούς τύπους
αρχαϊκούς, ακόμα δέ και ομηρικούς.
Σαντά του Πόντου* |
Οί Πόντιοι δέν ακολούθησαν τή γλωσσική εξέλιξη τών Άσπροθαλασσιτών και τών άλλων Ελλήνων .Απομονωμένοι στο βάθος της Μαύρης Θαλάσσης διατήρησαν τήν απήχηση τής βυζαντινής λαλιάς και είναι ή γλώσσα τους ένας σύνδεσμος γλωσσικός τών αρχαίων και νεωτέρων χρόνων.
Διάφοροι λόγοι: αναλογικές μεταβολές, ιδιαίτερη σύνταξη, ή επίδραση τής Κοινής, ή γλώσσα τής εκκλησίας και του σχολείου, διάφορες φωνητικές μεταβολές τήν έκαμαν ακατανόητη στους άλλους Έλληνες.
Ή διάλεκτος του Πόντου δέν ήταν παντού ή ίδια αλύγιστη κατά τούς φωνητικούς και τυπικούς κανόνας τής γραμματικής , όχι
μόνο κάθε περιφέρεια, άλλα και κάθε πόλη και κωμόπολη είχε διαφορά
στήν ομιλία και μέσα σ' αυτή τή Σαντά ακόμα, ό προσεκτικός παρατηρητής
μπορούσε νά βρει μερικές διαφορές και στο λεξιλόγιο και στήν προφορά.
Τό
ιδίωμα τής Σαντάς πλησιάζει περισσότερο προς τό ιδίωμα τής Κρώμνης, τής
Τραπεζούντας θά έπιανε πολύ χώρο ή λεπτομερής ανάλυση τής φωνητικής
καθώς και τών γλωσσικών και γραμματικών στοιχείων της, ούτε θά
εξυπηρετούσε κανένα σκοπό, αφού υπάρχει ή Γραμματική τής Ποντιακής
διαλέκτου τού π. Ανθίμου Παπαδοπούλου.
Γι'
αυτό παρακάτω θά αναφέρω μόνο τις κυριότερες διαφορές πού υπάρχουν
ανάμεσα στα δύο ιδιώματα, τής Τραπεζούντας και τής Σαντάς.
Σαντά του Πόντου* |
1.
Στο ιδίωμα τής Σαντάς παρατηρεί κανείς μεγαλύτερη αρχαιοπρέπεια, ή
διατήρηση αρχαίων τύπων και λέξεων, έχει τήν αιτία του στο ότι εξ αιτίας τής απόκεντρης γεωγραφικής θέσης τής Σαντάς, ή λαλιά της δέν έπαθε τις αλλοιώσεις και παραλλαγές πού μετέβαλαν περισσότερο τά άλλα ιδιώματα του Πόντου.
α) Λέξεις πού προφέρονται απαράλλακτα όπως στήν αρχαιότητα, καί μέ τήν ίδια σημασία:
Άλίζω, άναλος, άλυκός, ανάμματος, άχνα, βώκος, δάνος, διάφορον έσαν (ιωνικό), ζυγόν, καλλύνω, κόττα, κόττος, κώλον, λιχνεύω, λυμνός, λώμαν μαμμάν νοτίζω, όκνία, όλόκοπος, οξέα, παρέξ, παρωνυμιάζω, πεισματικός, πολιτικός, πρωτόγαλα, πώμα, ράμμια, στρογγυλίζω, συγκροτώ, συγκρούω, συμποδίζω, ύλαγμα, ύλίζω, ύλιστόν, ύπουράνιος, χρεία.
β) Λέξεις πού προφέρονται απαράλλακτα όπως στήν αρχαιότητα, άλλά μέ διαφορετική σημασία: Άσα, δείσα, έξηχος, κούρος, φέγγος.
γ)
Λέξεις παραλλαγμένες: άνούας, άνούατος, άχάντ - άχάντιον, βραβουλίτσα -
βράβυλος, έμποδος - έμπαις, ιμπειρος - έμπειρος, χρίβω -πακούω -
έπακούω, κορδύλ - κορθύλη, κοτύλα - κοτύλη, κουμάσ' - κουμάσιον, κρωπή - κρώπιον, λυμαινεύω - λυμαίνομαι, λωστάρα από το λώστος, - παίγνια-παιχνία, παρανυχάουμαι - παρωνυχία, προσερεύω - πρσσωρεύω, σκηρόν, σκατόν - σκάτος, τελέτρ - τέρετρον, ύλέε - ύλη, φλεμαίνω - φλεγμαίνω, άχάνω - χαίνω, ώράζω - ώρεύω.
2. Σέ πολλές τουρκικές λέξεις το ε έγινε ανοικτό α: κεβεζές, ζεβζέξ της Τραπεζούντας, κιαβαζάς, ζαβζάξ της Σαντάς.
3- Σέ πολλές τουρκικές λέξεις το χ η γ αντικαθιστούν τό κ: κα κρασί, καΐκ της Τροπτεζούντας, χαρπούζ, γαρσί, γαϊχ της Σαντάς.
4. Τό η, ι, ο, πότε ακούονται σαν καθαρό ι: ξυρίζω, συρίζω, Συμέλα της Σαντάς, ξουρίζω, σουρίζω, Σουμέλα της Τραπεζούντας, ποτέ όμως το εναντίο σαν καθαρό ου: σημαδεύω, σιμώνω, πυρνά, ζυμώνω της Τραπεζούντας σουμαδεεύω, σουμώνω, πουρνά, ζουμώνω, της Σαντάς.
5. Ή Γενική του άρθρου και τών τριών γενών είναι τη: Τή Γιάν' τη μάνας ιμ' τη παιδί της Σαντάς, του Γιάνν' της μάνας ιμ', του παιδί της Τραπεζούντας. Τό ίδιο και ό πληθυντικός και τών τριών τοί άντι τών.
6. Ή αιτιατική τών πρωτοκλίτων ουσιαστικών και επιθέτων της Σαντάς τελειώνει σέ ας: κυρούδας, ποππάδας, δεσποτάδας, ψαλτάδας, μαθετάδας, παιδάντας, ραφτάδας, μανάδας, μαμήδας, νυψάδας, συννυφάδας, βρεχάντας, πίστας, συενότας. Της Τραπεζούντας σέ ες.
7. Ό παρατατικός τών ρημάτων πού τελειώνουν σέ ούμουν στο ίδίωμα της
Τραπεζούντας έκοιμούμουν έφανερούμουν, στο ιδίωμα της Σαντάς βάλλει τό
ουν: έκοιμούμ' έκοιμούσ' - έκοιμάτον, έσκούμ' - έσκούσ'- έσκούτον, έμ -
ες - έτον.
8. Τά επίθετα καθώς και πολλά ουσιαστικά στη γενική του πληθυντικού τελειώνουν σέ -ίων της Σαντάς, αντί -ων της Τραπεζούντας. Χορτασμενί, βαρυδίων, κουκκινειδίων, καματερίων, γαρηδίων, άρθωπίων, πετεινίων, συννυφαδίων, παιδαντιων.
9. Στο ιδίωμα της Σαντάς ή γενική πληθυντικού του άβούτος κάμνει αβουτεινέτερον, του εκείνος - έκεινέτερον, του ατός - τ' άτεινέτερον, άλλος άλλοινέτερον και του όλος όλοινέτερον, αντί εκεινών, άλλωνών, ατεινών, όλωνών της Τραπεζούντας.
10. Ή αναφορική αντωνυμία όστις έχει ονομαστική του αρσενικού θηλυκού ήντζαν και του ουδετέρου ότι ή ήνταν. Γενική και τών τριών γενών όντινος ή ήντινος. Αιτιατική του αρσενικού και θηλυκού όντιναν ή ήντιναν και του ουδετέρου ότι ή ήνταν.
11. Τό β' πληθυντικό τών περισπωμένων (κοιμούμαι, καταρούμαι, φαούμαι, μαρουκούμαι κ.ο.κ.) τελειώνει σέ -άσνε (άζνε) κοιμάζνε, καταράζνε, φοάσνε, μαρουκάσνε·..Στάθης Αθανασιάδης(Γεροστάθης)
Φωτογραφιες: Βασ. Σακελλαρίδη