Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012

Ο Σωκράτης Δωρής, από το Μπορτζόμ ρίζωσε στο Πανόραμα για πάντα

 Αστείρευτη πηγή για πληροφορίες ήταν ο Σωκράτης Δωρής (Κουλουμπαρίδης), που δημιουργούσε πολλές δημόσιες σχέσεις και έκανε δουλειές με ξένους.
Οι πληροφορίες του για το Πανόραμα, για τους πρόσφυ­γες και για τα καράβια που τους μετέφεραν στην Ελλάδα, για τον πρώτο καιρό εδώ και για πάρα πολλά άλλα προκα­λούν αμέσως το ενδιαφέρον.
Όταν ήρθαμε εδώ, στο τότε ονομαζόμενο Αρσακλί, αρ­χίζει τη διήγηση του, δεν υπήρχε τίποτε, εκτός από τρεις παράγκες κοντά στη σημερινή πλατεία, μια μεγάλη και δυο μικρότερες. Τις είχαν φτιάξει οι Σύμμαχοι του A παγκοσμί­ου πολέμου για τους ασθενείς στρατιώτες, γιατί εδώ το κλί­μα ήταν πολύ ξηρό.

Οι πρώτοι Πόντιοι πρόσφυγες από τη Γεωργία

Οι πρώτοι Πόντιοι πρόσφυγες άρχισαν να έρχονται το 1918 από τη Γεωργία, όταν στην περιοχή τους επικράτησε ο κομμουνισμός. Εδώ βρήκαν μερικές οικογένειες Μικρασιατών και Θρακιωτών.
Παντού τριγύρω δεν υπήρχε ούτε ένα δέντρο. Δεν υπήρχαν σπίτια ούτε και νερό.
 Μόνον χαλάσματα υπήρχαν από μα­χαλάδες, όπου έμεναν Τούρκοι, πριν φύγουν για την Τουρ­κία. Μόνον κοντά στον κήπο του Μήτσου του Μητρούση υπήρχε μια συνοικία Τούρκων, που έφυγαν λίγο αργότερα. 
Είχαν συμβιώσει για λίγο με τους Μικρασιάτες, που ήρθαν το 1914, αλλά δεν έμειναν, γιατί το μέρος, γυμνό όπως ήταν, δεν έκανε ούτε για γεωργία ούτε για κτηνοτροφία. Ακόμη και τα πουρνάρια στα γύρω υψώματα ήταν χαμηλά, ούτε μισό μέτρο. Τα έκοβαν οι Καπουτσιδιανοί (κάτοικοι της σημερινής Πυλαίας) και οι Τούρκοι, πριν προφτάσουν να με­γαλώσουν, και τα πουλούσαν στους φούρνους και στα σπίτια της Θεσσαλονίκης, μεταφέροντάς τα με τα γαϊδουράκια.
Ένας μαχαλάς υπήρχε στο Πάγλαρι, όπου έβλεπε κανείς τα χαλάσματα από τις κατοικίες. Εκεί είχε και μια γκιόλα (στέρνα νερού, μπάρα), όπου μάζευαν το βρόχινο νερό για τα ζώα το καλοκαίρι. Υπήρχε μπάρα και στην περιοχή Κιλκίτερε, όπως και στο κέντρο του Πανοράματος. Στους Χαραπάδες υπήρχε τζαμί χωρίς μιναρέ.
Η περιοχή, όπου βρίσκεται το εργοστάσιο της παλιάς «Αλυσίδας», ήταν πεδιάδα και το έλεγαν Καραγάτσια. Κα­πουτσιδιανοί και Τούρκοι είχαν στήσει αντίσκηνα και παρά­γκες και ζούσαν εκεί, καλλιεργώντας χωράφια. Τους είχαν διώξει οι Αγγλοι από τους μαχαλάδες που βρίσκονταν στους Χαραπάδες, γιατί είπαν ότι τους μετέδιδαν ασθένειες.

Εγκατάσταση -προσφύγων στις παράγκες
Όπως και σε άλλες περιοχές της Θεσσαλονίκης, οι πρώ­τοι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στις παράγκες, τις οποίες χώρισαν με κουρελούδες σε μικρότερους χώρους, για να μένουν περισσότερες οικογένειες. Τα αντίσκηνα τα έδωσε μετά η Πρόνοια. Στις δύο μικρές παράγκες έμεναν λίγες οι­κογένειες, αλλά στη μεγάλη δέκα έως δεκαπέντε.
Οι πρόσφυγες έχτισαν σιγά σιγά τα σπίτια με λάσπη και πέτρες που έπαιρναν από τα χαλάσματα των τουρκικών σπι­τιών. Τη μία από τις δύο μικρές παράγκες, στον χώρο όπου βρίσκεται σήμερα το πέτρινο σχολείο, τη χώρισαν στα δύο. Από τη μια ήταν το σχολείο και από την άλλη η εκκλησία, η οποία δεν είχε, στην αρχή, καμπάνα. Για να καλέσουν τους πιστούς στην εκκλησία, χτυπούσαν ένα σίδερο, που αντικατέ­στησε τον ήχο της καμπάνας. Ο παπάς, ο Συμεών Μακρίδης, ήταν δραστήριος. Αυτός φρόντισε και έγιναν όλα· και καμπά­να και εκκλησιαστικά σκεύη, που προσέφερε ο κόσμος.

Ήρθαν με σαπιοκάραβα από τη Γεωργία
Οι πρόσφυγες που ήρθαν από τη Γεωργία, προέρχονταν, κυρίως, από το Μπορτζόμ και το Τσιχισβάρι. Ήρθαν με δική τους πρωτοβουλία και πολλοί από αυτούς έφεραν μαζί τους και τα ζώα τους.
 Τα περισσότερα καράβια, που μας μετέφε­ραν, ήταν παλιά. Έβαζαν, όμως, περισσότερο κόσμο και πιο πολλά πράγματα από το βάρος που σήκωναν, γιατί υπήρχαν πολλοί Έλληνες που ήθελαν να έρθουν στην Ελλάδα.
Οι άν­θρωποι με τις αποσκευές τους ταξίδεψαν στο επάνω μέρος του πλοίου - στο κατάστρωμα - ενώ τα ζώα βρίσκονταν στα αμπάρια. Πολλοί λένε ότι στα καράβια έπιασε επιδημία χο­λέρας και όσους πέθαιναν, τους πετούσαν στη θάλασσα.
Τον πρώτο καιρό, δεν υπήρχαν δέντρα και πουθενά σκιά. Μόνον στα Πλατανάκια υπήρχαν τα πλατάνια και στο Μο­ναστηράκι, όπου πήγαιναν για δροσιά. Ορισμένοι, για να περάσουν το Σαββατοκύριακο, πήγαιναν με βοϊδάμαξες στη γέφυρα πριν από τον Χορτιάτη, όπου είχε πολλές καρυδιές και νερά. Στην έξοδο του Πανοράματος υπήρχε ένας χώρος περιορισμένος, όπου υπήρχαν σπηλιές — εσοχές. Εκεί έβα­ζαν τα ζώα τους. Εκτός από τα μεγάλα ζώα, είχαν και κότες και γουρούνια, γιαυτό τον τόπο τον έλεγαν «του Γουρουνά».
Όταν αποφασίσαμε να έρθουμε στην Ελλάδα και εμείς ήταν Ιανουάριος - Φεβρουάριος του 1920. Ήταν η δεύτερη αποστολή. Οι μπολσεβίκοι πλησίαζαν προς το Μπορτζόμ. Οι άντρες πήραν τα πράγματά τους να τα πουλήσουν. Ακό­μη και τα σπίτια τους και ότι άλλο καλό είχαν και πουλιό­ταν, το πουλούσαν. Όταν ο στρατός έφτασε στην Τιφλίδα, φοβηθήκαμε και φύγαμε για το Βατούμ. Από εκεί πήραμε και ζώα μαζί μας, που αγοράσαμε από τους Καυκάσιους.
Ο θείος ο Λάζαρος ήταν πάντα μαζί μας. Μπήκαμε άρον άρον σε ένα καράβι, που ήταν μισοβουλιαγμένο, το «Αρα­ράτ», που είχε και τρύπες ακόμη. Μέχρι να φτάσουμε στην Ελλάδα, κόντεψε να βουλιάξει το καράβι και να πνιγούμε. Μας κατέβασαν στο Καραμπουρνάκι, στη Νέα Κρήνη, στα Απολυμαντήρια. Τα χωράφια ήταν όλα καπουτσιδιανά (ανήκαν στους κατοίκους της σημερινής Πυλαίας). Στην Καλαμαριά υπήρχαν κάτι παράγκες ξύλινες και αντίσκηνα των Συμμάχων, γεμάτα όλα με κοριούς (ταχτάπιτι).
Εμάς, μας κατέβασαν προς τη Νέα Κρήνη, σε κάτι φραγμέ­να χωράφια, όπου ήμασταν σε καραντίνα. Εκεί μείναμε καμιά εικοσαριά ημέρες, μέχρι που ήρθε ο θείος μου, ο Αλέξης Ιωαννίδης, και μας πήρε και μας ανέβασε στο Αρσακλί (Πανόρα­μα), όλους που ήρθαμε από το Μπορτζόμ και το Τσιχισβάρι. Εγώ δεν πήγα, γιατί ήμουν άρρωστος από τύφο. Ο γιατρός, που ήταν γνωστός, με είχε σε ένα αντίσκηνο και με προστά­τευε. Κάθε μέρα πέθαιναν δέκα - δεκαπέντε άτομα. Τους έβαζαν σε ένα κάρο και τους έθαβαν σε ομαδικούς τάφους εκεί που είναι σήμερα το νεκροταφείο της Καλαμαριάς.
Εγώ έγινα κάπως καλύτερα μετά από έναν μήνα. Οι δικοί μου με έφεραν στο Πανόραμα.
Η μητέρα μου έλεγε στον θείο μου Αλέξη Ιωαννίδη, που τον είχε γαμπρό από αδελφή, ότι το Πανόραμα είναι ξερότοπος και εκείνος της απαντούσε ότι τα δέντρα τα φυτεύουν οι άνθρωποι, τα χαρίσματα της φύσης υπάρχουν και ο τόπος θα γίνει καλύτερος από το Μπορτζόμ με την προσπάθεια όλων.
Ο ίδιος πήγε και βρήκε στην Αλεξανδρούπολη, στην Ξάνθη και την Κομοτηνή τους κεχαγιάδες τους Τούρκους, που είχαν κτήματα στην περιοχή μας, που τα νοίκιαζαν στους Καπουτσιδιανούς και τους Ασβεστοχωρίτες.
Πήρε τα χαρτιά τους - ταπιά - για να ξεχωρίσουν τα όρια του Πανοράματος από τη γύρω περιοχή. Με τα στοιχεία αυτά ορίστηκαν τα σύνορα του Πανοράματος με την Πυλαία, το Ασβεστοχώρι και τον Χορτιάτη και ορίστηκαν, επίσης, ποια ήταν τα ανταλλάξιμα για τους πρόσφυγες του Πανοράματος.
 Όρια ήταν τα ρέματα (χείμαρροι), από τη μία εκείνο που κατεβαίνει στα Πλατανάκια, και από την άλλη εκείνο που κατεβαίνει στους σημερινούς Ελαιώνες. Από την πλευρά της Πυλαίας τα σύνορα ήταν πίσω από το σημερινό κολέγιο «Ανατόλια» και τη Βίλα Ριτζ.
Από την πλευρά της Θέρμης (Σέδες) ήταν οι δύο λόφοι που βρίσκονται βόρεια. Μέσα στα όρια του Πανοράματος ήταν και το Φυτώ­ριο του δημοσίου, μια έκταση ογδόντα, περίπου, στρεμμάτων, απέναντι από εκεί που είναι σήμερα η στάση Κούνιες, καθώς και στην περιοχή των Σερβικών άλλα εβδομήντα στρέμματα, που τα αγόρασε ο πεθερός του Λίτσα, που ήταν διευθυντής της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής.
 Στην περιοχή πίσω από το Φυτώριο, γύρω στα 60 - 70 στρέμματα τα διεκδίκησαν οι Καπουτσιδιανοί, με μαρτυρίες ότι ήταν δικά τους μετά το 1952. Η κοινότητα Πανοράματος έβαλε δικηγόρο τον Στέφα­νο Τσαπάρα, που ήταν και βουλευτής, να τα κατοχυρώσει με ταπιά στο Πανόραμα. Με δικαστήρια και μαρτυρίες από τους Πανοραμίτες, κατοχυρώθηκαν στο Πανόραμα. Ο δικηγόρος ανέλαβε την υπόθεση με ποσοστά και ωφελήθηκε αρκετά.

Τα χωράφια τα είχαμε με προσωρινά παραχωρητήρια μέ­χρι το 1932, που έγινε η διανομή και ο καθένας ήξερε πού είναι το χωράφι του.
Για την Πολύζοβα, ο Αλέξης Ιωαννίδης τόνιζε ότι «αυτόν τον τόπο θα τον κάνουμε εξοχή. Και για τα ζώα στάβλους για να μην μας βρωμίζουν το χωριό. Θα μοιράσουμε την περιοχή και κάθε οικογένεια θα πάρει από 4-5 στρέμματα, για να κάνει τους στάβλους και να κάνουν και συνεταιρισμό να εκμεταλλεύονται το γάλα. Για οπωρώνες, νερό έχει εδώ».
 Την περιοχή Πολύζοβα τη χάσαμε από αδιαφορία ή ανι­κανότητα ορισμένων προσωρινών προέδρων μέχρι το 1930. Την διεκδίκησαν οι Ασβεστοχωρίτες και την κέρδισαν και τα σύνορα μπήκαν πάνω από το στρατόπεδο «Παπασχάλη», δηλαδή πιο πάνω από το Μοναστηράκι. Όλα αυτά τα οφεί­λουμε στον Αλέξη Ιωαννίδη, τον θείο μου.
Ορισμένοι Πανοραμίτες έκαναν μπαξέδες στην περιοχή κάτω από τις σημερινές «Κούνιες». Χρησιμοποιούσαν το νερό από το ρέμα.
* Ο Σωκράτης Δωρής (Κουλουμπαρίδης) γεννήθηκε το 1910 στο Μπορτζόμ και πέθανε το 1995 στο Πανόραμα.





Νίκος Τελίδης 
 καταγραφέας ζωντανών μαρτυριών των προσφύ­γων της πρώτης γενιάς και συλλέκτης παραδοσιακών αντικειμένων.
 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah