Νύχτα. Γαλήνη, ξαστεριά κι ένα ωραίο μισοφέγγαρο
εκεί ψηλά —στολίδι τ' ουρανού και καμάρι
της Τουρκιάς, που το
τιμά
και το ευλαβείται. Κοιμάται η
πόλη ήσυχη και δεν
ακούεται παρά μονάχα το ρόπαλο του «μπασβάνη» —νυχτοφύλακα— που άγρυπνος νυχτοπερπατά
στους δρόμους και κάθε τόσο χτυπά τις ώρες. Από μακριά αντιλαλά ο ξερός κρότος
του ρόπαλου επάνω στην πέτρα και ο Μεμέτ εφέντης, μετρώντας τα χτυπήματα,
κρίνει ότι είν'
αργά κι ετοιμάζεται ν' αφήσει το μπαλκόνι του,
όταν
ξαφνικά —Αλλάχ, Αλλάχ!— βλέπει στον ουρανό κάτι φριχτό: Πάει, χάνεται το μισοφέγγαρο απ' τα μάτια του!
—Αμάν!
Δεν είναι συννεφιά να πεις ότι το σκέπασε το σύννεφο —κάτι άλλο απαίσιο
συμβαίνει, που ο Μεμέτ εφέντης
δεν το αγνοεί, γιατί το ξέρει αναντάν μπαμπαντάν, απ' τον πατέρα και την μάνα του:
Ότι, δηλαδή, κάθε πέντε ή δέκα ή και είκοσι χρόνια, το λιοντάρι πάει να φάει το φεγγάρι κι αυτό το φοβερό συμβαίνει απόψε! Νάτο, που άρχισε η θανάσιμη πάλη στον ουρανό, γι' αυτό και το καημένο το φεγγάρι χάνεται απ' τα μάτια του Μεμέτ εφέντη, επειδή το κρύβει με το πελώριο κορμί του το λιοντάρι.
Ότι, δηλαδή, κάθε πέντε ή δέκα ή και είκοσι χρόνια, το λιοντάρι πάει να φάει το φεγγάρι κι αυτό το φοβερό συμβαίνει απόψε! Νάτο, που άρχισε η θανάσιμη πάλη στον ουρανό, γι' αυτό και το καημένο το φεγγάρι χάνεται απ' τα μάτια του Μεμέτ εφέντη, επειδή το κρύβει με το πελώριο κορμί του το λιοντάρι.
Αυτή την εξήγηση έμαθε να δίνη στην έκλειψη της Σελήνης ο αγαθός Μεμέτης και σαν ένας
γνήσιος και γενναίος Οθωμανός, πιστός στον Μωάμεθ, θεωρεί υπέρτατο
θρησκευτικό καθήκον του να... βοηθήσει. Τρέχει,
αρπάζει το τουφέκι του και
σημαδεύει στον ουρανό για να σκοτώσει το θεριό:
Την
ίδια, όμως, στιγμή και άλλοι Οσμανλήδες —Μεμέτηδες, Χασάνηδες— έχουν δει το φοβερό
δράμα, που παίζεται
ψηλά, αντιλήφθηκαν τον έσχατο κίνδυνο
που απειλεί το τιμημένο τους φεγγάρι
κι έχουν αρπάξει τουφέκια, πιστόλια, κουμπούρια, ρίχνουν βροχή τις μπαταριές στον ουρανό κι έτσι απ' όλες τις μεριές της πόλης καίεται
το πελεκούδι! Πόση
ώρα;
Όση κρατά η έκλειψη. Καμμιά φορά επί τέλους, η νίκη στεφανώνει τα όπλα τους και νάτο πάλι που ξαναπροβάλλει φωτεινό και γελαστό το μισοφέγγαρο —δόξα στον Αλλάχ και στον προφήτη του Μωάμεθ— το σκότωσαν το θεριό! Έτσι, άφεριμ, για να μάθει άλλη φορά, να μην του ανοίγει η όρεξη άμα βλέπει το φεγγάρι. Ας έτρωγε κανένα γκιαούρη για να χορτάσει!...
Όση κρατά η έκλειψη. Καμμιά φορά επί τέλους, η νίκη στεφανώνει τα όπλα τους και νάτο πάλι που ξαναπροβάλλει φωτεινό και γελαστό το μισοφέγγαρο —δόξα στον Αλλάχ και στον προφήτη του Μωάμεθ— το σκότωσαν το θεριό! Έτσι, άφεριμ, για να μάθει άλλη φορά, να μην του ανοίγει η όρεξη άμα βλέπει το φεγγάρι. Ας έτρωγε κανένα γκιαούρη για να χορτάσει!...
Γελούσαμε οι Ρωμιοί με πολλά τέτοια καμώματα των Τούρκων —αγράμματος και αγροίκος ήταν ο λαός του— ένα σωρό αστείες ιστορίες ακούαμε και κοροϊδεύαμε, να όπως κι εκείνη
του Χαρόν εφέντη με
το τηλέφωνο:
Πολιτισμένος
Τούρκος ήταν ο Χαρόν εφέντης —υπήρχανε και τέτοιοι— «ρέκτης και φιλοπρόοδος», όπως πρέπει νάναι ο κάθε καλός έμπορος, που είχε πάρε δώσε, όχι μονάχα με την Πόλη,
αλλά ακόμα και
με
τις Ευρώπες.
Ταξιδεμένος και πολύ ευγενικός στους τρόπους του, είχε το μεγάλο εμπορικό του στον πιο κεντρικό δρόμο κι έβρισκε κανένας εκεί μέσα όλους τους νεωτερισμούς, είδη κυρίως γυναικεία απ' την Κωνσταντινούπολη και το Παρίσι. Μιλούσε και γαλλικά, έστω κι αν κάποτε, ξεχνώντας, τ' ανακάτευε με τούρκικα:
Ταξιδεμένος και πολύ ευγενικός στους τρόπους του, είχε το μεγάλο εμπορικό του στον πιο κεντρικό δρόμο κι έβρισκε κανένας εκεί μέσα όλους τους νεωτερισμούς, είδη κυρίως γυναικεία απ' την Κωνσταντινούπολη και το Παρίσι. Μιλούσε και γαλλικά, έστω κι αν κάποτε, ξεχνώντας, τ' ανακάτευε με τούρκικα:
—Όγλουμ, σουάρ ολντού,
φερμέ λα πορτ!...
Το κατάστημα
είχε
και τηλέφωνο και ο Χαρόν εφένδης δεν παράλειπε σε κάθε ευκαιρία να
κάνει την επίδειξή του στην
πελατεία, για να δείξει ότι βρίσκεται πάντα
στην πρώτη γραμμή
της σύγχρονης εξέλιξης και της προόδου.
Όπου, λοιπόν, ανάμεσα
στον
κόσμο που περνούσε απ' έξω απ' το μεγάλο
εμπορικό του και θαύμαζε τις βιτρίνες, να
κι
ένας Τούρκος χωριάτης με τον γάιδαρό του, ζωσμένος το
πιστόλι
και την κάμα του, όπως όλοι οι χωριάτες
που
κατέβαιναν με την πραμάτεια
τους
στην πόλη—βούτυρο πουλούσε ο άνθρωπος κι έψαχνε για πελάτες. Αφήνει τον γάιδαρο στον δρόμο, κοιτάζει τις βιτρίνες, διστάζει λίγο κι ύστερα μπαίνει:
—Μερ χαμπάρ, εφέντη μου, λέει στον καταστηματάρχη, έχω ωραίο βούτυρο, θέλεις να σου δώσω;
—Δεν ξέρω, αγά μου, του απαντά εκείνος, αν χρειαζόμαστε βούτυρο στο σπίτι. Στάσου μια
στιγμή να μιλήσω με την γυναίκα μου, κι αν μου πει ότι χρειαζόμαστε, θα πάρω.
Κι ευθύς αμέσως πιάνει την μανιβέλα του τηλεφώνου, ζητά το κέντρο —αλλιό, αλλιό—παίρνει σύνδεση με το σπίτι του κι αρχίζει να μιλά με
την
γυναίκα του.
—Αλλιό, αλλιό, εσύ είσαι Φατμέ χανούμ; Άκουσε, γιάβρουμ, εδώ είναι ένας άνθρωπος απ'το χωριό κι έχει ωραίο βούτυρο, θέλεις να πάρω;
Όσο, όμως, τηλεφωνούσε, τόσο αγρίευε
ο χωριάτης, φυσομανούσε και σε
μια στιγμή τραβά το πιστόλι και χυμά επάνω του:
—Βάι, άτιμε, θα σε σκοτώσω!
Τρομαγμένος ο Χαρόν εφένδης,
κρύβεται κάτω απ' τον πάγκο —αναστάτωση στο μαγαζί—τρέχουν οι υπάλληλοι
να κρατήσουν τον χωριάτη:
—Έτμα! Έτμα!
«Μην το κάνης».
—Τι έγινε; Τι έπαθες;
Ακράτητος όμως ο χωριάτης αδύνατο να γαληνέψει και ουρλιάζει:
—Εμένα θα κοροϊδέψει ο παλιάνθρωπος; Αν
δεν θέλει βούτυρο, ας μου το πει,
όχι όμως και να θέλει να πιστέψω πως έχει την γυναίκα του κρυμμένη μέσα σ' εκείνο
το κουτί!
Να
γελάσουν;
Μπορούσε να τους
σκοτώσει
καθώς
κράδαινε αναψοκοκκινισμένος το πιστόλι.
—Όχι, του λένε, αγά μου, γιαγνίς
ολντού, λάθος έγινε.
Και με χίλιους τρόπους προσπαθούν να τον καλμάρουν και να του εξηγήσουν τι ήταν
εκείνο το κουτί:
—Τελεφόν, γιάχο, τελεφόν! Καταλαβαίνεις; Μπαίνει η
φωνή σου από εδώ και πάει μακρυά, μ' εκείνα τα σύρματα
που βλέπεις, μέχρι ακόμα και στο σπίτι
σου.
Δεν ήθελε να σε κοροϊδέψει ο Χαρόν εφένδης.
Κλονίστηκε ο χωριάτης, αλλά έφυγε γεμάτος αμφιβολίες, βάζοντας ξανά την κουμπούρα
του στην μέση και μουρμουρίζοντας:
—Φτου, Αλλάχ
πελιασινί βερσίν!
Σιγά ‐ σιγά, όμως, τα πράματα άρχισαν
ν' αλλάζουν και τώρα
που
κηρύχτηκε ο πόλεμος
όλο και βλέπαμε πιο άγριους τους Τούρκους και νοιώθαμε
τριγύρω μας να βαραίνει
ο αέρας. Αφού μας βάλαν στο σχολειό να μαθαίνουμε και τούρκικα!
Αυτό μας φαινόταν πάρα πολύ αστείο —νάχουμε «χότζα» ανάμεσα στους άλλους μας δασκάλους!— και φυσικά, ο δύστυχος ο «Τούρκος» γινόταν στόχος μεγάλης καζούρας.
Αυτό μας φαινόταν πάρα πολύ αστείο —νάχουμε «χότζα» ανάμεσα στους άλλους μας δασκάλους!— και φυσικά, ο δύστυχος ο «Τούρκος» γινόταν στόχος μεγάλης καζούρας.
Με ιώβεια υπομονή, ο καημένος, προσπαθούσε
να μας μάθει το τούρκικο αλφάβητο
—το παλιό αραβικό—
που
δεν έφτανε ότι είχε 34 γράμματα,
αλλά ήταν και... τετραπλό, γιατί διαφορετικά γραφόταν το κάθε γράμμα του όταν ήταν ανεξάρτητο, αλλιώς όταν βρισκόταν στην
αρχή της λέξης, αλλιώς όταν βρισκόταν στην μέση κι αλλιώς στο τέλος. Το σύστημα έμοιαζε
με στενογραφία και η γραφή πήγαινε
ανάποδα, απ' τα δεξιά προς τ' αριστερά:
—Όγλουμ, προσέξατε, ας είπωμεν ότι γράφομεν την λέξιν μεμλεκέτ.
Καθώς, όμως, ο χότζας έγραφε στον πίνακα και ιδρωκοπούσε
να
εξηγήσει ποια γράμματα
έπρεπε να τοποθετηθούν στην λέξη «μεμλεκέτ», ακούγεται ξαφνικά στην τάξη μια οξύτατη φωνή... γλάρου. Απορημένος αφήνει την κιμωλία του και στρέφει:
—Τι ήτο;
—Τίποτα, χότζα εφέντη.
—Πώς τίποτα, όγλουμ.
Ήκουσα την φωνήν του τσίνου.
—Είναι απ' έξω, χότζα
εφέντη. Τι γυρεύει ο τσίνος μέσα στην τάξη μας;
Έριχνε την ματιά του ο χότζας έξω απ' τα παράθυρα, αλλά οι γλάροι —οι «τσίνοι», όπως τους
λέγαμε— βρισκόντουσαν πολύ μακριά για να φτάνει η φωνή τους μέσα. Με ζωηρές
αμφιβολίες κουνούσε το κεφάλι, έριχνε μια αυστηρή ματιά στα τελευταία θρανία κι ύστερα
έστρεφε και ξανάπιανε την κιμωλία.
Προτού, όμως, προλάβει να συνεχίσει, να ένα δυνατό, απότομο φτεροκόπημα κι ένας πελώριος γλάρος πετούσε αλαφιασμένος μέσα στην τάξη. Αναστάτωση, γέλια, φωνές:
Προτού, όμως, προλάβει να συνεχίσει, να ένα δυνατό, απότομο φτεροκόπημα κι ένας πελώριος γλάρος πετούσε αλαφιασμένος μέσα στην τάξη. Αναστάτωση, γέλια, φωνές:
—Θα κουτσουλήσει!
Εμβρόντητος έμενε ο χότζας καθώς έβλεπε ολόκληρη την τάξη να κυνηγά τον γλάρο —τα παιδιά ν' ανεβαίνουν
επάνω στα θρανία, ακόμα και στην έδρα— κι ύστερα πετούσε την κιμωλία
του και απειλούσε καταγανακτημένος:
—Θα αναφερθώ εις την
διεύθυνσιν! Δεν υπάρχει σεβασμός
προς το μάθημα των τουρκικών.
Σεβασμός δεν υπήρχε, βέβαια, αλλά σιγά ‐ σιγά άρχισε νάρχεται ο
φόβος...
Απότομα ήλθε ο φόβος,
ένα πρωινό. Χαράματα. Βρισκόμαστε ακόμα στα κρεβάτια μας,
όταν
στο δρόμο ακούστηκαν άγριες φωνές. Πρώτος τινάχτηκε ο πατέρας μου κι έτρεξε στο παράθυρο.
—Τι είναι; ρώτησα κι εγώ, βλέποντάς τον να κοιτά κάτι πολύ σοβαρό, που γινότανε απ' έξω.
Κι επειδή εκείνος δεν μιλούσε, έτρεξα στο παράθυρο κι εγώ κι είδα κάτι παράξενο κι ασυνήθιστο: Τούρκοι στρατιώτες με εφ' όπλου λόγχη βγάζαν απ' το πλαϊνό μας σπίτι ολόκληρη την οικογένεια των Αρμένηδων —γείτονες ήσαν, άνθρωποι αγαθοί, καλοσυνάτοι, που μας ξέραν και τους ξέραμε— τον άντρα, τη γυναίκα, τα παιδιά, τον γέρο:
—Άιντε, άιντε, γκιαούρ
ογλού γκιαούρ! φωνάζανε
οι Τούρκοι αγριεμένοι.
—Τσαμπούκ, τσαμπούκ!
Έκλαιε το κορίτσι,
έκλαιε ο φίλος μου ο Αράμ, έκλαιε το μωρό στην αγκαλιά της μάνας του,
τρομαγμένοι και κατάχλωμοι ήσαν οι άλλοι, καθώς τους είχαν ξεσηκώσει και τους τράβηξαν στο δρόμο, χωρίς να τους αφήσουν να
πάρουν τίποτ' άλλο, εκτός από τα ρούχα τους.
—Άιντε, άιντε!
—Τσαμπούκ, τσαμπούκ, αγρίευαν όλο και περισσότερο οι Τούρκοι στρατιώτες.
Κι ενώ κλαίγαν τα παιδιά και ρωτούσαν
οι
μεγάλοι γιατί και που τους πάνε και τι έκαναν, εκείνοι
τους τραβολογούσαν απειλώντας με τα όπλα τους και τους
έσυραν πέρα με βρισιές. Χάθηκε ο
Αράμ μαζί μ' όλους κι ένοιωθα κάτι να δαγκώνει την ψυχή μου καθώς το κλάμα του αντηχούσε στ' αυτιά μου ώρες και ώρες.
Αυτό —όπως γρήγορα
μάθαμε— έγινε εκείνη τη μέρα σ' ολόκληρη την πόλη που είχε
αποκλεισθεί από στρατό κι ολούθε όπου καθόντουσαν Αρμένηδες τους πήραν με τον ίδιο τρόπο. Κι ούτε δα ήταν
λίγος ο Αρμένικος πληθυσμός της Τραπεζούντας — άνθρωποι καλοστεκούμενοι οι περισσότεροι, εμπορευόμενοι, νοικοκυρεμένα σπίτια και οικογένειες,
πολλοί πλούσιοι, με τα σχολειά τους, την εκκλησιά τους, ολόκληρη
παροικία κι ωστόσο
δεν έμεινε ούτ' ένας! Τους μάζεψαν, τους βγάλαν απ' την πόλη κι ένας Θεός ήξερε που τους
πήγαιναν.
Για κάμποσες μέρες το περιστατικό αυτό μας είχε αναστατώσει και
μας
κρατούσε
σε
αγωνία. Φήμες κυκλοφορούσαν, ότι θα τους εξοντώσουν όλους
εκείνους τους Αρμένηδες κι ήταν πολύ φυσικό ν' αναρωτιόμαστε —μικροί, μεγάλοι—μήπως η ίδια τύχη
μας περίμενε κι εμάς. Η μητέρα μου, ωστόσο, με ησύχαζε:
—Μη
φοβάσαι, παιδάκι μου, για μας δεν υπάρχει τέτοιος φόβος. Να, απέναντι, κοντά μας είναι η Ρουσία! Μύτη Ρωμιού ν' ανοίξει... έφτασε ο Ρώσος!
Ναι, στ' αλήθεια, εκεί δα απέναντι ήταν η Ρουσία, που μισούσανε και φοβόντουσαν οι Τούρκοι,
αλλά εμείς οι Ρωμιοί —Χριστιανοί ορθόδοξοι όπως κι οι Ρώσοι—βλέπαμε
σαν τους πιο κοντινούς προστάτες μας για την περίπτωση που οι Τούρκοι θα βάζαν στο μυαλό
τους και για μας κάτι κακό.
Υπήρχαν,
άλλωστε, στενοί δεσμοί ανάμεσα στην κραταιά γειτόνισσά μας και τον ποντιακό
ελληνισμό —εμπόριο, ταξίδια, μετανάστευση, ρούβλια σε αφθονία, που μαζευόντουσαν στην Ρωσία κι ύστερα ερχόντουσαν
στον
Πόντο για να γίνουν σχολεία, εκκλησιές, μέγαρα,
νοσοκομεία.
Όπως απ' την παλιά Ελλάδα μετανάστευαν στην Αμερική, έτσι μετανάστευαν και οι Πόντιοι στην Ρωσία, που ήταν μάλιστα πολύ κοντά, λίγων ωρών ταξίδι μέχρι την Κριμαία και πολύ λιγότερων μέχρι το πλαϊνό μας Βατούμ. Ολούθε στην Ρωσία ανθούσαν οι πλούσιες παροικίες των Ελλήνων.
Όπως απ' την παλιά Ελλάδα μετανάστευαν στην Αμερική, έτσι μετανάστευαν και οι Πόντιοι στην Ρωσία, που ήταν μάλιστα πολύ κοντά, λίγων ωρών ταξίδι μέχρι την Κριμαία και πολύ λιγότερων μέχρι το πλαϊνό μας Βατούμ. Ολούθε στην Ρωσία ανθούσαν οι πλούσιες παροικίες των Ελλήνων.
Παίζαμε τα παιδιά κάτω στο γιαλό, όταν μακριά,
στο βάθος του ορίζοντα φάνηκαν καπνοί. Το πράγμα μας έκανε εντύπωση,
γιατί άλλοτε μόνο ένας καπνός πρόβαλλε πάντα στον ορίζοντα, που σιγά ‐ σιγά
γινότανε βαπόρι, σφύριζε κι έμπαινε πέρα στο λιμάνι, πίσω
απ'
το Γκιουζέλ Σαράι. Τώρα οι καπνοί ήσαν πολλοί κι όταν γινήκανε καράβια —ζυγώνοντας ολοένα— είδαμε ότι δεν μοιάζαν καθόλου με
τ' άλλα τα εμπορικά, ήσαν γκρίζα και λάμπανε
στον ήλιο.
—Πολεμικά!
Να
ήσαν τουρκικά;
Να ήσαν γερμανικά; Με
απορία και κάποια ανησυχία
άρχισε να τα κοιτά
κι ο
άλλος κόσμος από μπαλκόνια και παράθυρα, αλλά γρήγορα κυριάρχησε σ' όλους η
χαρά.
Τα
πολεμικά εκείνα, που όλο ζύγωναν, ώστε να φαίνονται
πιο καθαρά, δεν ήσαν ούτε
τουρκικά, ούτε γερμανικά, αλλά... δικά μας, ρούσικα! Αυτοί που τα διάκριναν πρώτοι με τα κιάλια
ανάγγειλαν το νέο στους άλλους και γρήγορα η φήμη έτρεξε σ' όλη την πόλη:
—Ρούσικα πολεμικά! Μας ήλθαν ρούσικα πολεμικά!
Τα είχαν δει
και οι Τούρκοι και κατέβασαν τις μούρες, ενώ οι Ρωμιοί τρέχαν στο γιαλό
για ν' απολαύσουν τ' ωραίο και μεγαλόπρεπο θέαμα
των
ρούσικων πολεμικών, που είχαν κατέβει πια πολύ χαμηλά και παραταχθήκανε καταντικρύ μας.
Νάτο, λοιπόν, ότι τώρα οι ελπίδες στην Ρωσία βγαίναν βάσιμες! Ήταν πια ολοφάνερο, ότι ο τσάρος είχε το νου του στον ορθόδοξο ελληνισμό κι άπλωνε το προστατευτικό του χέρι στα
παράλια του Πόντου! Γιατί μας έστελνε τον στόλο του; Για να μας δώσει θάρρος, φυσικά, και για να πει στους Τούρκους ότι ήταν παρών εκεί, άγρυπνος
φύλακας της ορθοδοξίας
κι αλλοίμονό τους αν μας πείραζαν!
Έτσι
όπως κατέβηκαν τώρα τόσο χαμηλά, ήσαν χαρά Θεού και τα πλήθη που τρέξαν στο γιαλό ή γέμισαν τα μπαλκόνια και τα παραθύρια των σπιτιών, κουνούσαν τα μαντήλια
και τα χαιρετούσαν:
—Θεέ μου, τι όμορφα
που είναι!
Απότομα,
όμως,
από
ένα
καράβι
άστραψε φωτιά,
ένα
σφύριγμα
ακούστηκε κι ευθύς
αμέσως μια βροντή συγκλόνισε την πόλη. Κοιτάχτηκε ο κόσμος:
—Τ' ήταν τούτο; Άλλοι είπαν:
—Άσφαιρα θα είναι! Μας χαιρετάνε! Άλλοι όμως:
—Τι άσφαιρα; Οβίδα ήταν...
Κι ώσπου να λύση ο κόσμος το μυστήριο
της πρώτης κανονιάς, άστραψε άλλη φωτιά κι άλλη βροντή —Ύψιστε Κύριε —απανωτές
άρχισαν οι ομοβροντίες, σπίτια πέφταν, καπνοί πηδούσαν
μέσα στην πόλη, οβίδες σφύριζαν, ω λαχτάρα!
—Βομβαρδίζουν!
Κι όπου φύγει ‐ φύγει
ο κόσμος!
—Παναγίτσα μου!
Άδειασε ο γιαλός, ερημώθηκαν τα παράθυρα, κόσμος κατρακυλούσε
απ'
τις σκάλες, μανάδες τρέχανε στους δρόμους,
παιδάκια κλαίγαν, τρύπωναν άλλοι στα υπόγεια, ενώ η πόλη ολόκληρη
τρανταζόταν από κανονιές, σκάζαν οι οβίδες, χαλάσματα, καπνοί, πυρκαϊές,
φωνές, αίματα, τραυματίες.
Ήταν το πρώτο βάπτισμα
του πυρός.
Η μέρα είναι όμορφη. Ένας ολόχρυσος
ήλιος λούζει την πόλη, χαρούμενα τα χελιδόνια
σκίζουν τον αέρα, πλήθη από σπουργίτια χαλούν τον κόσμο μέσα στα πλατάνια,
στον
ίσκιο των οποίων οι χαμάληδες ψειρίζονται
μακάρια —τι ωραία μέρα για ψείρισμα, αλήθεια!— ενώ στον αυλόγυρο του μεγάλου τζαμιού εκεί στο μεϊτάνι,
οι πιστοί του Αλλάχ πλένουν τα πόδια τους στις βρύσες για να κάνουν το ναμάζι τους και να παρακαλέσουν
ίσως τον Μωάμεθ να τους γλυτώνει απ' τις οβίδες του γκιαφίρ Μοσκώφ —του άθεου του Ρώσου—
που τώρα τελευταία
κάνει πολύ άσχημα αστεία με τα καράβια του.
Οι
δρόμοι γεμάτοι κόσμο, Τούρκοι, Ρωμιοί, εφέντηδες, μολάδες, ζαπτιέδες,
χωριάτες με τους γαϊδάρους που κατεβαίνουν απ' τα χωριά για να πουλήσουν τ' αγαθά της γης και ν'
αγοράσουνε χαψία εκεί στον Μουχανέ, όπου βρίσκονται αραδιασμένες οι μαούνες με τ' αγαθά
της θάλασσας, παλαμίδες,
καλκάνια, μπαρμπούνια, αλλά προ πάντων χαψία,
ολόκληρα βουνά!
Αγία Άννα - Τραπεζούντας |
Χανουμάκια με τους φερετζέδες μπαινοβγαίνουν στα μαγαζιά για να ψωνίσουν — μπουγιουρούν, χανούμ εφέντη— σκυλιά κυνηγιούνται κι ερωτεύονται στους δρόμους, τζαμούζες με τα πλατειά στριφτά τους κέρατα σέρνουν εκεί στο μεϊτάνι μια ατέλειωτη σειρά από κάρρα, ενώ ο ντελάλης, με το χέρι στ' αφτί, απλώνει την βροντερή καμπανιστή φωνή του πέρα για πέρα στους δρόμους της αγοράς για να κάνει γνωστή κάποια ανακοίνωση της Νομαρχίας ή του Δήμου.
Μεσημέρι κι έχουμε σχολάσει από το σχολειό —τσούρμο
χυθήκαμε στους δρόμους τα παιδιά— μ' ένα συμμαθητή μου, τραβώντας προς το μεϊτάνι σ' ένα μπαρμπέρικο, γιατί τα
μαλλιά μας μεγαλώσανε κι ο δάσκαλος μας είπε αυστηρά:
—Θ' αποβληθείτε αν έρθετε αύριο ακούρευτοι.
Χαζεύοντας περπατάμε και κάποτε φτάνουμε
στο
μαγαζάκι με τις χάντρες, όπου ο
μπαρμπέρης μας λέει:
—Καθέστεν παιδία, έχω ολίγον δουλείαν.
Καθόμαστε και περιμένουμε, γιατί ο μπαρμπέρης είναι απασχολημένος μ' έναν Τουρκαλά, που ξαπλωμένος στην καρέκλα του, έχει παραδώσει την σαπουνισμένη μουράκλα του στις περιποιήσεις
του καλλιτέχνη, που στέκεται από πάνω του προσεκτικός, κραδαίνει το
ξουράφι και τραβά
—γρρατς— την ξουραφιά
του, προσέχοντας μη
θίξει το αρειμάνιο τσιγγελωτό μουστάκι.
Όλα
είναι ήρεμα, όλα ήσυχα,
περνά κι ο λεμοναδατζής, που
φορτωμένος το
πελώριο δοχείο
στην πλάτη
—ολόχρυσο αστράφτει στον
ήλιο, στολισμένο
με
χίλια
μπιχλιμπίδια— και
γέρνει ν' αδειάσει απ' τον μακρύ λαιμό το δροσιστικό πιοτό του στην πελατεία,
αλαλάζοντας:
—Μπουζ, μπουζ, μπουζ!...
Όμως, ξαφνικά
τα πάντα
αλλάζουν! Σαν κάποια μύγα να τσίμπησε τον κόσμο, γίνεται αναστάτωση, κακό, τρέχουν όλοι σαν τρελοί, πάταγος, πατιρντί, κλείνουν τα μαγαζιά, γκραγκ, γκρουγκ, κατεβαίνουν τα ρολά —φρρρ— τρέχει ο λεμοναδατζής, φεύγουν απ' το
τζαμί οι γυμνοπόδαροι, τινάζεται κι ο μισοξουρισμένος Τουρκαλάς:
—Βάι ντινινί!
Αφήνει το ξουράφι
του ο μπαρμπέρης:
—Φύετεν! Τρέξτεν!
Πεταγόμαστε
με μιας στον δρόμο, όπου γίνεται μύλος και πανικός, φευγιό, κακό, άλλοι να τρέχουν από δω, άλλοι να τρέχουν από κει, απάνω ‐ κάτω, παρατημένες
οι τζαμούζες με τα κάρα,
ενώ ακόμα χτυπούν οι πόρτες των μαγαζιών κι οι καθυστερημένοι μαγαζάτορες κλείνουν κι αυτοί βιαστικά και παίρνουν δρόμο.
Στα πόδια τόβαλε ο συμμαθητής μου για την γειτονιά του, τρέχω κι εγώ με τα βιβλία στο χέρι,
ακούγοντας στον δρόμο συνεχώς την γνώριμη κραυγή:
—Τα παπόρια!
Φοβισμένες φάτσες
γυναικών κλείνουν τα παραθύρια:
—Τα παπόρια!
Τρομαγμένες μανάδες,
έξω από τις πόρτες τρέχουν να μαζέψουν τα παιδιά:
—Παιδία, παιδία!
Μπουλούκια από άντρες και γυναίκες τρέχουν
κοπαδιαστά κάπου
να χωθούν και δεν
ακούγεται τίποτ' άλλο παρά τρεχάλα και φωνές:
—Τα παπόρια! Τα παπόρια!
Τα «παπόρια»,
φυσικά, είναι τα ρούσικα πολεμικά,
που από το πρώτο εκείνο σορπράιζ πάρτυ κανένας δεν βγαίνει πια να τα υποδεχτεί, παρά όλοι τα φοβούνται και μόλις
ξεμυτίσουν, παίρνουν δρόμο. Γιατί όλοι ξέρουν ότι σε λίγο θ' αρχίσει το μεγάλο πανηγύρι, θα σφυρίζουν οι οβίδες, θα σκάζουν
μέσα στην πόλη, στους δρόμους, στα σπίτια και... όποιον
πάρει ο χάρος!
Δεν υπήρχαν σειρήνες
τότε
για
να
σημάνουν συναγερμό. Η ευγενής επίσκεψη
των ρούσικων πολεμικών σημειωνόταν
μόνο απ' τον καπνό τους κι αυτό μονάχα έφτανε για ν' αντηχήσει η κραυγή:
—Τα παπόρια!
Αυτή η κραυγή μεταδινότανε σαν αστραπή σ' ολόκληρη την πόλη και την τράνταζε απ' άκρη σ' άκρη, γιατί
το πολύ ένα τέταρτο της ώρας μεσολαβούσε
απ'
τη στιγμή που θα
εμφανιζόταν ο καπνός στο βάθος του ορίζοντα μέχρι τα πρώτα επισκεπτήρια των οβίδων.
Αραιότερα στην
αρχή, πυκνότερα όσο περνούσε ο καιρός, γινόντουσαν αυτές οι επισκέψεις
του ρούσικου στόλου στα παράλια του Πόντου,
ενώ ο ρούσικος στρατός —όπως
ακούγαμε— συνέχιζε την προέλασή του από τα σύνορα του Καυκάσου και προχωρώντας προς τα δυτικά,
έπαιρνε τη μια μετά την άλλη τις τούρκικες πόλεις κι ερχόταν προς την
κατεύθυνση της Τραπεζούντας.
Σαν
νάξερα, ότι η μέρα εκείνη θα ήταν η χειρότερη, πετούσα φτερωτός
στον
δρόμο και νάμαι γρήγορα μπροστά
στην πόρτα του σπιτιού
μας, όπου ανάστατη
με περίμενε μονάχη η μητέρα:
—Τρέξον, τρέξον!
—Που είναι οι άλλοι;
—Έλα εδώ κοντά. Στου Καπαγιαννίδη πήγαν. Του Καπαγιαννίδη ήταν ένα απ' τα μεγάλα και γερά
σπίτια εκεί κοντά μας —στην Αγία Μαρίνα—
και πολύς κόσμος έτρεχε εκεί, γιατί
ένοιωθε περισσότερη
ασφάλεια. Τρεχάλα φτάσαμε κι εμείς και κατεβήκαμε στο υπόγειο που δεν ήταν ωστόσο πολύ χαμηλό, τα μισά παράθυρά του
βλέπανε στον δρόμο. Κι όλο και φτάναν άλλοι, ενώ ακουγόντουσαν κιόλας οι πρώτες κανονιές.
Λίγο ακόμα κι άρχισε το μεγάλο πανηγύρι, που όσο περνούσε η ώρα δυνάμωνε
αντί
να λιγοστεύει. Πήχτρα,
στριμωγμένοι, άντρες, γυναίκες, παιδιά, ακούγαμε τώρα να
καίγεται το πελεκούδι από τις ομοβροντίες του δρέδνωτ —το είχαν μαρκάρει πολλοί και ξέραν ότι
τούτη τη φορά η τιμή που μας γινόταν ήταν μεγαλύτερη, αφού ανάμεσα στα καράβια
φάνταζε καμαρωτή η «Δούκισσα Μαρία», αν θυμάμαι—
κι ολοένα το κακό δυνάμωνε.
—Μπουμ, μπουμ, μπουμ!
—Παναγίτσα μου, Χριστέ μου!
—Μπουμ, μπουμ, μπουμ!
—Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον!
Αγία Σοφία-Τραπεζούντας |
Προσευχές σε όλους τους αγίους, κλάματα παιδιών, τσιρίγματα γυναικών, ενώ χαλούσε ο κόσμος στο κανονίδι κι εγώ ζαρωμένος σε μια γωνιά κοντά στη μητέρα μου, αναρωτιόμουν τι είδους προστασία ήταν αυτή που πρόσφερε ο τσάρος κι αν δεν θα ήταν προτιμότερο να λείπει.
Έξαφνα... σεισμός, μια έκρηξη τρομακτική και συγκλονίστηκε ο χώρος.
Τσιρίγματα:
—Χριστέ μου!
Κι
απότομα γέμισε σκόνη το υπόγειο, τόσο πυκνή που δεν βλεπόμαστε πια μεταξύ μας και νοιώσαμε
μια ζέστη αφόρητη μαζί με μια δυνατή
μυρωδιά
μπαρούτης.
Τρομαγμένοι
μερικοί τρέξανε στην πόρτα, αλλά ακούστηκαν φωνές:
—Θαφτήκαμε!
Κάμποση ώρα ακόμα
συνεχίστηκε το κακό κι απότομα έγινε ησυχία. Ο αξιότιμος στόλαρχος φαίνεται ότι έκρινε πως αρκετά δούλεψε εκείνη την ημέρα κι ότι ήταν καιρός πια να πάρει τα
καράβια του και να πάει στο καλό του.
Με μεγάλες προσπάθειες ανοίξαμε
την πόρτα του υπογείου κι όταν βγήκαμε
το θέαμα που
παρουσιάστηκε στα μάτια μας ήταν ενδιαφέρον: Το σπίτι όπου κρυβόμαστε,
από
μπροστά... ανοιχτό και τα επάνω δωμάτια επίσης ανοιχτά στον δρόμο, με τα έπιπλα κομματιασμένα και τιναγμένα εδώ κι εκεί.
Σωροί από πέτρες και χώματα, όγκοι από χαλάσματα: Οι οβίδες είχαν χτυπήσει τον τοίχο λίγο παραπάνω απ' το υπόγειό μας.
Σωροί από πέτρες και χώματα, όγκοι από χαλάσματα: Οι οβίδες είχαν χτυπήσει τον τοίχο λίγο παραπάνω απ' το υπόγειό μας.
Η πόλη παρουσίαζε ένα θέαμα περίεργο. Πυρκαϊές μακρινές,
τρύπες πελώριες σε κεραμίδια και στους δρόμους,
ζεστά ακόμα θραύσματα οβίδων.
Η θάλασσα και το κολύμπι ήταν πάντα η μεγάλη μας χαρά, αλλά τούτους τους καιρούς μας πρόσφερνε καμιά φορά άγνωστα μέχρι τότε θεάματα.
Η πρώτη επαφή μας με τούτα έγινε μια μέρα που ένας απ' την συντροφιά
μας βλέποντας κάτι να πλέει πέρα στα κύματα,
πήδησε στο νερό και πήγε να το φτάσει.
Αφού
κολύμπησε λίγη ώρα τον ακούσαμε να φωνάζει:
—Παιδιά! Παιδιάάάά! Ένας πνιγμένος!
Πνιγμένος;
Που
βρέθηκε ο πνιγμένος σε μια θάλασσα ήσυχη και πώς δεν τον πήραμε χαμπάρι
που πνιγόταν; Πηδήσαμε κι οι άλλοι στο νερό κι όταν ζυγώσαμε το πτώμα, παρά
λίγο να μας έλθει κόλπος. Φύγαμε κολυμπώντας
τρομαγμένοι και περιμέναμε στην ακρογιαλιά —μαζεύτηκε κι άλλος κόσμος— ώσπου τα κύματα βγάλαν το πτώμα στην
αμμουδιά.
Δεν ήταν ένα πτώμα πνιγμένου όπως θα μπορούσε κανείς να φανταστεί.
Ήταν ακρωτηριασμένο φρικιαστικά, κομμένα αυτιά, κομμένη μύτη, κομμένα τα όργανα και
μαχαιριές βαθιές —τουμπανιασμένο— κάτι που προκαλούσε την σιχασιά, την ανατριχίλα
και τον τρόμο. Μια ύπαρξη ανθρώπινη
που καταβασανίστηκε, μαρτύρησε κι ύστερα πετάχτηκε στη θάλασσα.
Δεν
δυσκολευτήκαμε να καταλάβουμε ότι ήταν Αρμένης, από εκείνους
που είχαν πάρει εκείνο το πρωί οι Τούρκοι στρατιώτες και τους τράβηξαν πέρα στα βουνά. Από καιρό ξέραμε
την τραγική τους μοίρα. Η φήμη για την σφαγή των Αρμένηδων βάραινε την πόλη.
Σε κάμποση ώρα φτάσαν οι ζαπτιέδες
αγριεμένοι και ίσως ντροπιασμένοι
που είδαμε τα έργα των χεριών του γένους τους:
—Άιντε, άιντε!
—Σικτίρ!
—Γκιαούρ ογλού
γκιαούρ!
Διώξαν τον κόσμο, φέραν ανθρώπους τους και
τράβηξαν
το
πτώμα
σ'
ένα
κάρρο
σκουπιδιών όπου το κουκούλωσαν.
Αραιά και που, αλλά όχι πολύ σπάνια, τα κύματα
όλο και μας φέρναν
ένα καινούργιο τέτοιο
δείγμα —προ πάντων τις φουρτουνιασμένες μέρες έβγαζε η θάλασσα μας πότε κανέναν
άντρα, πότε γυναίκα, πότε κανένα μωρό παιδί. Και ήσαν πάντα πτώματα
των
Αρμένηδων που τους πνίγανε στ' ανοιχτά ή τους θανάτωναν στα μάκρυνα βουνά και στα φαράγγια, τάσερνε
όταν φούσκωνε ο ποταμός
Πυξίτης και τα κυλούσε μέχρι την θάλασσα,
όπου και τάπαιρνε το κύμα και τα ξερνούσε στις ακρογιαλιές μας.
Μπουλούκια ‐ μπουλούκια ξεσηκωθήκανε και φεύγανε οι Τούρκοι, τρομαγμένοι από τους βομβαρδισμούς, αλλά προ πάντων από τον ρούσικο στρατό που είχε κιόλας φτάσει πολύ
κοντά στην Τραπεζούντα. Σε λίγο οι Ρώσοι θα παίρνανε την πόλη και μόνο ο Αλλάχ ήξερε τι τους μελλόταν.
—Άιντε, άιντε!
—Έρχεται ο
Μοσκώφ!
—Έρχεται ο μεγάλος ο γκιαούρης!
Πεσμένα
τα φτερά τους, πεσμένες οι μούρες, πεσμένη ακόμα και η αγριάδα τους μπροστά στο άγνωστο κι αβέβαιο κισμέτ. Ξυπνήσαν κι όλας τ' αδελφικά αισθήματά
τους για τους Ρωμιούς και αποχαιρετούσαν με μουσκεμένες από το δάκρυ εγκαρδιότητες. Αρμένηδες, βέβαια,
δεν εύρισκαν ν' αποχαιρετήσουν κι εκείνοι ακόμα που θα θέλανε.
Άδεια και βουβά μένανε τα σπίτια τους και τα πράγματά τους —έπιπλα, γυαλικά, στολίδια κι όλα τα υπάρχοντα— τα είχαν μαζεμένα στην Αρμένικη εκκλησία, στο Αρμένικο σχολείο και σε άλλα μεγάλα κτίρια, που ήσαν φορτωμένα απ' το βιος. Τα πιο πολύτιμα τα είχαν βουτήξει οι αγάδες και οι μπέηδες, όπως βούτηξαν και τα πιο όμορφα κορίτσια και τα ντύσαν τσαρτσάφια και φερετζέδες.
Άδεια και βουβά μένανε τα σπίτια τους και τα πράγματά τους —έπιπλα, γυαλικά, στολίδια κι όλα τα υπάρχοντα— τα είχαν μαζεμένα στην Αρμένικη εκκλησία, στο Αρμένικο σχολείο και σε άλλα μεγάλα κτίρια, που ήσαν φορτωμένα απ' το βιος. Τα πιο πολύτιμα τα είχαν βουτήξει οι αγάδες και οι μπέηδες, όπως βούτηξαν και τα πιο όμορφα κορίτσια και τα ντύσαν τσαρτσάφια και φερετζέδες.
Όσο για μας —Θεέ μου τι χαρά!— περιμέναμε με λαχτάρα την απελευθέρωσή μας απ' τον
προστάτη των χριστιανών, τον τσάρο, και λέγαμε χαλάλι οι βομβαρδισμοί, χαλάλι τα καρδιοχτύπια κι οι πιλάλες,
χαλάλι
ακόμα
και
οι
οβίδες που με τόση απλοχεριά μας
στέλνανε τα ρούσικα καράβια.
Η αλήθεια είναι, ότι το παρακάνανε στο τέλος, αφού σε μια και μόνη μέρα τρεις φορές μας βομβάρδισε ο στόλος, λες και δεν είχε άλλη δουλειά να κάνει και γι' αυτό έφερνε βόλτα εκεί τριγύρω στα νερά μας, έριχνε στα Πλάτανα, πήγαινε πάρα πέρα, έριχνε, γύρναγε σ' εμάς, ξανάριχνε, έφευγε και ξαναερχόταν και ξανάριχνε.
Η αλήθεια είναι, ότι το παρακάνανε στο τέλος, αφού σε μια και μόνη μέρα τρεις φορές μας βομβάρδισε ο στόλος, λες και δεν είχε άλλη δουλειά να κάνει και γι' αυτό έφερνε βόλτα εκεί τριγύρω στα νερά μας, έριχνε στα Πλάτανα, πήγαινε πάρα πέρα, έριχνε, γύρναγε σ' εμάς, ξανάριχνε, έφευγε και ξαναερχόταν και ξανάριχνε.
Χαλάλι, όμως, λέγαμε πάλι, γιατί όλα αυτά δεν ήσαν παρά σημάδια της απελευθέρωσης που ζύγωνε. Ακόμα κι εμείς τα παιδιά
ήμαστε όλο αναμονή
κι όλο συγκίνηση:
—Έρχονται!
—Φτάνουν οι Ρώσοι μας!
—Είναι κιόλας όξω απ' την Τραπεζούντα τα
ρούσικα στρατεύματα. Λίγο ακόμα και μας απελευθερώνουν!
Δημήτρης Ψαθάς