Οι γυναίκες της
Σάντας είχαν το χάρισμα να κάνουν στίχους με μεγάλη ευχέρεια. Κοινωνικά,
θρησκευτικά, ερωτικά γεγονότα, όλα γινόντανε τραγούδια.
Το τραγούδι,
παρηγοριά και λυτρωμός για τις Σανταίες, ανέβαινε μόνο του, αυθόρμητα από τα
εσώψυχα, από το βάθος της καρδιάς τους, σαν το ανάβρυσμα μιας διπλανής Κρυσταλλοπηγής.
Τραγουδούσαν τον
καημό, τη λύπη, την μοναξιά, την άχαρη, πικρή βασανισμένη ζωή τους.
Όλες, λίγο-πολύ, τα
κατάφερναν. Όλες είχαν τον ίδιο πόνο. Μερικές ήσαν περισσότερο χαρισματικές.
Σκάρωναν τον στίχο στη στιγμή, ανάλογα με τα γύρω γεγονότα.
Την λαϊκή ποιήτρια
στην Σάντα την έλεγαν τραβωδάναινα, από το ρήμα τραβωδώ, που θα πει τραγουδώ.
Κι αυτό, γιατί δεν τους έπλαθαν απλά τους στίχους, αλλά και τους τραγουδούσαν
οι ίδιες, πάνω στις γνωστές τους μελωδίες. Οι περισσότερες μάλιστα ήσαν και
καλλίφωνες.
Τα τραγούδια τα
έγραφαν σε τετράδια που κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι, από συντροφιά σε
συντροφιά κι έτσι γίνονταν γνωστά σε όλα τα χωριά της Σάντας, καμιά φορά και
στα περίχωρα.
Δυστυχώς, δεν
διασώθηκε κανένα απ' αυτά τα τετράδια. Ξέρουμε μόνο ότι σε κάθε χωριό υπήρχαν
τρεις-τέσσερες τέτοιες χαρισματικές ποιήτριες και πως ήσαν περιζήτητες στις
συντροφιές, όταν πήγαιναν για τον θερισμό του χόρτου στα λιβάδια.
Εκεί
ξεμοναχιασμένες, κορίτσια και νυφοπούλες, άφηναν τα συναισθήματά τους να
ξεσπάσουν ελεύθερα, σε τραγούδι λυπητερό και παραπονεμένο.
Στο χωριό
Πιστοφάντων όπως έλεγε η Μάννα μου, η καλύτερη τραβωδάναινα ήταν τη Κάπα ή
Ευδοκία, ενώ στο Ισχανάντων γνωρίζουμε για την Μαρία Σπυριδοπούλου, γνωστή με
το παρατσούκλι η Καταραμέντσα.
Τα τραγούδια αυτά,
τα περισσότερα έγιναν δημοτικά. Ήταν φυσικό άλλωστε, αφού:
α) έφραζαν κοινό
αίσθημα, που ήταν ο πόνος των γυναικών για τον ξενιτεμό των ανδρών και τον
αποχωρισμό,
β) τραγουδήθηκαν
από όλα τα χωριά και τα περίχωρα της Σάντας και
γ) όταν
απομακρύνθηκαν χρονολογικά, ξεχάστηκε ο δημιουργός τους και έτσι έγιναν
δημοτικά.
Πολλά απ' αυτά
τραγουδιούνται ακόμη και σήμερα στα χωριά μας.
Η παράδοση τα
παρέδωσε σε μας κι εμείς σε άλλους και... και... Ως πότε άραγε;
Τα τραγούδια
συνδυασμένα με τον χορό, κρατούν ακόμη, έχουν ακόμη ζωή. Η γλώσσα όμως; Δεν
ξέρουμε. Μάλλον δεν θέλουμε να ξέρουμε. Μας πονάει.
Εμείς έχουμε χρέος
να περισώσουμε ότι απόμεινε, ότι ξέφυγε από τον χαμό. Μία σπίθα έστω από τα
περασμένα. Από τις παλιές εκείνες εποχές. Χειρότερες; Καλύτερες; Άγνωστο.
Όμως, εμείς πρέπει
να τα ξέρουμε γιατί είναι η ιστορία του πολιτισμού μας, είναι η πολιτιστική
μας κληρονομιά. Αλλά για να τα ξέρουμε πρέπει να τα περισώσουμε, αφού πρώτα τ'
αγαπήσουμε. Έχουμε χρέος ιερό να προσπαθήσουμε, γιατί αν δεν γνωρίζουμε το
παρελθόν μας, δεν θα έχουμε μέλλον. Είναι καθήκον μας να διατηρήσουμε την
ιστορική μνήμη.
Φιλόλογος-Συγγραφέας
Σύντομο Βιογραφικό
Η Πόπη Τσακμακίδου
- Κωτίδου γεννήθηκε το 1929 στη Νέα Σάντα Κιλκίς. Οι γονείς της ήσαν πρόσφυγες
από τη Σάντα του Πόντου.
Μεγάλωσε και
σπούδασε στη Θεσσαλονίκη. Εργάστηκε σαν φιλόλογος στο Ιδιωτικό Γυμνάσιο Χέρσου
Κιλκίς και των Γιαννιτσών Πέλλας.
Από τα φοιτητικά
της χρόνια ενδιαφέρθηκε για τα "Ποντιακά δρώμενα".
Υπήρξε η πρώτη
εκλεγμένη Γενική Γραμματέας του Τμήματος της Νεολαίας της Ευξείνου Λέσχης
Θεσσαλονίκης με Πρόεδρο τον μακαρίτη Δημήτρη Κασιμίδη.
Είναι τακτική
συνεργάτις του περιοδικού "ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΒΗΜΑ" της Ευξείνου Λέσχης Κοζάνης
και άλλων ποντιακών εντύπων.
Είναι μέλος πολλών
προσφυγικών σωματείων και παίρνει μέρος σε συνέδρια που ασχολούνται με ποντιακά
θέματα.
Είναι παντρεμένη με
τον γεωπόνο Χαράλαμπο Κωτίδη και απόκτησαν δύο παιδιά, την Γωγώ και τον Κώστα,
Πολιτικούς Μηχανικούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου