Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Ποντιακές γλωσσικές ιδιοτυπίες- η λέξη τσάντσαρος.

  Η ποντιακή αυτή λέξη σημαίνει αράχνη. Ας δώσουμε την κυριολεκτική της χρήση:
"Ντό πολλά δαστήρας εποίκεν ο τσάντσαρον, έπαρεν ατα κα με το φορκάλ'". Όπου δαστήρας είναι η αραχνιά , ο ιστός της αράχνης, από το ιδάζω=διάζομαι , δηλαδή υφαίνω. Χρησιμοποιούταν και μεταφορικά, μ' ελαφρύ απόχρωση ειρωνείας: "Για τέρεν άτον, λεγνός-λεγνός και ψηλός, τα χέρα και τα ποδάρα μακρέα, άμον τσάντσαρος εβγαίν΄ ΄ς σό δέντρον".

Ποια η ετυμολογία του ιδιότυπου αυτού ονόματος; Πρέπει να δεχτούμε ο,τι ασφαλώς, η λέξη "τσάντσαρος" είναι μεταπλασμος του "καθαρός". Και γιατί η σύγχυση της αράχνης με τον κάνθαρον, που πήρε στην ποντιακή την ιδιαίτερη ονομασία "μουμούλ", "χρυσόμουμουλον" κ.τ.λ.;
 Η αιτία βρίσκεται φυσικά, στην ομοιότητα μερικών ειδών αράχνης με ορισμένα είδη κάνθαρων. Είχε πάψει, ως φαίνεται, να χρησιμοποιείται το σχήμα "αράχνη" και προσφύγανε στη λέξη "κάνθαρος", που έπαθε με τον καιρό γλωσσικό μετασχηματισμό.
Δεν μπορούμε να πούμε ότι η αράχνη, ως λέξη, επέζησε με το σχήμα "ρέχνα". Αυτή αποτελεί έναν ονοματικό σχηματισμό από το επίθετο "ρικνός" που σημαίνει ζαρωμένος, κοκαλιάρης, ρυτιδωμένος, κατάξηρος, πολύ αδύνατος.
 Και αυτή είναι η σημασία της "ρέχνας" ως σήμερα.
Αλλα, πως το «κα» του κάνθαρος έγινε»τσα»; Πρώτα, πρώτα η συλλαβή αυτή ουτε στη δημοτική έμεινε αμεταβλητη. Εχουμε κι εκεί «οι σκάθαροι», τα «σκαθάρια» και «οι ασκάθαροι». Έπειτα, δεν είναι μοναδικό φαινόμενο στα ποντιακά ιδιώματα η τροπή του «κα»  σε «τσα».
 Έχουμε, ηδη, από το «καμμύω» το «καμμώνω»(Οινόη) και από το «τσαμώνω(= κλείνω τα μάτια μου) και από το «καμμύζω» το «τσαμλύζω»(=ανοιγοκλείνω τα μάτια μου).
Όσο για τη συλλαβή «θα» (του κάνθαρου) αυτή μετασχηματίστηκε σε «τσα», όπως η συλλαβή «θα» της  κανθαρίδας στη δημοτική έγινε «τσα» και η κανθαρίδα (καθαρίδα) μεταπλάστηκε σε κατσαρίδα. 
Ουτε λείπουν κι οι μετατροπές του «θ» σε «τα». Από το «κανθίν» έχουμε το «καντσίν»(= ψίχα φουντουκιού ή αμυγδάλου κ.τ.λ.) από το «καπίθη»- καπίθιον (=αλεστικά του μυλωνά σε αλεύρι), το «καπίτσιν»-«καπίτς» (Χαλδια). Από τον κάνθαρον, λοιπόν, που υποκατέστησε την αράχνη, προέκυψε η λέξη «τσάντσαρος».
Από το «τσάντσαρος» έχουμε παράγωγα: το τσατσαρευω(=ανεβαίνω πιασμένος με χέρια και ποδιά σε δέντρο ή τοίχο, σκαρφαλώνω, καντσαρώνω). Π.χ. το επίρρημα τσανταρευτά. Και το όνομα τσαντάρεμαν(=σκαρφάλωμα).
Μπορούμε τώρα να δώσουμε λαογραφικές εφαρμογές με τη λέξη «τσάντσαρος» στη διάλεκτο μας: «Τσάντσαρον όνταν ελέπ'ς να τρέχ' μισαφίρτς θα έρται σε» (πρόληψη που όχι σπάνια αληθευει, που σημαίνει « όταν βλέπεις αράχνη να τρέχει θα σου έλθει μουσαφίρης. Άλλο. «Εποίκαμε έναν τσανταρί' φωλέαν κι άλλο(Κοτύωρα) που σημαίνει «πλέξαμε ακόμη έναν ιστό αράχνης». 
Η παροιμιακή φράση ανήκει στην εποχή του Α' παγκόσμιου πόλεμου. Πολλοί τότε , καλούμενοι ως στρατιώτες...για τα περιβόητα «τάγματα εργασίας», γλίτωναν από τον κίνδυνο με συνδυασμούς και καταστρατηγήσεις του νόμου που βάση τους αποτελούσε η δωροδοκία. Εννοείται ότι το στρατήγημα είχε πρόσκαιρη μονο διάρκεια- μερικών μηνών- και καλούσαν πάλι τον ...στρατιώτη για τη θητεία του. Το τέχνασμα, λοιπόν, που είχε σκαρωθει, διαλυοταν «ως ιστός αράχνης»-«άμον τσαντσαρί'φωλέαν».
Η χρήση της λέξης «τσάντσαρος» ηταν γενική, στον Ανατολικό Πόντο ,ιδίως.

Ιωακείμ Σαλτσης(1893-1968)
Δάσκαλος και από τους πιο διακεκριμένους λαογράφους- συγγραφείς.






 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah