Ο Γιάννης Τσουκαλίδης, 98 ετών το 2008, όταν συζητήσαμε μαζί του
στην Ποντοκώμη Κοζάνης για τη ζωή του και για την πατρίδα του, γεννήθηκε το
1910 στο χωριό Τσιόλανη του Καρς, στον Καύκασο.
Ο παππούς του καταγόταν από την περιοχή της
Τοκάτης του Πόντου, από το χωριό Αερίν. Το Καρς, όπου κατέφυγε ο παππούς του,
περιήλθε στη Ρωσία μετά την ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1884.
Όταν ο Γιάννης
Τσουκαλίδης ήταν εννέα χρόνων, το 1919 που η Σοβιετική Ένωση παρέδωσε το Καρς
στους Τούρκους (Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ), η οικογένειά του έφυγε από το
χωριό και εγκαταστάθηκε για τρία χρόνια σε ένα τουρκικό χωριό, σε υψόμετρο
1.300 μέτρων. Στη συνέχεια και για τριάντα πέντε χρόνια, έζησαν στο καινούργιο
χωριό που έχτισαν.
Στην περιοχή
κατοικούσαν και Κούρδοι, με τους οποίους έζησαν μονοιασμένα. Πιο πέρα
κατοικούσαν Τούρκοι, που ήταν πολύ άγριοι. Στην περιοχή αυτή του Κάρς υπήρχαν δεκατρία χωριά ελληνικά και περίπου ογδόντα τουρκικά.
«Φύγαμε το 1919», λέει ο Γιάννης Τσουκαλίδης, «όταν ο Λένιν
αντιμετώπιζε τους αντεπαναστάτες. Οι Τούρκοι ζήτησαν από
τον Λένιν την περιοχή του Καρς και εκείνος την παραχώρησε, για να μην έχει δύο
μέτωπα, δηλαδή τους αντεπαναστάτες και τους Τούρκους.
Με βάση τη συμφωνία
που έκανε ο Τρότσκι με τους Τούρκους, οι Έλληνες έπρεπε να φύγουν από το Καρς
μέχρι το 1922. Εμείς δεν περιμέναμε, φύγαμε το 1919, γιατί φοβηθήκαμε τους
Τούρκους, που θα μας έδιωχναν.
Το χωριό μας ήταν
στα σύνορα προς τη Γεωργία, στην πλευρά της Τιφλίδας. Κατά τη φυγή μας, αφήσαμε
την περιουσία μας. Πήραμε μόνον τα δύο κάρα, στο ένα που το έσερναν τα βόδια,
φορτώσαμε ζωοτροφές και στο άλλο, που το έσερναν βουβάλια, είχαμε τις αποσκευές
μας. Είχαμε πολλά ζώα, 30 — 35 αγελάδες, από τις οποίες πήραμε μερικές. Αφού
περάσαμε ένα ψηλό βουνό, σε 40 μέρες φτάσαμε στο Βατούμ, τον Οκτώβριο του 1919.
Η μάνα μου έκανε 12 παιδιά, εγώ ήμουν ο
τελευταίος. Δεν μπόρεσα να πάω στο σχολείο. Εκείνη την εποχή, όλοι ήταν οπλισμένοι.
Εμείς είχαμε τέσσερα όπλα στην οικογένεια. Οι οπλισμένοι μας φύλαγαν από τους
Τούρκους να μην μας ληστέψουν.
Η κύρια δουλειά μας
ήταν η κτηνοτροφία και υλοτομία, γιατί γύρω μας ήταν όλο δάση. Κόβαμε τα
δέντρα με άδεια του δασαρχείου, τα στοιβάζαμε και όταν έλιωναν τα χιόνια, το
καλοκαίρι, πηγαίναμε και τα πουλούσαμε στο Καρς, που απείχε περίπου 70
χιλιόμετρα. Ήταν ξυλεία οικοδομήσιμη. Σε όλα, όλοι στην οικογένεια, που είχε ένδεκα παιδιά από τότε
που πέθανε το ένα δύο χρόνων, υπακούαμε τον πατέρα. Αυτός ήταν ο αρχηγός».
Στο Καρς πουλούσαν
και τα γαλακτοκομικά προϊόντα, βούτυρο, μυζήθρα, τυριά. Από το Καρς αγόραζαν διάφορα είδη
διατροφής, σκεύη και ρούχα. Στη διαδρομή προς το Καρς, σταματούσαν στο 30ό
χιλιόμετρο και διανυκτέρευαν εκεί, γιατί υπήρχαν πολλοί κίνδυνοι μετά το ηλιοβασίλεμα,
από τους Τούρκους.
Πήγαιναν ομαδικά, δέκα - δεκαπέντε άτομα,
πάντοτε οπλισμένοι Το μέρος όπου στάθμευαν λεγόταν Καρά Λαγάν (σ. σ. Καρά Λαγάν
= Μαύρος Πύργος).
Στο μέρος αυτό, μια βραδιά, επιτέθηκαν στους Έλληνες, που βρίσκονταν εκεί με τα παιδιά
του, 45 οπλισμένοι Τούρκοι και άρπαξαν τα ζώα που τα φυλούσαν για βοσκή τα
παιδιά. Μόλις το έμαθαν οι μεγάλοι, άρχισαν να πυροβολούν στον αέρα, οι Τούρκοι
φοβήθηκαν και άφησαν τα ζώα και έφυγαν.
Γιάννης Τσουκαλίδης με τον Νίκο Τελίδη |
Ένας
Τούρκος, όμως, πήρε το βόδι και έφευγε ...
«Ένας Τούρκος,
όμως, πήρε ένα βόδι μας και έφευγε για κάποιο χωριό εκεί κοντά», διηγείται ο
Γιάννης Τσουκαλίδης. «Ο αδελφός μου έτρεξε πίσω του και τον πρόφτασε. Είπε στον
Τούρκο να αφήσει το βόδι και να φύγει, γιατί αλλιώς θα τον σκοτώσει.
Ο Τούρκος δεν υπάκουσε,
και φώναζε ότι ελληνικό όπλο δεν μπορεί να σκοτώσει Τούρκο. Ο αδελφός μου
στάθηκε, τον σημάδεψε και τον σκότωσε. Μετά πήρε τα βουνά, για να μην τον
πιάσουν.
Από το γειτονικό
χωριό, όπου υπήρχε αστυνομία, ήρθε ο αστυνόμος και έψαχνε τον αδελφό μου. Ο
αδελφός μου κατέβηκε από το βουνό και πήγε στον αστυνόμο, που τον ρώτησε γιατί
το έκανε. Ο αδελφός μου εξήγησε πώς έγινε το φονικό.
Εσύ τι θα έκανες; ρώτησε
τον αστυνόμο. Εκείνος απάντησε ότι θα έκανε το ίδιο.
Έτσι, άφησαν τον αδελφό μου. Οι Τούρκοι, όταν
τους έκανε ένα καλό, δεν το ξεχνούσαν ποτέ, ενώ οι δικοί μας, τους ταΐζεις,
τους ποτίζεις, τους φιλοξενείς και στο τέλος σε μισούν ή σε προδίδουν. Όσο ζήσαμε
εκεί, ο αστυνόμος είχε τον αδελφό μου σαν δικό του αδελφό».
«Στο
Βατούμ πουλήσαμε όλα τα ζώα που είχαμε»
Όταν έφτασαν στο
Βατούμ, που δεν είχε ακόμη πολλούς πρόσφυγες και όπου κάθισαν μια εβδομάδα, για να ζήσουν,
πούλησαν τα ζώα που είχαν, εκτός από πέντε βελτιωμένες αγελάδες και ένα ζευγάρι
βόδια. Με αυτά ήρθαν στην Ελλάδα, με το καράβι. Τα ζώα τα έδεναν από τα κέρατα
και μετά τα φόρτωναν με γερανό και τα έβαζαν στο αμπάρι. Τους κατέβασαν στο
Καραμπουρνάκι.
Στην
Κωνσταντινούπολη, όμως, όπου σταμάτησε το καράβι για εφόδια των ναυτικών και
δικά τους, μια τορπιλάκατος έριξε τορπίλη στο καράβι και του έκανε μια μεγάλη
σχισμή, την οποία έκλεισαν στη συνέχεια οι ναυτικοί. «Στο Καραμπουρνάκι»,
διηγείται ο Γιάννης Τσουκαλίδης, «εμείς μείναμε στις παράγκες της Καλαμαριάς
και τα ζώα μας, τα πήγαν στην Αγία Παρασκευή, όπου υπήρχαν σταύλοι του
γαλλικού στρατού. Τροφές για εμάς και τα ζώα, μας έδινε το ελληνικό προξενείο.
Μείναμε στην Κωνσταντινούπολη από τα Χριστούγεννα έως
τον Μάιο. Όσοι ήμασταν από χωριά, φύγαμε, γιατί είχαμε και τα ζώα. Διαλέξαμε το
Ορφάνι, στην περιοχή της Τούζλας, κοντά στις εκβολές του ποταμού Στρυμόνα.
(Τούζλα στα τουρκικά είναι η αλυκή. Στην περιοχή, που είναι δίπλα στη θάλασσα,
υπήρχαν αλυκές).
Εμείς, που ήμασταν
συνηθισμένοι να ζούμε σε υψόμετρο χιλίων πεντακοσίων μέτρων, βρεθήκαμε σε
υψόμετρο μόνον δέκα μέτρων από τη θάλασσα.
Χωρίς νερό και μέσα
σε άγρια μέρη, στα τέσσερα χρόνια που μείναμε εκεί, αποδεκατιστήκαμε. Οι γυναίκες δεν γεννούσαν λόγω των
ασθενειών, και κυρίως της ελονοσίας, που τη μετέδιδαν τα κουνούπια, που ήταν
σαν αεροπλάνα και έρχονταν από τα στάσιμα νερά της Τούζλας.
Από την ελονοσία
και τον υψηλό πυρετό που προκαλεί, οι γυναίκες απέβαλαν πριν προφτάσουν να γεννήσουν.
Στην περιοχή
υπήρχαν πολλά αγριογούρουνα, που κατέστρεφαν τα χωράφια. Έτσι, ήμασταν
αναγκασμένοι να φυλάμε ολόκληρη τη νύχτα, χτυπώντας ντενεκέδες, να φοβούνται
τα αγριογούρουνα. Μερικές φορές χτυπούσαμε και την καμπάνα, που είχαμε φέρει
από το Καρς, για να τρομάξουμε τα γουρούνια και να φύγουν. Κατέστρεφαν τα
καλαμπόκια και τις πατάτες, που είχαν φυτρώσει.
Επειδή
αντιμετωπίζαμε αυτά τα προβλήματα και άλλα, βγάλαμε μια επιτροπή, στην οποία
συμμετείχε και ο αδελφός μου, με σκοπό να φύγουμε από εδώ. Μας είπαν να πάμε
στη Δυτική Μακεδονία ή ανατολικά, προς τη Θράκη. Ήταν το καλοκαίρι του 1924.
Μας υπέδειξαν τα χωριά Αναράχη, Ανατολικό και Ποντοκώμη. Προτιμήσαμε την
Ποντοκώμη, όπου εγκατασταθήκαμε εξήντα οικογένειες.
Είχαμε μαζί μας και τα ζώα μας. Απο αυτούς που ήρθαν τότε, έμεινα μόνον εγώ.
Πριν έρθουμε εδώ,
από το Ορφάνι μας πήγαν στο Ροδολείβος και μετά στην Αγκίστα, όπου μας ανέβασαν
σε τρένο. Ήρθαμε στο Αμύνταιο. Στην Ποντοκώμη ήρθαμε με φορτηγά.
Στην Ποντοκώμη
βρήκαμε οικογένειες Τούρκων, τους οποίους πήραν με τα ίδια φορτηγά ως ανταλλάξιμους.
Με τους Τούρκους ζήσαμε μόνον μία εβδομάδα. Είχαν εδώ το τζαμί τους. Στην
Ποντοκώμη, όμως, είχε και άλλους πρόσφυγες, από τον Πόντο και από το Καρς, που
είχαν εγκατασταθεί πρωτύτερα Υπήρχαν και γείτονες μας.
Σχολείο, στην αρχή,
κάναμε το τζαμί. Εγώ τελείωσα το δημοτικό μέσα στο τζαμί. Οι δάσκαλοι μας ήταν
Πόντιοι.
Δεν μας έδωσαν
αποζημίωση για τις περιουσίες που αφήσαμε στην πατρίδα και φύγαμε, αλλά μας
έφτιαξαν σπίτια προσφυγικά, τα οποία εμείς τα φτιάξαμε καλύτερα και μεγαλύτερα
με έξοδά μας, γιατί ήμασταν πολυμελείς οικογένειες και δεν χωρούσαμε στα μικρά
προσφυγικά σπίτια. Το χωριό μας, η Ποντοκώμη, ρυμοτομήθηκε από τότε, όπως
είναι σήμερα.
Παντρεύτηκα το 1938
τη Χρυσαυγή Γρηγοριάδου, από την Άρδασσα Πτολεμαΐδας. Αποκτήσαμε παιδιά και
εγγόνια και είμαι ευχαριστημένος, παρότι τράβηξα πολλά στη ζωή μου. Τώρα είμαι
98 χρόνων και μπορώ και εξυπηρετώ τον εαυτό μου, δόξα τω Θεώ. Με βοηθάνε η κόρη
μου, ο γαμπρός μου και τα εγγόνια μου, που είναι εδώ στο χωριό, στην Ποντοκώμη.
Και τα άλλα παιδιά μου, που βρίσκονται μακριά μου, επικοινωνούν τακτικά μαζί
μου.
Ο Γιάννης
Τσουκαλίδης ζει και αυτοεξυπηρετείται κοντά στους δικούς του.
Νικος Τελιδης
Πηγη: Περιοδικο "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"