Τα ίδια σχέδια που
χρησιμοποιήθηκαν για την εξόντωση των Αρμενίων τότε και των Εβραίων στις μέρες
μας, χρησιμοποιήθηκαν και για τους Έλληνες του Πόντου. Εκεί στον Πόντο βλέπουμε
πως ήταν συμπαγής ο κορμός του ελληνισμού.
Ρωτούν πολλοί σύγχρονοι μας τι
έγιναν οι προύχοντες, που είναι οι χιλιάδες δάσκαλοι και οι μαθητές των
σχολείων, γυμνασίων και γενικότερα των εκπαιδευτηρίων του Πόντου. Οι χιλιάδες
ιερείς οι εκατοντάδες οπλαρχηγοί του απελευθερωτικού στρατού του Πόντου και
άλλοι ηγέτες των Ποντίων.
Να η απάντηση, ωμή και αδυσώπητη: Σφάχτηκαν
συστηματικά από το δυνάστη και διώχτηκαν σε κάθε κρίσιμη για το έθνος
περίπτωση, για να μείνει ο λαός ορφανός από ηγέτες και αρχηγούς.
Στον Πόντο έγινε το
αντίθετο με ότι έγινε σε άλλες περιοχές του ελληνισμού, ιδιαίτερα στο νότο,
όπου δημιουργήθηκε μια συμμαχία των προκρίτων με τον τούρκο δυνάστη και έτσι
δημιουργήθηκε το καθεστώς των κοτζαμπάσηδων που διαιώνιζε το Status του κατακτητή. Το καθεστώς
αυτό ανάγκασε τον ηρωικό Κολοκοτρώνη να πολεμά από το ένα μέρος τον κατακτητή,
αλλά και να φωνάζει από το άλλο μέρος με το δίκιο του: "Φωτιά και τσεκούρι
στους προσκυνημένους". Το φαινόμενο όμως αυτό ήταν άγνωστο στον Πόντο,
όπου σε κάθε κρίσιμη για το έθνος περίπτωση οι πρόκριτοι πλήρωναν πρώτοι το
ακριβό τίμημα αίματος και θυσιών για την ελευθερία και τον πατριωτισμό. Ο
δάσκαλος, ο παπάς, και οι πρόκριτοι ήσαν οι πρώτοι στόχοι του τυράννου σε κάθε
περίπτωση.
Το ανταρτικό κίνημα του Πόντου δημιουργήθηκε,
οργανώθηκε και αναπτύχθηκε κυρίως στις περιφέρειες της Αμισού και Σάντας όχι
μόνο γιατί τα μέρη αυτά είχαν υποστεί τους σκληρότερους διωγμούς και γι' αυτό
οι κάτοικοι ήταν αναγκασμένοι ν' αντιδράσουν, δηλ. να αυτοαμυνθούν. Μην
ξεχνούμε ότι μόνο από την πόλη της Αμισού είχαν γίνει εννιά αποστολές
εξόριστων στα βάθη της Μ. Ασίας, με αποτέλεσμα να εξοντωθεί όλος σχεδόν ο
ανδρικός πληθυσμός της πόλεως, ενώ σε προσφορά θυσιών η περιφέρεια όλη της
Αμάσειας κατέχει το θλιβερό προνόμιο να είναι πρώτη σε όλο τον Πόντο με 134.078
νεκρούς σε σύνολο 183.000 κατοίκων. Από την παρουσίαση των ντοκουμέντων
παρατηρούμε ότι:
Η εποχή εκτοπισμού
και μετακινήσεως του ελληνικού πληθυσμού προς τα ενδότερα της Τουρκίας ήταν
για τους Τούρκους πάντα ο χειμώνας, όπως αναφέρει άλλωστε πρόσφατα στα
δημοσιεύματά του ο ιστορικός Ενεπεκίδης.
Αλλά ο πιο
εξοντωτικός πόλεμος του ποντιακού πληθυσμού έγινε από τους νεοτούρκους όπως
γράφουν σύγχρονοι ιστορικοί: Ο συγγραφέας Βαλαβάνης Γ., στο έργο
του σελ. 65 και επ. μας παραδίδει:
"Κατά τας
μακράς οδοιπορίας των εκτοπιζομένων, πολλοί εγκαταλείποντο καθ' οδόν και ή απέθνησκον της πείνας ή
εθανατούντο υπό των τσετέδων". "Αλλ' υπήρχον και τίνες εξ αυτών οίτινες
είχον ακόμη δυνάμεις να παλαίσουν κατά του θανάτου, κατώρθουν δε να διαφύγωσιν την
προσοχή των τσετέδων και χωροφυλάκων. Προσέτι πολλοί εκ των δυναμένων να
βαδίζωσιν διέφευγον καθ' οδόν την προσοχήν των απαγωγέων αυτών και εκρύπτοντο εις τα... δάση
τρεφόμενοι εκ φλοιών δέντρων και ριζών χόρτων, ένεκα του χειμώνος, άλλοι προ
του κινδύνου του εντοπισμού των, εγκατέλειπον τας οικίας και τα χωρία των και
εκρύπτοντο όπου ηδύναντο. Πάντες ούτοι ηρέμα διέρρεον προς τας μη εκτοπισθείσας
πόλεις της παραλίας: Κερασούντα, Αμισόν και την Ορτούν, μέχρι του εκτοπισμού
αυτών ως προσφύγων".
"Οι
εκτοπισθέντες προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας Έλληνες του Πόντου ανήλθον
εις 257.019 εξ ων απωλέσθησαν εκ μεν του γεωργικού πληθυσμού της υπαίθρου
χώρας, 60-70 επί τοις εκατόν, κατά μέσον όρον, εκ δε των προερχομένων εκ των
πόλεων επειδή ούτοι είχον περισσότερα χρηματικά εφόδια προς εξαγοράν της ζωής
των κατά μέσον όρον 40-60 επί τοις εκατόν".
Αλλ' οι καταστροφές
του ελληνισμού του Πόντου δεν περιορίσθηκαν δυστυχώς μόνο στους αριθμούς
αυτούς. Τον Απρίλιο του 1916 στην Πατριαρχική μονή Βαζελώνος 1200 άτομα, μεταξύ
τους 130 από την Τραπεζούντα, κλείστηκαν σε ένα μεγάλο σπήλαιο κοντά στο χωριό
Κουνάκα. Ύστερα από 4ήμερη αντίσταση αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν και
παραδόθηκαν, μόνο αφού πήραν υπόσχεση ότι δε θα σφαγούν.
Με ισχυρή φρουρά
οδηγούνται προς τα ενδότερα και ενώ διάβαιναν τη γέφυρα του Ποταμού Πρύτανυ,
κοντά στην Κουνάκα, 26 νέες κοπέλες ποντιοπούλες και νέα ποντιόπουλα ρίχτηκαν
στο ποτάμι και προτίμησαν το θάνατο από την ατίμωση που τους περίμενε. Έπεσαν
ηρωικά στο ρεύμα του ποταμού και πνίγηκαν όλοι παρά τις προσπάθειες των
υπολοίπων να τους σώσουν".
Αυτό το γεγονός αποτελεί ένα δείγμα αυτοθυσίας
όπως είναι η Αραπίτσα της Νάουσας και ο χορός του Ζαλόγγου των Σουλιωτών.
Παρόμοιες σκηνές διαδραματίστηκαν σε ολόκληρο τον Πόντο.
Σε άλλη περίπτωση
οι πατέρες της μονής διατάχθηκαν να προχωρήσουν στο εσωτερικό της Αργυρουπόλεως
και, παρά την επίκληση του σουλτάνου με σχετικό Αχτιναμέ, η Μονή λεηλατήθηκε.
Την ίδια τύχη είχε και η μονή της Παναγίας Σουμελά. Στις 19 Απριλίου οι Πατέρες
της μονής αυτής, αφού πήραν την εκόνα της Θεομήτορος που λέγεται ότι τη
ζωγράφισε ο Ευαγγελιστής Λουκάς, έφυγαν τη νύχτα και πήγαν στη ρωσοκρατούμενη
περιοχή.
Απ' όσα γνωρίζουμε
η περιοχή της Τραπεζούντας δεν έπαθε πολλές ζημιές. Αλλά στην Αμισό από τους
3.640 εκτοπισθέντες γύρισαν 809. Στην πλατεία της Αμισού σε μια μέρα, σε ένα
πρωινό, απαγχονίστηκαν 48 Έλληνες πρόκριτοι και την ίδια μέρα άλλοι 178, ενώ σε
όλη την επαρχία 1630 άτομα και όλα επίλεκτα μέλη της κοινωνικής ζωής του τόπου.
Οι περήφανοι
πατριώτες επιχειρηματίες, τραπεζίτες, γιατροί, δικηγόροι, ιερείς,
Μητροπολίτες, καθηγητές γυμνασίων αλλά και μαθητές, νοικοκυραίοι και απλοί
άνθρωποι του λαού, οδηγούνται κατά μάζες στα εκτελεστικά αποσπάσματα και τις
αγχόνες, με συνοπτικές αποφάσεις των στρατιωτικών δικαστηρίων.
Μόνο
οι χήρες και τα ορφανά κλαίνε και οδύρονται. Στην περιφέρεια Ερπαά, οι κάτοικοι
πριν από τον ευρωπαϊκό πόλεμο ήταν 9.262 ενώ μετά την ανακωχή έμειναν 4.969,
δηλαδή χάθηκαν 4.293. Στην Κερασούντα ο ελληνικός πληθυσμός πριν τον πόλεμο
ήταν 15.000.
Η διαταγή απελάσεως
210 οικογενειών δεν πραγματοποιήθηκε χάρη στη θαρραλέα στάση και τις έντονες
διαμαρτυρίες του Μητροπολίτη Χαλδίας και Κερασούντος, Λαυρεντίου. Παρ' όλα
αυτά η εκτόπιση των Ελλήνων που δεν ήταν γραμμένοι στα ληξιαρχικά βιβλία άρχισε
τον Απρίλιο του 1916. Αλλά η πιο άγρια εξόντωση του ελληνικού πληθυσμού από
τους νεοτούρκους τουρανιστές έγινε το 1921. Ότι δεν έκανε ο κατακτητής το
1453-1463, έγινε από τους Νεότουρκους.
Όλοι οι πρόκριτοι της Αμισού και της
Πάφρας, καθώς και της Αμάσειας με φοβερό χειμώνα και με χειροπέδες, οδηγήθηκαν
στα ενδότερα, το Φεβρουάριο του 1921, όπου έφταναν και άλλοι από την Κερασούντα
κι άλλοι από την Τραπεζούντα, την Οινόη, τη Φάτσα, το Ακτάγ - Μαντέν, το
Γιοσγάτ - Τσορούμ κλπ.
Το ίδιο έγινε στην
Αμισό, όπου η εκτόπιση όλων των ανδρών από 14 ετών και πάνω, προς τα ενδότερα
της ανατολής, στοίχισε τη ζωή σε χιλιάδες πατριώτες. Τα στρατοδικεία της
Αμάσειας όπως και αλλού λέχθηκε έστελναν καθημερινά στην αγχόνη πολλούς
εγκρίτους. Μεταξύ τους ο καθηγητής φυσικομαθηματικών Πασαλάρης Γεώργιος, οι
καθηγητές Θεοχαρίδης Δημήτριος, Χαράλαμπος Ευσταθιάδης, Παύλος Παυλίδης,
Παναγιώτης Λαμπριανίδης και δύο 18ετείς μαθητές γυμνασίου, οι Συμεών Ανανιάδης και Αναστάσιος Παυλίδης.
Χρέος βαρύνει τους σύγχρονους, κοντά στους ανδριάντες του δασκάλου και του
παπά, να υψώσουν και τον ανδριάντα του ήρωα μαθητή, ως, δείγμα αιώνιας τιμής και
ευγνωμοσύνης, στους δύο αυτούς μικρούς μάρτυρες μαθητές γυμνασίων, όπως
συνέβει αυτό στην περίπτωση αυτή.
Από την αρχή των
ευρωπαϊκών πολέμων μέχρι την ανακωχή, η συντριβή του ελληνισμού του Πόντου
είναι εντυπωσιακή. Σε πληθυσμό 700.000 απαγχονίστηκαν εσφάγησαν και
τουφεκίστηκαν 171.000, ενώ εξορίσθηκαν στο εσωτεικό 260.000. Στις 380.000 ψυχές
αριθμούνται οι νεκροί μόνο στο μικρό αυτό χρονικό διάστημα.
Άφωνος παραμένει ο ερευνητής του δημοσίου και ιδιωτικού βίου του λαού αυτού,
από το βαθύ πέπλο συσκότισης των πεπραγμένων του. Ολόκληρος ο Πόντος
λεηλατήθηκε και τα πνευματικά παιδιά του και οι ηγέτες του σφαγιάστηκαν
συστηματικά και μεθοδικά.
Αλλά και για τον
απελευθερωτικό στρατό των 20.000 ανδρών (των ανταρτών), που κατά τον Κεμάλ
χαρακτηρίζεται "έργο και όργανο του Καραβαγγέλη", ο ίδιος ο Κεμάλ
ανεβάζει τον αριθμό του σε 30.000, προφανώς για λόγους σκοπιμότητας. Η ένοπλη
αντίσταση του ελληνισμού του Πόντου με ένα ένοπλο, γενναίο, ηρωικό και
πολυάριθμο τμήμα, που έφθανε στις 20.000 και κατά τον ίδιο τον Κεμάλ τους
30.000 άνδρες και η ουδέτερη ή μάλλον εχθρική στάση των μπολσεβίκων, που
χαρακτήριζαν τους Έλληνες αντάρτες του απελευθερωτικού στρατού ως Παντίτ
(συμμορίες) συνετέλεσαν στην αρνητική έκβαση της ανεξαρτησίας του Πόντου.
Η
εποποιία των ανταρτικών ελληνικών σωμάτων αγνοήθηκε βάναυσα και ανεπίτρεπτα.
Φυσικά, ο πατέρας των Τούρκων δε θέλει να αναφέρεται στους αγώνες του
ελληνισμού για την ανεξαρτησία του. Γνώριζε πολύ καλά ο Μουσταφά Κεμάλ την
κίνηση των Ελλήνων για τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους στον Πόντο. 'Άλλωστε ο
ίδιος στην ομιλία του των έξι ημερών στη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση στην Άγκυρα,
ομολογεί την αδυναμία του να νικήσει ο στρατός του τα αντάρτικα απελευθερωτικά
κινήματα του Πόντου. Και δεν δίστασε ο υπερήφανος αυτός Μέγας
Γαζής Ατατούρκ όταν κήρυττε στην Άγκυρα την έναρξη της πρώτης
της μετά τη θριαμβευτική νίκη, της ομιλίας του
ενώπιον της Μεγάλης Εθνοσυνελεύσεως του, όπου εξαίροντας τα κατορθώματα του
στρατού του, να πει ενώπιον αυτής με πικρία: "Μόνον δια της ανακωχής και
της συνθηκολογήσεως ην συνήψαμε με τους Έλληνες αντάρτας του Πόντου και της
ανταλλαγής των πληθυσμών, απηλλάγη το Τουρκικόν ημών έθνος της οδυνηρός πληγής
των ανταρτών τούτων, τους οποίους ο ένδοξος ημών ηρωικός στρατός δεν ηδυνήθη να
νικήσει και υποτάξει". Τέλος η ήπια στάση ενός τμήματος του ίδιου
ποντιακού ελληνισμού κυρίως της Τραπεζούντας είχε ανάλογο μερίδιο στην έκβαση
του όλου προβλήματος.
Ο κύριος όγκος των στρατευμάτων (ανταρτών) του
ποντιακού ελληνισμού, απλώνονταν σε όλες τις επαρχίες της Αμισού, Αμάσειας και
της Ορτού, καθώς και τις γύρω περιοχές.
Το θεωρητικό βάθρο
και η φιλοσοφία του ενόπλου αυτού σώματος, του ελληνισμού του Πόντου ήταν: ο
πόλεμος "υπέρ βωμών και εστιών", πόλεμος μέχρις εσχάτων. Νικούσαν τον
τουρκικό στρατό χρησιμοποιώντας άλλοτε την τακτική του ανταρτοπόλεμου και
άλλοτε την τακτική του τακτικού στρατού σε ανοικτό πεδίο.
Ο αγώνας τους ήταν
εθνικοαπελευθερωτικός και αποτελούσε στην ουσία και στην πραγματικότητα τις
εμπροσθοφυλακές των συμμάχων, αλλά και του ελληνισμού ολόκληρου. Βοήθησαν στην
αρχή το ρωσικό στρατό στις επιχειρήσεις του κατά των Τούρκων. Στις καρδιές των
δουλωμένων Ποντίων αναβίωσαν οι εκστρατείες του Ξενοφώντα με τους μύριους του,
του Αγησίλαου και του μεγάλου στρατηλάτη Αλέξανδρου.
Θρυλικοί ηγέτες και
δοξασμένοι στο λαό καπετάνιοι και οπλαρχηγοί ήταν επικεφαλείς του σπουδαίου
αυτού ενόπλου τμήματος του ποντιακού ελληνισμού. Η σημασία του ένοπλου αυτού
αγώνα, το μέγεθος της συμβολής του για την απελευθέρωση των
"πατρίων" εδαφών και την ανεξαρτησία του Πόντου, η ματαίωση της
εξόντωσης του ελληνικού πληθυσμού, υποβαθμίστηκαν, αγνοήθηκαν και θάφτηκαν για
τις πολιτικές σκοπιμότητες των συμμαχικών συμφερόντων και των ηττημένων
Γερμανών συμβούλων του τούρκικου σοβινισμού και των Ελλήνων πολιτικών ηγετών,
που ήταν δεμένοι στο συμμαχικό άρμα στην αρχή και τον Κωνσταντινισμό αργότερα.
Ο Καραβαγγέλης στα απομνημονεύματά του θυμάται τους ηγέτες και τα γεγονότα.
Αχιλλέα Στεφάνου Ανθεμίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου